|
|
ΑΓΓΕΛΑ ΚΑΣΤΡΙΝΑΚΗ, ΤΟΥΤΗ Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΕΜΦΥΛΙΟΥ ΣΠΑΡΑΓΜΟΥ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΠΟΧΗ ΓΙΑ ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΑΡΟΜΟΙΑ, Η ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΕΜΦΥΛΙΑΣ ΒΙΑΣ
(Επιστημονικό Συμπόσιο, Σύγχρονοι μηχανισμοί βίας και καταπίεσης (15-18 Μαρτίου 2005) Εταιρεία Σπουδών νεοελληνικού πολιτισμού και γενικής παιδείας, σ. 213-224)
Οι στίχοι του τίτλου μου προέρχονται, όπως είναι γνωστό και λα αναγνωρίσιμο, από το ποίημα του Εγγονόπουλου «Ποίηση με το οποίο κλείνει η συλλογή ΕΛΕΥΣΙΣ του 1948:
τούτη η εποχή του εμφυλίου σπαραγμού δεν είναι εποχή για ποίηση κι άλλα παρόμοια: σαν πάει κάτι να γραφεί είναι ως αν να γράφονταν από την άλλη μεριά αγγελτηρίων θανάτου
γι’ αυτό και τα ποιήματα μου είν’ τόσο πικραμένα (και πότε -άλλωστε- δεν ήσαν;) και είναι -προ πάντων- και τόσο λίγα
Το ποίημα αυτό βρίσκεται εντούτοις σε μια συλλογή αποτελούμενη κυρίως από ερωτικά ποιήματα που δεν είναι, θα λέγαμε, και «τόσο πικραμένα»: «Είν’ οι γυναίκες π' αγαπούμε σαν τα ρόδια | έρχονται και μας βρίσκουνε | τις νύχτες | όταν βρέχει | με τους μαστούς τους καταργούν τη μοναξιά μας» κ.λπ. Αυτός είναι ο «Ύμνος δοξαστικός για τις γυναίκες π' αγαπούμε», και όπως αντιλαμβανόμαστε κινείται σε εντελώς άλλη κλίμακα σε σχέση με το ποίημα για τον «εμφύλιο σπαραγμό». Μακριά από εμένα η επιθυμία της κατηγορίας. Απλώς θέλω να επισημάνω ότι αυτή την εποχή, το 1948, η κοινωνία έχει χωριστεί στα δύο: κάποιοι πάσχουν με τρόπο ακραίο -στο στρατό, στις εξορίες, στη Μακρόνησο- και άλλοι μπορεί να προβληματίζονται θεωρητικά, ζουν όμως πλέον εντελώς κανονικά. Εκείνοι που πάσχουν με τρόπο ακραίο είναι, πάντως, λιγότερο κατηγορηματικοί όσον αφορά τη δυνατότητα ή τη σκοπιμότητα να γράφεται ποίηση την εποχή του εμφυλίου σπαραγμού. Εκείνοι, για την ακρίβεια, ζουν μια θανάσιμη αμφιθυμία: η θέση τους στα ξερονήσια και στις φυλακές τούς υπαγορεύει την υποχρέωση να γράφουν για να αφήσουν τα ίχνη του μαρτυρίου τους και της αντίστασης τους· η μόνωση, η αίσθηση των χαμένων χρόνων ή η απειλή που επικρέμαται κάνει επιτακτική την ανάγκη της δημιουργίας: «Θα ξαναγράψω. Είναι για μένα ανάγκη ακατανίκητη» εξομολογείται μια κρατούμενη που αναγκάστηκε να κάψει σε μια έρευνα το ημερολόγιο της. Και ο Φίλιππος Ηλιού, που είχε κι εκείνος ιδίαν πείραν, επισημαίνει πως στη Μακρόνησο οι καλλιτεχνικές δραστηριότητες (αρχιτεκτονική, γλυπτική, διακοσμητική) λειτουργούσαν αντισταθμιστικά ως προς τη «σχεδιασμένη αποσύνθεση της προσωπικότητας». Ταυτόχρονα όμως, οι ακραίες καταστάσεις στις οποίες ζουν οι ιδιότυποι αυτοί φαντάροι και οι εκτοπισμένοι -οι θάνατοι των συντρόφων, τα βασανιστήρια- τους ωθούν και σε μια εξίσου έντονη αμφισβήτηση της τέχνης, της ποίησης ειδικά: το ζήτημα των ορίων της γλώσσας και το πρόβλημα της αισθητικοποίησης της φρίκης τίθενται με δραματική ένταση. Έτσι, σε αυτά ακριβώς τα ζητήματα «ποιητικής» παρουσιάζεται μια διαρκής ταλάντευση ανάμεσα στην επιθυμία της κατάθεσης και στην αναστολή της. Ο Αναγνωστάκης στο επίσης γνωστό ποίημα του «Στο Νίκο Ε... 1949», ύστερα από μια αναφορά σε ζοφερά συμπτώματα της εποχής («Φωνές | τη νύχτα | μακρινές φωνές | μάνας τρελής στους έρημους δρόμους | κλάμα παιδιού χωρίς απάντηση | ερείπια»), αναρωτιέται -μέσα σε παρένθεση: «(Μα ποιος με πόνο θα μιλήσει για όλα αυτά;)». Ο ποιητής, ο οποίος ακριβώς μόλις πριν από λίγο έχει «μιλήσει», αισθάνεται προφανώς ανεπαρκής. Συνήθως τα αισθήματα είναι βιαιότερα ή και καθαυτό σπαρακτικά. Ο Άρης Αλεξάνδρου νιώθει πως με το να μετατρέπει σε ποίηση το θάνατο του τουφεκισμένου φίλου του έχει συμμετάσχει στην εκτέλεση του: «από τους δέκα που τον ρίξαν», ένας ήταν -πιστεύει- και ο ίδιος:
κι εγώ που τάχα θα προτάξω τα χάρτινα στήθη των στίχων να σώσω τον Κωστή απ’ την ανωνυμία.
Ο ποιητής οργίζεται με τον εαυτό του, αποτάσσεται την ποίηση, την ψεύτικη παλικαροσύνη, κι όμως αυτή είναι ό,τι περισσότερο επιθυμεί να προασπίσει στη βασανισμένη εξόριστη ζωή του: «μου φαίνεται πως αν μου ζητάγανε να αποκηρύξω τα ποιήματα μου θα αντιστεκόμουνα περισσότερο» εξομολογείται για τον εξαναγκασμό του να υπογράψει «δήλωση»8. Με παρόμοια ενοχικό τρόπο βιώνει και ο Τάσος Λειβαδίτης την επιθυμία να αφήσει πίσω του, μέσω της ποίησης, ένα ίχνος ζωής. Στο ποίημα «Παραμονή Χριστουγέννων», αφού αναφέρεται στον τουφεκισμό ή στη στυγνή δολοφονία συντρόφων, συνεχίζει με μια βίαιη μομφή κατά του εαυτού του:
Μη με λες, λοιπόν, σύντροφο. Την ώρα που οι σύντροφοι μας πεθαίνουν τραγουδώντας την ώρα που εσύ ακονίζεις στο μίσος τη σκληρή σου παλάμη εγώ σε προδίνω καθώς μέσα στη νύχτα κρυώνω και φοβάμαι τη λησμονιά.
Το ξέρω, ένας σύντροφος πρέπει να ζήσει μιαν άλλη ζωή και να πεθάνει απλά όπως κανείς τραβάει την κουβέρτα ως τα μάτια του κι αποκοιμιέται.
Μα όταν εγώ κι αυτούς εδώ τους στίχους τους γράφω μήπως μιλήσουνε για μένα - όχι, μη με λες σύντροφο. Είμαι ένα τσαλακωμένο χαρτί που κόλλησε στην αρβύλα σου καθώς προχωράς.
Όπως και ο Αλεξάνδρου, έτσι και ο Λειβαδίτης αισθάνεται ότι προδίδει. Και μάλιστα, αν ο πρώτος πασχίζει να σώσει το νεκρό σύντροφο από την ανωνυμία, ο Λειβαδίτης παραδέχεται πως θέλει να σώσει τον ίδιο τον εαυτό του από τη λησμονιά. Αυτή η διαδικασία όμως, η πράξη της γραφής, αντιτίθεται στην «απλότητα» με την οποία οφείλει να ζει και να πεθαίνει ο σωστός σύντροφος. Είναι δύσκολο να αντέξει κανείς σε τόση αυτοκατηγορία. Ο ίδιος ο Λειβαδίτης σε ένα άλλο ποίημα της ίδιας ενότητας, που γράφεται στη Μακρόνησο το 1950, έχει βρει μια διαφορετική φόρμουλα. Το ποίημα επιγράφεται χαρακτηριστικά «Απλή κουβέντα», συγκερνώντας λοιπόν ό,τι στο προηγούμενο ποίημα φαινόταν ασύμβατο: την απλότητα με την τέχνη. Συγκερνώντας; Ας δούμε σε ποιο βαθμό:
Κάποτε ονειρευόμαστε να γίνουμε μεγάλοι ποιητές μιλούσαμε για τον ήλιο τώρα μας τρυπάει η καρδιά σαν μια πρόκα την αρβύλα μας εκεί που λέγαμε: ουρανός τώρα λέμε: κουράγιο δεν είμαστε πια ποιητές παρά μονάχα άνθρωποι με ψείρες, βρόμικα χνώτα και μεγάλα όνειρα [...].
Εδώ που η ζωή μας ήταν ένα τσόφλι αυγού κάτω απ' τα πόδια τους με το θάνατο πιο κοντά κι απ' ένα μπάλωμα στον τρύπιο αγκώνα σου με τ' όνομα του νεκρού αδελφού μας σαν ένα πιρούνι καρφωμένο στη γλώσσα πώς να τραγουδήσουμε; Μας φτάνει να μιλήσουμε απλά όπως πεινάει κανείς απλά όπως αγαπάει όπως πεθαίνουμε απλά.
Το ποίημα αυτό μας αφήνει εντέλει με μιαν αβεβαιότητα για το αν μπορούν να συνυπάρξουν η απλότητα και η τέχνη, γιατί στην έννοια της «κουβέντας» ή της «ομιλίας» δεν είναι σαφές αν περιλαμβάνεται ο έντεχνος λόγος. Ο πρώτος στίχος που παραθέσαμε κάνει λόγο για «μεγάλους ποιητές» (άρα μες στη δοκιμασία μπορεί απλώς να αλλάζει η αίσθηση του «μεγάλου» και του «μικρού»), ο πέμπτος στίχος, όμως, μιλά για ολοσχερή άρση της ποιητικής ιδιότητας, καθώς δεν υπάρχουν πια ποιητές, παρά «μονάχα άνθρωποι». Η ίδια αμφισημία σημειώνεται και στη δεύτερη ενότητα: «πώς να τραγουδήσουμε;». Το «τραγούδι» αντιστοιχεί άραγε στην παλιά «λυρική» ποίηση ή στο σύνολο του έντεχνου λόγου; Αν αντιστοιχεί στην παλιά λυρική ποίηση, τότε η «απλή κουβέντα» συνιστά κομμάτι της ποίησης. Πώς όμως μπορεί κανείς να «μιλήσει», έστω και «απλά», με ένα πιρούνι καρφωμένο στη γλώσσα; Το ποίημα, δοκιμάζοντας να συμβιβάσει την ανάγκη να μιλήσει κανείς καλλιτεχνικά με την απαξίωση του έντεχνου λόγου, ο οποίος «προδίνει» τη συμμετοχή σε μια ομάδα -συνιστώντας απόκλιση-, όπως προδίνει και την «απλότητα» της ζωής -συνιστώντας κατά κάποιον τρόπο εκζήτηση-, καταλήγει στην ασάφεια και στην αντίφαση. «Δεν έχω τίποτα να πω, γι' αυτό σωπαίνω. | Γιατί ό,τι είχα να πω, το 'παν οι τάφοι»: αυτά τα γράφει ο Λουντέμης - όμως την ποιητική συλλογή του την τιτλοφορεί, αντιφατικά και αυτός, Κραυγή στα πέρατα. Εκείνος που συνόψισε καλά την αντίφαση, έχοντας φαίνεται πλήρη συνείδηση του προβλήματος, ήταν ο Τίτος Πατρίκιος, στο ποίημα «Μονόλογος» από την ενότητα «Χρόνια της πέτρας»:
Όμως δε φτάνει πια η σιωπή δε φτάνουν πιάτα λόγια. σ. 213-218 […] Εκείνοι πάντως που τείνουν να σιωπούν ακόμα περισσότερο είναι ορισμένοι συγγραφείς που έχουν φύγει από την Ελλάδα. Η Μέλπω Αξιώτη, που βρίσκεται στο Παρίσι από το 1947, έχει σταματήσει αν όχι να γράφει, πάντως να δημοσιεύει λογοτεχνία, και ασχολείται αποκλειστικά με την ενημέρωση των Γάλλων για την κατάσταση στην εμφυλιοπολεμική Ελλάδα. Όταν της ζητούν να μιλήσει για τέχνη, απαντά για τους φυλακισμένους και τους εξόριστους: η «ελληνική άποψη στη συζήτηση για τον Μπαλζάκ» (μια παραγγελία από το περιοδικό Europe) είναι ένας κατάλογος από καλλιτέχνες που βασανίζονται στις εξορίες. Ο Σεφέρης -στην Άγκυρα- και ο Ελύτης -στο Παρίσι- σιωπούν επίσης. Η στάση τους αυτή σχετίζεται με τον Εμφύλιο, κατά τρόπο πιο έμμεσο βέβαια. Και οι δύο είχαν εκδηλωθεί με σφοδρότητα, το 1945, ενάντια στη στράτευση της τέχνης. Έπειτα έγραψαν ο μεν ένας την Κίχλη, ένα ποίημα οριακό ως προς τη δυσκολία του, πιθανώς από αντίδραση στην εύκολα κατανοητή τέχνη της αριστεράς· ο άλλος έγραψε ένα ποίημα αρκετά στρατευμένο, την «Καλοσύνη στις λυκοποριές» («έχθρα στα μάτια κοίταξε με | βγαίνω με τα δικά σου όπλα»). Και οι δύο μάλλον αισθάνθηκαν ότι βρέθηκαν σε αδιέξοδο: είναι δύ¬σκολο να τα βάζεις με αυτούς που διώκονται και βασανίζονται. Είναι δύσκολο επίσης και να σφυρίζεις σε άλλο σκοπό, όταν έχεις τάξει για τον εαυτό σου το στόχο του εθνικού ποιητή. Γι' αυτούς ή για άλλους λόγους, γεγονός είναι ότι οι δύο μείζονες ποιητές του Μεσοπολέμου σιώπησαν, ενώ ο τρίτος μείζων, ο Ρίτσος, αυτός που υφίστατο τα δεινά, απέδωσε ίσως το ρεκόρ της παραγωγικότητας του. Αλλά και ο Αλεξάνδρου και ο Αναγνωστάκης και ο Λειβαδίτης απέδωσαν στις φυλακές και στις εξορίες πυκνό έργο σε σχέση με κατοπινές -ειρηνικές σχετικά- περιόδους της ζωής τους. Η βία λοιπόν άλλους φιμώνει, άλλους εξωθεί στο λόγο. Σύμφωνα με όσα είπαμε, αυτοί που πιο άμεσα την υφίστανται-«στο πετσί τους» όπως θα λέγαμε άλλοτε- αυτοί είναι και οι πιο πρόθυμοι να μιλήσουν, όσο κι αν διαπραγματεύονται διαρκώς με τον εαυτό τους και με τους άλλους τη σκοπιμότητα της πράξης τους, τη σκοπιμότητα της γραφής. Οι άλλοι, οι σοβαρότεροι ίσως από αυτούς, όσοι βλέπουν τη βία να εφαρμόζεται επί των αντιπάλων τους, οδηγούνται στη σιωπή, είτε δηλώνοντας το, όπως ο Εγγονόπουλος, είτε απλώς σιωπώντας. σ. 221-222
|
|