| |
Θουκυδίδης,
βιβλίο 3.70
[3.70.1]
Οἱ γὰρ Κερκυραῖοι ἐστασίαζον, ἐπειδὴ οἱ αἰχμάλωτοι ἦλθον αὐτοῖς οἱ ἐκ τῶν
περὶ Ἐπίδαμνον ναυμαχιῶν ὑπὸ Κορινθίων ἀφεθέντες, τῷ μὲν λόγῳ ὀκτακοσίων
ταλάντων τοῖς προξένοις διηγγυημένοι, ἔργῳ δὲ πεπεισμένοι Κορινθίοις
Κέρκυραν προσποιῆσαι. καὶ ἔπρασσον οὗτοι, ἕκαστον τῶν πολιτῶν μετιόντες,
ὅπως ἀποστήσωσιν Ἀθηναίων τὴν πόλιν.
[3.70.2] καὶ
ἀφικομένης Ἀττικῆς τε νεὼς καὶ Κορινθίας πρέσβεις ἀγουσῶν καὶ ἐς λόγους
καταστάντων ἐψηφίσαντο Κερκυραῖοι Ἀθηναίοις μὲν ξύμμαχοι εἶναι κατὰ τὰ
ξυγκείμενα, Πελοποννησίοις δὲ φίλοι ὥσπερ καὶ πρότερον.
[3.70.3]
καὶ (ἦν γὰρ Πειθίας ἐθελοπρόξενός τε τῶν Ἀθηναίων καὶ τοῦ δήμου προειστήκει)
ὑπάγουσιν αὐτὸν οὗτοι οἱ ἄνδρες ἐς δίκην, λέγοντες Ἀθηναίοις τὴν Κέρκυραν
καταδουλοῦν.
[3.70.4] ὁ δὲ
ἀποφυγὼν ἀνθυπάγει αὐτῶν τοὺς πλουσιωτάτους πέντε ἄνδρας, φάσκων τέμνειν
χάρακας ἐκ τοῦ τε Διὸς τοῦ τεμένους καὶ τοῦ Ἀλκίνου· ζημία δὲ καθ’ ἑκάστην
χάρακα ἐπέκειτο στατήρ.
[3.70.5]
ὀφλόντων δὲ αὐτῶν καὶ πρὸς τὰ ἱερὰ ἱκετῶν καθεζομένων διὰ πλῆθος τῆς ζημίας,
ὅπως ταξάμενοι ἀποδῶσιν, ὁ Πειθίας (ἐτύγχανε γὰρ καὶ βουλῆς ὤν) πείθει ὥστε
τῷ νόμῳ χρήσασθαι.
[3.70.6] οἱ
δ’ ἐπειδὴ τῷ τε νόμῳ ἐξείργοντο καὶ ἅμα ἐπυνθάνοντο τὸν Πειθίαν, ἕως ἔτι
βουλῆς ἐστί, μέλλειν τὸ πλῆθος ἀναπείσειν τοὺς αὐτοὺς Ἀθηναίοις φίλους τε
καὶ ἐχθροὺς νομίζειν, ξυνίσταντό τε καὶ λαβόντες ἐγχειρίδια ἐξαπιναίως ἐς
τὴν βουλὴν ἐσελθόντες τόν τε Πειθίαν κτείνουσι καὶ ἄλλους τῶν τε βουλευτῶν
καὶ ἰδιωτῶν ἐς ἑξήκοντα· οἱ δέ τινες τῆς αὐτῆς γνώμης τῷ Πειθίᾳ ὀλίγοι ἐς
τὴν Ἀττικὴν τριήρη κατέφυγον ἔτι παροῦσαν. |
Μτφρ. Ε.Κ. Βενιζέλος
Ο εμφύλιος
σπαραγμός των Κερκυραίων ήρχισε τωόντι, αφότου οι αιχμάλωτοι, οι οποίοι
είχαν συλληφθή εις τας ναυμαχίας, που έλαβαν χώραν εξ αφορμής της Επιδάμνου,
απελύθησαν από τους Κορινθίους και επέστρεψαν εις την Κέρκυραν. Η απόλυσίς
των έγινε κατ' επίφασιν επί τη βάσει εγγυήσεως οκτακοσίων ταλάντων, η οποία
είχε δοθή από τους προξένους των, πράγματι όμως διότι είχαν αναλάβει να
μετατρέψουν την πολιτικήν της Κερκύρας υπέρ των Κορινθιακών συμφερόντων. Και
ήρχισαν πραγματικώς ραδιουργούντες και προσπαθούντες να κατηχήσουν ένα
έκαστον από τους πολίτας, όπως παρασύρουν την πόλιν ν' αποσπασθή από την
Αθηναϊκήν συμμαχίαν.
Μετά την άφιξιν,
τωόντι, ενός Αθηναϊκού και ενός Κορινθιακού πλοίου, τα οποία έφεραν
πρέσβεις, και την διεξαχθείσαν συζήτησιν, οι Κερκυραίοι εψήφισαν όπως
εξακολουθήσουν να είναι σύμμαχοι των Αθηναίων, κατά τους όρους της συμφωνίας
που είχαν κάμει, ανανεώσουν όμως συγχρόνως και την προηγουμένην φιλίαν των
προς τους Πελοποννησίους.
Αλλά συγχρόνως οι
αιχμάλωτοι, που είχαν επιστρέψει από την Κόρινθον, ενήγαγαν εις δίκην τον
Πειθίαν, εθελοπρόξενον των Αθηναίων, και αρχηγόν της δημοκρατικής φατρίας,
κατηγορούντες αυτόν, ότι επιδιώκει να υποδούλωση την Κέρκυραν εις τους
Αθηναίους.
Εκείνος, εξ άλλου,
απαλλαγείς της κατηγορίας, αντενάγει εις δίκην τους πέντε πλουσιωτέρους απ'
αυτούς, ισχυριζόμενος, ότι κόπτουν στηρίγματα αμπέλων από τα ιερά άλση του
Διός και του Αλκινόου, αδίκημα, το οποίον ετιμωρείτο με χρηματικήν ποινήν
ενός στατήρος δι' έκαστον στήριγμα.
Επειδή δ' οι
εναχθέντες κατεδικάσθησαν, εκάθισαν ικέται εις τους ναούς, ζητούντες, ένεκα
του μεγέθους της χρηματικής ποινής, να καταβάλουν αυτήν εις δόσεις. Ο Πειθίας έπεισε
την Βουλήν, της οποίας επίσης ήτο τότε μέλος, να προβούν, εις αναγκαστικήν
εκτέλεσιν, σύμφωνα με τον νόμον.
Οι πέντε καταδικασθέντες, επειδή όχι μόνον ο νόμος απέκλειε την αποδοχήν
της αιτήσεώς των, αλλά και έμαθαν συγχρόνως, ότι εφόσον ο Πειθίας ήτο μέλος της
Βουλής θα επέμενε να πείση την πλειοψηφίαν, όπως συνάψουν επιθετικήν και αμυντικήν
συμμαχίαν με τους Αθηναίους, συνώμοσαν με τους φίλους των, και όπλισθέντες
με εγχειρίδια, εισώρμησαν αιφνιδίως εις την Βουλήν και εφόνευσαν τον Πειθίαν
και άλλους εκ των βουλευτών και ιδιωτών, εξήντα τον αριθμόν. Ολίγοι από τους
ομόφρονας του Πειθίου κατέφυγαν εις την Αθηναϊκήν τριήρη, η οποία δεν είχεν
ακόμη αποπλεύσει. |
Μτφρ. Ε. Λαμπρίδη
Οι Κερκυραίοι
είχαν επαναστατήσει όταν γύρισαν ανάμεσά τους οι αιχμάλωτοι που είχαν
πιάσει οι Κορίνθιοι στις ναυμαχίες γύρω στην Επίδαμνο και τώρα τους άφησαν
ελεύτερους. Τυπικά είχαν ελευθερωθεί επειδή οι πρόξενοι είχαν εγγυηθεί γι'
αυτούς με οχτακόσια τάλαντα, ουσιαστικά όμως επειδή τους είχαν πείσει οι
Κορίνθιοι να φέρουν την Κέρκυρα με το μέρος τους, κι αυτοί ραδιουργούσαν,
πιάνοντας τον κάθεπολίτη χωριστά, για να κάνουν την πολιτεία ν' αποστατήσει
από τους Αθηναίους.
Έφτασε τότε
ένα Αττικό καράβι κ' ένα Κορινθιακό, φέρνοντας και τα δυο πρεσβείες, κι αφού
έγινε μεγάλη συζήτηση ψήφισαν οι Κερκυραίοι να μείνουνε σύμμαχοι των
Αθηναίων σύμφωνα με την ισχύουσα συνθήκη, και με τους Πελοποννησίους να
γίνουνε φίλοι, όπως ήταν και προτήτερα.
Αλλά τον Πειθία,
που ήταν εθελοντής πρόξενος των Αθηναίων και αρχηγός του δημοκρατικού
κόμματος, τον εμήνυσαν στο δικαστήριο οι πρώην αιχμάλωτοι, με την κατηγορία
πως προσπαθεί να υποδουλώσει την Κέρκυρα στους Αθηναίους.
Αυτός, αφού
αθωώθηκε, έκανε αντιμήνυση στους πέντε πιο πλούσιουςαπ' αυτούς,
κατηγορώντας τους πως είχαν κόψει βέργες για στηρίγματα κλημάτων από τα
ιερά τεμένη του Δία και του Αλκίνοου· πρόστιμο για κάθε βέργα ήταν κατά το
νόμο ένας στατήρας.
Κι όταν αυτοί
καταδικάστηκαν στο πρόστιμο, πήγαν και κάθησαν ικέτες στα ιερά, επειδή το
πρόστιμο ήταν πολύ βαρύ κ' έταζαν να το πληρώσουνε με δόσεις· ο Πειθίας
όμως, (που ήταν και βουλευτής) έπεισε τη Βουλή να εφαρμόσουν το νόμο κατά
γράμμα.
Οι δικασμένοι όμως,
βλέποντας από το αποτέλεσμα της δίκης πως αποκλείεται να εφαρμόσουν το
σχέδιό τους, κ' έχοντας συνάμα πληροφορηθεί πως όσο ήταν βουλευτής ο Πειθίας σχεδίαζε
να μεταπείσει το λαό να 'χουν τους ίδιους φίλους κ' εχτρούς με την Αθήνα
συνωμότησαν, και κρατώντας κοντά σπαθιά, μπαίνουν ξαφνικά μέσα στη βουλή και
σκοτώνουν τον Πειθία κι άλλους βουλευτές και ιδιώτες ως εξήντα. Μερικοί
άλλοι, όχι πολλοί, που είχαν τα ίδια φρονήματα με τον Πειθία, κατέφυγαν στο
Αττικό πολεμικό, που ήταν ακόμα στο λιμάνι. |
Θουκυδίδης,
βιβλίο 3.71-73
[71]
δράσαντες δὲ τοῦτο καὶ ξυγκαλέσαντες Κερκυραίους εἶπον ὅτι ταῦτα καὶ
βέλτιστα εἴη καὶ ἥκιστ᾿ ἂν δουλωθεῖεν ὑπ᾿ Ἀθηναίων, τό τε λοιπὸν μηδετέρους
δέχεσθαι ἀλλ᾿ ἢ μιᾷ νηὶ ἡσυχάζοντας, τὸ δὲ πλέον πολέμιον ἡγεῖσθαι. ὡς δὲ
εἶπον, καὶ ἐπικυρῶσαι ἠνάγκασαν τὴν γνώμην. πέμπουσι δὲ καὶ ἐς τὰς Ἀθήνας
εὐθὺς πρέσβεις περί τε τῶν πεπραγμένων διδάξοντας ὡς ξυνέφερε καὶ τοὺς ἐκεῖ
καταπεφευγότας πείσοντας μηδὲν ἀνεπιτήδειον πράσσειν, ὅπως μή τις ἐπιστροφὴ
γένηται.
[72] ἐλθόντων
δὲ οἱ Ἀθηναῖοι τούς τε πρέσβεις ὡς νεωτερίζοντας ξυλλαβόντες, καὶ ὅσους
ἔπεισαν, κατέθεντο ἐς Αἴγιναν.
Ἐν δὲ τούτῳ
τῶν Κερκυραίων οἱ ἔχοντες τὰ πράγματα ἐλθούσης τριήρους Κορινθίας καὶ
Λακεδαιμονίων πρέσβεων ἐπιτίθενται τῷ δήμῳ, καὶ μαχόμενοι ἐνίκησαν.
ἀφικομένης δὲ νυκτὸς ὁ μὲν δῆμος ἐς τὴν ἀκρόπολιν καὶ τὰ μετέωρα τῆς πόλεως
καταφεύγει καὶ αὐτοῦ ξυλλεγεὶς ἱδρύθη, καὶ τὸν Ὑλλαϊκὸν λιμένα εἶχον· οἱ δὲ
τήν τε ἀγορὰν κατέλαβον, οὗπερ οἱ πολλοὶ ᾤκουν αὐτῶν, καὶ τὸν λιμένα τὸν
πρὸς αὐτῇ καὶ πρὸς τὴν ἤπειρον.
[73] τῇ δ᾿
ὑστεραίᾳ ἠκροβολίσαντό τε ὀλίγα καὶ ἐς τοὺς ἀγροὺς περιέπεμπον ἀμφότεροι,
τοὺς δούλους παρακαλοῦντές τε καὶ ἐλευθερίαν ὑπισχνούμενοι· καὶ τῷ μὲν δήμῳ
τῶν οἰκετῶν τὸ πλῆθος παρεγένετο ξύμμαχον, τοῖς δ᾿ ἑτέροις ἐκ τῆς ἠπείρου
ἐπίκουροι ὀκτακόσιοι. |
Μτφρ. Ε.Κ. Βενιζέλος
Μετά τους φόνους
αυτούς, συνεκάλεσαν τον λαόν και είπαν προς αυτόν, ότι η ενέργειά των ήτο προς
το κοινόν συμφέρον και ότι τώρα πλέον δεν εφοβούντο ότι θα υποδουλωθούν
από τους Αθηναίους, και επρότειναν να μένουν του λοιπού ήσυχοι και να μη
δέχωνται κανένα από τους εμπολέμους, εκτός αν καταπλέουν με εν μόνον πλοίον,
εάν όμως καταπλέουν με περισσότερα του ενός, να τους θεωρούν εχθρούς. Τας
προτάσεις αυτάς ηνάγκασαν τον λαόν να επικυρώση. Αλλά συγχρόνως έστειλαν
ευθύς πρέσβεις εις τας Αθήνας, και δια να παραστήσουν τα πρόσφατα γεγονότα
όπως τους συνέφερε, και δια να πείσουν εκείνους που είχαν καταφύγει εκεί να
μη προβούν εις εχθρικάς ενεργείας, ώστε να μη ληφθή κανέν μέτρον κατά της
Κερκύρας.
Αλλ' οι Αθηναίοι,
μετά την άφιξιν των πρέσβεων, συνέλαβαν και αυτούς ως στασιαστάς και όσους
από τους φυγάδας είχαν παραπείσει, και τους ετοποθέτησαν προς φύλαξιν εις
Αίγιναν
Εν τω μεταξύ, μετά
την άφιξιν Κορινθιακής τριήρους και Λακεδαιμονίων πρέσβεων, οι επί κεφαλής
των πραγμάτων Κερκυραίοι επετέθησαν υπούλως κατά των δημοκρατικών και τους
ενίκησαν. Επελθούσης της νυκτός, οι μεν δημοκρατικοί κατέφυγαν εις την
Ακρόπολιν και τα υψηλότερα σημεία της πόλεως, όπου συγκεντρωθέντες
εγκατεστάθησαν και κατέλαβαν τον Υλλαϊκόν λιμένα. Οι αντίθετοι δε κατέλαβαν
την αγοράν, πέριξ της οποίας οι περισσότεροι απ' αυτούς κατώκουν, και τον
απέναντι λιμένα, ο οποίος βλέπει προς την απέναντι στερεάν.
Την επομένην, έγιναν
μερικοί ακροβολισμοί και συγχρόνως αι δύο μερίδες έστειλαν εις την
ύπαιθρον χώραν, δια να τους καλέσουν με το μέρος των, τους δούλους,
υποσχόμενοι εις αυτούς την απελευθέρωσίν των. Και η μεν πλειοψηφία των
δούλων ηνώθη με τους δημοκρατικούς, ενώ οκτακόσιοι μισθοφόροι από την
στερεάν προσήλθαν προς την αντίθετον μερίδα. |
Μτφρ. Ε. Λαμπρίδη
Αφού τα 'καναν
αυτά, κάλεσαν σύναξη των Κερκυραίων, και είπαν πως αυτό που έγινε ήταν το
καλύτερο, και πως μόνο μ' αυτό τον τρόπο ήτανε δυνατό ν'
αποφύγουν την υποδούλωση στους Αθηναίους, κι από δω και μπρος να
μείνουν ουδέτεροι και να μη δέχονται κανέναν από τους δυο στον τόπο τους
παρά αν έρχονται μ' ένα μόνο καράβι, οποιαδήποτε όμως μεγαλύτερη δύναμη να
τη θεωρούν εχτρική. Κ' έστειλαν αμέσως πρέσβεις και στην Αθήνα να τους
αναπτύξουν πως όσα είχανε γίνει ήτανε για το συμφέρον όλων, και να
ορμηνέψουν όσους Κερκυραίους είχαν καταφύγει εκεί να μην ενεργήσουν για
τίποτα επιζήμιο στον τόπο για να μη δημιουργηθεί απότομη αλλαγή καθεστώτος
στην Κέρκυρα.
Όταν όμως έφτασαν,
οι Αθηναίοι τους θεώρησαν ως υποκινητές της επανάστασης και τους συνέλαβαν,
και μαζί με όσους είχαν πειστεί στα λόγια τους τούς πήγαν και τους απίθωσαν
στην Αίγινα.
Στο μεταξύ οι
ολιγαρχικοί που είχαν τώρα στα χέρια τους την κατάσταση στην Κέρκυρα, όταν
έφτασε κ' ένα πολεμικό από την Κόρινθο και πρέσβεις των Λακεδαιμονίων,
ρίχτηκαν καταπάνω στους δημοκρατικούς και τους νίκησαν στη συμπλοκή που
έγινε. Όταν όμως ενύχτωσε, ο λαός κατέφυγε στην Ακρόπολη και τα ψηλώματα της
πολιτείας, κι αφού μαζεύτηκαν, εγκαταστάθηκαν εκεί• είχαν στα χέρια τους και
το Υλλαϊκό λιμάνι. Οι άλλοι πάλι έπιασαν την αγορά, όπου έμεναν οι
περισσότεροι τους και το γειτονικό λιμάνι, που βλέπειπρος την απέναντι
στεριά.
Την άλλη μέρα έγιναν
μερικές μικοοσυμπλοκές κ' έστειλαν κ' οι δυο ομάδες ανθρώπων να τριγυρίσουν
τα χωριά για να προσπαθήσουν να φέρουν τους δούλους με το μέρος τους,
τάζοντάς τους να τους λευτερώσουν• οι περισσότεροι δούλοι πήγανε σύμμαχοι με
τους δημοκρατικούς, στους ολιγαρχικούς όμως ήρθανε μισθοφόροι από την
απέναντι στεριά, οχτακόσιοι. |
Θουκυδίδης,
βιβλίο 3.74
[74]
διαλιπούσης δ᾿ ἡμέρας μάχη αὖθις γίγνεται καὶ νικᾷ ὁ δῆμος χωρίων τε ἰσχύι
καὶ πλήθει προύχων· αἵ τε γυναῖκες αὐτοῖς τολμηρῶς ξυνεπελάβοντο βάλλουσαι
ἀπὸ τῶν οἰκιῶν τῷ κεράμῳ καὶ παρὰ φύσιν ὑπομένουσαι τὸν θόρυβον. γενομένης
δὲ τῆς τροπῆς περὶ δείλην ὀψίαν, δείσαντες οἱ ὀλίγοι μὴ αὐτοβοεὶ ὁ δῆμος τοῦ
τε νεωρίου κρατήσειεν ἐπελθὼν καὶ σφᾶς διαφθείρειεν, ἐμπιπρᾶσι τὰς οἰκίας
τὰς ἐν κύκλῳ τῆς ἀγορᾶς καὶ τὰς ξυνοικίας, ὅπως μὴ ᾖ ἔφοδος, φειδόμενοι οὔτε
οἰκείας οὔτε ἀλλοτρίας, ὥστε καὶ χρήματα πολλὰ ἐμπόρων κατεκαύθη καὶ ἡ πόλις
ἐκινδύνευσε πᾶσα διαφθαρῆναι, εἰ ἄνεμος ἐπεγένετο τῇ φλογὶ ἐπίφορος ἐς αὐτήν.
Καὶ οἱ μὲν
παυσάμενοι τῆς μάχης ὡς ἑκάτεροι ἡσυχάσαντες τὴν νύκτα ἐν φυλακῇ ἦσαν· καὶ ἡ
Κορινθία ναῦς τοῦ δήμου κεκρατηκότος ὑπεξανήγετο, καὶ τῶν ἐπικούρων οἱ
πολλοὶ ἐς τὴν ἤπειρον λαθόντες διεκομίσθησαν. |
Μτφρ. Ε.Κ. Βενιζέλος
Την μεθεπομένην,
έλαβε χώραν νέα μάχη, κατά την οποίαν ενίκησαν οι δημοκρατικοί και
ένεκα της οχυρότητος των θέσεων που κατείχαν και ένεκα της
αριθμητικής των υπεροχής. Και αι γυναίκες, εξ άλλου, τους συνέτρεξαν με
τόλμην, με το να ρίπτουν από τα σπίτια κεράμους, και να υπομένουν την
ταραχήν της μάχης με θάρρος ανώτερον της γυναικείας φύσεως. Η κατατρόπωσις
των ολιγαρχικών επήλθε περί την δύσιν του ηλίου, και επειδή ήρχισαν να
φοβούνται μήπως οι δημοκρατικοί, εάν προελάσουν, καταλάβουν με τον πρώτον
αλαλαγμόν της επιθέσεως το νεώριον και τους περάσουν εν στόματι μαχαίρας,
έβαλαν φωτιά εις τας πέριξ της αγοράς ιδιωτικάς οικίας και τας πολυκατοικίας
δια να προληφθή τοιουτοτρόπως η επίθεσις, χωρίς να φεισθούν ούτε τας ιδικάς
των, ούτε τας ξένας οικοδομάς, εις τρόπον ώστε και εμπορεύματα πολλά εμπόρων
κατεκάησαν και εάν κατά την διάρκειαν της πυρκαϊάς εσηκώνετο άνεμος προς την
διεύθυνσιν της πόλεως, θα διέτρεχε κίνδυνον να καταστραφή ολόκληρος. Μετά το
τέλος της μάχης, και αι δύο μερίδες ανεπαύθησαν, διατηρούσαι φρουράς,
διαρκούσης της νυκτός. Η Κορινθιακή, εξ άλλου, τριήρης, μετά την επικράτησιν
των δημοκρατικών, απέπλευσε λάθρα και οι περισσότεροι από τους μισθοφόρους
επέρασαν κρυφίως εις την απέναντι στερεάν. |
Μτφρ. Ε. Λαμπρίδη.
Κι αφού πέρασε κι
αυτή η μέρα έγινε πάλι μάχη και νίκησαν οι δημοκρατικοί, γιατί είχαν το
πλεονέκτημα πως κρατούσαν τα πιο ισχυρά μέρη κ' είχαν περισσότερο
κόσμο μαζί τους• ως κ' οι γυναίκες τούς βοηθούσαν παλληκαρίσια, πετώντας
κεραμίδια από τις στέγες των σπιτιών, κι αντέχοντας στην ταραχή καλύτερα απ'
ό,τι συνήθως ταιριάζει στο φυσικό τους. Κι όταν γύρισε η μάχη ενάντιά τους
αργά το σούρουπο, φοβήθηκαν οι ολιγαρχικοί μήπως ορμήσει ο λαός σε γιουρούσι
κι αρπάξει και τ' οπλοστάσιο και τους καταστρέψει ολότελα, γι' αυτό βάλανε
φωτιά στα σπίτια τους γύρω στην αγορά, και στις λαϊκές πολυκατοικίες, για να
μην τους γίνει επίθεση, χωρίς να λυπηθούν ούτε τα δικά τους ούτε τα ξένα
σπίτια, έτσι πού καταστράφηκαν και πολλές αποθήκες γεμάτες εμπόρευμα, και
παρά λίγο θα χαλιόταν όλη η πολιτεία αν σηκωνόταν άνεμος ευνοϊκός για να
ξαπλωθεί η πυρκαγιά. Σταμάτησε λοιπόν η μάχη κ' οι δυο μερίδες έμειναν στις
θέσεις τους χωρίς να επιχειρήσουν τίποτ' άλλο, αλλά βρίσκονταν σ' επιφυλακή
όλη τη νύχτα• το Κορινθιακό πολεμικό άμα επικράτησαν οι δημοκρατικοί, έκανε
πανιά στα κρυφά και βγήκε από το λιμάνι, κ' οι περισσότεροι μισθοφόροι
πέρασαν απέναντι χωρίς να τους πάρουν είδηση. |
Θουκυδίδης,
βιβλίο 3.75
[75]
τῇ δὲ ἐπιγιγνομένῃ ἡμέρᾳ Νικόστρατος ὁ Διειτρέφους Ἀθηναίων στρατηγὸς παραγίγνεται βοηθῶν
ἐκ Ναυπάκτου δώδεκα ναυσὶ καὶ Μεσσηνίων πεντακοσίοις ὁπλίταις· ξύμβασίν τε ἔπρασσε
καὶ πείθει ὥστε ξυγχωρῆσαι ἀλλήλοις δέκα μὲν ἄνδρας τοὺς αἰτιωτάτους κρῖναι,
οἳ οὐκέτι ἔμειναν, τοὺς δ᾿ ἄλλους οἰκεῖν σπονδὰς πρὸς ἀλλήλους ποιησαμένους
καὶ πρὸς Ἀθηναίους, ὥστε τοὺς αὐτοὺς ἐχθροὺς καὶ φίλους νομίζειν. καὶ ὁ μὲν
ταῦτα πράξας ἔμελλεν ἀποπλεύσεσθαι· οἱ δὲ τοῦ δήμου προστάται πείθουσιν
αὐτὸν πέντε μὲν ναῦς τῶν αὐτοῦ σφίσι καταλιπεῖν, ὅπως ἧσσόν τι ἐν κινήσει
ὦσιν οἱ ἐναντίοι, ἴσας δὲ αὐτοὶ πληρώσαντες ἐκ σφῶν αὐτῶν ξυμπέμψειν. καὶ ὁ
μὲν ξυνεχώρησεν, οἱ δὲ τοὺς ἐχθροὺς κατέλεγον ἐς τὰς ναῦς. δείσαντες δὲ
ἐκεῖνοι μὴ ἐς τὰς Ἀθήνας ἀποπεμφθῶσι καθίζουσιν ἐς τὸ τῶν Διοσκόρων ἱερόν.
Νικόστρατος δὲ αὐτοὺς ἀνίστη τε καὶ παρεμυθεῖτο. ὡς δ᾿ οὐκ ἔπειθεν, ὁ δῆμος
ὁπλισθεὶς ἐπὶ τῇ προφάσει ταύτῃ, ὡς οὐδὲν αὐτῶν ὑγιὲς διανοουμένων τῇ τοῦ μὴ
ξυμπλεῖν ἀπιστίᾳ, τά τε ὅπλα αὐτῶν ἐκ τῶν οἰκιῶν ἔλαβε καὶ αὐτῶν τινὰς οἷς
ἐπέτυχον, εἰ μὴ Νικόστρατος ἐκώλυσε, διέφθειραν ἄν. ὁρῶντες δὲ οἱ ἄλλοι τὰ
γιγνόμενα καθίζουσιν ἐς τὸ Ἥραιον ἱκέται καὶ γίγνονται οὐκ ἐλάσσους
τετρακοσίων. ὁ δὲ δῆμος δείσας μή τι νεωτερίσωσιν ἀνίστησί τε αὐτοὺς πείσας
καὶ διακομίζει ἐς τὴν πρὸ τοῦ Ἡραίου νῆσον, καὶ τὰ ἐπιτήδεια ἐκεῖσε αὐτοῖς
διεπέμπετο. |
Μτφρ. Ε.Κ. Βενιζέλος
Την ακόλουθον
ημέραν, ήλθεν εις βοήθειαν από την Ναύπακτον με δώδεκα πλοία
και πεντακοσίους Μεσσηνίους οπλίτας ο Νικόστρατος, υιός του Διειτρέφους,
στρατηγός των Αθηναίων, ο οποίος ειργάσθη δραστηρίως, όπως επιτύχη
συμφιλίωσιν των φατριών, και έπεισεν αυτούς να συμβιβασθούν, υπό τον όρον,
όπως δέκα μεν, τους πρωταιτίους, εισαγάγουν εις δίκην (αυτοί άλλωστε μετά
την συνομολόγησιν της συμφωνίας δεν παρέμειναν εις την πόλιν, αλλ' έφυγαν
αμέσως), οι δε λοιποί συμφιλιωθούν, παραμένοντες ανενόχλητοι εις τας εστίας
των και συνομολογούντες προς τους Αθηναίους επιθετικήν και αμυντικήν
συμμαχίαν. Ο Νικόστρατος, αφού επέτυχε τούτο, ητοιμάζετο ν' αποπλεύση. Αλλ'
οι αρχηγοί των δημοκρατικών τον έπεισαν να τους αφίση πέντε από τα πλοία
του, δια να συγκρατούνται οι αντίθετοι αποτελεσματικώτερον από νέα κινήματα,
και να του δώσουν ίσον αριθμόν πλοίων με ιδικά των πληρώματα. Και ο μεν
Νικόστρατος απεδέχθη τούτο, εκείνοι δε εζήτησαν να στρατολογήσουν τους
εχθρούς των προς συγκρότησιν των πληρωμάτων. Επειδή όμως αυτοί εφοβήθησαν
μήπως αποσταλούν εις τας Αθήνας, εκάθισαν ικέται εις τον ναόν των Διοσκούρων.
Ο Νικόστρατος τους παρεκίνει να σηκωθούν και προσεπάθει να τους εγκαρδιώση.
Αλλ' επειδή δεν επείθοντο, οι δημοκρατικοί ωπλίσθησαν, δικαιολογούμενοι ότι
η δυσπιστία των, αρνουμένων να λάβουν μέρος εις τον έκπλουν του στόλου,
απεδείκνυε κακάς εκ μέρους των διαθέσεις, αφήρεσαν τα όπλα από τα σπίτια των
έχθρων των και θα εφόνευαν μερικούς απ' αυτούς, τους οποίους συνήντησαν κατά
τύχην, εάν δεν εμποδίζοντο από τον Νικόστρατον. Οι άλλοι, των οποίων ο
αριθμός ανήλθεν εις τετρακοσίους, βλέποντες τα γινόμενα, εκάθισαν ικέται εις
τον ναόν της Ήρας. Οι δημοκρατικοί, φοβηθέντες μήπως οι τελευταίοι
επιχειρήσουν βιαίαν μεταβολήν της καταστάσεως, τους έπεισαν να σηκωθούν από
εκεί, και τους μετέφεραν εις την απέναντι του ναού νήσον, όπου έστελλαν εις
αυτούς τακτικά τρόφιμα. |
Μτφρ. Ε. Λαμπρίδη.
Την άλλη μέρα φτάνει
από τη Ναύπακτο ο Νικόστρατος ο γιος του Διειτρέφη, στρατηγός
των Αθηναίων, με δώδεκα πολεμικά και πεντακόσιους βαρειά αρματωμένους
Μεσσηνίους στρατιώτες· και διαπραγματεύεται και με τις δυο μερίδες και τους
πείθει να συμβιβαστούν, και να κάνουν αμοιβαίες παραχωρήσεις ώστε να
δικαστούνε μόνο δέκα άντρες, οι κυριότεροι ένοχοι, που το 'σκασαν ευθύς, κ'
οι άλλοι να μείνουνε στα σπίτια τους απείραχτοι, και να κλείσουνε συμφωνία
αναμεταξύ τους, και να γίνουνε με τους Αθηναίους πέρα για πέρα σύμμαχοι,
ώστε να 'χουν τους ίδιους εχτρούς και φίλους. Τότε λοιπόν αυτός, αφού τα
κανόνισε όλα με τις ενέργειες που έκανε, σκόπευε να φύγει· αλλά οι αρχηγοί
του δήμου τον έπεισαν να τους αφήσει εκεί πέντε καράβια του, για να μην
έχουν όρεξη οι αντίπαλοι να ξαναρχίσουν τις ταραχές, κι αντί γι' αυτά του
έταξαν να επανδρώσουν αυτοί άλλα τόσα δικά τους και να τα στείλουνε μαζί με
τ' Αθηναϊκά. Συμφώνησε ο Νικόστρατος, αυτοί όμως στρατολόγησαν για τα
καράβια τούς πολιτικούς τους αντιπάλους. Κ' επειδή εκείνοι φοβήθηκαν μην
τους στείλουνε στην Αθήνα, πήγαν και κάθησαν ικέτες στο ιερό των Διοσκούρων.
Ο Νικόστρατος ο ίδιος προσπάθησε να τους ξεσηκώσει από κει και να τους
καθησυχάσει. Επειδή όμως δεν κατόρθωσε να τους πείσει, ο δήμος οπλίστηκε μ'
αυτή την πρόφαση, συμπεραίνοντας πως κάτι κακό είχανε στο νου τους που
δυσπιστούσαν κι αρνιούνταν να υπηρετήσουνε στα καράβια, και τους πήραν τα
όπλα από τα σπίτια τους, κ' έπιασαν και μερικούς που βρήκαν μακρυά από τους
βωμούς, και θα τους σκότωναν αν δεν τους εμπόδιζε ο Νικόστρατος. Και
βλέποντας οι άλλοι, που δεν είχανε στρατολογηθεί, το τι γινόταν, πάνε και
κάθονται ικέτες στο Ηραίο, κ' ήταν περισσότεροι από τετρακόσιους. Οι
δημοκράτες φοβήθηκαν τότε μην κάνουν κίνημα και τους ξεσήκωσαν και τους
μετακόμισαν στο νησί που είναι απέναντι στο Ηραίο, και τους έστελναν εκεί
ό,τι χρειάζονταν. |
Θουκυδίδης,
βιβλίο 3.76-77
[76]
Τῆς δὲ στάσεως ἐν τούτῳ οὔσης τετάρτῃ ἢ πέμπτῃ ἡμέρᾳ μετὰ τὴν τῶν ἀνδρῶν ἐς
τὴν νῆσον διακομιδὴν αἱ ἐκ τῆς Κυλλήνης Πελοποννησίων νῆες, μετὰ τὸν ἐκ τῆς
Ἰωνίας πλοῦν ἔφορμοι οὖσαι, παραγίγνονται τρεῖς καὶ πεντήκοντα· ἦρχε δὲ
αὐτῶν Ἀλκίδας, ὅσπερ καὶ πρότερον, καὶ Βρασίδας αὐτῷ ξύμβουλος ἐπέπλει.
ὁρμισάμενοι δὲ ἐς Σύβοτα λιμένα τῆς ἠπείρου ἅμα ἕῳ ἐπέπλεον τῇ Κερκύρᾳ.
[77] οἱ δὲ
πολλῷ θορύβῳ καὶ πεφοβημένοι τά τ᾿ ἐν τῇ πόλει καὶ τὸν ἐπίπλουν
παρεσκευάζοντό τε ἅμα ἑξήκοντα ναῦς καὶ τὰς αἰεὶ πληρουμένας ἐξέπεμπον πρὸς
τοὺς ἐναντίους, παραινούντων Ἀθηναίων σφᾶς τε ἐᾶσαι πρῶτον ἐκπλεῦσαι καὶ
ὕστερον πάσαις ἅμα ἐκείνους ἐπιγενέσθαι. ὡς δὲ αὐτοῖς πρὸς τοῖς πολεμίοις
ἦσαν σποράδες αἱ νῆες, δύο μὲν εὐθὺς ηὐτομόλησαν, ἐν ἑτέραις δὲ ἀλλήλοις οἱ
ἐμπλέοντες ἐμάχοντο, ἦν δὲ οὐδεὶς κόσμος τῶν ποιουμένων. ἰδόντες δὲ οἱ
Πελοποννήσιοι τὴν ταραχὴν εἴκοσι μὲν ναυσὶ πρὸς τοὺς Κερκυραίους ἐτάξαντο,
ταῖς δὲ λοιπαῖς πρὸς τὰς δώδεκα ναῦς τῶν Ἀθηναίων, ὧν ἦσαν αἱ δύο Σαλαμινία
καὶ Πάραλος. |
Μτφρ. Ε.Κ. Βενιζέλος
Εις το σημείον
τούτο ευρίσκετο η στάσις, όταν την τετάρτην ή πέμπτην ημέραν, μετά την εις
την νήσον μεταφοράν των ολιγαρχικών, ο Πελοποννησιακός στόλος από την
Κυλλήνην, όπου ήτο ηγκυροβολημένος μετά την εκστρατείαν εις την Ιωνίαν,
κατέπλευσεν, αποτελούμενος από πενήντα τρία πλοία υπό την αρχηγίαν πάντοτε
του Αλκίδου, του στόλου δ' επέβαινε και ο Βρασίδας ως σύμβουλος. Αφού δ'
ηγκυροβόλησαν την νύκτα εις τον επί της ηπείρου λιμένα των Συβότων, ήρχισαν
πλέοντες περί τα εξημερώματα εναντίον της Κερκύρας.
Οι δημοκρατικοί,
ευρισκόμενοι εις πολλήν ταραχήν και φόβον, ένεκα και της εσωτερικής
καταστάσεως και του επερχομένου εχθρικού στόλου, ήρχισαν αμέσως να
ετοιμάζουν εξήντα πλοία και όσα εκάστοτε εξώπλιζαν έστελλαν εναντίον του
εχθρού, μολονότι οι Αθηναίοι συνίστων ν' αφίσουν αυτούς να εκπλεύσουν πρώτοι
και έπειτα ν' ακολουθήση όλος μαζύ ο ιδικός των στόλος, όταν ετοιμασθή.
Καθώς επλησίαζαν προς τον εχθρικόν στόλον τα Κερκυραϊκά πλοία μεμονωμένα,
δύο απ' αυτά ηυτομόλησαν αμέσως, ενώ εις άλλα πάλιν οι αποτελούντες τα
πληρώματα ήλθαν εις χείρας μεταξύ των, και γενική επεκράτει αταξία. Οι
Πελοποννήσιοι, ιδόντες την σύγχυσιν, αντέταξαν είκοσι μόνον πλοία εναντίον
των Κερκυραίων, όλα δε τα άλλα εναντίον των δώδεκα Αθηναϊκών, δύο των οποίων
ήσαν η Σαλαμινία και η Πάραλος. |
Μτφρ. Ε. Λαμπρίδη
Ενώ λοιπόν οι
εσωτερικές ταραχές της Κέρκυρας βρίσκονταν σ' αυτό το σημείο, την τέταρτη ή
πέμπτη μέρα μετά τη μεταφορά των ολιγαρχικών στο νησί, φτάνουν τα καράβια
των Πελοποννησίων από την Κυλλήνη όπου έμεναν αγκυροβολημένα μετά το ταξίδι
τους από την Ιωνία. Κ' ήταν όλα πενήντα τρία. Τα διοικούσε ο Αλκίδας, όπως
και προτήτερα, κι ο Βρασίδας ταξίδευε μαζί του σα σύμβουλος. Αφού έριξαν
άγκυρα στα Σύβοτα, το λιμάνι στην αντικρυνή στεριά, ξεκίνησαν για να
χτυπήσουν την Κέρκυρα την άλλη μέρα μόλις ξημέρωσε.
Οι Κερκυραίοι, σε
μεγάλη ταραχή και φόβο τόσο για όσα είχανε γίνει στην πολιτεία όσο κι από
την άφιξη των καραβιών, άρχισαν να ετοιμάζουνε βιαστικά εξήντα καράβια και
μόλις ετοιμαζόταν το καθένα με ολόκληρο το πλήρωμά του, το 'στελναν έξω
ενάντιά στον εχτρό, ενώ οι Αθηναίοι τους ορμήνευαν να τους αφήσουν ν'
αρμενίσουν ενάντια τους πρώτα αυτοί, κ' ύστερα να προχωρήσουν οι Κερκυραίοι
μ' όλα τους τα καράβια μαζί. Καθώς όμως βρέθηκαν τα Κερκυραϊκά μπροστά στον
εχτρό σκόρπια, δυο απ' αυτά αμέσως αυτομόλησαν προς τον εχτρό, ενώ μέσα σε
μερικά άλλα πολεμούσαν αναμεταξύ τους όσοι αποτελούσαν το πλήρωμα· και δεν
υπήρχε καμιά τάξη σ' αυτά που γίνονταν. Όταν είδαν οι Πελοποννήσιοι την
αναστάτωση, χώρισαν είκοσι δικά τους καράβια να πάρουνε θέση αντίκρυ στα
Κερκυραϊκά, και με τ' άλλα στράφηκαν ενάντια στα δώδεκα Αττικά, που τα δυο
τους ήταν η Σαλαμινία κ' η Πάραλος. |
Θουκυδίδης,
βιβλίο 3.78
[78]
καὶ οἱ μὲν Κερκυραῖοι κακῶς τε καὶ κατ᾿ ὀλίγας προσπίπτοντες ἐταλαιπώρουν τὸ καθ᾿ αὑτούς·
οἱ δ᾿ Ἀθηναῖοι φοβούμενοι τὸ πλῆθος καὶ τὴν περικύκλωσιν ἁθρόαις μὲν οὐ
προσέπιπτον οὐδὲ κατὰ μέσον ταῖς ἐφ᾿ ἑαυτοὺς τεταγμέναις, προσβαλόντες δὲ
κατὰ κέρας καταδύουσι μίαν ναῦν. καὶ μετὰ ταῦτα κύκλον ταξαμένων αὐτῶν
περιέπλεον καὶ ἐπειρῶντο θορυβεῖν. γνόντες δὲ οἱ πρὸς τοῖς Κερκυραίοις καὶ
δείσαντες μὴ ὅπερ ἐν Ναυπάκτῳ γένοιτο, ἐπιβοηθοῦσι, καὶ γενόμεναι ἁθρόαι αἱ
νῆες ἅμα τὸν ἐπίπλουν τοῖς Ἀθηναίοις ἐποιοῦντο. οἱ δ᾿ ὑπεχώρουν ἤδη πρύμναν
κρουόμενοι καὶ ἅμα τὰς τῶν Κερκυραίων ἐβούλοντο προκαταφυγεῖν ὅτι μάλιστα,
ἑαυτῶν σχολῇ τε ὑποχωρούντων καὶ πρὸς σφᾶς τεταγμένων τῶν ἐναντίων. |
Μτφρ. Ε.Κ. Βενιζέλος
Και τα
μεν Κερκυραϊκά πλοία, επειδή επετίθεντο ατάκτως και κατά μικράς ομάδας,
υπέφεραν πολύ εις το μέρος όπου εναυμάχουν. Οι Αθηναίοι, εξ άλλου,
φοβούμενοι περικύκλωσιν ένεκα της αριθμητικής υπεροχής του εχθρού, δεν
προσέβαλαν μεν το κέντρον της όλης εχθρικής απέναντί των παρατάξεως, ώρμησαν
όμως εναντίον της μιας των πτερύγων και κατεβύθισαν ένα πλοίον, και μετά
τούτο, επειδή τα Πελοποννησιακά πλοία παρετάχθησαν εις κύκλον, έπλεαν πέριξ
των και προσεπάθουν να επιφέρουν σύγχυσιν μεταξύ αυτών. Αλλ' επειδή
αντελήφθησαν τούτο οι απέναντι των Κερκυραίων αντιπαρατεταγμένοι και
εφοβήθησαν μήπως επαναληφθή ό,τι είχε γίνει κατά την ναυμαχίαν της Ναυπάκτου,
προσέτρεξαν εις βοήθειαν, και ο στόλος, ηνωμένος ήδη ήρχισε να επιτίθεται
συγχρόνως εναντίον των Αθηναίων. Οι τελευταίοι, εξ άλλου, ήρχισαν ήδη να
υποχωρούν, ανακρούοντες πρύμναν, και επεδίωκαν συγχρόνως, όπως δια της
βραδείας των υποχωρήσεως και της εναντίον των συγκεντρώσεως όλου του
εχθρικού στόλου, όσον το δυνατόν περισσότερα Κερκυραϊκά πλοία προλάβουν να
καταφύγουν εις τον λιμένα. |
Μτφρ. Ε. Λαμπρίδη
Επειδή οι Κερκυραίοι
ρίχνονταν απάνω στα εχτρικά χωρίς τέχνη και λίγοι–λίγοι κακοπάθαιναν
και νικήθηκαν στο δικό τους μέρος της ναυμαχίας. Οι Αθηναίοι πάλι, επειδή
φοβούνταν μην κυκλωθούν από τα εχτρικά καράβια που ήταν πολλά, δεν έκαναν
επίθεση σ' όλα τα καράβια μαζί, ούτε στη μέση εκείνων που ήταν ταγμένα
απέναντί τους, αλλά τα χτυπούσαν από τα πλάγια, και βύθισαν ένα καράβι. Και
ύστερ' απ' αυτό, καθώς οι εχτροί ήταν παραταγμένοι σε κύκλο αρμένιζαν οι
Αθηναίοι γύρω–γύρω τους και πάσκιζαν να τα ρίξουνε σε σύγχυση. Όταν το πήραν
αυτό είδηση, όσα είχαν ταχτεί να πολεμήσουν τους Κερκυραίους, κ' επειδή
φοβήθηκαν μην ξαναγίνει ό,τι είχαν πάθει στη Ναύπακτο, έτρεξαν να βοηθήσουν
τ' άλλα, κι όταν μαζεύτηκαν όλα μαζί, κάνουν έφοδο καταπάνω στ' Αθηναϊκά.
Τότε οι Αθηναίοι άρχισαν να κάνουν πίσω με την πρύμη, γιατί ήθελαν συνάμα να
προφτάσουν οι Κερκυραίοι, όσο ήταν μπορετό, να καταφύγουνε στο λιμάνι πριν
απ' αυτούς,αφού αυτοί οι ίδιοι υποχωρούσαν αργά, κι ολόκληρος ο εχτρικός
στόλος ήταν ταγμένος να τους πολεμήσει. |
Θουκυδίδης,
βιβλίο 3.79-80
[79] Ἡ μὲν
οὖν ναυμαχία τοιαύτη γενομένη ἐτελεύτα ἐς ἡλίου δύσιν, καὶ οἱ Κερκυραῖοι
δείσαντες μὴ σφίσιν ἐπιπλεύσαντες ἐπὶ τὴν πόλιν ὡς κρατοῦντες οἱ πολέμιοι ἢ
τοὺς ἐκ τῆς νήσου ἀναλάβωσιν ἢ καὶ ἄλλο τι νεωτερίσωσι, τούς τε ἐκ τῆς νήσου
πάλιν ἐς τὸ Ἥραιον διεκόμισαν καὶ τὴν πόλιν ἐφύλασσον. οἱ δ᾿ ἐπὶ μὲν τὴν
πόλιν οὐκ ἐτόλμησαν πλεῦσαι κρατοῦντες τῇ ναυμαχίᾳ, τρεῖς δὲ καὶ δέκα ναῦς
ἔχοντες τῶν Κερκυραίων ἀπέπλευσαν ἐς τὴν ἤπειρον, ὅθενπερ ἀνηγάγοντο. τῇ δ᾿
ὑστεραίᾳ ἐπὶ μὲν τὴν πόλιν οὐδὲν μᾶλλον ἐπέπλεον, καίπερ ἐν πολλῇ ταραχῇ καὶ
φόβῳ ὄντας καὶ Βρασίδου παραινοῦντος, ὡς λέγεται, Ἀλκίδᾳ, ἰσοψήφου δὲ οὐκ
ὄντος· ἐπὶ δὲ τὴν Λευκίμμην τὸ ἀκρωτήριον ἀποβάντες ἐπόρθουν τοὺς ἀγρούς.
[80] ὁ δὲ
δῆμος τῶν Κερκυραίων ἐν τούτῳ περιδεὴς γενόμενος μὴ ἐπιπλεύσωσιν αἱ νῆες,
τοῖς τε ἱκέταις ᾖσαν ἐς λόγους καὶ τοῖς ἄλλοις, ὅπως σωθήσεται ἡ πόλις, καί
τινας αὐτῶν ἔπεισαν ἐς τὰς ναῦς ἐσβῆναι· ἐπλήρωσαν γὰρ ὅμως τριάκοντα
προσδεχόμενοι τὸν ἐπίπλουν. οἱ δὲ Πελοποννήσιοι μέχρι μέσου ἡμέρας δῃώσαντες
τὴν γῆν ἀπέπλευσαν, καὶ ὑπὸ νύκτα αὐτοῖς ἐφρυκτωρήθησαν ἑξήκοντα νῆες
Ἀθηναίων προσπλέουσαι ἀπὸ Λευκάδος· ἃς οἱ Ἀθηναῖοι πυνθανόμενοι τὴν στάσιν
καὶ τὰς μετ᾿ Ἀλκίδου ναῦς ἐπὶ Κέρκυραν μελλούσας πλεῖν ἀπέστειλαν καὶ
Εὐρυμέδοντα τὸν Θουκλέους στρατηγόν. |
Μτφρ. Ε.Κ. Βενιζέλος
Τοιαύτη υπήρξεν η
πορεία της ναυμαχίας, η οποία έληξε με την δύσιν του ηλίου.
Οι Κερκυραίοι,
φοβηθέντες μήπως ο εχθρός, ενθαρρυνόμενος από την νίκην, επιτεθή εναντίον
της πόλεως και ή παραλάβη από την νήσον τούς εκεί κρατουμένους αιχμαλώτους,
ή προβή εις καμμίαν άλλην έχθρικήν ένέργειαν, επανέφεραν εις τον ναόν της
Ήρας από την νήσον τούς εκεί κρατουμένους και έλαβαν μέτρα προς φρούρησιν
της πόλεως. Οι Πελοποννήσιοι, εξ άλλου, δεν ετόλμησαν να επιτεθούν εναντίον
της πόλεως, μολονότι ενίκησαν κατά την ναυμαχίαν, αλλ' απέπλευσαν εις το
μέρος της στερεάς, από το οποίον είχαν εκπλεύσει, έχοντες μαζύ των και
δεκατρία αιχμάλωτα Κερκυραϊκά πλοία. Ούτε την επομένην είχαν περισσοτέραν
διάθεσιν να πλεύσουν εναντίον της πόλεως, μολονότι επεκράτει πολλή σύγχυσις
και φόβος μεταξύ των κατοίκων και ο Βρασίδας, ως λέγεται, επέμεινε πολύ προς
τούτο πλησίον του Αλκίδου, ο οποίος όμως είχε την νικώσαν ψήφον. Ενήργησαν
μόνον απόβασιν εις το ακρωτήριον της Λευκίμνης, και κατέστρεψαν τους αγρούς.
Εν τω μεταξύ, οι
δημοκρατικοί της Κερκύρας, κατατρομαγμένοι μήπως ο στόλος επιτεθή εναντίον
των, ήλθαν εις διαπραγματεύσεις προς τους ικέτας και τους λοιπούς
ολιγαρχικούς περί των καταλληλοτέρων μέσων προς σωτηρίαν της πόλεως, και
έπεισαν μερικούς απ' αυτούς να επιβούν των πλοίων. Οι Κερκυραίοι, τωόντι,
παρ' όλας τας δυσκολίας, κατόρθωσαν να εξοπλίσουν τριάντα τοιαύτα. Οι
Πελοποννήσιοι, εν τούτοις, αφού μέχρι μεσημβρίας κατέστρεψαν την ύπαιθρον
χώραν, απέπλευσαν. Και εν καιρώ νυκτός έλαβαν δια οπτικού τηλεγράφου την
είδησιν, ότι επλησίαζεν Αθηναϊκός στόλος εξήντα πλοίων, προερχόμενος από το
μέρος της Λευκάδος, τον οποίον απέστειλαν οι Αθηναίοι, υπό την αρχηγίαν του
Ευρυμέδοντος, υιού του Θουκλέους, άμα έμαθαν την στάσιν και τον επικείμενον
εις Κέρκυραν κατάπλουν του στόλου του Αλκίδου. |
Μτφρ. Ε. Λαμπρίδη
Τέτοιας λογής
λοιπόν έγινε εκείνη η ναυμαχία και τέλειωσε καθώς βασίλευε ο ήλιος.
Επειδή όμως
φοβήθηκαν οι Κερκυραίοι μήπως έρθουν οι εχτροί στην πολιτεία σα νικητές
που ήταν και είτε πάρουν τους δικούς τους από το νησί, είτε κάνουν κανένα
άλλο πραξικόπημα, ξεσήκωσαν πάλι τους ολιγαρχικούς και τους μετέφεραν πίσω
στο Ηραίο, ενώ συγχρόνως έβαλαν φρουρές στην πολιτεία. Αυτοί όμως δεν
τόλμησαν ν' αρμενίσουν ενάντια στην πολιτεία, μ' όλο που είχανε νικήσει στη
ναυμαχία και είχαν πιάσει δέκα τρία καράβια των Κερκυραίων, αλλά έφυγαν
γυρίζοντας στο λιμάνι της απέναντι στεριάς απ' όπου είχαν σηκώσει άγκυρα το
πρωί. Την άλλη μέρα πάλι δεν αρμένισαν κατά την πολιτεία, αν και οι
Κερκυραίοι βρίσκονταν σε μεγάλη αναστάτωση και φόβο, κι ο Βρασίδας τους
παρακινούσε να το κάνουν, καθώς λένε, όμως η ψήφος του δεν είχε το ίδιο
βάρος με του Αλκίδα· έκαμναν όμως απόβαση στο ακρωτήρι της Λευκίμνης και
ρήμαξαν τα γύρω χωράφια.
Στο μεταξύ οι
δημοκρατικοί στην Κέρκυρα είχαν πάθει τέτοιον πανικό μην έρθουν κατά την
πολιτεία τα εχτρικά καράβια, ώστε άρχισαν διαπραγματεύσεις τόσο με τους
ικέτες, στο Ηραίο, όσο και με άλλους ολιγαρχικούς παράγοντες για να βρεθεί
τρόπος να σωθεί η πολιτεία. Κ' έπεισαν μερικούς απ' αυτούς να μπούνε στα
καράβια· κ' έτσι όμως μόλις κατόρθωσαν να επανδρώσουν τριάντα. Οι
Πελοποννήσιοι πάλι, αφού ρήμαξαν τα χωράφια ως το μεσημέρι, γύρισαν πίσω στα
Σύβοτα, και κατά το βράδυ έλαβαν είδηση με φωτεινά σήματα πως αρμενίζουν
κατά κει εξήντα Αθηναϊκά καράβια, που έρχονται από τη Λευκάδα αυτά τα
έστειλαν οι Αθηναίοι μόλις πληροφορήθηκαν την εσωτερική αναταραχή στη
Κέρκυρα, και πως τα καράβια του Αλκίδα σκόπευαν να πάνε κατά κει και
στρατηγό μαζί τους έστειλαν τον Ευρυμέδοντα, το γιο του Θουκλή. |
Θουκυδίδης,
βιβλίο 3.81
[81]
οἱ μὲν οὖν Πελοποννήσιοι τῆς νυκτὸς εὐθὺς κατὰ τάχος ἐκομίζοντο ἐπ᾿ οἴκου
παρὰ τὴν γῆν· καὶ ὑπερενεγκόντες τὸν Λευκαδίων ἰσθμὸν τὰς ναῦς, ὅπως μὴ
περιπλέοντες ὀφθῶσιν, ἀποκομίζονται. Κερκυραῖοι δὲ αἰσθόμενοι τάς τε Ἀττικὰς
ναῦς προσπλεούσας τάς τε τῶν πολεμίων οἰχομένας, λαβόντες τούς τε Μεσσηνίους
ἐς τὴν πόλιν ἤγαγον πρότερον ἔξω ὄντας, καὶ τὰς ναῦς περιπλεῦσαι κελεύσαντες
ἃς ἐπλήρωσαν ἐς τὸν Ὑλλαϊκὸν λιμένα, ἐν ὅσῳ περιεκομίζοντο, τῶν ἐχθρῶν εἴ
τινα λάβοιεν, ἀπέκτεινον· καὶ ἐκ τῶν νεῶν ὅσους ἔπεισαν ἐσβῆναι ἐκβιβάζοντες
ἀπεχρῶντο, ἐς τὸ Ἥραιόν τε ἐλθόντες τῶν ἱκετῶν ὡς πεντήκοντα ἄνδρας δίκην
ὑποσχεῖν ἔπεισαν καὶ κατέγνωσαν πάντων θάνατον. οἱ δὲ πολλοὶ τῶν ἱκετῶν,
ὅσοι οὐκ ἐπείσθησαν, ὡς ἑώρων τὰ γιγνόμενα, διέφθειρον αὐτοῦ ἐν τῷ ἱερῷ
ἀλλήλους, καὶ ἐκ τῶν δένδρων τινὲς ἀπήγχοντο, οἱ δ᾿ ὡς ἕκαστοι ἐδύναντο
ἀνηλοῦντο. ἡμέρας τε ἑπτά, ἃς ἀφικόμενος ὁ Εὐρυμέδων ταῖς ἑξήκοντα ναυσὶ
παρέμεινε, Κερκυραῖοι σφῶν αὐτῶν τοὺς ἐχθροὺς δοκοῦντας εἶναι ἐφόνευον, τὴν
μὲν αἰτίαν ἐπιφέροντες τοῖς τὸν δῆμον καταλύουσιν, ἀπέθανον δέ τινες καὶ
ἰδίας ἔχθρας ἕνεκα, καὶ ἄλλοι χρημάτων σφίσιν ὀφειλομένων ὑπὸ τῶν λαβόντων·
πᾶσά τε ἰδέα κατέστη θανάτου, καὶ οἷον φιλεῖ ἐν τῷ τοιούτῳ γίγνεσθαι, οὐδὲν
ὅτι οὐ ξυνέβη καὶ ἔτι περαιτέρω. καὶ γὰρ πατὴρ παῖδα ἀπέκτεινε καὶ ἀπὸ τῶν
ἱερῶν ἀπεσπῶντο καὶ πρὸς αὐτοῖς ἐκτείνοντο, οἱ δέ τινες καὶ
περιοικοδομηθέντες ἐν τοῦ Διονύσου τῷ ἱερῷ ἀπέθανον. |
Μτφρ. Ε.Κ. Βενιζέλος
Συνεπεία τούτου, οι
Πελοποννήσιοι, μόλις ενύκτωσεν, ανεχώρησαν εσπευσμένως, επιστρέφοντες
εις τα ίδια και πλέοντες πλησίον της ακτής, και αφού έσυραν και μετέφεραν
τα πλοία δια του ισθμού της Λευκάδος, δια να μη γίνουν αντιληπτοί,
περιπλέοντες την νήσον, συνέχισαν τον πλουν της επιστροφής. Οι Κερκυραίοι,
εξ άλλου, αντιληφθέντες την προσέγγισιν του Αθηναϊκού στόλου και την
αναχώρησιν του εχθρικού, μετέφεραν εντός της πόλεως τους Μεσσηνίους, οι
οποίοι έως τότε έμεναν εκτός αυτής, και διατάξαντες τα πλοία, που είχαν
εξοπλίσει, να μετασταθμεύσουν περιπλέοντα την πόλιν [από τον λιμένα του
Αλκινόου] εις τον Υλλαϊκόν λιμένα, ήρχισαν κατά την διάρκειαν του εν λόγω
πλου να φονεύουν κάθε αντίπαλον, ο οποίος έτυχε να πέση εις τα χέρια των.
Εκτός τούτου, μετά την άφιξιν των πλοίων εις τον Υλλαϊκόν λιμένα,
αποβιβάζοντες από τα πλοία όσους είχαν πείσει να επιβούν αυτών, τους
εθανάτωσαν. Ήλθαν επίσης εις τον ναόν της Ήρας, και αφού έπεισαν περί τους
πενήντα από τους εκεί ικέτας να υποβληθούν εις δίκην, τους κατεδίκασαν όλους
εις θάνατον. Οι περισσότεροι από τους ικέτας, όσοι δεν είχαν δεχθή να
δικασθούν, βλέποντες τα γινόμενα, ήρχισαν ν' αλληλοσκοτώνωνται μέσα εις τον
ίδιον τον ναόν. Μερικοί απηγχονίζοντο από τα δένδρα και άλλοι ηυτοκτόνουν,
όπως ημπορούσε ο καθείς. Ολόκληρον άλλωστε την εβδομάδα, κατά την οποίαν ο
Ευρυμέδων με τα εξήντα πλοία του παρέμεινεν εκεί μετά την άφιξίν του, οι
Κερκυραίοι εξηκολούθουν να φονεύουν όσους από τους συμπολίτας των εθεώρουν
εχθρούς των, και μολονότι ισχυρίζοντο ότι καταδιώκουν μόνον εκείνους που
ήθελαν να καταλύσουν το δημοκρατικόν πολίτευμα, πράγματι όμως μερικοί
εφονεύθησαν προς ικανοποίησιν προσωπικών παθών, και άλλοι, οι οποίοι είχαν
δανείσει χρήματα, από τους οφειλέτας των. Ημπορούσε κανείς να ίδη τον
θάνατον υπό όλας του τας μορφάς. Καμμία από τας φρικαλεότητας που είναι
συνήθεις εις τοιαύτας περιστάσεις δεν έλειψε και χειρότεραι ακόμη έλαβαν
χώραν. Διότι πατέρες εφόνευαν τα τέκνα των, και ικέται απεσπώντο από τους
ναούς και εφονεύοντο πλησίον. Μερικοί μάλιστα απέθαναν εντός του ναού του
Διονύσου, του οποίου αι θύραι απεφράχθησαν δια τοίχου. |
Μτφρ. Ε. Λαμπρίδη
Ευθύς τότε οι
Πελοποννήσιοι, αρμενίζοντας νύχτα και ξυστά στη στεριά, ξεκίνησαν να
γυρίσουνε στον τόπο τους όσο μπορούσαν πιο γρήγορα. Και πέρασαν τα καράβια
πάνω από τον ισθμό της Λευκάδας σερνάμενα στη στεριά, για να μην κάνουν το
γύρο του νησιού και τους ιδούν. Οι Κερκυραίοι πάλι, μόλις το πήραν είδηση
πως πλησιάζουν τ' Αττικά καράβια και φεύγουν τα εχτρικά, έμπασαν μέσα στην
πολιτεία κρυφά τους Μεσσηνίους που τους κρατούσαν προτήτερα απ' όξω και
πρόσταξαν τα πλοία που είχαν επανδρώσει ν' αρμενίσουνε γύρω προς τον Υλλαϊκό
κόλπο· κ' ενώ αυτά έλαμναν προς τα εκεί άρχισαν να σκοτώνουν όποιον
προσωπικό τους εχτρό τύχαιναν να πιάσουν κι από τα καράβια κατέβασαν όσους
είχαν πείσει να μπούνε να υπηρετήσουν και τους εσκότωσαν κι αυτούς.
Πηγαίνοντας και στο Ηραίο έπεισαν πενήντα ικέτες να υποβληθούνε σε δίκη και
τους καταδίκασαν όλους σε θάνατο. Οι περισσότεροι όμως ικέτες, όσοι δεν
είχαν αφήσει το ιερό, βλέποντας το τι γινόταν, σκότωσαν ο ένας τον άλλον,
εκεί που βρίσκονταν μέσα στο ιερό, και μερικοί κρεμάστηκαν από τα δέντρα, κι
άλλοι αυτοκτόνησαν με άλλους τρόπους, όπως μπορούσε ο καθένας. Και για εφτά
μέρες, όσες έμεινε ο Ευρυμέδων με τα εξήντα καράβια του από την ημέρα που
έφτασε, οι Κερκυραίοι σκότωναν όσους νόμιζαν πως ήταν εχτροί τους,
προβάλλοντας ως πρόφαση, πως αυτοί ήθελαν να καταλύσουν τη δημοκρατία, αλλά
πολλοί θανατώθηκαν κι από ιδιωτικά μίση, κι άλλοι από ανθρώπους, που είχαν
πάρει δανεικά απ' αυτούς, ακριβώς για τα χρήματα που τους χρωστούσαν· ο
θάνατος πήρε χίλιες μορφές κ' έγιναν όλες οι φρικαλεότητες που γίνονται
συνήθως σε τέτοιες περιστάσεις κι ακόμα χειρότερα. Δεν έμεινε ωμότητα που να
μην τη διαπράξουν και ξεπεράστηκαν όλες οι γνωστές απαισιότητες. Και πατέρας
σκότωνε το γιο, κι από τα ιερά τούς αποτραβούσανε με τη βία, ή τους σκότωναν
ενώ αγκάλιαζαν τους βωμούς, και μερικοί πέθαναν ή τους θάψανε ζωντανούς στο
ιερό του Διονύσου, που το 'χτισαν γύρω–γύρω με τείχος οι εχτροί τους για να
μη βγει κανείς |
Θουκυδίδης,
βιβλίο 3.82
[82] Οὕτως ὠμὴ <ἡ> στάσις
προυχώρησε, καὶ ἔδοξε μᾶλλον, διότι ἐν τοῖς πρώτη ἐγένετο, ἐπεὶ ὕστερόν γε καὶ πᾶν ὡς εἰπεῖν τὸ Ἑλληνικὸν ἐκινήθη,
διαφορῶν οὐσῶν ἑκασταχοῦ τοῖς τε τῶν δήμων προστάταις τοὺς Ἀθηναίους
ἐπάγεσθαι καὶ τοῖς ὀλίγοις τοὺς Λακεδαιμονίους. καὶ ἐν μὲν εἰρήνῃ οὐκ ἂν
ἐχόντων πρόφασιν οὐδ᾿ ἑτοίμων παρακαλεῖν αὐτούς, πολεμουμένων δὲ καὶ
ξυμμαχίας ἅμα ἑκατέροις τῇ τῶν ἐναντίων κακώσει καὶ σφίσιν αὐτοῖς ἐκ τοῦ
αὐτοῦ προσποιήσει ῥᾳδίως αἱ ἐπαγωγαὶ τοῖς νεωτερίζειν τι βουλομένοις
ἐπορίζοντο. καὶ ἐπέπεσε πολλὰ καὶ χαλεπὰ κατὰ στάσιν ταῖς πόλεσι, γιγνόμενα
μὲν καὶ αἰεὶ ἐσόμενα, ἕως ἂν ἡ αὐτὴ φύσις ἀνθρώπων ᾖ, μᾶλλον δὲ καὶ
ἡσυχαίτερα καὶ τοῖς εἴδεσι διηλλαγμένα, ὡς ἂν ἕκασται αἱ μεταβολαὶ τῶν
ξυντυχιῶν ἐφιστῶνται. ἐν μὲν γὰρ εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς πράγμασιν αἵ τε πόλεις
καὶ οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι διὰ τὸ μὴ ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας
πίπτειν· ὁ δὲ πόλεμος ὑφελὼν τὴν εὐπορίαν τοῦ καθ᾿ ἡμέραν βίαιος διδάσκαλος
καὶ πρὸς τὰ παρόντα τὰς ὀργὰς τῶν πολλῶν ὁμοιοῖ. ἐστασίαζέ τε οὖν τὰ τῶν
πόλεων, καὶ τὰ ἐφυστερίζοντά που πύστει τῶν προγενομένων πολὺ ἐπέφερε τὴν
ὑπερβολὴν τοῦ καινοῦσθαι τὰς διανοίας τῶν τ᾿ ἐπιχειρήσεων περιτεχνήσει καὶ
τῶν τιμωριῶν ἀτοπίᾳ. καὶ τὴν εἰωθυῖαν ἀξίωσιν τῶν ὀνομάτων ἐς τὰ ἔργα
ἀντήλλαξαν τῇ δικαιώσει. τόλμα μὲν γὰρ ἀλόγιστος ἀνδρεία φιλέταιρος ἐνομίσθη,
μέλλησις δὲ προμηθὴς δειλία εὐπρεπής, τὸ δὲ σῶφρον τοῦ ἀνάνδρου πρόσχημα,
καὶ τὸ πρὸς ἅπαν ξυνετὸν ἐπὶ πᾶν ἀργόν· τὸ δ᾿ ἐμπλήκτως ὀξὺ ἀνδρὸς μοίρᾳ
προσετέθη, ἀσφαλείᾳ δὲ τὸ ἐπιβουλεύσασθαι ἀποτροπῆς πρόφασις εὔλογος. καὶ ὁ
μὲν χαλεπαίνων πιστὸς αἰεί, ὁ δ᾿ ἀντιλέγων αὐτῷ ὕποπτος. ἐπιβουλεύσας δέ τις
τυχὼν ξυνετὸς καὶ ὑπονοήσας ἔτι δεινότερος· προβουλεύσας δὲ ὅπως μηδὲν αὐτῶν
δεήσει, τῆς τε ἑταιρίας διαλυτὴς καὶ τοὺς ἐναντίους ἐκπεπληγμένος. ἁπλῶς δὲ
ὁ φθάσας τὸν μέλλοντα κακόν τι δρᾶν ἐπῃνεῖτο, καὶ ὁ ἐπικελεύσας τὸν μὴ
διανοούμενον. καὶ μὴν καὶ τὸ ξυγγενὲς τοῦ ἑταιρικοῦ ἀλλοτριώτερον ἐγένετο
διὰ τὸ ἑτοιμότερον εἶναι ἀπροφασίστως τολμᾶν· οὐ γὰρ μετὰ τῶν κειμένων νόμων
ὠφελίας αἱ τοιαῦται ξύνοδοι, ἀλλὰ παρὰ τοὺς καθεστῶτας πλεονεξίᾳ. καὶ τὰς ἐς
σφᾶς αὐτοὺς πίστεις οὐ τῷ θείῳ νόμῳ μᾶλλον ἐκρατύνοντο ἢ τῷ κοινῇ τι
παρανομῆσαι. τά τε ἀπὸ τῶν ἐναντίων καλῶς λεγόμενα ἐνεδέχοντο ἔργων φυλακῇ,
εἰ προύχοιεν, καὶ οὐ γενναιότητι. ἀντιτιμωρήσασθαί τέ τινα περὶ πλείονος ἦν
ἢ αὐτὸν μὴ προπαθεῖν. καὶ ὅρκοι εἴ που ἄρα γένοιντο ξυναλλαγῆς, ἐν τῷ αὐτίκα
πρὸς τὸ ἄπορον ἑκατέρῳ διδόμενοι ἴσχυον οὐκ ἐχόντων ἄλλοθεν δύναμιν· ἐν δὲ
τῷ παρατυχόντι ὁ φθάσας θαρσῆσαι, εἰ ἴδοι ἄφαρκτον, ἥδιον διὰ τὴν πίστιν
ἐτιμωρεῖτο ἢ ἀπὸ τοῦ προφανοῦς, καὶ τό τε ἀσφαλὲς ἐλογίζετο καὶ ὅτι ἀπάτῃ
περιγενόμενος ξυνέσεως ἀγώνισμα προσελάμβανεν. ῥᾷον δ᾿ οἱ πολλοὶ κακοῦργοι
ὄντες δεξιοὶ κέκληνται ἢ ἀμαθεῖς ἀγαθοί, καὶ τῷ μὲν αἰσχύνονται, ἐπὶ δὲ τῷ
ἀγάλλονται. πάντων δ᾿ αὐτῶν αἴτιον ἀρχὴ ἡ διὰ πλεονεξίαν καὶ φιλοτιμίαν· ἐκ
δ᾿ αὐτῶν καὶ ἐς τὸ φιλονικεῖν καθισταμένων τὸ πρόθυμον. οἱ γὰρ ἐν ταῖς
πόλεσι προστάντες μετὰ ὀνόματος ἑκάτεροι εὐπρεποῦς, πλήθους τε ἰσονομίας
πολιτικῆς καὶ ἀριστοκρατίας σώφρονος προτιμήσει, τὰ μὲν κοινὰ λόγῳ
θεραπεύοντες ἆθλα ἐποιοῦντο, παντὶ δὲ τρόπῳ ἀγωνιζόμενοι ἀλλήλων
περιγίγνεσθαι ἐτόλμησάν τε τὰ δεινότατα ἐπεξῇσάν τε τὰς τιμωρίας ἔτι μείζους,
οὐ μέχρι τοῦ δικαίου καὶ τῇ πόλει ξυμφόρου προτιθέντες, ἐς δὲ τὸ ἑκατέροις
που αἰεὶ ἡδονὴν ἔχον ὁρίζοντες, καὶ ἢ μετὰ ψήφου ἀδίκου καταγνώσεως ἢ χειρὶ
κτώμενοι τὸ κρατεῖν ἑτοῖμοι ἦσαν τὴν αὐτίκα φιλονικίαν ἐκπιμπλάναι. ὥστε
εὐσεβείᾳ μὲν οὐδέτεροι ἐνόμιζον, εὐπρεπείᾳ δὲ λόγου οἷς ξυμβαίη ἐπιφθόνως τι
διαπράξασθαι, ἄμεινον ἤκουον. τὰ δὲ μέσα τῶν πολιτῶν ὑπ᾿ ἀμφοτέρων ἢ ὅτι οὐ
ξυνηγωνίζοντο ἢ φθόνῳ τοῦ περιεῖναι διεφθείροντο. |
μετάφραση Άγγελου Βλάχου στο σχολικό βιβλίο |
Μτφρ. Ε. Λαμπρίδη
Σε τέτοιες
άκρες αγριότητες έφτασε ο εμφύλιος πόλεμος και φάνηκε φριχτός περισσότερο
γιατί ήταν από τις πρώτες εκδηλώσεις, ενώ αργότερα μπορεί να πει κανείς πως
ολόκληρος ο Ελληνικός κόσμος συνταράχτηκε με τον ίδιο τρόπο, γιατί υπήρχαν
εσωτερικές διαφορές σε κάθε τόπο ανάμεσα στους δημοκρατικούς αρχηγούς, που
καλούσαν τους Αθηναίους να τους υποστηρίξουν, και στους ολιγαρχικούς, που
φώναζαν τους Λακεδαιμονίους. Βέβαια, σε καιρό ειρήνης, δε θα ήταν εύκολο να
βρουν αιτία για επανάσταση, ούτε θα ήταν τόσο πρόθυμοι να καλέσουνε βοήθεια
απ' έξω· αλλά τώρα που βρίσκονταν σε πόλεμο οι δυο μεγάλοι, και υπήρχαν οι
συμμαχίες με τον έναν ή τον άλλον από τους δυο, δεν εδίσταζαν να
επικαλεστούν τη βοήθειά τους και να την επιτύχουν όσοι ήθελαν να κάνουν
πραξικόπημα για ν' αλλάξουν το καθεστώς, για να βλάψουν τους εχτρούς τους
και συνάμα για να ενισχύσουν τη δική τους μερίδα. Κ' έπεσαν πολλές και
βαρειές συμφορές στα διάφορα κράτη από τις εσωτερικές τους επαναστάσεις,
τέτοιες που γίνονται βέβαια και θα γίνονται πάντοτε όσο μένει ίδιο το φυσικό
του ανθρώπου, αλλά που μπορεί να συντύχουν πιο άγρια ή πιο μαλακά, και που
θ' αλλάζουνε μορφή ανάλογα με το πώς θα παρουσιαστούν κάθε φορά οι
παραλλαγμένες περιστάσεις. Γιατί σε καιρούς ειρήνης κι όταν υπάρχει σχετική
ευημερία, τόσο οι πολιτείες όσο και τα άτομα, είναι πιο καλοπροαίρετοι ο
ένας για τον άλλον, επειδή δε φτάνουνε σε απόγνωση από άκρα ανάγκη που δεν
τους ήρθε με τη θέλησή τους· ο πόλεμος όμως, που παίρνει ύπουλα κάτω απ' τα
πόδια των ανθρώπων την ευκολία να κερδίζουν το καθημερινό τους, τους
διδάσκει την ωμότητα, κ' εντείνει την αγανάχτηση των πολλών ανάλογα με την
κατάσταση όπου τους φέρνει. Γίνονταν λοιπόν επαναστάσεις στις πολιτείες, κι
αν τυχόν καμιά είχε καθυστερήσει, μαθαίνοντας το τι είχε σταθεί αλλού
προτήτερα, προχωρούσε μακρήτερα στις άκρες βιαιότητες, και ξάναβαν τα μυαλά
των ανθρώπων προσπαθώντας να επινοήσουν κάτι χειρότερο και πιο περίτεχνο,
και να επιβάλουν πιο τερατώδικες αντεκδικήσεις. Και νόμισαν πως είχαν το
δικαίωμα ν' αλλάξουν και τη συνειθισμένη ανταπόκριση των λέξεων προς τα
πράγματα, για να δικαιολογήσουν τις πράξεις τους. Έτσι η αστόχαστη αποκοτιά
θεωρήθηκε παλληκαριά γι' αγάπη των συντρόφων, ο δισταγμός από πρόνοια για το
μέλλον δειλία που προβάλλει ενάρετες δικαιολογίες, η γνωστική μετριοπάθεια
ως πρόφαση ανανδρίας, και η ικανότητα να βλέπει κανείς όλες τις πλευρές μιας
κατάστασης, ανικανότητα να δράσει από καμιά· την απότομη και βίαιη
αντίδραση, την πρόσθεσαν στα προτερήματα του αντρός, και η αποχή από τις
ραδιουργίες λογίστηκε φαινομενικά λογική πρόφαση για ν' αποφύγει κανείς τον
κίντυνο. Τον αδιάκοπα έξαλλο κατήγορο τον θεωρούσαν πάντα αξιόπιστο, όποιον
όμως του αντιμιλούσε, τον υποψιάζονταν για προδοσία. Κι αν έκανε κανείς
ραδιουργίες και πετύχαινε, τον είχαν για έξυπνο, κι όποιος υποψιαζόταν και
ξεσκέπαζε έγκαιρα τα σχέδια του άλλου ήταν ακόμα πιο καπάτσος. Όποιος όμως
προνοούσε ώστε να μη χρειαστούν αυτά καθόλου, έλεγαν πως διαλύει το κόμμα κι
αφήνει να τον τρομοκρατήσουν οι αντίπαλοι. Και μ' ένα λόγο, όποιος πρόφταινε
να κάνει το κακό πριν από τον άλλον άκουγε παινέματα, καθώς κι όποιος
παρακινούσε στο κακό έναν άλλον που δεν το είχε προτήτερα βάλει στο νου του.
Κι ο συγγενής λογιζόταν πιο ξένος από τον κομματικό σύντροφο, επειδή ο
σύντροφος ήταν πιο πρόθυμος να ριχτεί στον κίντυνο για το κόμμα χωρίς να
εξετάσει την αληθινή αιτία της πράξης του. Οι κομματικοί σύντροφοι δε
συνδεόταν μεταξύ τους σύμφωνα με τους νόμους που ίσχυαν γι' αμοιβαία ωφέλεια
αλλά για να κερδίσουν πλεονεχτήματα στο πείσμα των νόμων και των κοινωνικών
ηθών. Και την εμπιστοσύνη μεταξύ τους δεν την επικύρωναν όρκοι προς τους
θεούς, όπως συνηθιζόταν άλλοτε, αλλά ο σκοπός να πατήσουν το νόμο με κοινήν
ενέργεια. Τις δίκαιες προτάσεις των αντιπάλων τις δέχονταν μ' επιφύλαξη
παρακολουθώντας τις πράξεις τους ανήταν πιο ισχυροί κι όχι με γενναιοψυχία.
Και κοίταζαν περισσότερο να πάρουν εκδίκηση παρά να φυλαχτούνε για να μην
πάθουν πρώτα οι ίδιοι. Κι αν σε κάποια περίσταση έδιναν κ' έπαιρναν όρκους
να συμφιλιωθούν, οι όρκοι ίσχυαν γιατί τη στιγμή εκείνη δεν ήτανε σε θέση
κανένας από τους δυο να κάνει τίποτ' άλλο, επειδή δεν είχαν να περιμένουν
ενίσχυση από πουθενά αλλού· μόλις όμως δινόταν η ευκαιρία, εκείνος που
πρόφταινε να τολμήσει, αν έβλεπε πουθενά ανοιχτό τον αντίπαλο, του την
έφερνε με μεγαλύτερη χαρά επειδή είχε δώσει τα πιστά παρά αν τον εζημίωνε
κατ' ευθεία και φανερά· και λογιζόταν το φέρσιμο τούτο όχι μόνο πιο σίγουρο,
αλλά, επειδή είχε υπερισχύσει με πονηριά, έπαιρνε και το χαραχτήρα νίκης σε
αγώνα εξυπνάδας. Κ' ευκολώτερα νομίζονταν επιδέξιοι οι πολλοί που
κακουργούν, παρά ενάρετοι όσοι δεν ξέρουν απ' αυτά. Και ντρέπονται για τούτο
το δεύτερο ενώ καμαρώνουνε για το πρώτο.
Αιτία για ολ' αυτά
είναι η όρεξη ν' αποχτήσουν δύναμη οι άνθρωποι από απληστία και φιλοδοξία·
κι' απ αυτά πηγάζει η ορμή που τους σπρώχνει, μια και μπούνε
στη διαμάχη των κομμάτων. Γιατί όσοι ξεπρόβαλαν κάθε φορά σαν αρχηγοί στις
πολιτείες, ο καθένας με ωραίο και αξιόπρεπο σύνθημα, πως εκτιμούν πάνω απ'
όλα την ίση συμμετοχή όλων των πολιτών στη διοίκηση [της πολιτείας], ή τη
γνωστική και μετρημένη κυβέρνηση των πιο καλών, γνοιάζονταν για τα κοινά
μόνο με τα λόγια, ενώ κέρδιζαν πλεονεχτήματα για τον εαυτό τους, και
πολεμώντας με κάθε τρόπο να υπερισχύσουν ο ένας από τον άλλον πολλές φορές
ως τώρα τόλμησαν να κάνουν τα πιο φοβερά πράματα, κ' επιδίωξαν να εκδικηθούν
τους αντιπάλους τους όχι ως εκεί που επιτρέπει η δικαιοσύνη και το συμφέρον
της πολιτείας, αλλά κάνοντας τις πιο άγριες πράξεις, με μοναδικό περιορισμό
το τι ήταν πιο ευπρόσδεκτο κάθε φορά για τη μια ή την άλλη μερίδα· και δεν
εδίστασαν στην προσπάθειά τους να καταλάβουν την αρχή είτε καταδικάζοντας
τους αντιπάλους με άδικη ψήφο του λαού, είτε με βίαιο πραξικόπημα, να
χορτάσουν τη φιλοδοξία τους της στιγμής. Έτσι που κανείς από τους δυο δεν
ακολουθούσε τους κανόνες του σεβασμού προς το δίκαιο και το σωστό, αλλά όσοι
τύχαινε με ωραία και πρεπούμενα λόγια να σκεπάσουν τις πιο ανόσιες πράξεις,
αποχτούσαν καλύτερη φήμη. Οι πιο μετριοπαθείς πολίτες θανατώνονταν κι από
τους δυο, είτε γιατί δε βοηθούσαν τον αγώνα τους ή γιατί τους φθονούσαν οι
άρχοντες ως και την πιθανότητα να επιζήσουν. |
[3.83.1] Οὕτω πᾶσα ἰδέα κατέστη κακοτροπίας διὰ τὰς στάσεις τῷ Ἑλληνικῷ, καὶ
τὸ εὔηθες, οὗ τὸ γενναῖον πλεῖστον μετέχει, καταγελασθὲν ἠφανίσθη, τὸ δὲ
ἀντιτετάχθαι ἀλλήλοις τῇ γνώμῃ ἀπίστως ἐπὶ πολὺ διήνεγκεν·
[3.83.2] οὐ
γὰρ ἦν ὁ διαλύσων οὔτε λόγος ἐχυρὸς οὔτε ὅρκος φοβερός, κρείσσους δὲ ὄντες
ἅπαντες λογισμῷ ἐς τὸ ἀνέλπιστον τοῦ βεβαίου μὴ παθεῖν μᾶλλον προὐσκόπουν ἢ
πιστεῦσαι ἐδύναντο.
[3.83.3] καὶ
οἱ φαυλότεροι γνώμην ὡς τὰ πλείω περιεγίγνοντο· τῷ γὰρ δεδιέναι τό τε αὑτῶν
ἐνδεὲς καὶ τὸ τῶν ἐναντίων ξυνετόν, μὴ λόγοις τε ἥσσους ὦσι καὶ ἐκ τοῦ
πολυτρόπου αὐτῶν τῆς γνώμης φθάσωσι προεπιβουλευόμενοι, τολμηρῶς πρὸς τὰ
ἔργα ἐχώρουν.
[3.83.4] οἱ
δὲ καταφρονοῦντες κἂν προαισθέσθαι καὶ ἔργῳ οὐδὲν σφᾶς δεῖν λαμβάνειν ἃ
γνώμῃ ἔξεστιν, ἄφαρκτοι μᾶλλον διεφθείροντο. |
|
Έτσι γίνηκαν κάθε λογής διαστρεμμένα εγκλήματα ανάμεσα στους Έλληνες κ'
αιτία τους ήταν οι εσωτερικές διενέξεις κ' επαναστάσεις. Και οι ηθικοί
τρόποι που συγγενεύουν τα πιο στενά με την ευγενικιά φύση, έγιναν
καταγέλαστοι και αφανίστηκαν, κ' επικράτησαν οι οξείες αντιθέσεις των
αντιπάλων κομμάτων με διαμετρικά αντίθετα φρονήματα, χωρίς ίχνος αμοιβαίας
εμπιστοσύνης.
Γιατί δεν υπήρχε
τίποτα που να διαλύσει τη δυσπιστία αυτή, ούτε λόγος που να δίνει εγγύηση,
ούτε όρκος που να φοβάται κανείς να τον πατήσει. Κι όταν επικρατούσαν, όλοι
στοχάζονταν πως δεν είχαν καμμιάν ελπίδα να εξασφαλιστούνε μόνιμα, γι' αυτό
περισσότερο φρόντιζαν πώς να μην πάθουν αυτοί πρώτοι παρά που μπορούσαν να
δώσουν πίστη στους άλλους.
Και τις περισσότερες
φορές επέπλεαν όσοι είχαν τις κατώτερες διάνοιες, γιατί επειδή φοβούνταν
τόσο την ίδια τους κατωτερότητα όσο και την εξυπνάδα των αντιπάλων, μήπως
γι' αυτό δεν μπορέσουν να επιβάλουν τη γνώμη τους με τα λόγια, και μήπως με
την ευστροφία τους οι άλλοι προφτάσουν να τους συκοφαντήσουν και να
εξυφάνουν τα συνωμοτικά τους σχέδια προτήτερα, τολμούσαν να κάνουνε
πραξικοπήματα με αναίδεια.
Ενώ όσοι δεν
καταδέχονταν να λάβουν τα μέτρα τους έγκαιρα, βέβαιοι πώς θα προαισθάνονταν
τον κίντυνο, γιατί νόμιζαν πως δε χρειάζονται οι πράξεις εκεί που έφτανε
η γνώση, πιάνονταν αφύλαχτοι και θανατώνονταν. |
Θουκυδίδης,
βιβλίο 3.83
[83] Οὕτω πᾶσα ἰδέα κατέστη
κακοτροπίας διὰ τὰς στάσεις τῷ Ἑλληνικῷ, καὶ τὸ εὔηθες, οὗ τὸ γενναῖον
πλεῖστον μετέχει, καταγελασθὲν ἠφανίσθη, τὸ δὲ ἀντιτετάχθαι ἀλλήλοις τῇ γνώμῃ ἀπίστως
ἐπὶ πολὺ διήνεγκεν· οὐ γὰρ ἦν ὁ διαλύσων οὔτε λόγος ἐχυρὸς οὔτε ὅρκος
φοβερός, κρείσσους δὲ ὄντες ἅπαντες λογισμῷ ἐς τὸ ἀνέλπιστον τοῦ βεβαίου μὴ
παθεῖν μᾶλλον προυσκόπουν ἢ πιστεῦσαι ἐδύναντο. καὶ οἱ φαυλότεροι γνώμην ὡς
τὰ πλείω περιεγίγνοντο· τῷ γὰρ δεδιέναι τό τε αὑτῶν ἐνδεὲς καὶ τὸ τῶν
ἐναντίων ξυνετόν, μὴ λόγοις τε ἥσσους ὦσι καὶ ἐκ τοῦ πολυτρόπου αὐτῶν τῆς
γνώμης φθάσωσι προεπιβουλευόμενοι, τολμηρῶς πρὸς τὰ ἔργα ἐχώρουν. οἱ δὲ
καταφρονοῦντες κἂν προαισθέσθαι καὶ ἔργῳ οὐδὲν σφᾶς δεῖν λαμβάνειν ἃ γνώμῃ
ἔξεστιν, ἄφαρκτοι μᾶλλον διεφθείροντο. |
|
|
|