ιστορικό δημοσιεύσεων

Καλώς ήρθατε! στον προσωπικό δικτυακό τόπο του Βασίλη Συμεωνίδη

αρχική

 

φιλολογικά

 
έκθεση α΄ λυκείου
 
έκθεση β΄ λυκείου
 
έκθεση γ΄ λυκείου
 

λογοτεχνία

 

αρχαία

 

ιστορία σχολική

 

ιστορία

 

φιλοσοφία
 
εκτός ύλης
 
συζητώντας
 
εργασίες συναδέρφων
 
ιδέες διδασκαλίας
 
επικοινωνία

.................................

Βασίλης Συμεωνίδης

δικτυακός τόπος

με εκπαιδευτικό και διδακτικό σκοπό

 

 

η αντιγραφή είναι ελεύθερη με την υπενθύμιση ότι η αναφορά στην πηγή τιμά αυτόν που την κάνει

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

 

 
 
 

τεχνική υποστήριξη

Σταυρούλα Φώλια

Τσιμέντο να γίνετε!

 

 

Το 1920, μετά την πτώση του Βενιζέλου, ο Κ. Βάρναλης ανακλήθηκε από το Παρίσι, όπου σπούδαζε με υποτροφία, και διορίστηκε στο Γ΄ Γυμνάσιο Πειραιά.

-Κύριε τμηματάρχα! Είμαι ο τάδε. Έρχομαι από το Παρίσι.

(Αίσθηση στο “λαό!…”)

Ο κ. τμηματάρχης μειλίχιος και πατρικός γύρισε, με είδε και είπε:

-Καλώς ορίσατε, κύριε Τάδε.

-Θεώρησα καθήκον μου να παρουσιασθώ ενώπιόν σας και να σας αναφέρω, ότι συνεμορφώθην με την διαταγήν της ανακλήσεώς μου.

-Καλώς επράξατε, κύριε Τάδε. Σας γνωρίζω πολύ καλά από την μέχρι τούδε υπηρεσίαν σας. Είσθε εκ των καλών λειτουργών της μέσης εκπαιδεύσεως. Αλλά δημοτικίζετε λιγάκι. Αυτό το “δημοτικίζετε λιγάκι” το είπε με επιτιμητικό και θωπευτικό μαζί ύφος.

-Πολύ μάλιστα, του απάντησα σταθερά και ντόμπρα. Άλλωστε το ήξερε κι ο ίδιος, πως δημοτικίζω πολύ. Όλος ο “λαός” τινάχτηκε άμα άκουσε αυτή μου την απάντηση. Ποιος είναι, μπρε, αυτός ο θρασύς! Θα έχει, φαίνεται, μέσο δυνατό.

Ο κ. τμηματάρχης πάλι δεν έχασε την αυτοκυριαρχία του. Και με το ίδιο γαλήνιο ύφος, λιγάκι πιο αυστηρό και τεντώνοντας τη ραχοκοκκαλιά του μου είπε:

-Ημπορείτε εις την ιδιωτικήν σας ζωήν να φρονήτε και να γράφετε, όπως σας αρέσει. Όμως εάν εις την δημοσίαν σας υπηρεσίαν μοι καταγγελθή και η παραμικροτέρα παράβασις του καθήκοντος, θα είμαι αμείλικτος.

Ο “λαός” πάλι κατέβασε το κεφάλι. Συμφωνούσε. Μα συμφωνούσα κι εγώ. Και είπα:

-Μείνατε ήσυχος, κύριε Γεωργαντά.

Τον αποχαιρέτισα κι έφυγα.

Κατεβαίνοντας τις μαρμαρένιες σκάλες, ένιωθα μια πικρίλα στο στόμα. Σημάδι, πως ήμουν συγχισμένος.

-Τσιμέντο να γίνετε όλοι σας, μουρμούριζα. Με στείλατε να σπουδάσω νεοελληνική λογοτεχνία· μεσαιωνική, Κρητική, σύγχρονη. Δημοτικά τραγούδια, Διγενή Ακρίτα, Ερωτόκριτο, Σολωμό. Και τώρα μου λέτε: αν κάνεις πως ανοίγεις το στόμα σου ν’ αναφέρεις αυτά τα άθλια ονόματα και πράματα, θα σου τρίψουμε τη μούρη. Τσιμέντο να γίνετε!

 

Κώστας Βάρναλης, “ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ”

 

 

 

 

 

Πρωτομαγιά του 1944

http://www.greek-language.gr/digitalResources/literature/tools/concordance/index.html?cnd_id=4

 

Πέσε στα γόνατα, προσκύνα το πανάγιο χώμα 

με την ψυχή κατάκορφα στον ουρανό υψωμένη, 

όποιος και να ’σαι, όθε και να ’σαι κι ό,τι — άνθρωπος να ’σαι! 

Πιότερο, αν είσαι του λαού ξωμάχος, χερομάχος,

 5 φτωχόπαιδο, που αθέλητα σε βάλαν να καρφώσεις 

τον αδερφό σου αντίκρα σου — με μάνα εσύ και κείνος! 

Ετούτ’ η μάντρ’ αγνάντια σου το σύνορο του κόσμου. 

Σ’ αυτήν απάνου βρόντηξεν ο Διγενής το Χάρο. 

Ήτανε πρώτη του Μαγιού, φως όλα μέσα κι έξω

 10 (έξω τα χρυσολούλουδα και μέσα η καλοσύνη) 

που αράδιασε πα στο σοβά, πιστάγκωνα δεμένους 

και θέρισε με μπαταριές οχτρός ελληνομάχος, 

όχι έναν, όχι δυο και τρεις, διακόσια παλικάρια. 

Δεν ήρθαν μελλοθάνατοι με κλάμα και λαχτάρα,

 15 μόν’ ήρθανε μελλόγαμπροι με χορό και τραγούδι. 

Και πρώτος άρχος του χορού, δυο μπόγια πάνου απ’ όλους 

κι από το Χάρο τρεις φορές πιο πάνου ο Ναπολέος. 

Κι είναι από τότες Μάης εδώ, φως όλα μέσα κι έξω. 

Κόλλα τ’ αυτί και την καρδιά στο ματωμένο χώμα.

 20 Στον Κάτου Κόσμο τραγουδάνε πάντα και χορεύουν 

κι αν κάπου ανάκουστος καημός θολώνει τη λαλιά τους, 

δεν είναι που τη μάνα τους τη μαύρη ανανογιούνται 

παρά που τους προδώσαν απορρίμματα δικά μας. 

Κι αν πέσανε για το λαό, νικήσαν οι προδότες,

 25 που τώρα εδώ κατάχρυσοι περνούν και μαγαρίζουν, 

και τώρα πιο τους μάχονται και τους ξανασκοτώνουν! 

Σιχαίνεσαι τους ζωντανούς; Μην κλαις τους σκοτωμένους! 

Απ’ τα ιερά τους κόκαλα, πρώτη του Μάη και πάλι, 

θα ξεπηδήσει ο καθαρμός κι η λευτεριά του ανθρώπου.

 30 Κι είναι χιλιάδες στην Ελλάδα όμοιοι Πανάγιοι Τάφοι.

 

 

 

Η Μάνα του Χριστού

Αλλά και στο άλλο ποίημά του «Η Μάνα του Χριστού» (Το Φως που Καίει), μέσα από απλές καθημερινές σκέψεις και με συναισθήματα ενός πλάσματος που βιώνει την κοινωνική ζωή στη βάση των πραγματικών αναγκών, θρηνεί με μια συγκλονιστική ορμή και δύναμη. Η «Θεοτόκος» της ζωής αγγίζει με τα μάτια και τη σκέψη της, με τις αισθήσεις και το βλέμμα της, τις ομορφιές τού γύρω κόσμου, την στιγμή που ο γιος της οδηγείται στο θάνατο.

Πώς οι δρόμοι εβωδάνε με βάγια στρωμένοι,

Ηλιοπάτητοι δρόμοι και γύρω μπαξέδες!

Η χαρά της γιορτής όλο πιότερο αξαίνει

Και μακριάθε βογγάει και μακριάθε ανεβαίνει.

Της οργής και του μίσους τη θρέψαν οι αέρες

Τη χαρά της λαοθάλασσας τούτης που βόγγει.

Πόσες νύχτες λεφκές, πόσες μάβρες ημέρες

Οι κρυφές, οι μουγγές τήνε θρέψαν φοβέρες.

Α! πως είχα σα μάνα κι εγώ λαχταρήσει

(ήταν όνειρο κ' έμεινεν, άχνα και πάει)

σαν και τ' άλλα σου αδέρφια να σ' είχα γεννήσει

κι από δόξες αλάργα κι αλάργα από μίση!

ένα κόκκινο σπίτι σ' αβλή με πηγάδι

και μια δράνα γιομάτη τσαμπιά κεχριμπάρι

και νοικοκύρης καλός να γυρνάς κάθε βράδυ,

το χρυσό, σιγαλό και γλυκό σαν το λάδι.

Πώς αδύναμη στάθηκε τόσο η καρδιά σου

Στα λαμπρά Γεροσόλυμα Καίσαρας να ΄μπεις!

Αν τα πλήθη αλαλάζανε ξώφρενα (αλιά σου!)

Δεν ήξεραν ακόμα ούτε ποιο το όνομά σου!

Κει στο πλάγι δαγκάναν οι οχτροί σου τα χείλη

και δολερά ξεσηκώσανε τα άγνωμα πλήθη

Κι όσο ο γήλιος να πέσει και νάρθει το δείλι,

Το σταβρό σου καρφώσαν κι οχτροί σου και φίλοι.

Μα γιατί να σταθείς να σε πιάσουν! Κι ακόμα,

Σα ρωτήσανε: «Ποιος ο Χριστός» τι είπες «Να με!».

Αχ! δεν ξέρει τι λέει το πικρό μου το στόμα!

Τριάντα χρόνια παιδί μου δε σέμαθα ακόμα!

 

 

Ερασιτεχνική δημιουργία τον Οκτώβριο του 2004.  Τελευταία ενημέρωση:  Κυριακή, 08 Μαρτίου 2015.