ιστορικό δημοσιεύσεων

Καλώς ήρθατε! στον προσωπικό δικτυακό τόπο του Βασίλη Συμεωνίδη

αρχική

 

φιλολογικά

 
έκθεση α΄ λυκείου
 
έκθεση β΄ λυκείου
 
έκθεση γ΄ λυκείου
 

λογοτεχνία

 

αρχαία

 

ιστορία σχολική

 

ιστορία

 

φιλοσοφία
 
εκτός ύλης
 
συζητώντας
 
εργασίες συναδέρφων
 
ιδέες διδασκαλίας
 
επικοινωνία

.................................

Βασίλης Συμεωνίδης

δικτυακός τόπος

με εκπαιδευτικό και διδακτικό σκοπό

 

 

η αντιγραφή είναι ελεύθερη με την υπενθύμιση ότι η αναφορά στην πηγή τιμά αυτόν που την κάνει

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

 

 
 
 

τεχνική υποστήριξη

Σταυρούλα Φώλια

[Ο Μενέλαος Λουντέμης για τον Κώστα Βάρναλη]

 

(Αποσπάσματα από το βιβλίο του Μενέλαου Λουντέμη, Ο Κονταρομάχος, Δωρικός 1974. Ανθολόγηση: Νατάσσα Συλλιγνάκη)

http://dimartblog.com/2014/12/16/varnalis/

 

Διάβασα κάπου ότι ως και τα ξεκινήματα του Βάρναλη δεν ήταν απ’ τα συνηθισμένα, ήταν κι αυτά πρωτότυπα. Πήρε την ποίηση λέει για παιχνίδι, ήταν δα από έφηβος «πειραχτήριο». Πολύ αργότερα… έγινε ο κοινωνικός «ταραξίας» που άρχιζε ν’ απασχολεί πια και τις Αστυνομίες. Το πρώτο του ψευδώνυμο ήταν… Δήμος Τανάλιας. Σαν του το θύμισα κάποτε ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια.

— Σώπα… μου λέει. Για να ξέρεις γλίτωσα από χειρότερα…. Στην αρχή ήθελα να το κάνω Σφύρος Δρεπάνης. Αλλά πρόφτασε ένας βλάμης και μου είπε: Κάντο «Τανάλιας» και σώθηκα. Δηλαδή τι σώθηκα…

Αν τον εξετάσεις στο βάθος ο Βάρναλης δεν ήταν ποτέ πρωτολειακός. Μ’ άλλα λόγια δεν έχει «νεανικά αμαρτήματα». Η ποίησή του δε μύριζε ποτέ γάλα. Μύριζε απ’ την αρχή μπαρούτι. Κατέβηκε δηλαδή στο στίβο χωρίς πάρα πολλά «γυμνάσματα» και δοκιμές και περιπλανήσεις στους «λειμώνες των ασφοδέλων»… Μ’ άλλα λόγια χωρίς αυτές τις πεισιθάνατες κραυγές που έβγαζαν όλοι οι λυρικοί του καιρού του. Όχι. Η ποίηση του Βάρναλη ήταν απ’ την αρχή αρσενική, λάσια, μια βολίδα που ’πεσε μες στα στεκούμενα νερά του μελίπηχτου λυρισμού.

 

[…]

Μιαν ωραία πρωία ένας κύριος Άρτουρ Όρνιτς, Γάλλος οπερατέρ (που μονάχα ένας θεός ήξερε αν ήταν Γάλλος και οπερατέρ), ήρθε λέει (λέει…) να φιλμάρει τους Αντιστασιακούς ποιητές για να τους παραδώσει στην… αθανασία. Δεν ξέρω πόσοι απ’ αυτούς πραγματικά παραδόθηκαν στην αθανασία, ξέρω όμως πρώτον: Ότι ο υποφαινόμενος παραδόθηκε στη φυλακή και πως ο Ιδιοκτήτης της βίλας (Άγις Θέρος) σύρθηκε σε ηλικία 95 ετών στα μπουντρούμια της Δημοκρατικής Αθήνας, για να μη βγει πια αποκεί παρά μόνο για να κάνει τις ετοιμασίες της ταφής του.

Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στη βραδιά της αθανασίας.

Πραγματικά. Ήταν μια βραδιά… γνήσιας αθανασίας. Απ’ τους δώδεκα που πήραμε μέρος δυο-τρεις μόνο ζούνε ακόμη.

Η βραδιά ήταν επίσημη, πληκτική, γεμάτη κρύα ευγένεια. Ανιούσα θανάσιμα. Και —όπως παρατήρησα αργότερα— δεν ήμουν ο μόνος. Μάταια ξεσπούσε ο Σικελιανός στα ομηρικά του κείνα γέλια. Μετά τις κωδωνοκρουσίες ακολουθούσε πάντα η εκφορά.

Κάποτε, δεν άντεξα, γυρίζω στο δάσκαλο που τον είχα δίπλα μου — στ’ αριστερά ήταν ο Σικελιανός.

— Το σκάμε; του λέω κρυφά.

— Μ’ έσωσες… μου κάνει. Κοίτα μόνο να μη μας μυριστεί ο «θεός».

Πού να ξεσκαλώσει κείνος απ’ το φακό; Ο οπερατέρ τον είχε βάλει μόνιμα στο σημάδι. Μόνο ο Καζαντζάκης —που ήταν κατά τα φαινόμενα κι αυτός στα «στενά»— έκανε κάποιο νόημα στο Δάσκαλο: «Για πού, σύντεκνε;» Δεν ξέρω τι τούπε… Κάτι πάντως τούπε… Κάτι τούκανε και τον καθησύχασε.

Σε λίγο ήμασταν κι οι δυο έξω απ’ την καγκελόπορτα της βίλας. Ανασάναμε βαθιά.

— Ας τους αυτούς να φάνε δόξα, μου λέει. Εμείς πάμε για καμιά μαριδίτσα. Ξέρω κάπου εδώ κατά το Κεφαλάρι ένα κ α λ ό .

— Λυπούμαι το Φωτιάδη… του λέω, την ώρα που το σκάγαμε είχε τόσο παραπονεμένα μούτρα.

— Ασ’ τον αυτόν, δεν πίνει… μου λέει. Τον είδα να τσουγκρίζει με νερό! Αίσχος!

Προχωρήσαμε κάτω απ’ τις πυκνές δεντροστοιχίες. Βαρύθυμο και λυπημένο κατέβαινε το σούρουπο. Μέρες νίκης! Νίκης των συμμάχων πάνω στη βία και το Φασισμό… Γι’ αυτό έπρεπε να βρούμε πού να χωθούμε. Παντού, ανάρια, ακούγονταν τουφεκιές. Ρίχνανε στο ψαχνό. Ο θάνατος ήταν ελεύθερος. Κι ύστερα πώς να μη λέγαμε τις μέρες μας «μέρες Απελευθέρωσης»; Οι Σύμμαχοι είχαν δώσει στους προδότες μας το δικαίωμα εν λευκώ. Έκλεισαν και τα δικαστήρια για να μην μπαίνουν εμπόδιο στα ελεύθερα φονικά.

— Πάμε κάπου παράμερα… μου λέει. Να μην ακούμε. Να ξεχαστούμε. Και να πιστέψουμε ότι έχουμε απελευθέρωση. Να, εδώ στο γωνιακό. Ναι, στο υπογειάκι. Έχει κ α λ ό.

Πραγματικά. Η ταβέρνα ήταν στενή, χαμηλοτάβανη, υπόγεια. «Το διαμάντι δεν βρίσκεται ποτέ στην επιφάνεια της γης. Κατέβα στα έγκατα». Σπάνια πήγαινε σε ισόπεδη ταβέρνα. «Με φοβίζει το κρασί τους», μου ‘λεγε. «Δεν είναι εγγυημένο».

 

[…]

Μια μέρα πέρασα να τον δω απ’ την εφημερίδα. Ήταν όμως κάπως αργά και κείνη την ώρα κατέβαινε. Ήταν φορτωμένος με καμιά εικοσαριά τόμους ποιητικές συλλογές. Στην πραγματικότητα ήταν όλες δοκιμές, εξορμήσεις νέων στιχουργών, νεοσσών. Τ’ άφησε στο περβάζι του παραθυριού ενός άγνωστου σπιτιού κι έπεσε στην αγκαλιά μου. Στο δεξί του χέρι κρατούσε πάντα το αιώνιο σακάκι του. Μεσημεράκι. Ο ήλιος έκαιε.

— Ζεματάει, μου λέει. Δεν πάμε για κανένα κατοσταράκι να δροσιστούμε;

Ο Καζαντζάκης —που ωστόσο δεν έπινε— θα τόλεγε να «δροσέψουμε». Ο Κοτζιούλας πάλι το ‘λεγε «θαραπαή».

— Και δεν πάμε; του λέω. Αλλά δώσ’ μου πρώτα το μισό σου βάρος.

Τ’ ανακάλυψε ξαφνικά και… αποφάσισε να θυμώσει. Και —πώς τα κατάφερε;— θύμωσε για καλά.

— Συλλογή «Συλλογών» κάνεις; τον ρώτησα.

— Τι θ’ απογίνω εγώ μ’ αυτούς τους… φορτοεκφορτωτές της ποίησης μπορείς να μου πεις; Δεν αδειάζω ούτε να γράψω ούτε να πιω ένα ποτήρι. Να ‘στελναν τουλάχιστον τα βιβλία τους στο σπίτι. Θα γλίτωνα τη μεταφορά. Αλλά αυτοί τα στέλνουν στην εφημερίδα.

— Δεν ξέρεις… του λέω. Δεν πρέπει να τους ξεμπροστιάζεις έτσι αναπολόγητους. Μπορεί ανάμεσα σ’ αυτούς νά ‘ναι και καμιά μεγάλη δόξα.

— Να μου επιτρέψεις ν’ αμφιβάλλω. Για κοίτα… Μου ‘δειξε τη στοίβα των βιβλίων. Μπορείς να ξεφυλλίσεις κανέναν απ’ αυτούς τους φρόνιμους τόμους των στίχων; (Δεν μπόρεσα να καταλάβω γιατί τούς έλεγε «φρόνιμους».) Ξεφύλλα… Και θα δεις.

— Ε, τι είναι;

— Δεν τους βλέπεις; Όγκοι άσπρου χαρτιού με ελαφρά ίχνη τυπογραφικών στοιχείων. Τι να τους πεις τώρα! Τι πρεμούρα είν’ αυτή, βρε παιδί; Δε σου λέω; Και μεις «μεγαλοφυΐες» ήμασταν στην ηλικία τους, άλλα είχαμε και λιγάκι υπομονή. Αυτοί μόλις σκαρώσουν κάνα-δυό τετράστιχα τρέχουν να τα τυπώσουν για να μην τύχει και χάσουν το βαπόρι της αθανασίας. Χμ. Δεν ξέρουν ότι το βαπόρι σαλπάρει μετά θάνατον. Ο ποιητής, αγαπητέ… Ο ποιητής… Αλλά δε σου λέω. Εσύ καμιά μέρα μπορείς να τα γράψεις όλα αυτά και να με κάνεις ρεζίλι.

— Εγώ;

— Ναι! ναι… Σε ξέρω. Δηλαδή τι σε ξέρω; Ξέρω τον εαυτό μου.

— Θα μου πεις τώρα τι ‘ναι ο ποιητής;

— Καλά. Άντε ας στο πω. Καλύτερα να γράψεις αυτό που ‘ναι αλήθεια παρά να γράψεις κανένα ψεύτικο. Εξάλλου τι νομίζεις πώς είναι το γράψιμο; Κουτσομπολιό υψηλής ποιότητας. Ο ποιητής λοιπόν —δε θα ξανασταματήσω— ο ποιητής είναι κλώσα, δεν είναι κότα!

— Δηλαδή;

— Δηλαδή δεν τρέχει με το πρώτο αυγό που γεννάει να το κάνει πουλί. Το μαζεύει πρώτα, τα κλωσάει, συμπληρώνει τα «τέρμενα»… Κι ύστερα βγαίνει στην αυλή και τα διαλαλεί. Τώρα το ‘χει το δικαίωμα. Έγινε ποιήτρια. Έβγαλε έναν τόμο πουλάκια.

 

[…]

Η Ελληνική Ταβέρνα δεν είναι ο τόπος όπου οι άνθρωποι «μπουζουριάζουνε»! Και μόνο ο υπαινιγμός θ’ αποτελούσε στίγμα. Ο πελάτης ενός «Εστιατορίου» ποτέ δεν χάνει περισσότερο από 20-30 λεπτά. Τρώει, πίνει ό,τι είναι να πιει —χωρίς καμιά εθιμοτυπική τελετουργία—  καθαρίζει τα δόντια, ρεύεται και φεύγει. Για πάρε όμως εσύ το γάρμπος σου και πήγαινε με τέτοια μούτρα σε μια βραδινή ταβέρνα! Θα σε κοιτάξουν όλα σαν να κατέβηκες απ’ τ’ άγρια βουνά. Και μ’ όλη τη συμπεριφορά τους θα σου δείξουν να καταλάβεις ότι έκανες φριχτό λάθος που μπήκες. Ότι μπήκες σ’ έναν χώρο χωρίς να φροντίσεις να ‘χεις προηγούμενα μυηθεί.

Ο Βάρναλης είναι διπλωματούχος σ’ αυτά. (Με άριστα και με εύφημη μνεία.) Έχει δικαίωμα εισόδου και ελευθέρας κυκλοφορίας σ’ όλους αυτούς τους χώρους όπου όλοι —πελατεία και λειτουργοί— και να μην τον ξέρουν προσωπικά, τον μυρίζονται με την όσφρηση. Φαίνεται αμέσως, απ’ την πρώτη ματιά, ότι βρίσκεται στα δικά του νερά. Ότι δεν είναι «ξένο σώμα» εδώ μέσα. Οι ταβερνιάρηδες πολύ θολή ιδέα είχαν για το τι άλλο —εκτός απ’ τον διαλεχτό και ανώτερης κατηγορίας πελάτη— ήταν ο «κυρ-Κώστας». Τις πληροφορίες τις έπαιρναν απ’ τα κατώτερα όργανα του μαγαζιού — τα γκαρσόνια και τους μαγείρους. Αυτοί λέγανε το τι ήτανε και στήνανε και καυγάδες με τους άλλους τους άμουσους.

— Ποιητής… λέγανε.

— Δηλαδή;

— Θέλει και ρώτημα; Ποιητής. Να, δουλεύει με τα μαράζια του κόσμου. Γράφει αράδα στιχάκια, κρασί, αγάπη, φτώχεια.

— Ε, και… Τόσο δύσκολο πράμα δηλαδή είναι;

— Βουνό.

— Έχω δει ένα σωρό τέτοιους.

— Δεν είναι το ίδιο μωρέ.

— Τι παραπάνω έχει αυτός;

— Στάσου. Αυτά που γράφανε οι δικοί σου τ’ απαγγέλλανε στον κόσμο;

— Αμέ. Κάθε μέρα.

— Και τι κάνανε αυτοί πού τ’ ακούγανε;

— Τι ήθελες να κάνουνε; Ακούανε, βαρούσανε δυο παλαμάκια και φεύγανε.

— Χίμηξε, μωρέ, κανένας και τον αγκάλιασε; Σκίστηκε κανείς στο κλάμα; Κέρασε κανείς σαν τρελός όλο το μαγαζί;

— Όχι. Γιατί;

— Δεν έχω μαζί σου κουβέντες. Έκλεισ’ η συζήτηση.

 

[…]

Το παρακάτω κεφάλαιο το κερνώ χαρούμενα σ’ εκείνους που τον γνώρισαν. Είναι γιορτινό. Επετειακό. Θέλω τώρα νοερά να ξαναζήσω κείνες τις μέρες. Ήταν κάπως ελπιδοφόρες. Μια Δημοκρατία δοκίμαζε να σκιρτήσει λίγο πιο ήμερη, λίγο πιο ελληνική. Κάτι γλυκοχάραζε στον ορίζοντα. Οι φίλοι του Δάσκαλου, τα πνευματικά σωματεία, οι Δήμοι της Αθήνας και του Πειραιά… ετοίμαζαν μια Βαρναλική μέρα. Τα πενήντα χρόνια της πνευματικής του δημιουργίας.

Το μαθαίνει κείνος και βγαίνει απ’ τα ρούχα του. Σηκώνεται και —μια και δυο— τραβάει ολόισα στα Γραφεία της Εταιρείας Λογοτεχνών.

— Έφτασαν στ’ αυτιά μου κάτι άσκημες φήμες… λέει στον Κουκούλα που κείνον των καιρό ήταν πρόεδρος.

— Ουφ… τις φήμες ακούς, καημένε Δάσκαλε;

— Όπου βγαίνει καπνός δε λείπει η φωτιά. Έννοια σου συ.

— Ε, καλά. Πες μας… Τι λένε αυτές οι φήμες;

— Ότι κάτι σκαρώνετε πίσω απ’ την πλάτη μου. Γιορτές ή μνημόσυνα… κάτι τέτοιο. Για κοιτάτε καλά! Θα βγω να σας καταγγείλω! Δεν δέχομαι διασυρμούς.

— Μα τι διασυρμούς, Δάσκαλε; Εσύ τι ανάμειξη έχεις; Εμείς τα ετοιμάζουμε αυτά.

— Άσε και  ξέρω ‘γω πώς τα ετοιμάζουνε όλα αυτά τα μασκαραλίκια.

— Εδώ είναι η Επιτροπή Εορτασμού.

— Ξέρω. Προβάλλεται η Επιτροπή Εορτασμού για να μη φανεί ο τιμώμενος που τρώει τα λυσσακά του για να επιδειχθεί. Έτσι γίνονταν πάντα!

— Να τώρα που δε γίνεται.

— Ποιος θα το πιστέψει ότι εγώ είμαι αθώος του εγκλήματος; Δε νομίζετε ότι πριν απ’ την οργάνωση όλης αυτής της δυσφημιστικής εκστρατείας έπρεπε να ρωτηθεί και το… θύμα;

 

Ο Κουκούλας πάλευε πάντα να τον ημερέψει.

— Καλά, Δάσκαλε. Συχώρα μας που δεν ειδοποιήσαμε. Ήταν δική μου ιδέα αυτή. Το ‘ξερα, ότι με σένα θα ήταν λίγο δύσκολα και γι’ αυτό δε σε ειδοποιήσαμε. Φοβούμασταν ότι θα μας χαλούσες τη γιορτή. Και βλέπω πως δεν ήταν αβάσιμοι οι φόβοι μας. Αν θέλεις, πήγαινε κάποιο ταξίδι.

— Δεν θα πάω πουθενά! […] Περιμένετε να πεθάνω, μωρέ, κι ύστερα κάνετε ό,τι θέλετε. Τότε δε θα μπορώ να σας εμποδίσω. Τώρα μπορώ. Και σας εμποδίζω!

Ο Κουκούλας προσπαθούσε να τον καλμάρει.

— Άκου, Δάσκαλε. Θα σου πω κάτι που, φυσικά, το ξέρεις. Και το ξέρει κι ο κόσμος όλος. Ότι δε σ’ αρέσουν τα τέτοια. Ότι δεν είσαι καθόλου —όπως λέει ο Λαός— «φιγουρατζής». Συνεπώς θα το καταλάβει ότι, πραγματικά, εσύ δεν είχες καμία ανάμειξη.

— Χμ… ξέρει αυτό, αλλά ξέρει και κάτι άλλο. Ότι καμία τέτοια τιμητική γιορτή δεν έγινε ποτέ χωρίς ο τιμώμενος να ’χει χώσει το χεράκι του. Γι’ αυτό δε θα πιάσει. Άσε. Η καλύτερη λύση είναι να περιμένετε να πεθάνω. Τότε κανένας δε θα στάξει το φαρμάκι του — όσο κακή γλώσσα κι αν έχει.

 

[…]

— Είδες τι ρεζιλίκια μού σκαρώσανε… μου λέει με παράπονο.

—Τα είδα και γέμισε η καρδιά μου αγαλλίαση.

— Έτσι; Καλά… Θα σε συγυρίσω κι εσένα. Αλλά τώρα δε σηκώνει ο τόπος.

 

[…]

Άρχισε η γιορτή σε ατμόσφαιρα αγάπης, πάθους και λατρείας λαϊκής.

Σε μια γωνιά φαινόταν καθισμένος κι εκείνος ν’ ακούει (ευτυχώς… να μην ακούει) τα όσα τού ξομπλιάζανε. Ένα έχω να συστήσω στους μελλοντικούς φίλους του. Να μην αρχίζουνε μπροστά του τα παινέματα. Θα τους βρίσει, θα τους κατσαδιάσει, και θα φύγει. Δε λέω υπερβολές.

Τέλος οι πανηγυρισμοί κάποτε πήραν τέλος. Και, στη σκηνή, κλήθηκε ο τιμώμενος — ίσα ίσα την ώρα που… το ’σκαζε. Με τραβολογήματα τον γύρισαν πίσω και τον ανέβασαν απάνω. Τι ήταν εκείνο!… Τι σάστισμα… Τι ντροπαλοσύνη… Τι αμηχανία αγνού ανεπιτήδευτου ανθρώπου, και τι κάκιωμα μικρού παιδιού!

 

[…]

— Ακούστε… λέει στο κοινό σα ζεματισμένος. Εγώ… Εγώ δεν τα ήθελα αυτά. Τσακώθηκα και μαζί τους, τους φοβέρισα. Αν θέλετε, ρωτήστε τους. Γιατί μου τα κάνανε όλα αυτά; Εγώ ακόμα ζω. Πάνε δηλαδή με το ζόρι να με κάνουνε «μεταστάντα»;

— Για να σε τιμήσουμε το κάναμε, Δάσκαλε… λέει δυνατά απ΄ τη θέση του προεδρείου ένα μέλος της Οργανωτικής Επιτροπής. Να τιμήσουμε το ζωντανό έργο ενός ζωντανού ανθρώπου.

— Και τότες γιατί βάλατε τη λέξη «πενηντάχρονα»! Όλοι αυτοί εκεί κάτω ξέρουνε αριθμητική και θα με βγάλουνε… γέρο!

Ήταν τόσο ειλικρινής… τόσο αγνός κι απροσποίητος στο παράπονό του που ολόκληρο το ακροατήριο σηκώθηκε όρθιο και τον χειροκροτούσε με λατρεία.

— Να τους πείτε να αναγνωρίσουν το λάθος τους… λέει στο κοινό δείχνοντας την Οργανωτική Επιτροπή. Έχω αρκετά δικά μου λάθη. Δε χρειάζεται να πληρώνω και ξένα. Εγώ ξέρω ότι το χρέος του ποιητή δεν είναι ν’ ανεβαίνει στα παλκοσένικα και να κορδακίζεται σαν πυγμάχος. Είναι να βάζει τα δυνατά του ν’ ανεβάσει τη ζωή ένα σκαλί πιο πάνω.

» Εγώ… μόνο σε μια περίπτωση θα συγχωρούσα την παρουσία μου εδώ πάνου. Αν ανέβαινα για να σας γυρέψω συγγνώμη. Και τώρα τι έκανα; Άφησα τα χαρτιά μου και το ποτήρι μου κι ήρτα εδώ να μαζέψω λιβάνια, σαν να ήμουνα κανένας άγιος ή κανάς νεκρός. Άξιος της ζωής είναι κείνος που ρίχνει όλα του τα μπαρουτόβολα καταπάνου στο στόχο. Μα εγώ είμαι ακόμα χρεώστης… Γι’ αυτό μη με παινεύετε. Μαλώστε με. Αλλά… —για να λέμε την αλήθεια— μούκανε και λίγο καλό η γιορτή. Με βοήθησε να δω τη φτώχεια μου. Γι’ αυτό απ’ όλους τους στίχους που είπαν εδώ πέρα ένας μόνο μου ταιριάζει. Αυτός πού λέει:

“Αχ… πούσαι νιότη πούλεγες πως θα γινόμουν άλλος”.

» Και τώρα σας αφήνω. Και εύχομαι στον εαυτό μου μη χειρότερα. Δεν κάνατε καλά να ‘ρθείτε εδώ — ούτε κι εγώ. Αλλά… θα συναντηθούμε στην ταβέρνα.

 

[…]

Ο Δάσκαλος δεν έκανε καμία απολύτως προσπάθεια —ίσα ίσα— για ν΄ αποκρύψει την «κλίση» του στο θήλυ, κλίση απαρομοίαστα σφοδρή.

Πόσοι δεν πάσκισαν να γαντζωθούν απ’ αυτό και να τον διασύρουν, να τον μειώσουν, για ν’ ανακόψουν —έτσι νόμιζαν— την πλημμυρίδα του λαού που μαγνητιζόταν απ’ τη λαϊκή του προσωπικότητα.

«Ε δεν είναι ντροπή σε μιαν τέτοιαν ηλικία ν’ αγαπά;» ήταν η πληκτική και ανόητη επωδός κάποιων ξεπλυμένων τύπων που η μόνη τους δραστηριότητα ήταν να κατηγορούν τη δραστηριότητα των άλλων.

Αλλά αυτό, ούτε λίγο ούτε πολύ, ήταν η αναγνώριση ότι ξόφλησαν. Ο Έρωτας είναι παράπτωμα; Ο Έρωτας είναι ντροπή; Μα… αρνούμαι να αγαπώ θα πει αρνούμαι να ζήσω. Εφόσον η ψυχή του ανθρώπου φέγγει, η όψη του κόσμου οφείλει να είναι ηλιόλουστη. Μ’ άλλα λόγια ερωτευμένη. Ως πότε; Ώσπου να σβήσει — όχι το φως — το φως θα φέγγει — μα ώσπου να σβήσει ο άνθρωπος. Μερικοί προσπάθησαν να «διαιρέσουν» το Βάρναλη — να καταδικάσουν τον μισό, και τον άλλον μισό να τον δοξάσουν. Κακορίζικη διαίρεση. Ήταν κι άλλοι που τον καταδίκαζαν χοντρικά όλον. Και άλλοι πάλι τον αθώωναν χοντρικά όλον.

Δε θέλω να περάσω από τέτοιες λογιστικές κατατάξεις. Επειδή όμως στο κεφάλαιο αυτό τον αδίκησαν πολύ, πλήγωσαν τον άνθρωπο, θα προσπαθήσω ν’ ασχοληθώ με τον άνθρωπο.

Μια μέρα μια κοπέλα που ήξερε ότι τον είχα φίλο ήρθε να με βρει. Ήταν γεμάτη παράπονο. Ο ποιητής μας την απογοήτευσε.

— Συγγνώμη… τη διέκοψα. Ο ποιητής ή ο άνθρωπος;

— Μα… δεν είναι το ίδιο;

Υποχρεώθηκα να της κάνω μια μικρή διάλεξη.

— Όχι, της είπα. Ο ποιητής είναι αυτός που ήθελε να είναι. Ο άνθρωπος είναι εκείνος που μ π ο ρ ε ί  να είναι. Η ποίηση είναι αγώνας να γίνεις καλύτερος. Γιατί δεν εκτιμάται αυτόν τον ευγενικό αγώνα; Όσο κακός κι αν σας φάνηκε ο Βάρναλης, τον σώζει κάτι: Η δίψα να γίνει καλύτερος. Προσέξτε όμως. Αν νικήσει, χάθηκε. Θα ψευτίσει. Θα γίνει τ έ λ ε ι ο ς. Δεν το ξέρετε; Καλοσύνη δεν υπάρχει. Καλοσύνη είναι ο αγώνας να γίνεις καλός. Αλλά τι κακό σας έκανε αυτός ο άνθρωπος και σας απογοήτεψε;

— Μου έκανε… «κρούσεις». Καταλαβαίνετε τι είδους.

— Ερωτικές. Μα τότε θα πρεπε να σας απογοητέψει σαν άντρας, όχι σαν ποιητής.

— Σας ρωτώ όμως. Επιτρέπεται στην ηλικία του να χει έναν τέτοιον ερωτικό πληθωρισμό;

Άρχισα τα γέλια.

— Απευθυνθείτε στη μητέρα Φύση, της λέω. Και…συγχαρείτε την. Ως τώρα όλα τα «ασθενή» σημεία του Βάρναλη περιορίσθηκαν στο  σ θ έ ν ο ς  του. Κανένας δεν τον είπε «ιδιοτελή», «άρπαγα», «συκοφάντη», «μικροπρεπή», «ύπουλο», «μικρόψυχο». Κανείς. Όλοι τον είπαν «ερωτιάρη». Και νομίζουν ότι μ’ αυτό ξοφλούν! Τι να κάνουν οι καημένοι; Έπρεπε να ‘βρισκαν κι αυτοί κάτι. Αν δεν έβρισκαν, θα ‘μεναν απαρηγόρητοι. Η φύση, όπως βλέπετε, τους λυπήθηκε κι έκανε τον Βάρναλη πληθωρικό. Έτσι έχουν κάτι να λένε. Αλλιώς θα πέθαιναν από μαρασμό. Αλλά για πέστε μου… θυμώσατε πολύ που σας έκανε αυτές τις… κρούσεις;

— Δε θύμωσα. Απογοητεύτηκα. Ένας τόσο μεγάλος ποιητής να φέρεται όπως ένας μανάβης.

— Θα ‘θελα να ξέρω… τόσο διαφορετικοί ανατομικά είναι ένας ποιητής κι ένας μανάβης; Είσθε σκληρή κοπέλα! Θα πρεπε λοιπόν να είναι «ανάπηρος» ένας ποιητής για να μη σας απογοητέψει; Θα του το πω!

 

[…]

Για το Δάσκαλο το μέτρο εκλογής της παρέας του δεν ήταν τόσο η συμπεριφορά του στα γράμματα, όσο η συμπεριφορά στη ζωή και στο κρασί. Γι’ αυτό πολλοί ήταν οι κλητοί αλλά ολίγοι οι εκλεκτοί. […] Δεν υπήρχαν τερτίπια της ταβέρνας, νόμοι του κρασιού, που να μην τα ‘ξερε. Και γι΄ αυτό σ’ όλη του τη ζωή δεν υπέκυψε ποτέ. Δεν παραπάτησε, δεν μπέρδεψε τη γλώσσα του, ούτε τα βήματά του. Γνώρισα ανθρώπους με θλιβερά γεράματα. Άλλους μ’ αισιόδοξα ή με γκρινιάρικα. Τα σφριγηλά όμως και θυμοειδή γεράματα του Βάρναλη δεν τα γνώρισα σε κανέναν. Δεν ήταν σε τίποτα αναρχούμενος. Ούτε και μισοήξερε κάτι. Ή το ξερε ή το αγνοούσε. Ήταν όμως και μερικά πράγματα που τα αγνοούσε θεληματικά. Βαριόταν να τα μάθει, γιατί τα θεωρούσε αδιαφόρετα «νερομπούλια». Κείνος αναζητούσε πάντα την ουσία των πραγμάτων, την ψίχα τους. Και δεν την γευόταν μόνο με το στόμα. Την έπαιρνε με όλες του τις αισθήσεις, και με μία επιπλέον. Δεν γνώρισα ακόμα άνθρωπο που να χαράμισε λιγότερο τη ζωή. Και πως; Ψιλοβελονιά, με αργό και μερακλίδικο ρυθμό. Αργυραμοιβός του πάθους του. Μεράκι και στα ελάχιστα, σεβντάς και στα παραμικρά. Και στο τάβλι, και στο κουβεντολόι, και στην Τέχνη, και στη Γυναίκα.

Αποστρεφόταν πάντα τη δεύτερη ποιότητα. Άμα δεν είχε ψωμί, έτρωγε «παντεσπάνι», δεν έτρωγε κουραμάνα. Το ίδιο έκανε και με την παρέα του. Δεν συναναστρεφόταν ποτέ μυξολόγιους. Ή θα ήταν αληθινοί λόγιοι ή θα ταν Λαός, αμόλευτος, χωρίς πασαλείμματα. Μεγαλύτερη ακαταστασία και μεγαλύτερη πληγή στη ζωή θεωρούσε την ημιμάθεια. Αποστρεφόταν φανατικά τους φανφαρόνους, τους ξιπασμένους, τους βερμπαλιστές, τους κούφιους ωραιολόγους και τους κακορίζικους. Σιχαινότανε προπάντων τους «αριστοκρατίζοντες» φτωχούς, καθώς και του «πτωχοπροδρομικούς» αριστοκράτες.

 

[…]

— Δάσκαλε… πες μας. Ποιος κατά τη γνώμη σου έχει το δικαίωμα να γράφει;

Απάντηση:

— Εξόν από κείνους που κάνουν τέτοιες ερωτήσεις όλοι οι υπόλοιποι.

Αλήθεια ήταν. Δεν χάριζε κάστανα σε κανέναν. Ας πα να ‘τανε και κρασαδερφός. Σε κανέναν!

— Δάσκαλε, ποιος απ’ τούς ρεαλισμούς είναι ο αληθινός και ποιον πρέπει ν’ αγκαλιάσουμε εμείς;

— Γιατί, πόσοι είναι οι ρεαλισμοί;

— Ξέρω γω… Είναι τόσοι πολλοί. Ο κλασικός σού λέει ο άλλος. ‘Η ο Δυναμικός ή ο Κριτικός ή ο Σοσιαλιστικός, κ.λπ. κ.λπ. Εσύ σε ποιον πιστεύεις; Ποιος είν’ ο καλύτερος;

— Ρώτα τους νουνούς τους. Εγώ δεν ήμουν στα βαφτίσια τους. Ρεαλισμός. Ένα τραίνο περνάει βέβαια από διάφορους σταθμούς, αλλά δεν παίρνει και τ’ όνομα του κάθε σταθμού που περνάει. Ρεαλιστικά έτρωγε κι ο Σωκράτης που έτρωγε με τα δάχτυλα, ρεαλιστικά τρώει κι ο Βέης που τρώει με το πηρούνι. Ε, τι θα πούμε τώρα; Οτι ο Σωκράτης ήταν «ρεαλιστής των δαχτύλων» κι ο Βέης «ρεαλιστής του πιρουνιού»;

— Ναι, έλα όμως που το είπε ο Ζντάνωφ.

— Κι εσύ; Μ’ ένα «ωφ» που βάζεις νομίζεις πως ξοφλάς. Άμα πάρεις έναν όρο έτοιμο δε θα τον αξιοποιήσεις ποτέ γιατί ποτέ δε θα τον καταλάβεις. Αντίς να μου τσαμπούνας ότι ο τάδε ρεαλισμός είναι αυτό κι αυτό, καλύτερα βρες μόνος σου αυτό που είναι κι ύστερα δος του όνομα. Τι θαρρείς… πως η κάθε εποχή έχει δική της ζυγαριά που ζυγίζει τα μυαλά των ανθρώπων; Αν χτες έβλεπες έτσι και σήμερα βλέπεις αλλιώς, αλλάζουν τα μάτια; Όχι. Αλλάζουν οι εικόνες.

— Και τι δεν είναι ρεαλισμός, Δάσκαλε; Ε;

— Η μανία να δίνεις ονόματα στους ρεαλισμούς.

Ξάφνου γυρίζει σ’ έναν από μας που όλην αυτήν την ώρα σώπαινε.

— Γιατί δεν τραγουδάς εσύ; του λέει. Ξέρω, σε βασανίζει το πρόβλημα. Άκου δω. Αντί να βασανίζεσαι να βρεις τι είναι ρεαλισμός, διάβαζε καλύτερα ρεαλιστές, ρεαλισμός, αν θες να ξέρεις, είναι και να μη ρωτάς «τι είναι ρεαλισμός». Ό συγγραφέας δεν είναι φαρμακοτρίφτης που άμα χάσει τις συνταγές σταυρώνει τα χέρια. Ο Μαρξ μαζί με τα καλά έκανε και ένα κακό. Μας έδωσε τα τσιτάτα. Και τώρα, αντί να μαθαίνουμε τι είναι Μαρξισμός, αποστηθίζουμε τα τσιτάτα του. Ξέρεις ότι με τα μαρξιστικά τσιτάτα μπορείς να ανατρέψεις και το Μαρξ; Λοιπόν, καλύτερα να καταλαβαίνεις έστω και τ’ ασήμαντα παρά ν’ αποστηθίζεις αριστουργήματα.

» Η αποστήθιση είναι η απαγγελία ξένων πραγμάτων. Μαθαίνουμε μόνο τις λέξεις. Η ουσία μάς φεύγει. “Ναι άλλα ο Ζντάνωφ” θα μου πεις. Ε, δεν είναι θεωρητικός. Οι θεωρητικοί δε βγάζουν ημερήσιες διαταγές. Θέτουν προβλήματα για συζήτηση. Και άμα κάτι μπαίνει για συζήτηση, θα πει ότι δεν είναι λυμένο. Αρα δεν υπάρχει ερμηνεία υποχρεωτική. Συμφωνάς;

— Συμφωνώ, Δάσκαλε, αλλά μίλα πιο σιγά γιατί θα σε πάρουν για αιρετικό.

Σηκώνει η καμπούρα του γέρου:

— Έννοια σου. Θα τους πω: «Δεν τ’ ακούσατε καλά γιατί δεν είστε κουφοί».

Ερασιτεχνική δημιουργία τον Οκτώβριο του 2004.  Τελευταία ενημέρωση:  Σάββατο, 13 Φεβρουαρίου 2016.