| |
Ομήρου Οδύσσεια, Ραψωδία χ,
353-501
Τα λόγια του άκουσε ο γενναίος Τηλέμαχος,
γύρισε στον πατέρα του κι από κοντά τού μίλησε:
«Παρακαλώ κρατήσου, και μη χτυπάς έναν αθώο με το χάλκινο σπαθί σου.
Λέω να σώσουμε ακόμη και τον Μέδοντα, τον κήρυκα, που όσο εγώ ήμουν
παιδί ακόμη, πάντα με φρόντιζε στο σπίτι. Εκτός κι αν πρόλαβε ο Φιλοίτιος
ή ο χοιροβοσκός και τον θανάτωσαν μπορεί κι εσύ,
κάποια στιγμή που βρέθηκε μπροστά σου, όταν ορμούσες κι έσφαζες
μέσα σ' αυτό το σπίτι.»
Τον λόγο του ο Μέδων άκουσε, στη σκέψη πάντα φρόνιμος.
Είχε στο μεταξύ κουρνιάσει κάτω από κάποιο κάθισμα,
κουκουλωμένος με βοδίσιο φρέσκο δέρμα, μήπως γλιτώσει
τον μαύρο χαλασμό του.
Εκείνην όμως τη στιγμή ξεμύτισε, πέταξε από πάνω του
το δέρμα του βοδιού, έτρεξε στον Τηλέμαχο,
γονατιστός πιάνει τα γόνατα του, και τον ικέτευε
με λόγια που πετούσαν σαν πουλιά:
«Τηλέμαχε, να με μπροστά σου ζωντανός. Κρατήσου εσύ και πες
και στον πατέρα σου το σώμα μου να μη χαλάσει με το χάλκινο σπαθί
στην ακατάσχετη του ορμή, με τους μνηστήρες
χολωμένος, που ρήμαξαν το σπιτικό του κι εσένα οι μωροί
τόσο σ’ αψήφησαν.»
Του χαμογέλασε μιλώντας ο Οδυσσέας πολύγνωμος:
«Θάρρος, σ' έσωσε τώρα αυτός και σε γλιτώνει.
Όμως να μάθεις μέσα σου κι εσύ και να το πεις στους άλλους•
έργα καλά βγαίνουν ανώτερα από την έμπρακτη κακία.
Μα τώρα βγείτε οι δυο σας έξω, μείνετε καθισμένοι στην αυλή,
μακριά απ' αυτό το φονικό, εσύ κι ο φημισμένος αοιδός•
εμένα αφήστε με το χρέος μου να κάνω μέσα στο σπίτι μου.»
Τον άκουσαν κι υπάκουσαν, αμέσως βγήκαν έξω από την αίθουσα,
πήγαν και κάθησαν πλάι στον βωμό του Δία,
μεγαλοδύναμου προστάτη, ενώ το μάτι τους αλαφιασμένο
ολόγυρα κοιτούσε, γιατί κρατούσε ακόμη ο φόβος του θανάτου.
Στο μεταξύ κι ο Οδυσσέας στύλωνε παντού το βλέμμα του, μήπως και δει
κάποιον που ξέμεινε σώος ακόμη και κρυμμένος, μήπως γλιτώσει από τον θάνατο.
Τότε τους είδε όλους, πολλούς στο αίμα και στη σκόνη
βουτηγμένους, κάτω πεσμένους. Ωσάν τα ψάρια που οι ψαράδες
τα τραβούν στο κοίλο περιγιάλι με το πολύτρυπό τους δίχτυ,
έξω απ' την αφρισμένη θάλασσα, κι αυτά, στην αμμουδιά χυμένα,
από τον πόθο σπαρταρούν για το θαλάσσιο κύμα,
ώσπου λαμπρός ο ήλιος πια τα θανατώνει• όμοιοι με ψάρια κι οι μνηστήρες,
χύμα κι αυτοί ένας πάνω στον άλλο σωριασμένοι.
Τότε πολύγνωμος στράφηκε στον Τηλέμαχο ο Οδυσσέας μιλώντας:
«Τηλέμαχε, άμε και φώναξε την παραμάνα Ευρύκλεια,
έχω ένα λόγο να της πω που μέσα μου τον συλλογίζομαι.»
Του μίλησε, κι αυτός, υπάκουος στον πατέρα του, τρέχοντας
πήρε να χτυπά την πόρτα, φωνάζοντας στην παραμάνα Ευρύκλεια:
«Έλα και μέσα πέρασε, γερόντισσα πολύχρονη, εσύ που επιστατείς
τις άλλες δούλες, γυναίκες που κυκλοφορούν στο σπιτικό μας•
βιάσου, ο πατέρας μου σε θέλει, που κάτι έχει να σου πει.»
Αυτά φωνάζοντας της μίλησε, κι ο λόγος του δεν πέταξε στα κούφια•
ανοίγει αμέσως τα θυρόφυλλα προς την καλοχτισμένη αίθουσα,
και προχωρούσε τώρα, με τον Τηλέμαχο οδηγό μπροστά της.
Εκεί τον Οδυσσέα βλέπει, ανάμεσα στα σκοτωμένα τους κουφάρια,
στο λύθρο βουτηγμένο και στο αίμα. Σαν το λιοντάρι
που σπαράζει ένα γελάδι σε κοπάδι που βοσκούσε,
κι ύστερα φεύγει αιμόφυρτο στα στήθη και στα δυο του μάγουλα -
θέαμα αποτρόπαιο, φριχτό -
παρόμοια ο Οδυσσέας έσταζε όλος αίμα από τα πόδια του και πάνω από τα χέρια.
Μόλις η παραμάνα αντίκρισε νεκρά τα σώματα να κολυμπούν
στο αίμα, πήγε να βγάλει ολολυγή, βλέποντας
το μεγάλο αυτό κατόρθωμα.
Ο Οδυσσέας όμως τη σταμάτησε, της έκοψε τη φόρα πριν ξεσπάσει,
κι όπως της μίλησε, τα λόγια του πετούσαν σαν πουλιά:
«Κράτησε τη χαρά σου μέσα σου, φυλάξου κι άσε τις κραυγές•
δεν είναι κιόλας όσιο, μπροστά σε σκοτωμένους να καυχιέσαι.
Αυτούς τους δάμασε μοίρα θεού, τιμώρησε τα ανόσια έργα τους,
αφού δεν έδειχναν καμιά τιμή για τον συνάνθρωπο τους,
τον ταπεινό ή και τον πιο σπουδαίο, όποιος τούς έπεφτε μπροστά.
Γι’ αυτό τους βρήκε θάνατος φριχτός, για τις φριχτές τους πράξεις.
Τώρα ωστόσο μέτρα μου του παλατιού τις δούλες,
πόσες και ποιες μας δείχνουν περιφρόνηση, πόσες αθώες έμειναν.»
Αμέσως αποκρίθηκε πιστή τροφός η Ευρύκλεια:
«Γιε μου, σ' εκείνο που ρωτάς θ' ακούσεις όλη την αλήθεια•
πενήντα είναι μέσα στο παλάτι οι σκλάβες μας γυναίκες,
που τις εμάθαμε στο μεταξύ να κάνουν του σπιτιού δουλειές,
να ξένουν το μαλλί, υπομονή να δείχνουν στη σκλαβιά τους.
Δώδεκα απ' αυτές φάνηκαν ολωσδιόλου αναίσχυντες, που εμένα
δεν λογάριαζαν, δεν σέβονταν την Πηνελόπη.
Στο μεταξύ ο Τηλέμαχος έγινε άντρας πια, κι η μάνα του δεν άφηνε
να 'χει με δούλες πάρε δώσε, κάνοντας το κουμάντο.
Αλλά καιρός να ανέβω τώρα εγώ στο φωτεινό υπερώο,
το μήνυμα να φέρω στην ομόκλινη γυναίκα σου,
που ένας θεός τη βύθισε στον ύπνο.»
Ο Οδυσσέας πολύγνωμος αμέσως αποκρίθηκε:
«Όχι, μην την ξυπνάς ακόμη• καλύτερα πες πρώτα
να κοπιάσουν όσες γυναίκες δούλες ύπουλα φέρθηκαν και πονηρά.»
Έτσι της μίλησε, κι εκείνη, την αίθουσα διαβαίνοντας, πήγε
την εντολή του Οδυσσέα να φέρει στις γυναίκες και να τις σπρώξει
να φανούν μπροστά του.
Συνάμα τον Τηλέμαχο κοντά του φώναξε μαζί με τον βουκόλο
και τον χοιροβοσκό, κι όπως τους μίλησε, σαν τα πουλιά τα λόγια του πετούσαν:
«Εμπρός λοιπόν, σύρετε έξω τα κουφάρια, πείτε
να δώσουν ένα χέρι κι οι παραδουλεύτρες, μετά θρόνους και τάβλες
με τα πολύτρυπα σφουγγάρια και νερό παστρέψετε.
Κι αφού τα πάντα μέσα εδώ τα βάλετε σε τάξη,
βγάλτε τις δούλες έξω απ' το καλοχτισμένο μέγαρο
και στην αυλή, στον θόλο ανάμεσα και στον ωραίο μας φράχτη,
τις σφάζετε με τα γυμνά σας κοφτερά σπαθιά, ώσπου καμιά τους
να μη μείνει ζωντανή• για να ξεχάσουν
μια για πάντα τις χαρές της Αφροδίτης, εκείνα τα κρυφά αγκαλιάσματα,
πλαγιάζοντας με τους μνηστήρες.»
Αυτά τους παραγγέλλει, κι αμέσως έφτασαν οι δούλες όλες,
ολοφυρόμενες πικρά, ποτάμι χύνοντας το δάκρυ.
Πρώτα λοιπόν πήραν να σέρνουν τα κουφάρια των νεκρών,
κι εκεί τα σώριαζαν, κάτω απ' το σκεπαστό του αυλόγυρου,
το 'να με τ' άλλο κολλητά• ο Οδυσσέας φώναζε
να κάνουν γρήγορα, οπότε αυτές έβγαζαν έξω τα κουφάρια,
θέλοντας και μη.
Μετά θρόνους πανέμορφους και τάβλες πήραν να παστρεύουν
με μουσκεμένα στο νερό πολύτρυπα σφουγγάρια.
Στο μεταξύ ο Τηλέμαχος, μαζί του ο βουκόλος κι ο χοιροβοσκός,
με ξύστρες έτριβαν το πάτωμα του ακλόνητου μεγάρου,
ενώ οι δούλες μάζευαν τα ξύσματα και τα πετούσαν έξω.
Κι όταν τα πάντα στην καλοστημένη αίθουσα μπήκαν σε τάξη,
τις δούλες σέρνουν, τις πήγαν στην αυλή κι εκεί,
στον θόλο ανάμεσα και στον ωραίο φράχτη, τις στρίμωξαν
στο στένωμα, να μην μπορεί καμιά τους να ξεφύγει.
Οπότε κι ο Τηλέμαχος, με τη δική του γνώση, πρώτος μίλησε:
«Όχι, δεν θα 'θελα μ' έντιμο θάνατο να πάρω την ψυχή τους,
αυτών που μοναχά όνειδος και ντροπή φόρτωσαν στο κεφάλι μας,
εμένα και της μάνας μου, έρωτα κάνοντας με τους μνηστήρες.»
Είπε, κι ευθύς πιάνει χοντρό σχοινί από καράβι κυανόπρωρο,
σε μια ψηλή κολόνα του θόλου το προσδένει, ολόγυρα
το τύλιξε και το τεντώνει όσο μπορούσε πιο ψηλά,
για να μη φτάνουν τα ποδάρια τους στο χώμα.
Πώς τσίχλες μ' ανοιχτές φτερούγες ή άγρια περιστέρια
σε βρόχια μπλέκονται, στημένα μες σε θάμνα, ενώ γυρεύουν
στη φωλιά τους να χωθούν, και ξαφνικά φριχτό το κούρνιασμα
τους βγαίνει• έτσι κι εκείνες στη σειρά κρατούσαν το κεφάλι τους,
με τη θηλιά γύρω από τον λαιμό τους περασμένη, να βρούνε
άθλιο θάνατο, καθώς τα πόδια κρεμασμένα σφάδαζαν -
για λίγο όμως, όχι για πολύ.
Συνάμα τον Μελάνθιο τον έσυραν κι αυτόν μπροστά στο πρόθυρο,
και μέσα στην αυλή, με ανελέητο χαλκό, του κόβουν
μύτη κι αφτιά, του ξεριζώνουν τ' αχαμνά, για να τα φάνε ωμά
οι σκύλοι, κι ακόμη απόκοψαν τα χέρια και τα πόδια του μ' άγριο θυμό.
Μετά κι οι ίδιοι πλένουν χέρια και πόδια, κι ύστερα προχωρούν
τον Οδυσσέα να βρουν, έχοντας συντελέσει πια το έργο τους.
Εκείνος όμως γύρισε και παραγγέλλει στην πιστή τροφό του Ευρύκλεια:
«Φέρε μου θειάφι, που ξορκίζει το κακό, γερόντισσα, φέρε μου
και φωτιά για να θειαφίσω το παλάτι• μετά στην Πηνελόπη τράβα,
πες της εδώ να 'ρθει, μαζί κι οι παρακόρες της,
φώναξε όμως και τις άλλες φρόνιμες δούλες μέσα να κοπιάσουν.»
Ανταποκρίθηκε η καλή τροφός Ευρύκλεια:
«Όλα τα παραγγέλματα σου, γιε μου, πρέποντα τα βρίσκω•
αλλά περίμενε, πρώτα χλαμύδα και χιτώνα να σου φέρω, να μη γυρνάς
ρακένδυτος, με τα κουρέλια να σκεπάζουν τους φαρδείς σου ώμους –
θα 'ταν κι αυτό ανεπίτρεπτο.»
Όμως ο Οδυσσέας πολύγνωμος πήρε ξανά τον λόγο να της πει:
«Φωτιά, πρώτα φωτιά θέλω να δω μες στο παλάτι.»
Έτσι της μίλησε, κι εκείνη υπάκουσε στον λόγο του•
του φέρνει αμέσως φωτιά και θειάφι, κι ο Οδυσσέας ευθύς
θειαφίζει πρώτα μέσα όλο το παλάτι, έξω μετά και την αυλή.
Στο μεταξύ η γερόντισσα περνώντας βγήκε από την αίθουσα, να φέρει
τα καλά μηνύματα του αφέντη της στις δούλες και να τους πει να 'ρθουν.
Οπότε αυτές, αφήνοντας την κάμαρη τους, στα χέρια τους κρατώντας
αναμμένες δάδες, ολόγυρα στον Οδυσσέα προστρέχουν και τη χαρά τους δείχνουν
για το καλωσόρισμα. Κι όπως μ' αγάπη τον φιλούν
στην κεφαλή του και στους ώμους, σφίγγοντας τρυφερά τα χέρια του,
τον συνεπήρε αυτόν ο πόθος για στεναγμό και κλάμα –
όλες τις αναγνώρισε η ψυχή του.
|