|
|
Γιάννης Βελούδης, ΓΕΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑ I, Γενικά χαρακτηριστικά της γλώσσας Από το http://www.lit.auth.gr/sites/default/files/documents/shmeiwseis.pdf ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΕΚΔΟΣΗ: ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΩΝ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2008 Ηλεκτρονική μορφή των σημειώσεων για το μάθημα ΓΛΩ 301του Α΄ εξαμήνου του Τμήματος - συνυπήρχαν επί σειρά ετών με τις αντίστοιχες σημειώσεις του Α.-Φ. Χριστίδη σε κοινό τεύχος, έκδοση της Υπηρεσίας Δημοσιευμάτων του ΑΠΘ· με μικρές, σποραδικές, προσθήκες.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η γλωσσολογία ορίζεται από τα εγχειρίδια σαν επιστημονική μελέτη της γλώσσας. Τι σημαίνει όμως «επιστημονική μελέτη»; Κι ακόμη, τι είναι «γλώσσα»; Μια πλευρά της απάντησης στο πρώτο ερώτημα έχει ως εξής: προκειμένου να χαρακτηριστεί μια μελέτη επιστημονική, αναγκαία συνθήκη είναι να βασίζεται στην αντικειμενική καταγραφή-και-μελέτη των φαινομένων στη διαδικασία αυτή δεν έχουν θέση οι αισθητικές, κοινωνικές, πολιτιστικές, εθνικιστικές, προκαταλήψεις του ερευνητή / της ερευνήτριας. Η πρόνοια επιστημονική (μελέτη) του ορισμού που σήκωσε την αυλαία της Εισαγωγής μας παραπέμπει λοιπόν στην αντικειμενικότητα, ανάμεσα σε άλλα. Αξίζει να σταθούμε στη σημασία αυτής της ιδιότητας· και μάλιστα, μεταφέροντας για λίγο τη συζήτηση στο πεδίο των ίδιων των ομιλητών/ομιλητριών - για τις ανάγκες της μπορούμε να τους λογαριάσουμε σαν ανενημέρωτους φορείς γλωσσικών στάσεων που βαραίνουν ακριβώς οι παραπάνω προκαταλήψεις[1]. Η γλώσσα μας είναι ανά πάσα στιγμή διαθέσιμη, «δική μας» από τότε που θυμούμαστε τον εαυτό μας· ένα απλό [!] «εργαλείο» καθημερινής χρήσης. Αυτή η πρακτική εξοικείωση εξαφανίζει κάθε επιφύλαξη σχετικά· και το "μιλώ καλά τη γλώσσα μου" μπορεί να διολισθήσει λαθραία στο "μιλώ καλά για τη γλώσσα μου". Όσο παρούσες είναι όμως οι προϋποθέσεις για το πρώτο άλλο τόσο λείπουν από το δεύτερο, ανοίγοντας διάπλατα την πόρτα σε εύκολες, κολακευτικές, μυθοπλαστικές, "α-ιστορικές", για να χρησιμοποιήσω ένα κρίσιμο όρο του Χριστίδη (ό.π.), στρεβλώσεις. Αυτή η άγνοια ευθύνεται -μεταξύ άλλων και- για το γεγονός ότι καλούνται μόνιμα «στα όπλα» απόψεις της παραδοσιακής γραμματικής που έχει αποστρατεύσει η γλωσσολογία από τότε που γεννήθηκε σαν επιστήμη- πρόκειται για θέσεις για τη γλώσσα που έχουν περάσει μέσα μας, με τη διαδικασία του αυτονοήτου[2], κατά τη σχολική μας θητεία. Δύο από αυτές, τις πιο σημαντικές, τις σχολιάζουμε πολύ σύντομα αμέσως παρακάτω: (ι) Η γραμματική είναι κανονιστική: θέλει να επιβάλει (εξωτερικούς) κανόνες ορθής χρήσης. Η σύγχρονη – επιστημονική, με την έννοια που είδαμε – αντίληψη έχει αντιστρέψει αυτή την άποψη της παραδοσιακής γραμματικής. Η γλωσσολογία είναι περιγραφική, όχι κανονιστική, επιστήμη: προσπαθεί να αποκαλύψει και να καταγράψει τους κανόνες που – αναγνωρίζει ότι –ακολουθούν οι ομιλητές/ομιλήτριες, χάρη στην – ενδιάθετη – γνώση της μητρικής τους γλώσσας. Και η διαλεκτική πολυμορφία, που διαπιστώνουμε γύρω μας, σε γεωγραφικό και κοινωνικό επίπεδο; Υπόκειται και αυτή ή εκείνη η ποικιλία της γλώσσας μας σε κανόνες; Τέτοια, ρητορικά, κατά βάθος, ερωτήματα ζητά να προλάβει το ακόλουθο παράθεμα[3]: Είναι τόση η προκατάληψη υπέρ της πρότυπης γλώσσας στη γραπτή της μορφή, ώστε να δυσκολεύονται ιδιαίτερα οι γλωσσολόγοι να πείσουν τον απλό άνθρωπο για το γεγονός ότι οι μη-πρότυπες διάλεκτοι είναι, γενικά, όχι λιγότερο κανονικές ή συστηματικές από τις τυπικές γραφόμενες γλώσσες και έχουν τους δικούς τους κανόνες ορθότητας, εγγενείς στη χρήση των ομιλητών τους. Δεν υπάρχουν απόλυτα (: μη υποκειμενικά), πρότυπα ορθότητας ή «καθαρότητας»: τέτοιοι χαρακτηρισμοί μπορούν να απονέμονται μόνο σε συνάρτηση με κάποιο πρότυπο που έχει επιλεγεί προκαταβολικά – με βάση τις προκαταλήψεις που είδαμε. Είναι μύθος η ομοιογένεια της γλώσσας (βλ. :Lyons ό.π.: 24-27). (ιι) Η γλωσσική αλλαγή σημαίνει απαραίτητα φθορά. Στην άποψη αυτή θεμελιώνεται σε μεγάλο βαθμό η προηγούμενη, (ι). Οι γλώσσες αλλάζουν μέσα στο χρόνο σε όλα τους τα επίπεδα (φωνητικό, μορφολογικό, κτλ.). Ο ρυθμός της αλλαγής, αλλά και ο προσανατολισμός της, μπορεί να μεταβάλλεται από τη μια χρονική περίοδο στην άλλη, ή και να επιταχύνεται, κάτω από την πίεση ιστορικών γεγονότων μεγάλης εμβέλειας (πβ. τους ιδιαίτερους ιστορικούς λόγους που οδήγησαν στη διαμόρφωση της ελληνιστικής κοινής ή τους επίσης ιδιαίτερους ιστορικούς λόγους που απέτρεψαν τη διάσπαση της ελληνικής σε διαφορετικές γλώσσες – κάτι που δεν απέφυγε η λατινική). «Οι γλωσσολόγοι ούτε εύχονται ούτε καταδικάζουν τη γλωσσική αλλαγή – απλώς την καταγράφουν και τη μελετούν» είναι μια από τις παραδοχές της σύγχρονης γλωσσολογίας. Η σύντομη αυτή κριτική στις απόψεις της παραδοσιακής γραμματικής μας έδωσε την ευκαιρία να δούμε ένα μέρος του περιεχομένου του όρου 'επιστημονική' που οι γλωσσολόγοι, στο βαθμό τουλάχιστο που δεν ξεχνούν, ή δε νοθεύουν, αυτή τους την ιδιότητα (βλ. υποσημ. 1), - οφείλουν να - αντιλαμβάνονται με τον ίδιο περίπου τρόπο. Δεν ισχύει όμως αυτό και με τα υπόλοιπα: στη σχετικά μικρή ιστορία της επιστημονικής γλωσσολογίας έχουν εκδηλωθεί ζωηρές διαφωνίες γύρω από τους όρους και τα όρια της γλωσσολογικής μελέτης.
Ας περάσουμε τώρα στο δεύτερο ερώτημα που προέκυψε από την αρχική πρόταση-ορισμό: Τι είναι «γλώσσα»; Η λέξη γλώσσα που ως εδώ χρησιμοποιούσαμε προθεωρητικά, είναι πολύσημη[4]. (Κι αυτό δεν είναι συμπτωματικό: και το φαινόμενο «γλώσσα» είναι πολύπλευρο.) Ο θεμελιωτής της σύγχρονης γλωσσολογίας Ελβετός γλωσσολόγος Ferdinand de Saussure, (Cours de linguistique générale, 1916)[5] εισήγαγε τη βασική διάκριση 'ομιλία' (langage) και 'γλώσσα' (langue) / 'λόγος' (parole). Αν και δεν την εννοούν όλοι/όλες οι γλωσσολόγοι σήμερα με τον ίδιο τρόπο, ενώ άλλοι/άλλες δεν τη δέχονται στον ίδιο βαθμό, η παρουσία της τριπλής αυτής διάκρισης στην Εισαγωγή μας είναι, νομίζω, απαραίτητη: (α) 'ομιλία' (langage). Με τον όρο 'ομιλία' αναφερόμαστε στη γλώσσα σαν παγκόσμιο φαινόμενο και σαν ιδιαίτερο είδος επικοινωνίας με μεγάλη ποικιλία μορφών: καθεμιά από τις χιλιάδες γλωσσών από τη μια μέχρι την άλλη άκρη του πλανήτη μας αποτελεί ειδική και συγκεκριμένη εκδοχή του. Κατά τον Saussure, η 'ομιλία' είναι πολύπλευρη και ετερογενής: μπορεί να μελετηθεί από φυσική (: ηχητικά κύματα), φυσιολογική (: νεύρα, μηχανισμός άρθρωσης) και ψυχολογική (: ένωση έννοιας και ακουστικής εικόνας στον εγκέφαλο) πλευρά. (β) 'γλώσσα' (langue). Με τον όρο 'γλώσσα' εννοούμε το αφηρημένο σύστημα που έχουν στον εγκέφαλο τους τα μέλη μιας γλωσσικής κοινότητας στο σύνολο τους. Κατά τον Saussure, οι ομιλητές/ομιλήτριες παράγουν εκφωνήματα που παρά τις ατομικές διαφορές και ποικιλίες (βλ. 'λόγος' αμέσως παρακάτω) κατασκευάζονται με βάση κοινά για όλους/όλες «υλικά». (γ) 'λόγος' (parole). Με τον όρο 'λόγος' αναφερόμαστε στην πραγμάτωση (καθαρά ατομική, στιγμιαία και παροδική υπόθεση) της 'γλώσσας'[6]. Η αντίθεση ανάμεσα στις τρεις αυτές τεχνικές λέξεις γίνεται φανερή και από το πώς κλιμακώνεται η εξειδίκευση, καθώς περνούμε από τη μία στην άλλη:
'ομιλία' : πανανθρώπινο φαινόμενο 'γλώσσα' : γλωσσική κοινότητα 'λόγος' : άτομο
Η 'ομιλία' είναι ένα καθολικό χαρακτηριστικό της ανθρώπινης συμπεριφοράς- η 'γλώσσα' είναι ένα κοινωνικό γεγονός - κανείς ομιλητής / καμιά ομιλήτρια δεν μπορεί να την τροποποιήσει κατά το δοκούν ενώ ο 'λόγος' είναι οι συγκεκριμένες εκδηλώσεις αυτού του γεγονότος στην καθημερινή επικοινωνία - καθαρά ατομική-προσωπική υπόθεση του εκάστοτε ομιλητή / της εκάστοτε ομιλήτριας. Τη 'γλώσσα' μπορούμε να την προσεγγίσουμε μόνο μέσω του 'λόγου', ξεπερνώντας με ένα βήμα αφαίρεσης την ατομική ποικιλία, θα μας πει ο Saussure. Ο 'λόγος', όμως, μπορεί να είναι προφορικός ή γραπτός. Ποια άραγε από τις δύο μορφές προσφέρεται γι' αυτή την προσέγγιση; Ο προφορικός λόγος είναι κατώτερος από, και πρέπει να βασίζεται στον, γραπτό, σύμφωνα με την παραδοσιακή αντίληψη (η ιστορική της εξήγηση είναι προφανής- πβ. [ι] και [ιι] παραπάνω). Η σύγχρονη γλωσσολογία έχει διαλύσει αυτή την προκατάληψη: θεωρεί τον προφορικό λόγο όχι λιγότερο βασικό από τον γραπτό λόγο. Αν προς στιγμή αγνοήσουμε τις διαφορές (πεδίου, λειτουργίας, κτλ.) του προφορικού από τον γραπτό, και λογαριάσουμε τις δύο μορφές σαν συγκρίσιμα μεγέθη, δε θα δυσκολευτούμε καθόλου να θεμελιώσουμε την προτεραιότητα του προφορικού λόγου (πβ. 'αρχή της προτεραιότητας του προφορικού λόγου'): • Ιστορικά προηγείται ο προφορικός του γραπτού λόγου: οι παλιότερες γνωστές γραπτές γλώσσες έχουν ιστορία 6.000-7.000 χρόνων ακόμη, εκατοντάδες γλωσσών συνδέθηκαν με ένα σύστημα γραφής μόνο όταν γλωσσολόγοι ή ιεραπόστολοι ήρθαν σε επαφή με τις κοινότητες που τις μιλούσαν. Γενικά δεν υπάρχει σύγχρονο ή παλιότερο παράδειγμα φυσικής γλώσσας που πρώτα γράφτηκε και ύστερα μιλήθηκε (ιστορική προτεραιότητα). • Τα συστήματα γραφής βασίζονται σε μονάδες του προφορικού λόγου - και όχι το αντίστροφο:[7] στους φθόγγους τα αλφαβητικά, στις συλλαβές τα συλλαβικά και στις λέξεις τα ιδεογραφικά (δομική προτεραιότητα). • Το παιδί κατακτά πρώτα την προφορική μορφή της γλώσσας του περιβάλλοντος του• αργότερα, μετά από ειδική, και επίπονη, διδασκαλία, και αφού προηγηθεί η σχετική απόφαση-επιλογή, έρχεται και η κατάκτηση της γραπτής (βιολογική προτεραιότητα). • Η μεγάλη ανάπτυξη της τεχνολογίας έχει αυξήσει τη χρήση του προφορικού λόγου σε βάρος του γραπτού (λειτουργική προτεραιότητα). Για να θυμηθούμε ακόμη μια φορά τον αρχικό μας ορισμό, τι άραγε πρέπει να έχουμε υπόψη μας όταν μιλούμε για επιστημονική μελέτη της γλώσσας, σε ό,τι αφορά τουλάχιστο το πεδίο αυτής της μελέτης; Ειδικότερα, ύστερα από όσα προηγήθηκαν: Ποιο πρέπει να είναι το αντικείμενο της γλωσσολογίας: η 'ομιλία', η 'γλώσσα' ή ο 'λόγος'; Η αντίθεση μικρογλωσσολογία / μακρογλωσσολογία συνοψίζει δύο διαφορετικές αντιλήψεις για την έκταση του αντικειμένου της γλωσσολογίας: μια στενότερη (μικρογλωσσολογία) και μια ευρύτερη (μακρογλωσσολογία). Σύμφωνα με την πρώτη αντίληψη, αντικείμενο της γλωσσολογικής έρευνας είναι η δομή της 'γλώσσας'[8]. Σύμφωνα με την ευρύτερη, η έρευνα επεκτείνεται σε οτιδήποτε αφορά με κάποιο τρόπο τη γλώσσα και τις γλώσσες. Στο πλαίσιο της μακρογλωσσολογίας διασταυρώνονται με τη γλωσσολογία μια σειρά επιστήμες, όπως καταγράφεται χαρακτηριστικά και στην ίδια την τιτλοφόρηση των επιμέρους κλάδων της (κοινωνιογλωσσολογία, ψυχογλωσσολογία, υφογλωσσολογία, κτλ.). Μια γενικότερη άποψη για το αντικείμενο της γλωσσολογίας παρέχει η Γενική Γλωσσολογία, καθώς -οφείλει να- εξετάζει μεταξύ άλλων: (α) την 'ομιλία': τα γενικά χαρακτηριστικά που έχει η γλώσσα σαν εκδήλωση της ανθρώπινης συμπεριφοράς και σαν ιδιαίτερο είδος επικοινωνίας. (β) τη 'γλώσσα': το αφηρημένο γραμματικό σύστημα που βρίσκεται πίσω από τις πραγματώσεις των εκφωνημάτων, δηλαδή πίσω από το 'λόγο'. (γ) τις σχέσεις μεταξύ γλωσσών: ομοιότητες, ποικιλίες, αποτελέσματα επαφής. Η έκταση της γενικής γλωσσολογίας γίνεται καλύτερα κατανοητή, αν δοκιμάσουμε να συμπληρώσουμε τον ορισμό του αντικειμένου της σε «αντίστιξη»[9] με άλλους κλάδους της γλωσσολογίας: Γενική/Περιγραφική γλωσσολογία Η πρώτη μελετά τη γλώσσα γενικά, ενώ η δεύτερη εξετάζει συγκεκριμένες γλώσσες. Ο τρόπος που η μια τροφοδοτεί την άλλη δείχνει πιο καθαρά τη διαφορά του προσανατολισμού τους: η γενική προσφέρει τις κατηγορίες, αναγνωρίζει θεωρητικά τις έννοιες που φαίνονται αναγκαίες για την ανάλυση της γλώσσας- η περιγραφική τις επιβεβαιώνει ή τις αναιρεί, υποχρεώνοντας τη γενική να αναδιπλωθεί. Με αυτή την έννοια η γενική γλωσσολογία δεν είναι ούτε a priori ούτε a posteriori (πβ. Simon Dik, Coordination: its implications for the theory of general linguistics. North Holland: Amsterdam 1972, Εισαγωγή). Ιστορική γλωσσολογία Μελετά τα χαρακτηριστικά της ιστορικής εξέλιξης συγκεκριμένων γλωσσών και διατυπώνει γενικές υποθέσεις για τη γλωσσική αλλαγή. Όπως και η μη ιστορική γλωσσολογία (βλ. προηγούμενη αντίθεση), μπορεί να ενδιαφέρεται για την ιστορική διάσταση συγκεκριμένων γλωσσών ή της γλώσσας γενικά. Οι νεογραμματικοί (Junggrammatiker· 19ος αι.) πίστευαν ότι μόνο η ιστορική εξέλιξη της γλώσσας προσφέρεται για επιστημονική μελέτη. Την πεποίθηση αυτή ήρθε να ανατρέψει ο Saussure στις αρχές του 20ου αι.: προχώρησε στη διάκριση διαχρονικής και συγχρονικής μελέτης της γλώσσας, αποδίδοντας προτεραιότητα στη δεύτερη (βλ. παρακάτω, κεφάλαιο III). Θεωρητική /Εφαρμοσμένη γλωσσολογία Σκοπός της θεωρητικής γλωσσολογίας είναι να διατυπώσει μια θεωρία της δομής και των λειτουργιών της γλώσσας. (Ουσιαστικά δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα σε θεωρητική και γενική γλωσσολογία). Αντίθετα, η εφαρμοσμένη ενδιαφερόταν πάντοτε για τις πρακτικές εφαρμογές που θα μπορούσε να έχει η θεωρητική έρευνα της γλώσσας και των γλωσσών - μέχρι να αρχίσει να αναπτύσσει κι αυτή τη δική της θεωρία.
[1] Για τους ενημερωμένους φορείς τους βλ. την κριτική παρουσίαση των «ιστοριών της ελληνικής γλώσσας» από τον Τάσο Χριστίδη στον Πρόλογο του τόμου Α.-Φ. Χριστίδης (επιμ.) Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας. Από τις αρχές ως την ύστερη αρχαιότητα, ΚΕΓ - Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών: Θεσσαλονίκη 2001. Περιορίζομαι σε ένα μόνο μικρό παράθεμα-προτροπή για να τον συμβουλευθούμε: Η σημερινή νεοελληνική πραγματικότητα έχει ανάγκη -ίσως περισσότερο από κάθε άλλη φορά- μιας προσέγγισης στη γλώσσα και την ερευνά της που να σέβεται τη συστατική ιστορικότητα του φαινομένου. Δεν πρόκειται απλά για ένα θέμα επιστημονικής δεοντολογίας. Η βαθύτερη ηθική διάσταση του ζητήματος αφορά καίρια το παρόν, (ό.π.: 17· δική μου η έμφαση) [2] Βλ. και Γ. Η. Χάρης Έισαγωγή' στον μικρό τόμο Δέκα μύθοι για την Ελληνική Γλώσσα. Πατάκης: Αθήνα, 11-12. [3] John Lyons, Language and Linguistics, Cambridge University Press, Cambridge 1981: 12. (Και στα ελληνικά: John Lyons, Εισαγωγή στη Γλωσσολογία. Επιστημονική επιμέλεια μετάφρασης: Γιώργος Καρανάσιος. Πατάκης: Αθήνα 1995.) Από την εισαγωγή αυτή του Lyons αντλεί σε μεγάλο βαθμό και η δική μας συνέχεια. [4] Πβ. τις διαφορετικές της σημασίες στα παραδείγματα: Είναι η ανθρώπινη γλώσσα αποκλειστικό προνόμιο του ανθρώπου; Ο Γιάννης μιλάει πέντε γλώσσες. Του μίλησα με πολύ αυστηρή γλώσσα. [5] Δημοσιεύτηκε μετά το θάνατο του με βάση φοιτητικές σημειώσεις. (Στα ελληνικά: Ferdinand de Saussure, Μαθήματα Γενικής Γλωσσολογίας. Μετάφραση: Φ. Δ. Αποστολόπουλος. Παπαζήσης: Αθήνα 1976.) [6] Στην απόδοση του σωσυρικού τρίπτυχου langage, langue και parole ακολουθώ τον καθηγητή Μιχάλη Σετάτο (Στοιχεία Γενικής Γλωσσολογίας. Υπηρεσία Δημοσιευμάτων ΑΠΘ: Θεσσαλονίκη 1971). Υπάρχει μεγάλη απόκλιση στην απόδοση (και) αυτών των γλωσσολογικών όρων στην ελληνική. (Για την ορολογική αυτή Βαβέλ, βλ. σχετικό άρθρο της Βικτωρίας Μότσιου στον τόμο Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα, Πρακτικά της 3ης Ετήσιας Συνάντησης του Τομέα Γλωσσολογίας του Φιλολογικού Τμήματος του Α.Π.Θ.) [7] Δεν -είναι δυνατό να- υπάρχει, λ.χ., γλώσσα που να μην έχει καθόλου φθόγγους, ακριβώς επειδή οι μονάδες του συστήματος γραφής που έχει ιστορικά υιοθετήσει -συμβαίνει να- αντιστοιχούν απευθείας σε συλλαβές. Πβ. 'φωνητικό χαρακτήρα της ομιλίας' παρακάτω. [8] Στη διάκριση 'γλώσσα' (langue) / 'λόγος' (parole) του Saussure αντιστοιχεί σε μεγάλο βαθμό η διάκριση γλωσσική 'ικανότητα' (competence) / γλωσσική 'επιτέλεση' (performance) του Chomsky, που συνεχίζει την παράδοση της αφηρημένης προσέγγισης της "εσωτερικής γλωσσολογίας" - ο όρος είναι του Saussure. Δε συμπίπτουν πάντως απόλυτα· μια πρώτη διαφοροποίηση βλ. στη μονογραφία Noam Chomsky, Current issues in Lingustic Theory, Mouton: The Hague-Paris 1964. [9] Η επιφύλαξη των εισαγωγικών θέλει να προλάβει μια ενδεχόμενη παρεξήγηση: να θεωρηθούν ουσιαστικές, και βαθύτερες, οι διακρίσεις, «κατακερματίζοντας» (η μεταφορά ανήκει στον Χριστίδη, ό.π.) την ενότητα του συνολικού φαινομένου «γλώσσα». |
|