|
|
A.-Φ. Χριστίδης, Προλογίζοντας το Συνέδριο: Γλώσσα, κοινωνία, ιστορία: Τα Βαλκάνια
Γλώσσα, κοινωνία, ιστορία: Τα Βαλκάνια. H τριπλή αυτή διαπλοκή είναι ο μόνος θεμιτός -επιστημονικά- δρόμος για τη μελέτη της γλώσσας. Και αναδεικνύει μια συστατική διάσταση του φαινομένου «γλώσσα» - την αξιακή διάσταση: τη διάσταση των συμβολικών/φαντασιακών επενδύσεων που διαπερνούν το σώμα της γλώσσας, ως συνδηλώσεις που καθορίζουν την αξία των γλωσσικών εργαλείων για τους χρήστες τους. H αξιακή διάσταση της γλώσσας συναντιέται με την ιστορία και υφίσταται ποικίλες ανασημασιοδοτήσεις. H δημιουργία των εθνών-κρατών και η συνάντησή της με τη γλώσσα ορίζει μια κρίσιμη περίοδο ανασημασιοδοτήσεων αυτής της κατηγορίας. Και το βαλκανικό σκηνικό εικονογραφεί χαρακτηριστικά αυτή τη γλωσσική φαινομενολογία. Μπορεί να δει κανείς καταρχήν αυτό που συχνά ξεχνιέται ή αποσιωπάται με τη φυσικοποίηση της σχέσης των εννοιών «έθνος» και «γλώσσα», το ότι δηλαδή οι δύο αυτές έννοιες δεν συνδέονται με έναν φυσικό, γενετικό τρόπο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, στον χώρο των Βαλκανίων, οι Φαναριώτες. «Οικοδομούν», όπως επισημαίνει η E. Σκοπετέα, «σε ένα περιβάλλον βλαχικό, ένα εντυπωσιακό οικοδόμημα ελληνικής παιδείας, με στοιχεία που ερανίζονται από τη Δύση κυρίως, καθώς εφαρμόζουν, για πρώτη φορά στην ιστορία των ελληνικών γραμμάτων, ένα συστηματικό μεταφραστικό πρόγραμμα. Σε αυτό το πλαίσιο, η εντατική καλλιέργεια του λόγου περί γλώσσας κάνει ακόμη πιο αισθητή την ολοσχερή σχεδόν απουσία του λόγου περί έθνους». H εμφάνιση του εθνισμού εγκαθιστά, βέβαια, τη στενή συνάντηση έθνους και γλώσσας. Και η συνάντηση αυτή παίρνει διαφορετικές μορφές, κατά περίπτωση. H ελληνική περίπτωση επιμένει στη συνέχεια της οθωμανικής παράδοσης του millet, της πριμοδότησης της λόγιας γλώσσας, για να κατασκευάσει την τυποποιημένη εθνική γλώσσα που χρειάζεται το νεότευκτο εθνικό κράτος. Από την άλλη πλευρά, στη σερβική περίπτωση η δημιουργία της εθνικής γλώσσας -αυτής που ως το 1990 ονομαζόταν σερβοκροατική- προσεγγίζεται μέσα από τη ρήξη με τις εκκλησιαστικές σλαβονικές ποικιλίες. H αλβανική περίπτωση βρίσκεται κοντά στη σερβική, με ιδιαίτερα νεωτεριστικές απόψεις ως προς το ζήτημα της γραφής. H περίπτωση της βουλγαρικής κινείται σε έναν ενδιάμεσο χώρο μεταξύ της ελληνικής και της σερβικής. Οι γλωσσικές αυτές περιπέτειες δεν είναι δυνατό να κατανοηθούν χωρίς μία ακόμη βασική διάσταση - αυτό που η E. Σκοπετέα ονομάζει «δυτική πρόκληση»: την υιοθέτηση του δυτικού πολιτισμού ως στόχο των βαλκανικών λαών στην πορεία προς την εθνική τους «αφύπνιση». Χαρακτηριστικότατο παράδειγμα το κεμαλικό τουρκικό εθνικό κράτος που κληρονομεί την οθωμανική αυτοκρατορία: εδώ γίνονται οι ριζικότερες -συγκριτικά- κινήσεις για την αποτίναξη αυτής της κληρονομιάς και την υιοθέτηση των γνωρισμάτων σύγχρονου δυτικού κράτους: κατάργηση του αραβικού αλφαβήτου και αποξένωση από την ιερή γλώσσα του Κορανίου, εκτουρκισμός της τουρκικής γλώσσας μέσα από τον εξοβελισμό των αραβικών και περσικών δανείων. Επιτρέψτε μου, για να μη μακρηγορώ, να κάνω ένα μεγάλο άλμα και να μιλήσω για το σήμερα, για τη γλώσσα και τον πολιτισμό σε μια εποχή διπλής βαρβαρότητας: από τη μια, της βαρβαρότητας που γεννιέται από την άλωση της κοινωνίας από την κοινωνικά ανευαίσθητη οικονομία της αγοράς και τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία που τη στηρίζει· και από την άλλη, τη συναρτημένη βαρβαρότητα των εθνικισμών, των φυλετικών και των θρησκευτικών φανατισμών. Όταν η κοινωνία αποτυχαίνει, λέει κάπου ο Hobsbawm, το έθνος -και η θρησκεία θα μπορούσε να προσθέσει κανείς- αναλαμβάνουν τον ρόλο του σωτήρα. Με ερμηνευτικό μίτο αυτή την εξαιρετικά ευαίσθητη παρατήρηση, μπορεί κανείς να εποπτεύσει τα σημερινά δρώμενα και να αγωνιστεί για να ξαναγίνει η κοινωνία άξια των υποκειμένων της. H καταδίκη του εθνικισμού -και, εν τέλει, του έθνους- δεν έχει αξία, αν δεν συνδεθεί με ένα νέο εξανθρωπιστικό κοινωνικό όραμα. Ας μην ξεχνάμε ότι η δημιουργία των εθνών-κρατών και οι γλωσσικές της επιπτώσεις -γλωσσική/πολιτισμική ομοιογένεια- συνδέονται με την ίδια την ευρωπαϊκή νεωτερικότητα, όπως αυτή συνδέθηκε με τις αξίες της μεγάλης αστικής επανάστασης, της γαλλικής επανάστασης. Οι αξίες της επανάστασης αυτής πρόβαλαν -στον χώρο της γλώσσας και του πολιτισμού- ένα οικουμενικό μοντέλο που ήρθε να αντικαταστήσει τον προεθνικό, φεουδαρχικό, αντικοσμικό κοινοτισμό. Μέσα στο πλαίσιο αυτό, που συμβαδίζει με τη γενικευμένη παιδεία ως εργαλείο για τις ανάγκες της νέας κοινωνικοοικονομικής τάξης πραγμάτων (βιομηχανία, μαζική παραγωγή), θα δημιουργηθούν τα κατεξοχήν τεκμήρια της γλωσσικής ομοιογένειας -οι standard εθνικές γλώσσες- και θα υποβαθμιστούν τα «κατάλοιπα» της προεθνικής, προαστικής, γλωσσικής (πολυγλωσσικής) πραγματικότητας: διάλεκτοι, ενδοεθνική αλλογλωσσία. Όταν αξιολογεί κανείς την τεράστια αυτή αλλαγή, οφείλει να συνυπολογίζει την απελευθερωτική της διάσταση. H υποβάθμιση της πολυγλωσσίας ήταν το κόστος που έπρεπε να καταβληθεί για τη δημιουργία μιας νέας, πιο έλλογης και περισσότερο εξανθρωπιστικής καθολικότητας. Από τη στιγμή, βέβαια, που αυτό το αρχικό οικουμενικό πρόταγμα το οποίο διαμορφώθηκε από τη σύγκρουση του νέου με το παλιό -της αστικής τάξης με τη φεουδαρχία- έχασε το απελευθερωτικό του περιεχόμενο (και το έχασε με πολλούς τρόπους, μέσα στους οποίους θα πρέπει να συμπεριληφθούν οι εθνικοί ανταγωνισμοί), οι στάσεις απέναντι στη γλώσσα έχασαν, αντίστοιχα, το απελευθερωτικό τους κοινωνικό περιεχόμενο: η γλωσσική ομοιογένεια ως ψηφίδα για τη δημιουργία μιας νέας έλλογης οικουμενικότητας μετατρέπεται στο πρόταγμα της γλωσσικής «καθαρότητας» του έθνους με τις συνακόλουθες, άλογες, φυλετικές συνδηλώσεις - και την ανάλογη βία που τις συνοδεύει. Βία που παρήγαγε τους «σκελετούς μέσα στο ντουλάπι» που κρύβει κάθε εθνική ιστορία και τους οποίους το συνέδριο αυτό δεν σκοπεύει να κρατήσει στο σκοτάδι, όπως φαίνεται από το πρόγραμμα. Βία που εξακολουθεί να παράγει θάνατο και καταστροφή. Στη σημερινή πραγματικότητα, η υπεράσπιση της γλωσσικής ποικιλομορφίας -και της υπερεθνικότητας- στο όνομα του δικαιώματος στη διαφορά θα πρέπει να αναζητήσει το ευρύτερο κοινωνικό απελευθερωτικό όραμα, μια νέα εξανθρωπιστική καθολικότητα, που θα νοηματοδοτήσει τόσο την ενότητα όσο και τη διαφορά. Οποιαδήποτε άλλη καλοπροαίρετη προσέγγιση κινδυνεύει να εκφυλιστεί σε ένα γλωσσικό φολκλορισμό ή και να υπηρετήσει -άθελά της και εξ αντικειμένου- γεωπολιτικούς σχεδιασμούς που χρησιμοποιούν, υποκριτικά, το δικαίωμα στη διαφορά, προκειμένου να προωθήσουν την πολιτική και οικονομική ηγεμονία των κέντρων από τα οποία εκπορεύονται. «Όταν η κοινωνία αποτυχαίνει, το έθνος αναλαμβάνει τον ρόλο του σωτήρα» - για να ξαναθυμηθούμε τον Hobsbawm. Όσοι από εμάς εξακολουθούμε να πιστεύουμε στην κοινωνία και στον εξανθρωπισμό της, οφείλουμε να αντιπαρατεθούμε στην άρνηση της κοινωνίας από τον εθνικισμό αλλά και από τους -κυρίαρχους σήμερα- ηγεμονικούς υπερεθνικούς σχεδιασμούς που συρρικνώνουν την ανθρώπινη οικουμενικότητα σε ένα ρηχό, αγοραίο κοσμοπολιτισμό, στηριγμένο σε ένα ασύγκριτα μεγαλύτερο απόθεμα βίας.
Α.-Φ. Χριστίδης (επιμ), Γλώσσα, Κοινωνία, Ιστορία: Τα Βαλκάνια. Language, Society, History: The Balkans, (Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου, Θεσσαλονίκη 11-12 Νοεμβρίου 2001) Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, σελ. 23-25
A.-F. Christidis, PROLOGISING THE CONFERENCE: LANGUAGE, SOCIETY, HISTORY
Language, society, history: the Balkans. This triple interrelationship is the only viable path to the study of language in a scholarly sense. And it raises a component dimension to the phenomenon "language": the value dimension, i.e., the dimension of symbolic/imaginary investments which course through the body of language, as connotations determining the value of language tools for users. The value dimension of language comes into contact with history and is invested with various new meanings. The creation of nation-states and their encounter with language determines a critical period for new meanings of this type. And the Balkan scene characteristically illustrates this linguistic phenomenology. First of all, one may see what is frequently forgotten and goes unremarked in the process of naturalising the relationship between the concepts of "nation" and "language", i.e., that the two are not connected in a natural, genetic fashion. A representative example in the Balkans is that of the Phanariotes. As E. Skopetea has observed, "They fashioned, within a Vlach environment, an impressive structure for Greek education, with elements compiled largely from the West, implementing for the first time in the history of Greek letters a systematic translation program". Within this context, the intensive cultivation of discourse about "language" makes even more apparent the near-total absence of any discourse about "nation". Of course, the appearance of nationalism establishes close contact between nation and language. And this contact assumes different forms in accordance with individual cases. In the Greek case, we have an insistence on the continuation of the Ottoman millet tradition, and the privileging of a learned language for constructing the standardised national language required by the newly-constructed nation state. On the other hand, in the case of Serbia the creation of a national language - which up until 1990 was called "Serbo-Croat" - was arrived at through a break with the Slavonic ecclesiastical language varieties. The Albanian case is not too different from the Serbian, with particularly neoteric views regarding the question of the written language. And the Bulgarian case falls somewhere in between the Greek and Serbian. These "adventures in language" cannot be understood without one further basic dimension - what E. Skopetea calls "the challenge of the West": the adoption of Western civilisation as a goal for Balkan peoples in their advance towards national "awakening". The most characteristic example is that of Kemal's Turkish nation state, inheritor of the Ottoman Empire. Here, there are somewhat more radical moves to throw off the inheritance and adopt the features of the modern Western state: doing away with the Arab alphabet, alienation from the sacred language of the Koran, purification of the Turkish language through excision of Arab and Persian loanwords. In the interest of brevity, please permit me to take a great leap forward in history and speak about today, about language and culture in an era of double barbarity: that born from the conquest of society by a socially-insensitive market economy and the neo-liberal ideology supporting it on the one hand, and the related barbarity of nationalist, racist, and religious fanaticism on the other. Hobsbawm notes that when society fails, the nation - and, one might add, religion - assume the role of savior. Using this exceptionally perceptive observation as an interpretative clue, one may view the events of our own times and struggle to make society worthy of its members. The condemnation of nationalism - and finally, of the nation - has no value if it remains unconnected with a new humanizing social vision. We should not forget that the creation of nation-states and its linguistic consequences - linguistic/cultural homogeneity - is connected with European modernity itself, just as modernity was connected with the values of the great bourgeois revolution, that of France. In the areas of language and culture, the values of this revolution advanced an ecumenical model which came to replace national, feudal, anti-secular communalism. Within this framework, which goes hand in hand with universal education as tool for the requirements of the new socioeconomic state of affairs (industry, mass production), there will be created the proof par excellence of linguistic homogeneity - standard national languages - and there will be a devaluation of the "remains" of national, pre-bourgeois, linguistic (multilinguistic) reality: dialects, national alloglossia. When one undertakes to evaluate this enormous change, they are also obligated to consider its liberating dimension. The devaluation of multilingualism was the price that had to be paid for creation of a new, more rational, humanising universality. Of course, from the moment when this original ecumenical imperative was created by the clash between new and old - the bourgeois class and feudalism - it lost its emancipating content (and this in many ways, among which should be included national rivalries). In a similar way, attitudes towards language lost their own emancipating social content: linguistic homogeneity as one small contributing element to the creation of a new, rational ecumenicalism is transformed into an imperative for the linguistic "purity" of the nation, together with its concomitant irrational and racial connotations - and the analogous violence which accompanies them. This violence produced the "skeletons in the closet" that every national history conceals; it is these skeletons which the present conference doesn't intend to keep hidden away in darkness, as the conference program itself makes clear. And it is this violence which continues to produce death and destruction. In the reality of today, the defense of linguistic diversity and supra-nationalism in the name of the "right to difference" must be sought within a broader, socially-emancipating vision of a new, humanising universality, which will give meaning to unity just as much as to difference. Any other well-intentioned approach runs the risk of degenerating into linguistic folklore, or even of becoming the servant - not on purpose, but de facto - of geopolitical planning which hypocritically employ the right to difference in order to advance the political-economic hegemony of the centers from which such plans originate. "When society fails, the nation assumes the role of savior", to once more recall Hobsbawm. Those of us who still believe in society and its humanisation are obligated to oppose its rejection by nationalism and by those hegemonic supra-national plans - predominant today - which reduce human ecumenicalism to shallow market cosmopolitanism, the latter supported by an incomparably greater reserve of violence.
Α.-Φ. Χριστίδης (επιμ), Γλώσσα, Κοινωνία, Ιστορία: Τα Βαλκάνια. Language, Society, History: The Balkans, (Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου, Θεσσαλονίκη 11-12 Νοεμβρίου 2001) Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, σελ. 27-28
|
|