ιστορικό δημοσιεύσεων

Καλώς ήρθατε! στον προσωπικό δικτυακό τόπο του Βασίλη Συμεωνίδη

αρχική

 

φιλολογικά

 
έκθεση α΄ λυκείου
 
έκθεση β΄ λυκείου
 
έκθεση γ΄ λυκείου
 

λογοτεχνία

 

αρχαία

 

ιστορία σχολική

 

ιστορία

 

φιλοσοφία
 
εκτός ύλης
 
συζητώντας
 
εργασίες συναδέρφων
 
ιδέες διδασκαλίας
 
επικοινωνία

.................................

Βασίλης Συμεωνίδης

δικτυακός τόπος

με εκπαιδευτικό και διδακτικό σκοπό

 

 

η αντιγραφή είναι ελεύθερη με την υπενθύμιση ότι η αναφορά στην πηγή τιμά αυτόν που την κάνει

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

 

 
 
 

τεχνική υποστήριξη

Σταυρούλα Φώλια

Γιώργος Παπαναστασίου, Απ’ τα χώματα βγαλμένοι, ένας αρχαίος σύγχρονος μύθος

 

στο συλλογικό τόμο, Μύθοι και ιδεολογήματα στη σύγχρονη Ελλάδα, (πρακτικά επιστημονικού συμποσίου, 23-24 Νοεμβρίου 2005), Εταιρεία Σπουδών, Αθήνα 2007

και Φιλόλογος, 125/ 2006, σ. 433-441.

 

Ο μύθος στον οποίο θα αναφερθώ στη μικρή αφιερωματική μου συμβολή στον αγαπημένο μεγάλο σημερινό απόντα, τον Τάσο Χριστίδη, είναι ένας μύθος πανάρχαιος, καθώς η διαμόρφωση του τοποθετείται χρονικά σε εποχές που τα όρια της ιστορίας χάνονται στην προϊστορία. Είναι, ωστόσο, και ένας μύθος σύγχρονος, που διαμορφώνεται – ή μάλλον εκκολάπτεται – σήμερα. Θα τον χαρακτήριζα λοιπόν επίκαιρο, ενώ ο καιρός θα δείξει αν είναι και επικίνδυνος. Στην αρχαία εκδοχή του αφορά την αυτοχθονία των Ελλήνων, στη νεότερη η αυτοχθονία συναρτάται με την άρνηση της ινδοευρωπαϊκής προέλευσης της ελληνικής γλώσσας.

Πριν από μερικά χρόνια η αυτοχθονία των Ελλήνων θα αντιμετωπιζόταν μόνο στο πλαίσιο της μελέτης της αντίληψης που είχαν οι αρχαίοι για την καταγωγή τους και της ιδεολογίας που ασπάζονταν γι’ αυτήν. Η ιδεολογία αυτή αντικατοπτρίζεται σε μια πληθώρα πανελλήνιων και τοπικών γενεαλογικών μύθων, οι οποίοι στις πολλές παραλλαγές τους, συχνά καταλήγουν στην αυτοχθονία του γενάρχη κάθε πόλης (όπως ο Κέκροπας1 ή ο Εριχθόνιος2 για την Αθήνα), άλλοτε όμως εναλλακτικά στον ερχομό του από την Αίγυπτο (όπως ο Αίγυπτος ή ο Δαναός για το Αργός) η τη Φοινίκη όπως ο Κάδμος3 για τη Θήβα). Αντικείμενο όμως της δικής μου ενασχόλησης με το θέμα αυτό δεν είναι η ιδεολογία των αρχαίων αλλά – όσο και αν φαίνεται περίεργο – οι αντανακλάσεις ή μάλλον οι παραμορφώσεις αυτής της ιδεολογίας σήμερα.

Εδώ και περισσότερο από έναν αιώνα, ύστερα από τη θεμελίωση της επιστήμης της γλωσσολογίας στην Ελλάδα από το Γεώργιο Χατζιδάκι, η διδασκαλία για την ινδοευρωπαϊκή προέλευση της ελληνικής, και επομένως η σύνδεση των Ελλήνων με τους υπόλοιπους ινδοευρωπαϊκούς λαούς, δεν αποτέλεσε αντικείμενο αμφισβήτησης, ούτε όμως και ιδιαίτερης έρευνας. Η προτεραιότητα που έθεσε η ελληνική γλωσσολογία των αρχών του 20ού αιώνα να ξεκαθαρίσει τις σχέσεις της νέας ελληνικής με την αρχαία, για να διασφαλίσει τη σχέση των Νεοελλήνων με τους αρχαίους προγόνους, δεν άφηνε πολλά περιθώρια για την ενασχόληση με την προϊστορική περίοδο. Εξάλλου, από παλαιότερα ακόμη, το ενδιαφέρον της ελληνικής κοινωνίας για θέματα γλώσσας εστιαζόταν κυρίως στο γλωσσικό ζήτημα. Από την άλλη πλευρά, για πολλές δεκαετίες η γνώση για την ινδοευρωπαϊκή προέλευση της ελληνικής περιοριζόταν εκ των πραγμάτων σε έναν σχετικά στενό κύκλο, κυρίως φιλολόγων ή γλωσσολόγων, καθώς μόλις πριν από λίγα χρόνια προστέθηκε μια υποτυπώδης σχετική αναφορά σε διδακτικά εγχειρίδια του Λυκείου. Και στον στενό κύκλο όμως που η ινδοευρωπαϊκή γλωσσολογία ήταν από παλιά γνωστή, σιωπηρά επικύρωνε – εν μέρει τουλάχιστον – τη βούληση των Ελλήνων για ισοδύναμη ένταξη στην ευρωπαϊκή οικογένεια, καθιστώντας μάλιστα τη γλώσσα των αρχαίων προγόνων ως τον βασικότερο – μαζί με τη σανσκριτική – πυλώνα στον οποίο βασιζόταν η αποκατεστημένη ινδοευρωπαϊκή γλώσσα. Η προνομιούχος θέση της ελληνικής – και μάλιστα εις βάρος των Σλάβων ή των Αλβανών γειτόνων της, και οπωσδήποτε εις βάρος των μη Ινδοευρωπαίων Τούρκων – θεμελιωνόταν όχι μόνο στην αξία της αρχαίας ελληνικής καθεαυτής αλλά και στη βαρύτητα που είχε στην αποκατάσταση της ινδοευρωπαϊκής – με την έμφαση στο «ευρωπαϊκής» – προϊστορίας.

Τα τελευταία χρόνια όμως, από συγκεκριμένους παραεπιστημονικούς κύκλους – και δεν είμαι καθόλου βέβαιος αν δικαιούται κανείς να ονομάζει αυτούς τους κύκλους έστω και παραεπιστημονικοός – καλλιεργείται και αναπτύσσεται μια νεότερη στάση στο θέμα της ινδοευρωπαϊκής καταγωγής, τόσο της ελληνικής γλώσσας όσο και των ομιλητών της. Οι κύκλοι αυτοί, οργανωμένοι σε ένα δίκτυο που περιστρέφεται γύρω από συγκεκριμένους εκδοτικούς οίκους με σημαντική παραγωγή βιβλίων και περιοδικών, και συνεπικουρούμενοι από τηλεοπτικούς σταθμούς τοπικής συνήθως εμβέλειας που προωθούν αυτές τις εκδόσεις, αρνούνται την ινδοευρωπαϊκή προέλευση της ελληνικής, κηρύσσοντας παράλληλα την αυτοχθονία των Ελλήνων.

Σε επιστημονικό επίπεδο οι απόψεις που οι κύκλοι αυτοί εκφράζουν είναι αυτονόητα απαράδεκτες, και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο δεν έχει ασχοληθεί μαζί τους η επιστημονική κοινότητα, είτε πρόκειται για γλωσσολόγους είτε για ιστορικούς, οι οποίοι δίκαια θα θεωρούσαν τη συζήτηση μαζί τους ως άνευ αντικειμένου. Σε κοινωνικό επίπεδο όμως το φαινόμενο υφίσταται και διογκώνεται, είναι λοιπόν φρόνιμο να σταματήσουμε να το αγνοούμε και να το εξετάσουμε στις πραγματικές του διαστάσεις, έχοντας υπόψη και όσα σημείωνε ο Τάσος Χριστίδης στις 3 Δεκεμβρίου 2004 από το βήμα της Εταιρείας Σπουδών:

Η γλωσσολογική απάντηση στη θέση «η ελληνική είναι μητέρα όλων των γλωσσών», η απάντηση δηλαδή ότι αυτό δεν ισχύει, ότι η ελληνική είναι μία από τις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες κτλ., αφαιρεί από την άποψη αυτή την επιστημονική της εγκυρότητα αλλά δεν κλονίζει το πάθος και την εμμονή από κάποιους στη θέση αυτή, γιατί δεν αποκαλύπτει και δεν συγκρούεται με τις κατά πολύ ευρύτερες από τη γλώσσα κοινωνικές αξιοδοτήσεις που την παράγουν4.

Ο νεότερος μύθος, παρά το γεγονός ότι στεγάζει διαφορετικές μεταξύ τους απόψεις, είναι ένας, με ποικίλες εκδοχές. Θα αναφερθώ λοιπόν σε ορισμένες από αυτές, δίνοντας έμφαση στη γλώσσα, εφόσον σε όλες η γλώσσα –αλλά όχι η γλωσσολογία – χρησιμεύει ως κεντρικός άξονας. Οι τρεις εκδοχές για τις οποίες θα γίνει λόγος δεν αποτελούν κατηγορίες στις οποίες μπορεί κανείς να κατατάξει αυστηρά το σύνολο των δημοσιευμάτων κτλ. που κυκλοφορούν, αλλά γενικότερες στάσεις για τη σχέση της ελληνικής με τις υπόλοιπες γλώσσες και τη θέση της ανάμεσα σε αυτές. Πολύ συχνά στο ίδιο δημοσίευμα ή στην ίδια εκπομπή αναφέρονται και συμπλέκονται μεταξύ τους διαφορετικές – και συνήθως αντιφατικές – στάσεις5.

Η πρώτη, ηπιότερη εκδοχή του μύθου δεν αρνείται τη συγγένεια της ελληνικής με γλώσσες όπως η λατινική, η τευτονική, η σανσκριτική κτλ., και κατά συνέπεια αποδέχεται τους συγγενικούς δεσμούς των Ελλήνων με τους ομιλητές αυτών των γλωσσών. Η συγγένεια αυτή, όμως, δεν αναγνωρίζεται ως αδελφική: οι υπόλοιπες γλώσσες υποβιβάζονται ως θυγατρικές της ελληνικής, οπότε κατεβαίνουν ένα τουλάχιστον σκαλί σε μια σαφώς υπονοούμενη αξιολογική κλίμακα6. Το δεδομένο κύρος της αρχαίας ελληνικής αυξάνεται έτσι ακόμη περισσότερο, καθώς σε αυτό προστίθεται το κύρος της ως μη-τέρας-γλώσσας πολλών «σπουδαίων» αρχαίων και νεότερων γλωσσών, αυτών που ονομάζουμε ινδοευρωπαϊκές. Οι γλωσσικές λοιπόν ομοιότητες, οι οποίες στην ινδοευρωπαϊκή γλωσσολογία πράγματι τεκμηριώνουν τη συγγένεια, σε αυτή την πρώτη εκδοχή του μύθου τεκμηριώνουν τη μητρότητα, μια μητρότητα που φυσικά νοείται ως ανωτερότητα: οι Έλληνες γίνονται έτσι κατά μία γλωσσική – και ταυτόχρονα εθνική – γενιά παλαιότεροι, και κατά συνέπεια είναι κατά μία βαθμίδα ανώτεροι. Σύμφωνα με αυτή την εκδοχή, οι Ινδοευρωπαίοι είναι απλώς άχρηστοι. Ή μάλλον είναι ένα κατασκεύασμα ανθελληνικών κύκλων που, όντας υποχρεωμένοι από τις υπαρκτές ομοιότητες να παραδεχτούν τη συγγένεια αλλά αρνούμενοι να την αποδώσουν στους πραγματικούς δικαιούχους, τους Έλληνες, εφηύραν ένα λαό κατασκευάζοντας τη γλώσσα του7. Η αυτοχθονία τώρα, έτσι όπως περιγράφεται στους αρχαίους γενεαλογικούς μύθους και βεβαιώνεται, για παράδειγμα, από συγγραφείς όπως ο Ισοκράτης, έρχεται ως συνέπεια της μητρότητας. Η γλώσσα-πηγή είναι η ελληνική, φορείς της είναι οι Έλληνες, προαιώνια πατρίδα τους είναι η Ελλάδα8.

Σε μια δεύτερη εκδοχή του μύθου η συγγένεια αίρεται. Οι γλωσσικές ομοιότητες που προηγουμένως ερμηνεύονταν γενετικά αλλά στρεβλωμένα, σε αυτή την εκδοχή αποδίδονται σε επίδραση9. Ο σαφής διαχωρισμός ο οποίος γίνεται στην ιστορική γλωσσολογία ανάμεσα σε ομοιότητες που οφείλονται στην κοινή προέλευση, π.χ. ελλ. ôγω - λατ. ago, και σε ομοιότητες που οφείλονται σε δανεισμό, π.χ. ελλ. ~μνος > λατ. hymnus, σύμφωνα με αυτή την εκδοχή παύει να υφίσταται: όλες οι ομοιότητες οφείλονται σε επίδραση. Και βέβαια, η φορά της επίδρασης είναι αυτονόητα μία: από την ελληνική προς τις άλλες γλώσσες. Από την άλλη, οι μαρτυρημένες γλωσσικές επαφές των Ελλήνων με λαούς όπως οι Λατίνοι, οι Τεύτονες, οι Πέρσες ή οι Ινδοί πολλαπλασιάζονται: εφόσον οι Έλληνες έφτασαν στην Ινδία, γιατί όχι και στις Φιλιππίνες, στην Πολυνησία, στη Νότια Αμερική10; Στην εκδοχή αυτή η ελληνική αντλεί κύρος όχι μόνο από το γεγονός ότι είναι η πηγή του δανεισμού αλλά και από την απόσταση που τη χωρίζει από τις γλώσσες που επηρεάζει: όσο μεγαλώνει η απόσταση, τόσο αυξάνεται η εμβέλεια, τόσο διευρύνεται η σφαίρα επιρροής, και καταλήγει στην παγκοσμιότητα. Η πατρίδα των αυτοχθόνων Ελλήνων, η Ελλάδα, γίνεται έτσι το κέντρο της οικουμένης πραγματικός ομφαλός της γης, όπως ακριβώς διδάσκει η αρχαία παράδοση.

Στην τρίτη εκδοχή, όπου τα όρια της γελοιότητας καταρρέουν, έρχεται να προστεθεί στα προηγούμενα μια διάσταση ημιθεϊκή, υπερβατική: οι Έλληνες είτε είναι τέκνα ημίθεων και η γλώσσα τους είναι η γλώσσα των θεών, είτε η καταγωγή τους πρέπει να αναζητηθεί σε άλλους κόσμους, στα άστρα. Και ποιο από τα άστρα μπορεί να φιλοξενήσει την πατρίδα; Μα φυσικά το λαμπρότερο, ο Σείριος11. Έτσι ερμηνεύεται η ελληνική ανωτερότητα σε θέματα τεχνολογίας, τέχνης, πολιτισμού, ενώ η «αρμονία» της ελληνικής γλώσσας συνδυάζεται με την αρμονία του σύμπαντος. Με την αναζήτηση της αρχής των Ελλήνων εκτός της γήινης φύσης, το αίτημα της αυτοχθονίας αίρεται – αίρεται όμως με τρόπο γελοίο, γιατί δεν τίθεται θέμα χθονός.

Αν το περιεχόμενο του σύγχρονου μύθου ξεπερνά κάθε λογική και κάθε φαντασία, η απόπειρα τεκμηρίωσης του συγκρούεται με κάθε αρχή και μέθοδο επιστημονικού στοχασμού. Η ανθρώπινη παρουσία στην Ελλάδα ήδη από την παλαιολιθική εποχή ερμηνεύεται απλά και αβασάνιστα ως απόδειξη της αδιάλειπτης παρουσίας Ελλήνων. Η κατασκευή επιχειρημάτων γίνεται με απίστευτη ευκολία: Εφόσον στα μέσα της 2ης χιλιετίας π.Χ. οι κάτοικοι της Ελλάδας ήταν Έλληνες, γιατί να μην είναι Έλληνες και οι παλαιότεροι, οι Μινωίτες, οι Κυκλαδίτες; (Παρεμπιπτόντως, το γεγονός ότι η Γραμμική Α, σε αντίθεση με τη Γραμμική Β, αντιστέκεται σε όλες τις σοβαρές απόπειρες αποκρυπτογράφησης με βάση την ελληνική, δεν πτοεί τους επίδοξους αποκρυπτογράφους, οι οποίοι μας έχουν δώσει πολυάριθμες απίστευτες ερμηνείες, ακόμη και παλαιότερων κειμένων, όπως ο δίσκος της Φαιστού.) Και, πηγαίνοντας προς τα πίσω, γιατί να μην κατοικούσαν Έλληνες στο Σέσκλο, στο Διμήνι, στο Φράγχθι, στα Πετράλωνα; Η συνεχής ανθρώπινη παρουσία σε έναν τόπο ερμηνεύεται αξιωματικά ως αυτόματη απόδειξη γλωσσικής και φυλετικής συνέχειας, σαν να μην είναι γεμάτη η παγκόσμια ιστορία από μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών, που είχαν συχνά ως αποτέλεσμα την ανατροπή του υπάρχοντος γλωσσικού και πολιτισμικού σκηνικού. Ο Έλληνας θεωρείται, επομένως, αναπόσπαστο στοιχείο του γεωγραφικού χώρου στον οποίο έδρασε ιστορικά, πραγματικό γέννημα της Ελλάδας, όπως παραδίδουν οι αρχαίοι μύθοι: αυτόχθων.

Η «γονιμοποιός δύναμη» της «τέλειας», της «άφθαρτης» αρχαίας ελληνικής γλώσσας θεωρείται αξιωματικά εγγενής: γιατί να μην εκτείνεται στο απώτατο παρελθόν της, όταν σήμερα η αγγλική, για παράδειγμα, γλώσσα διαθέτει χιλιάδες λέξεις με ελληνική ρίζα12; Και γιατί, όπως είπαμε, να περιορίζεται στη λατινική, στις τευτονικές γλώσσες ή στην ινδική; Αρκεί να βρεθούν «ελληνικά» γλωσσικά στοιχεία στα πολυνησιακά ή στα ινδιάνικα. Ως αποδείξεις επιστρατεύονται κάθε είδους γλωσσικές ομοιότητες, πραγματικές ή φανταστικές, άλλες που οφείλονται σε ηχομίμηση, στη νηπιακή γλώσσα ή στην τύχη13 - πάντοτε με πάσης φύσεως φωνητικές και σημασιολογικές ακροβασίες14. Μυθικά ταξίδια όπως του Οδυσσέα ή πραγματικά ταξίδια όπως του Πυθέα του Μασσαλιώτη χρησιμοποιούνται για να τεκμηριώσουν την κινητικότητα των Ελλήνων σε όλο τον γνωστό και άγνωστο κόσμο. Και -γιατί όχι- ταξίδι στη Σελήνη μαρτυρείται, το περιγράφει ο Λουκιανός!

Η μυθολογία αναβαθμίζεται σε πραγματική ιστορία, την οποία και αντικαθιστά. Τα έργα της ποιητικής μυθοπλασίας θεωρούνται ντοκουμέντα ιστορικής αλήθειας, ενώ αυτά της αρχαίας ελληνικής ιστοριογραφίας διαβάζονται κατά γράμμα. Δεν είναι περίεργο, επομένως, ότι η Ατλαντίδα αναδύεται ως αδιαμφισβήτητη ιστορική πραγματικότητα. (Και δεν αναφέρω τις περιπτώσεις που – από άγνοια ή εσκεμμένα – το περιεχόμενο των κειμένων παρανοείται ή διαστρεβλώνεται.)

Η υποτιθέμενη επιστημονική τεκμηρίωση γίνεται με ένα πλέγμα παραπομπών σε συγγραφείς που κινούνται στους ίδιους ιδεολογικούς χώρους, αλλά και με επιλεκτική και συχνά παραπλανητική αναφορά σε επιστημονικά έργα γλωσσολόγων ή ιστορικών15. Η απόρριψη ή αποσιώπηση της επιστημονικής παράδοσης των τελευταίων αιώνων, η απόρριψη μεθόδων, εργαλείων, θεωριών κτλ., η απόρριψη τελικά όλης της συσσωρευμένης επιστημονικής γνώσης γίνεται αβασάνιστα και απερίσκεπτα. Πρόκειται προφανώς για

προεπιστημονικές απόψεις για τη γλώσσα [ οι υποστηρικτές των οποίων ] επιλέγουν να ξεχάσουν ή να διαστρεβλώσουν κατακτημένες γνώσεις για το γλωσσικό φαινόμενο, προκειμένου να υπηρετήσουν -μέσω της γλώσσας-μια ευρύτερη κοινωνική ιδεολογία16.

Ο σύγχρονος μύθος είναι τελικά μια απόλυτη άρνηση της ιστορικότητας. Καταρχάς της ιστορικότητας της επιστήμης, καταργώντας αιώνες προβληματισμού και έρευνας. Και κατά δεύτερο λόγο της ιστορικότητας της ελληνικής γλώσσας, της κάθε γλώσσας, του κάθε λαού, αρνούμενος την αυτονόητη ένταξη όλων στο πλαίσιο της ανθρώπινης ιστορίας. Με μια άρνηση μάλιστα που, στην τρίτη εκδοχή, δηλώνεται κιόλας με τον πιο απίστευτα κατηγορηματικό τρόπο.

Όλα αυτά αποτελούν τη συνόψιση του περιεχομένου εκατοντάδων βιβλίων και περιοδικών και τον κεντρικό άξονα αρκετών τηλεοπτικών εκπομπών, που διαποτίζουν τη νεοελληνική κοινωνία με ένα απίστευτα πικρό φαρμάκι. Τα πράγματα ίσως είναι πιο σοβαρά από όσο θα θέλαμε ή θα ελπίζαμε. Η σύγχρονη ελληνική κοινωνία φαίνεται να αποδεικνύεται ιδιαίτερα ευάλωτη μπροστά σε αυτή την έξαρση αρχαιοπληξίας και εθνικισμού. Και στην υπηρεσία αυτού του εθνικισμού καλείται πάλι πρωτίστως η γλώσσα. Η αίσθηση της ανωτερότητας των Νεοελλήνων για τη γλώσσα, τον υλικό και πνευματικό πολιτισμό των αρχαίων προγόνων δεν είναι πρόσφατο φαινόμενο, έχει τις ρίζες της στη διαμόρφωση της νεοελληνικής εθνικής συνείδησης. Η επικινδυνότητα όμως της σημερινής κατάστασης οφείλεται στον μαζικό τρόπο με τον οποίο διαδίδονται αυτές οι ιδέες στο διευρυμένο κοινό στο οποίο απευθύνονται, αλλά και στο μέσο που επιλέγεται για να στηρίξει αυτή την προσπάθεια, την τηλεόραση. Απόψεις σαν κι αυτές μπορεί να μην έχουν βρει ή να μη βρουν ποτέ βήμα πανεπιστημιακό, αλλά το τηλεοπτικό βήμα φαντάζει εξίσου ισχυρό αν όχι ισχυρότερο.

Με την επίφαση του δημοκρατικού τηλεοπτικού διαλόγου, με την επίκληση των αρχών της δημοκρατικότητας (ας θυμηθούμε την απόπειρα που συντελείται σήμερα σε μια κοινωνία όπως η αμερικανική να αναδειχθεί σε επιστημονική γνώση η θεωρία του «ευφυούς σχεδιασμού», ως απάντηση στη θεωρία της εξέλιξης των ειδών) και με την εκμετάλλευση της ριζωμένης αίσθησης της ελληνικής ανωτερότητας, ο σύγχρονος αυτός μύθος αναγορεύεται σε μέσο ανεπίσημης, λαϊκής εθνικής άμυνας, με την αυτοχθονία, σε πείσμα κάθε λογικής, να τεκμηριώνει – τι άλλο; – το δικαίωμα των Ελλήνων να κατέχουν τον γεωγραφικό χώρο στον οποίο ζουν, ως απάντηση σε όσους τον επιβουλεύονται.

Και αν ο χαρακτηρισμός λαϊκής είναι προφανής, καθώς συνδέεται με το (τηλεοπτικό) μέσο που προβάλλει αυτές τις ιδέες, ο χαρακτηρισμός ανεπίσημης υποβάλλει αμέσως μια σειρά από ερωτήματα, που ο γλωσσολόγος οφείλει – και ο γράφων, προς το παρόν τουλάχιστον, θα αρκεστεί – να τα θέσει: Σε ποιο βαθμό θέσεις σαν αυτές μπορούν αλλά και τελικά επιθυμούν να γίνουν επίσημες; Μήπως η δύναμη τους – και τελικά η επικινδυνότητα τους – έγκειται ακριβώς στο ότι παρουσιάζονται ως εναλλακτικές, «επαναστατικές» λύσεις απέναντι στην «επίσημη», «διδασκόμενη» ιδεολογία; Και κυρίως γιατί η σημερινή ελληνική κοινωνία εξαντλεί εν μέρει την επαναστατικότητά της προτείνοντας ως πεδίο αντιπαράθεσης με την «επίσημη» ιδεολογία ένα ζήτημα τόσο παράλογο, όπως αυτό της αυτοχθονίας των Ελλήνων; Ερωτήματα που μπορούν να απαντηθούν μόνο αν συνειδητοποιήσουμε «το εύρος και το βάθος που διαθέτει η γλωσσική και πολιτισμική μυθολογία»17.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Θ. Αξιώτης, Η αποκρυπτογράφηση του Δίσκου της Φαιστού - Γένεση. Το ελληνικό, σπέρμα κατέβηκε απ' το Σείριο, Σμυρνιωτάκης, Αθήνα χ,χ.

Γ. Γεωργαλάς, Ινδοευρωπαίοι ή Αιγαίοι;, Τότε, Αθήνα 1996.

- , Η «προϊστορική» εξάπλωσις των Αιγαίων, Τότε, Αθήνα χ.χ.

Α. Δημητρίου, Πελασγοί, Νέα Θέσις, Αθήνα 1987.

Κ. Δούκας, Ελληνική γλωσσογένεσις, Ελεύθερη σκέψις, Αθήνα 1995.

I. Θ. Κακριδής, Ελληνική μυθολογία, 5 τόμοι, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1986.

Α.-Φ. Χριστίδης, «Χρήσεις της γλώσσας: οι όροι μιας συζήτησης», στο συλλογικό Χρήσεις της γλώσσας (πρακτικά επιστημονικού συμποσίου, 3-5 Δεκεμβρίου 2004), Εταιρεία Σπουδών, Αθήνα 2005 και Ο Πολίτης 127,2004, σ. 16-22.

 

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. «Ο Κέκροπας ήταν πανάρχαια μορφή της Αττικής. Ήταν αυτόχθονος, γεννημένος από την ίδια τη Γη [...]. Για το ότι ήταν αυτόχθονος υπάρχει και η αντίθετη εκδοχή, ότι δηλαδή ήρθε από την Αίγυπτο, από την πόλη Σάιν, Μ» στην αιγυπτιακή γλώσσα σημαίνει Αθηνά. [...] Η εκδοχή για την αιγυπτιακή καταγωγή του Κέκροπα θα μπήκε στο μύθο προφανώς αργότερα, όταν δημιουργήθηκε στη μυθολογία η τάση να γενικεύονται οι επιδράσεις της Αιγύπτου στον ελληνικό πολιτισμό. [...] Πέρα πάντως από τις μαρτυρίες των πηγών, γεγονός μένει ότι ο Κέκροπας ανήκει στις μορφές των αυτοχθόνων ηρώων. Αυτό κατοχυρώνεται από τη σωματική του διάπλαση. Το φίδι ή η μεικτή μορφή ανθρώπου-φιδιού ήταν η συμβολική εικόνα του αυτόχθονα και συνδέεται ιδιαίτερα με τις τοπικές θεότητες, πνεύματα ή στοιχεία» (Κακριδής 1986, Γ, 15,18,19).

2. «[...] βασιλιάς της Αθήνας μετά τον Αμφικτύωνα έγινε ο Εριχθόνιος που ήταν κι αυτός αυτόχθονος. [...] ο Ήφαιστος μόλις είδε την Αθηνά ένιωσε δυνατή ερωτική επιθυμία και θέλησε να ενωθεί μαζί της. [...] η θεά τον απέκρουσε [...] αλλά το σπέρμα του Ηφαίστου έπεσε πάνω στο πόδι της. Η θεά [...] πήρε μια τούφα μαλλί, σκούπισε το σπέρμα από το πόδι της και το πέταξε στη γη. Η Γη έτσι γονιμοποιήθηκε και γέννησε ένα αγόρι που το ονόμασαν Εριχθόνιο [...]»(Κακριδής 1986, Γ, 20).

3. Πβ. ωστόσο πώς ο μύθος για τον ερχομό ενός ήρωα από άλλη χώρα μπορεί να συνδυαστεί με την έννοια της αυτοχθονίας, στην περίπτωση των Σπαρτών της Θήβας: «Όταν ο Κάδμος σκότωσε το δράκοντα της Θήβας και έσπειρε τα δόντια του, φύτρωσαν από τη γη οπλισμένοι άντρες, που τους είπαν Σπαρτούς. Ο Κάδμος, σαν τους είδε οπλισμένους, πήρε πέτρες και τις πετούσε ανάμεσα τους. Αυτοί τότε νόμισαν πως κάποιος από τους δικούς τους είχε αρχίσει το πετροβόλημα, παρεξηγήθηκαν και άρχισαν να χτυπιούνται μεταξύ τους. Έτσι εξοντώθηκαν οι περισσότεροι Σπαρτοί. Απόμειναν μόνο πέντε από αυτούς, ο Εχίων, ο Χθόνιος, ο Ουδαίος, ο Υπερήνωρ και ο Πέλωρ(ος). Αυτοί είχαν τη μεγαλύτερη δύναμη μετά τον Κάδμο και έγιναν οι γενάρχες των πιο σπουδαίων αρχοντικών σπιτιών της Θήβας πλάι στους Καδμείους» (Κακριδής 1986, Γ', 77).

4. Χριστίδης (2004,16).

5. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι βιβλιογραφικές αναφορές που θα δοθούν στη συνέχεια να μην είναι απαραίτητα ενδεικτικές της συνολικής άποψης ενός συγγραφέα ή ενός δημοσιεύματος αλλά της συγκεκριμένης στάσης που περιγράφεται.

6. Για παράδειγμα: «Η ομογλωσσία των Αρίων λαών υπάρχει. Όμως μητέρα των γλωσσών που την αποτελούν δεν είναι η υποθετική "Ινδοευρωπαϊκή" αλλά η Πρωτοελληνική. [...] Και αποδεικνύεται με στοιχεία υπαρκτά, χωρίς προσφυγή σε εικασίες αυθαίρετες» (Γεωργαλάς 1996, 67). Επίσης: «Οι λεγόμενοι Ινδοευρωπαίοι δεν είναι άλλοι από το σύνολο των Ελληνικών φύλων που ξεκινώντας από την περιοχή του Αιγαίου [η οποία πιθανότατα υπήρξε χώρος ανθρωπογενέσεως] γύρω στο 6000 π.Χ. κατέκλυσαν την Ευρώπη και την Προσθασία ως τις Ινδίες, διαδίδοντας τη γεωργία, την εξελιγμένη κεραμική, τη μεγαλιθική αρχιτεκτονική, τη βιοτεχνία, το εμπόριο, τη μεταλλουργία, τη θρησκεία, την ανεπτυγμένη γλώσσα» (Γεωργαλάς 1996, 80).

7. «Στην αφετηρία της κατασκευής περί Ινδοευρωπαίων βρίσκεται η επιθυμία των Δυτικών ν' αποκτήσουν περγαμηνές για ευγενείς προγόνους. Ένιωθαν μειονεκτικά επειδή πρόβαλαν στο προσκήνιο της Ιστορίας κατά τους πρόσφατους αιώνες, ενώ προηγουμένως βρίσκονταν στο σκοτεινό περιθώριο της. [...] Αναζήτησαν αριστοκρατική καταγωγή και τίτλους ευγενείας. Έψαξαν για εκλεκτούς προγόνους. Όλα τούς οδηγούσαν στους Έλληνες. Απ' αυτούς είχαν πάρει τα πάντα: γλώσσα, γραφή, θρησκεία, τέχνη, φιλοσοφία, επιστήμες. Όμως αυτό τους περιήγε σε μειονεκτική θέση [...]. Θέλησαν λοιπόν να αναγάγουν την πηγή της ιστορίας τους πέραν των Ελλήνων. Και κατασκεύασαν τους Ινδοευρωπαίους» (Γεωργαλάς 1996,63).

8. Κάποτε ως ενδιάμεσος συγγενικός κρίκος μεταξύ των Ελλήνων και των υπόλοιπων λαών επιστρατεύονται οι Πελασγοί, τους οποίους οι αρχαίοι συγγραφείς αναφέρουν συχνά ως παλαιότερους κατοίκους της Ελλάδας (αλλά όχι, βέβαια, ως ελληνόφωνους). Τεκμηριώνοντας -υποτίθεται- την προέλευση της ελληνικής από την πελασγική και, επομένως, ελληνοποιώντας έναν ακόμη λαό, η αυτοχθονία των Ελλήνων μετατίθεται ως αυτοχθονία των Πελασγών. Στη συνέχεια είναι εύκολο να «αναφερθούμε στους Κάρες ή Λέλεγες, τους Τυρρηνούς ή Ετρούσκους της Κεντρικής Ιταλίας, τους Λυδούς, Μυσούς, τους Λύκιους και τους Χετταίους, που υπήρξαν φόλα Πελασγικά [sic (Δημητρίου 1987,63).

9. Για παράδειγμα (και χωρίς, βέβαια, να είναι σωστοί όλοι οι τόποι ή οι αντιστοιχίες): «Στη γλώσσα των Βεδών παρατηρούνται ελληνικές επιδράσεις, λ.χ.: αδιάτμητο - αδυάτμα, από άνω - απάνα, βατός - βάκτα, βακτηρία-βόχτι, ουρανός - βαρούνα, δίνω - δότε [...]»(Γεωργαλάς χ.χ., 169).

10. Για παράδειγμα: «Οι εκπληκτικές ομοιότητες [sic] μεταξύ της Ελληνικής και των γλωσσών που μιλούν ιθαγενείς του νησιωτικού συμπλέγματος της Χαβάης, της Ταϊτής, της απομονωμένης νήσου του Πάσχα, και της Ν. Ζηλανδίας (Μαορί). Στη νήσο του Πάσχα ράνι σημαίνει οορανός, τάπα σημαίνει τόπος, ενώ τα περίφημα μυστηριώδη αγάλματα της νήσου λέγονται Μάτα-κοίτε - ράνι = μάτια που κοιτούν τον ουρανό [sic] (Γεωργαλάς χ.χ., 217).

11. Βλ. π.χ. Αξιώτης (χ.χ., 339): «Οι επιστημονικές μελέτες αποδεικνύουν ότι το αίμα του Έλληνα διαφέρει από τους άλλους λαούς. Οι επιμειξίες των αιώνων δεν κατάφεραν να εξαφανίσουν την ομοιογένεια της ελληνικής φυλής. Οι μυστικές παραδόσεις αναφέρουν ότι υπάρχουν δυο ανθρωπότητες. Η μια προήλθε από το ανθρωποειδές, που δέχθηκε τη θεϊκή πνοή και είναι η Προαδαμική. Η άλλη είναι η Αδαμική, που προήλθε από το ουράνιο σπέρμα [sic]».

12. Στο σημείο αυτό γίνεται άλλη μία σοβαρότατη παραποίηση των πραγματικών διαστάσεων του φαινομένου. Το γεγονός ότι οι ευρωπαϊκές γλώσσες και η διεθνής επιστημονική ορολογία δανείστηκαν αρχαία ελληνικά μορφήματα, π.χ. αcrο- < αρχ. ελλ. ôκρον, αctinο- < αρχ. ελλ. ακτίς, -ονος, αdenο- < αρχ. ελλ. άδήν, -ένος, -logia < αρχ. ελλ. -λογία (< λέγω), -pathia < αρχ. ελλ. -πάθεια (< πάθος), -algia < αρχ. ελλ. -αλγία (<ôλγος) κτλ., παρουσιάζεται ως δανεισμός από την ελληνική αυτούσιων λέξεων (που προφανώς δεν υπήρξαν ποτέ στην αρχαία ελληνική): «Ειδικότερα η ιατρική επιστήμη θα ήταν αδύνατο να εκφραστεί σε παγκόσμια κλίμακα, αν δεν χρησιμοποιούσε όπως και πολλές άλλωστε επιστήμες, την αυτούσια αρχαιοελληνική ορολογία. Ενδεικτικά αποσπώ μερικές μόνο από τις λέξεις αυτές που αρχίζουν από το Α, όπως αναφέρονται στο γαλλοελληνικό λεξικό του Κ. Σπάρταλη: Acrologie (ακρολογία), acropathie (ακροπάθεια), actinologie (ακτινολογία), [...] adenalgie (αδεναλγία) [...]. Όλες έχουν ομηρική και ησιοδική προέλευση [sic], αλλά οι ρίζες τους βρίσκονται στην ομιλία του αυτόχθονος αρχαιανθρώπου της Αττικής [sic]» (Δούκας 1995,94-95). Έντεχνα λοιπόν δημιουργείται η εσφαλμένη εντύπωση ότι οι αρχαίοι Έλληνες διέθεταν τους όρους αυτούς, και επομένως τις γνώσεις, την τεχνολογία και την τεχνογνωσία που αυτοί συνεπάγονται.

13. «Μια σημαντική απόδειξη της ταυτότητας των Πελασγών και Λελέγων είναι το ότι σήμερα, στην εποχή μας, τους Πελαργούς, από τους οποίους πήραν το όνομα οι Πελασγοί, τους λέμε και λελέκια (οι Πελασγοί, όπως οι Πελαργοί, μετακινούνταν συνέχεια, γι' αυτό πήραν και το όνομα τους)» (Δημητρίου 1987,64).

14.          Ενδεικτικά: «Πράγματι, όπως απέδειξε [sic] ο Απ. Γάτσιας (περ. Δαυλός 103 και 113 σ. [;]), "η αγγλική είναι παρεφθαρμένη ελληνικήν", που διαμορφώθηκε με: καταργήσεις καταλήξεων -ος, -η, -α, που στα αγγλικά δεν υποδηλώνουν τίποτε- διαφορετική προφορά- συγχωνεύσεις συλλαβών προσθήκες, κλπ. Λ.χ. από το κόρη, αφαίρεσαν το η = κορ, μετέβαλαν το κ σε γκ = γκορ, μετέβαλαν το ο σε / (ε) = γκερ και πρόσθεσαν το τελικό Α = γκερλ. Ο όροφος έγινε οροφ = ροφ = ρουφ, το αρδεύειν, άρδευ, γμάρδευ, γκάρντεν κ.λπ. [sic]» (Γεωργαλάς χ.χ., 122). Παρόμοια παραδείγματα μπορεί κανείς να αντλήσει από τηλεοπτικές εκπομπές. Θα αρκεστώ μόνο σε ένα: το ιαπωνικό κιμονό ανάγεται στο ελληνικό χειμώνας (!).

15.          Ενδεικτικά: «Ο Τζων Chadwick λέει ότι οι αρχαίοι Έλληνες, παρ’ όλες τις κατά τόπους διαλέκτους, μπορούσαν και συνεννοούνταν μεταξύ τους «διότι μητέρα όλων αυτών των τοπικών διαλέκτων ήταν μία γλώσσα, που σε μια χώρα με τόσα βουνά, κόλπους και νησιά έχασε τη συνοχή της». Έτσι, λοιπόν, εξηγείται και η διατήρηση της αρχέγονης πελασγικής ελληνικής γλώσσας στην νήσο Λήμνο, όπου οι επαφές με τον έξω κόσμο ήταν περιορισμένες» (Δημητρίου 1987, 22). Προφανώς ο Chadwick δεν αναφέρεται σε καμία «πελασγική ελληνική γλώσσα».

16.          Χριστίδης (2004,16).

17.          Χριστίδης (2004,21).

Ερασιτεχνική δημιουργία τον Οκτώβριο του 2004.  Τελευταία ενημέρωση:  Κυριακή, 08 Μαρτίου 2015.