|
|
David Holton Peter Mackridge Ειρήνη Φιλιππάκη-Warburton
Γραμματική της Ελληνικής Γλώσσας, Μετάφραση Βασίλης Σπυρόπουλος, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΤΑΚΗ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
[…] ΜΕ την ευκαιρία της μετάφρασης ίσως είναι χρήσιμο να διασαφηνίσουμε και κάποιους από τους όρους που χρησιμοποιήσαμε: Ο όρος Κοινή Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται με δύο έννοιες: α) χαρακτηρίζει την κοινή γλώσσα όπως αυτή έχει διαμορφωθεί σήμερα και βασίζεται στην προφορική (δημοτική) κυρίως παράδοση, στην οποία έχουν ενσωματωθεί και στοιχεία από τη λόγια παράδοση (καθαρεύουσα)· β) χαρακτηρίζει τη γλωσσική εκείνη μορφή που δεν προέρχεται από κάποια γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας (δεν αποτελεί δηλαδή μια γεωγραφική διάλεκτο αλλά είναι τοπικά ουδέτερη). Για την περιγραφή των μορφοσυντακτικών κατηγοριών και των γραμματικών φαινομένων της Ελληνικής έχουμε λάβει υπόψη μας τις σύγχρονες γλωσσολογικές αναλύσεις, οι οποίες σε ορισμένες περιπτώσεις είναι αρκετά διαφορετικές από εκείνες που παρουσιάζονται σε προηγούμενες Γραμματικές. Αυτό μας οδήγησε στην ανάγκη να χρησιμοποιήσουμε όρους διαφορετικούς από τους πιο παραδοσιακούς, ενώ άλλες φορές καταφύγαμε σε εντελώς νέα ορολογία. Θεωρούμε ότι οι καινοτομίες αυτές καθιστούν την περιγραφή πιο πλήρη και εννοιολογικά πιο διαφανή, και γι' αυτά το λόγο πιο προσιτή. Οι καινοτομίες που χρειάζονται ίσως κάποια περαιτέρω αιτιολόγηση για το ελληνικό κοινό αφορούν τους παρακάτω όρους: Εξαρτημένος (τύπος) είναι ο όρος με τον οποίο αναφερόμαστε στο ρηματικό τύπο που έχει τα χαρακτηριστικά του συνοπτικού ποιου ενεργείας και του μη παρελθοντικού χρόνου (όπως το γράψω, αγαπήσω κτλ.)· ο τύπος αυτός παρουσιάζεται σε παραδοσιακές Γραμματικές ως υποτακτική αορίστου. Οι λόγοι που μας οδήγησαν στην αλλαγή αυτή είναι οι εξής: Ο παραδοσιακός όρος υποτακτική αορίστου παραπέμπει στην ιστορική προέλευση του τύπου αυτού και όχι στη λειτουργία που επιτελεί μέσα στο σύστημα της Ελληνικής του σήμερα. Στο συγχρονικό σύστημα, το γράψω δε χρησιμοποιείται ανεξάρτητο, χωρίς δηλαδή να συνοδεύεται από κάποιο μόριο ή κάποιο σύνδεσμο (με ελάχιστες, αιτιολογημένες, εξαιρέσεις), Η μορφολογία του τύπου αυτού σηματοδοτεί μόνο το γεγονός όχι δεν αναφέρεται στο παρελθόν και ότι δεν εκφράζει διαρκές ποιόν ενεργείας. Η κατηγορία της έγκλισης δεν εμφανίζεται σε κανέναν από τους μονολεκτικούς τύπους του νεοελληνικού ρήματος. Η υποτακτική αποδίδεται με την προσθήκη του χαρακτηριστικού μορίου να (και για τον άμεσο λόγο ας) και με την επιλογή του αρνητικού μορίου μη. Ο τύπος γράψω λοιπόν, στις πιο χαρακτηριστικές του χρήσεις, συνοδεύετα ή από το μόριο του μέλλοντα της οριστικής θα ή από το μόριο της υποτακτικής να/ας, οπότε πρόκειται αντίστοιχα για οριστική ή υποτακτική. Επειδή λοιπόν, στις πιο συχνές και πιο τυπικές δομές που απαντάται ο τύπος αυτός συνοδεύεται από κάποιο μόριο και η αξία του ως οριστικής (θα) ή υποτακτικής (να/ας) εξαρτάται από την επιλογή του μορίου που τον εισάγει, θεωρήσαμε ότι ο όρος εξαρτημένος αποδίδει καλύτερα το χαρακτήρα του. Με τον όρο απλός παρελθοντικός αντικαταστήσαμε τον παραδοσιακό όρο αόριστος, και τούτο επειδή το απλός αναφέρεται στο συνοπτικό ποιόν ενεργείας, ενώ το παρελθόντος δηλώνει ότι ο χρόνος αυτός στην πρωτοτυπική του χρήση —όταν δηλαδή απαντάται μόνος του σε κύριες προτάσεις— αναφέρεται στο παρελθόν. Πιστεύουμε ότι ο όρος αόριστος δεν αποδίδει με διαφάνεια αυτά τα χαρακτηριστικά, Ο όρος κλιτικά χρησιμοποιείται εναλλακτικά με τον όρο ασθενείς προσωπικές αντωνυμίες για τα κτητικά (μου, σου, του κτλ.) και για τα άμεσα και έμμεσα αντικείμενα (με, σε, τον, την, μου, σου, του κτλ.), χωρίς να γίνεται διαφοροποίηση ανάμεσα σε προκλιτικά (με είδε) και εγκλιτικά (γράψε μου, το βιβλίο μου). Ο κοινός όρος κλιτικά έχει επικρατήσει στη διεθνή βιβλιογραφία για να χαρακτηρίζει τα στοιχεία αυτά και, για το λόγο αυτό, υιοθετήθηκε και στην παρούσα Γραμματική. Ο όρος μη παρεμφατικός (τύπος) χρησιμοποιείται εδώ για να χαρακτηρίσει τον άκλιτο ρηματικό τύπο που αποτελεί το δεύτερο συστατικό του παρακείμενου και του υπερσυντέλικου — όπως το γράψει στην περίφραση έχω γράψει. Ο λόγος που δεν υιοθετήσαμε τον όρο απαρέμφατο είναι ότι ο όρος αυτός χρησιμοποιείται τόσο από την παραδοσιακή γραμματική όσο και από τη νεότερη γλωσσολογία για να χαρακτηρίσει ένα ρηματικό τύπο που δεν έχει πρόσωπο και αριθμό, διαθέτει όμως ποιόν ενεργείας και χρόνο, και λειτουργεί είτε ως ουσιαστικό είτε ως το ρήμα μιας συμπληρωματικής ή επιρρηματικής πρότασης. Το γράψει/γραφτεί έχει μόνο έναν τύπο για κάθε φωνή και χρησιμοποιείται μόνο σε συνάρτηση με το βοηθητικό ρήμα έχω: θεωρήσαμε λοιπόν ότι ο όρος απαρέμφατο εδώ θα ήταν παραπλανητικός. Υπάρχουν και κάποιοι άλλοι όροι που είτε χρησιμοποιούνται σε βιβλίο Γραμματικής για πρώτη φορά είτε με κάποια πιο εξειδικευμένη χρήση. Ο αναγνώστης θα βρει την εξήγηση τόσο μέσα στο σχετικό κεφάλαιο όπου εισάγεται ο όρος όσο και σε ένα ειδικό Γλωσσάρι στο τέλος του βιβλίου.
Ειρήνη Φιλιππάκη - Wurburton
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Η Ελληνική γλώσσα ομιλείται από 13 με 14 εκατομμύρια ανθρώπους περίπου. Αποτελεί την αποκλειστική επίσημη γλώσσα της Ελληνικής Δημοκρατίας και (μαζί με την Τουρκική) τη μία από τις δύο επίσημες γλώσσες της Κυπριακής Δημοκρατίας. Από το 1981 είναι μια από τις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (σήμερα Ευρωπαϊκής Ένωσης). Είναι η μοναδική μητρική γλώσσα του 98% του πληθυσμού της Ελλάδας (ο οποίος ανέρχεται συνολικά σε 11 εκατομμύρια κατοίκους περίπου) και 600.000 κατοίκων της Κύπρου. Ομιλείται επίσης από ένα σημαντικό αριθμό ανθρώπων ελληνικής καταγωγής (πιθανόν 3 με 4 εκατομμύρια) που κατοικούν σε διάφορα άλλα μέρη του κόσμου, κυρίως στη Βόρεια Αμερική, στην Αυστραλία, στη Γερμανία, στην πρώην Σοβιετική Ένωση και στη Βρετανία. Η Νέα Ελληνική είναι ο μοναδικός απόγονος της Αρχαίας Ελληνικής και συνεπώς ανήκει στην οικογένεια των Ινδοευρωπαϊκών γλωσσών. Μολονότι μέχρι πρόσφατα η Ελληνική ήταν κατακερματισμένη σε τοπικές διαλέκτους, σήμερα η συντριπτική πλειοψηφία των ομιλητών της Ελληνικής χρησιμοποιεί μια κοινή γλώσσα με ορισμένες μόνο, και σχετικά μικρές, διαλεκτικές διαφορές. Μοναδική εξαίρεση αποτελούν οι Ελληνοκύπριοι, πολλοί από τους οποίους χρησιμοποιούν στον καθημερινό τους λόγο μια διάλεκτο η οποία, μολονότι είναι κοντά στην Κοινή Νέα Ελληνική, παρουσιάζει μερικές σημαντικές διαφορές. Εδώ και πολύ καιρό ο όρος "Ελληνική" χρησιμοποιείται συνήθως για να δηλώσει την αρχαία γλώσσα, ενώ η σύγχρονη γλώσσα είναι γνωστή ως "Νέα Ελληνική". Πιστεύουμε πως η σύγχρονη Ελληνική, ως ζωντανή γλώσσα, δε χρειάζεται τον προσδιορισμό κάποιου επιθέτου, το οποίο μπορεί ίσως να υπονοεί ότι κατά κάποιο τρόπο είναι υποδεέστερη της αρχαίας γλώσσας. Για το λόγο αυτό, σε όλο το βιβλίο χρησιμοποιείται ο όρος "Ελληνική" για να δηλώσει τη νέα γλώσσα, ενώ το επίθετο "Αρχαία" ή "Νέα" προστίθεται μόνο στις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες είναι αναγκαία η διαφοροποίηση το)ν δύο αυτών χρονολογικών σταδίων.
ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΜΕ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΕΣ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΕΣ Η παρούσα Γραμματική αποτελεί την πρώτη μεγάλη γενική γραμματική της Νέας Ελληνικής που έχει κυκλοφορήσει, μετά το πρωτοποριακό έργο του Μανόλη Τριανταφυλλίδη και των συνεργατών του, τη Νεοελληνική Γραμματική (της Δημοτικής) (Αθήνα 1941). Καμία άλλη Γραμματική ισάξια ως προς το μέγεθος, την ευρύτητα, την ακρίβεια και τη σαφήνεια της Γραμματικής τον Τριανταφυλλίδη δεν εμφανίστηκε στο μεταξύ, ακόμα και- στα ελληνικά. Το 1949 ο Τριανταφυλλίδης ετοίμασε μια συνοπτική έκδοση της Γραμματικής του με την ονομασία Μικρή Νεοελληνική Γραμματική, και μια βελτιωμένη έκδοση αυτού του τόμου χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα στα σχολεία- για το λόγο αυτό. συχνά αναφέρεται στην Ελλάδα ως "κρατική γραμματική" η "επίσημη γραμματική". Το 1967 οι Γ. Μπαμπινιώτης και Π. Κοντός δημοσίευσαν τη δική τους Συγχρονική Γραμματική της Κοινής Νέας Ελληνικής, η οποία αποσκοπούσε στο να περιγράψει τη χρήση της γλώσσας σε πραγματικές συνθήκες μ' έναν καινούριο τρόπο, παρουσιάζοντας μια μορφή Ελληνικής στην οποία είχαν συγχωνευτεί οι δυο γλωσσικές ποικιλίες, η δημοτική και η καθαρεύουσα. (για περισσότερα σχετικά με τη δημοτική και την καθαρεύουσα βλ. παρακάτω). Ωστόσο μέρος του υλικού σήμερα είναι ξεπερασμένο· παράλληλα, το βιβλίο εκείνο ήταν συνάμα και διδακτικό εγχειρίδιο, και κάθε τμήμα που παρουσίαζε, ένα γραμματικό φαινόμενο συνοδευόταν από μια σειρά ασκήσεων. Η πιο πρόσφατη και η ογκωδέστερη Γραμματική της Ελληνικής που έχει εκδοθεί μέχρι σήμερα είναι η Νεοελληνική Γραμματική (1994) του Αγαπητού Γ. Τσοπανάκη, η οποία περιέχει, πλούσιο υλικό και καλύπτει πολλές πλευρές της γλώσσας. Η γραμματική αυτή δεν είναι απόλυτα συγχρονική, καθώς περιλαμβάνει πληροφορίες για τη σχέση της Κοινής Νέας Ελληνικής με την Αρχαία Ελληνική και τις διαλέκτους της. Το περιγραφικό της μέρος ασχολείται κυρίως με τη μορφολογία, ενώ ελάχιστος χώρος αφιερώνεται στη φωνολογία και στη σύνταξη. […] Η διαφορά στον τίτλο ανάμεσα στη Γραμματική του Τριανταφυλλίδη του 1941 και στη δική μας Γραμματική της Ελλην. Γλώσσας είναι ενδεικτική των ριζικών αλλαγών που έχει υποστεί η Ελληνική κατά τη διάρκεια του μισού αιώνα που τις χωρίζει. Μέχρι το 1976 συνυπήρχαν δύο ποικιλίες της Ελληνικής: η δημοτική ήταν όχι μόνο η ομιλούμενη γλωσσική ποικιλία αλλά —τουλάχιστον από τις αρχές του εικοστού αιώνα— και η γλώσσα ολόκληρης σχεδόν της δημιουργικής λογοτεχνίας, ενώ η καθαρεύουσα χρησιμοποιούνταν σε όλες σχεδόν τις επίσημες περιπτώσεις και μόνο. Η καθαρεύουσα, η οποία ήταν μια υβριδική γλωσσική ποικιλία που αποτελούνταν από λεξικά, μορφολογικά και συντακτικά στοιχεία της Αρχαίας και της Νέας Ελληνικής, κατά κάποιο τρόπο τυχαία αναμεμιγμένα, δεν υπήρξε ποτέ μια ενιαία γλωσσική μορφή αλλά παρουσίαζε σημαντική ποικιλία ανάλογα με τη μόρφωση και τις προτιμήσεις του ομιλητή. Στην πραγματικότητα, η καθαρεύουσα χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στα περισσότερα επίσημα έγγραφα, αλλά κυρίως στη δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση, στη νομική, στην ιατρική, στην Εκκλησία, στις ένοπλες δυνάμεις, στις περισσότερες εφημερίδες και, σε μεγάλο βαθμό, ακόμα και στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση. Επομένως οι συγγραφείς της Γραμματικής του 1941 ήταν υποχρεωμένοι να δηλώσουν στον τίτλο τους ότι ασχολούνται με τη δημοτική σε αντιδιαστολή προς την καθαρεύουσα. Από τη στιγμή όμως που το ελληνικό κράτος αποφάσισε το 1976 να αναγνωρίσει ως επίσημη γλώσσα τη γλωσσική ποικιλία την οποία χαρακτήρισε με τον όρο "Νέα Ελληνική" ("Δημοτική"), μια τέτοια διάκριση δεν είναι πλέον απαραίτητη, αφού η Ελληνική γλώσσα έχει πλέον διαμορφώσει γενικά αποδεκτές κανονικότητες περισσότερο απ’ ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη φάση της ιστορίας της, Μια σημαντική διαφορά ανάμεσα στη δική μας Γραμματική και σ' αυτή του 1941 είναι, επομένως, το γεγονός ότι η ίδια η Ελληνική γλωσσά έχει αλλάξει αρκετά από τότε. Η γλώσσα που περιγράφει η Γραμματική μας είναι η ποικιλία που χρησιμοποιείται σήμερα στον προφορικό και γραπτό λόγο από τους μορφωμένους Έλληνες των αστικών κέντρων της Ελλάδας και η οποία, ενώ αρχικά βασίστηκε στο λεξιλόγιο, στη φωνολογία, στη μορφολογία και στη σύνταξη της δημοτικής, εμφανίζει εντούτοις μια σημαντική επίδραση και από την καθαρεύουσα. Μια δεύτερη διαφορά αποτελεί το ότι, ενώ ο Τριανταφυλλίδης στον πρόλογο τον στη Γραμματική του 1941 δήλωνε ότι η γραμματική του είναι περιγραφική, ανέφερε κατόπιν ότι στηρίχτηκε "στη γραμματική βάση των δημοτικών τραγουδιών και της νέας λογοτεχνίας" (σ. κβ'), ενώ στη συνέχεια έκανε διάκριση ανάμεσα σε "δημώδεις" τύπους, τους οποίους κυρίως αποσκοπούσε να περιγράψει, και "λόγιους" τύπους, μερικούς από τους οποίους θεώρησε ότι έπρεπε να περιλάβει στην περιγραφή της μορφολογίας επειδή χρησιμοποιούνταν στην καθομιλουμένη. Η δική μας Γραμματική επικεντρώνεται στη σύγχρονη προφορική και γραπτή χρήση και 6ε βασίζεται στη γλώσσα της λογοτεχνίας (προπάντων όχι στο δημοτικό τραγούδι). Επιπλέον, παρά τον ισχυρισμό του, ο Τριανταφυλλίδης και οι συνεργάτες του συνέταξαν μια γραμματική η οποία, τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό, ήταν ρυθμιστική. Έτσι, όταν είχαν να αντιμετωπίσουν εναλλακτικές ποικιλίες σε συγκεκριμένους τύπους της μορφολογίας, οι συγγραφείς της Γραμματικής του 1941 έτειναν άλλοτε να διαλέγουν μόνο έναν και να παραλείπουν τους υπόλοιπους, και άλλοτε να προωθούν τουλάχιστον τον έναν και να παραθέτουν τους άλλους σε υποσημειώσεις. Όμως, μερικές από αυτές τις επιλογές έχουν αποδειχθεί ανεπιτυχείς, καθώς ο τύπος τον οποίο προώθησαν, σε ορισμένες περιπτώσεις, δεν έχει επικρατήσει στις μέρες μας. Τρίτο και κυριότερο, η Γραμματική του 1941 αγνοεί σχεδόν παντελώς τη σύνταξη, αφιερώνοντας πάνω από τις μισές σελίδες της στην κλιτική και παραγωγική μορφολογία. Την περιγραφή της σύνταξης της Νέας Ελληνικής ανέλαβε ο Αχιλλέας Τζάρτζανος, του οποίου η Νεοελληνική Σύνταξις (της Κοινής Δημοτικής) (2η έκδοση, 2 τ.. Αθήνα 1946-53) αποτελεί έναν πλούσιο θησαυρό συντακτικών παρατηρήσεων αλλά είναι δύσκολη στη χρήση, καθώς δε διαθέτει ικανοποιητικό ευρετήριο. Συν τοις άλλοις, πολλά από τα παραδείγματα (μερικά προέρχονται πάλι από τα δημοτικά τραγούδια και την υπόλοιπη ποίηση) είναι απαρχαιωμένα. Μια ματιά στα περιεχόμενα της Γραμματικής μας αρκεί για να φανεί ότι αφιερώνουμε τόσες σελίδες στη σύνταξη όσες και σε όλα τα άλλα επίπεδα της γραμματικής μαζί. Τέλος, αν και προσπαθήσαμε να κρατήσουμε μια θεωρητική ουδετερότητα και να μεθύσουμε στο ελάχιστο τη σύγχρονη γλωσσολογική ορολογία, ήμασταν ταυτόχρονα σε θέση να εκμεταλλευτούμε τη μεγάλη πρόοδο που έχει επιτευχθεί στη θεωρητική γλωσσολογία, τα τελευταία σαράντα χρόνια, και στη γλωσσολογική μελέτη τη^ Ελληνικής, τα τελευταία είκοσι πέντε περίπου χρόνια. Τα κεφάλαια που αναφέρονται στην αναφορά, στις εναλλαγές της σειράς των όρων και στην παρουσία ή απουσία των κλιτικών αντωνυμιών για την απόδοση του θέματος ή της εστίας της πρότασης αποτελούν καινοτομίες: καμιά προηγούμενη Γραμματική δεν έχει καλύψει αυτά τα φαινόμενα. Σε γενικές γραμμές, λοιπόν, η Γραμματική μας είναι θεωρητικά πιο Εξειδικευμένη από τις προηγούμενες. Συνοπτικά, θεωρούμε ότι η Γραμματική μας είναι και πρωτότυπη και γενική. Παρά την αυθεντία των Τριανταφυλλίδη και Τζάρτζανου, θεωρήσαμε, σε όλα τα στάδια της δημιουργίας της Γραμματικής, ότι δεν ήταν δυνατόν να χρησιμοποιήσουμε παρά μόνο ένα πολύ μικρό μέρος του υλικού που παρέχουν εκείνοι, και ότι έπρεπε να γυρίσουμε πίσω σε πολύ βασικές αρχές. Κρίναμε λοιπόν αναγκαίο να δουλέψουμε από την αρχή την περιγραφή κάθε επιπέδου της γλώσσας: το φωνολογικό σύστημα υπό το πρίσμα της γενετικής φωνολογίας- το γραφικό σύστημα στα πλαίσια των πρόσφατων ορθογραφικών μεταρρυθμίσεων- τη μορφολογία στα πλαίσια των ριζικών αλλαγών στις γλωσσικές πεποιθήσεις και στη γλωσσική συμπεριφορά που ακολούθησαν την πτώση της καθαρεύουσας ως ξεχωριστού γλωσσικού κώδικα —χρησιμοποιούμενου για επίσημους σκοπούς—-και τη ρηματική σύνταξη υπό το πρίσμα των πορισμάτων των πολλών μελετών πάνω στο θέμα αυτό τα τελευταία χρόνια. Το εγχείρημα μας ήταν εξαιρετικά δύσκολο και αποδείχθηκε πιο επίπονο και χρονοβόρο απ’ ό,τι είχαμε φανταστεί στην αρχή.
ΣΚΟΠΟΙ ΤΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗΣ ΜΑΣ Η Γραμματική μας στοχεύει σε μια συγχρονική ερμηνευτική και περιγραφική παρουσίαση και ανάλυση της σύγχρονης Ελληνικής, η οποία θα βοηθήσει τους χρήστες της στην προφορική και γραπτή επικοινωνία, Η Γραμματική μας δεν απευθύνεται πρωταρχικά στους θεωρητικούς γλωσσολόγους, μολονότι ελπίζουμε ότι κι εκείνοι θα βρουν αρκετές διαφωτιστικές πληροφορίες μέσα σ' αυτή. Φιλοδοξία μας είναι να μπορεί η Γραμματική αυτή να χρησιμοποιηθεί από ένα ευρύ φάσμα ανθρώπων — από εκείνους που δεν έχουν λάβει καμιά επίσημη γλωσσολογική εκπαίδευση και τους ενήλικες μαθητές της γλώσσας που έχουν μια βασική μόνο γνώση της Ελληνικής, μέχρι και αυτούς που επιδεικνύουν υψηλή επάρκεια στη γραπτή ή/και στην προφορική επικοινωνία, συμπεριλαμβανομένων και των φυσικών ομιλητών. Με τον όρο περιγραφή εννοούμε ότι σκοπός μας είναι να πληροφορήσουμε τον αναγνώστη σχετικά με το ποιοι τύποι χρησιμοποιούνται και πώς. Δεν επιδιώκουμε να συμβουλεύσουμε τον αναγνώστη για το τι είναι "σωστό" και τι "λάθος". Η γλωσσική ποικιλία που περιγράφεται είναι κατά κύριο λόγο αυτή που χρησιμοποιείται από τους φυσικούς ομιλητές της Ελληνικής που κατοικούν στα αστικά κέντρα της Ελλάδας και έχουν ολοκληρώσει τουλάχιστον την υποχρεωτική δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Δεν προσπαθούμε να παρουσιάσουμε όλες τις εναλλακτικές ποικιλίες που είναι ακόμα σε χρήση στις μέρες μας, ούτε και την πληθώρα των ποικιλιών που απαντούν στην ελληνική ποίηση και πεζογραφία. Ωστόσο, ορισμένες φορές αναφέρονται δευτερευόντως διάφοροι εναλλακτικοί τύποι της μορφολογίας που απαντούν στη λογοτεχνία, καθώς επίσης και συγκεκριμένοι τύποι της καθαρεύουσας που απαντούν στις εφημερίδες και σε κάποιες άλλες περιπτώσεις. Λαμβάνοντας υπόψη μας τη μεγάλη ποικιλία των τύπων που απαντούν στην Ελληνική λογοτεχνία του δέκατου ένατου και εικοστού αιώνα, η Γραμματική μας αποσκοπεί να καλύψει τους κυρίαρχους μόνο τύπους της δημοτικής, και δεν έχει ως στόχο της να διευκολύνει την κατανόηση των κειμένων που είναι γραμμένα στην καθαρεύουσα. Στόχος μας είναι να περιγράψουμε τόσο την επίσημη όσο και την καθημερινή χρήση, και συχνά χρησιμοποιούμε αυτούς τους όρους ("επίσημος" και "καθημερινός") όταν περιγράφουμε κάποιο συγκεκριμένο χαρακτηριστικό της γλώσσας. Έχοντας υπόψη το γεγονός ότι η διμορφία (η συνύπαρξη δύο διαφοροποιημένων ποικιλιών της ίδιας γλωσσάς, οι οποίες χρησιμοποιούνται για διαφορετικούς σκοπούς) κυριαρχούσε στην Ελλάδα μέχρι το 1976, η κοινωνιογλωσσική κατάσταση είναι αρκετά πολύπλοκη, και γι' αυτό δεν επιχειρούμε να υιοθετήσουμε μια κοινωνιογλωσσολογική προσέγγιση της Ελληνικής γλώσσας. Οι ομιλητές της Ελληνικής δεν ξέχασαν ξαφνικά την καθαρεύουσα όταν αυτή σταμάτησε να χρησιμοποιείται επίσημα ως ποικιλία της Ελληνικής σαφώς διαφοροποιημένη από τη δημοτική. Πολύ συχνά χρησιμοποιούν τύπους της καθαρεύουσας είτε στον επίσημο γραπτό και προφορικό λόγο είτε απλώς γιατί αυτός ο τύπος τους έρχεται πιο φυσικά στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ωστόσο σημειώνουμε ότι, όταν χαρακτηρίζουμε έναν τύπο ως "επίσημο", σε γενικές γραμμές εννοούμε ότι εχει εισχωρήσει στην κοινή γλώσσα από την καθαρεύουσα και θεωρείται από τους ομιλητές ως πιο κατάλληλος σε επίσημα παρά σε ανεπίσημα περιβάλλοντα. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι δεν απαντά και σε μη επίσημα περιβάλλοντα. Αντίθετα, ένας τύπος του οποίου η χρήση χαρακτηρίζεται ως "καθημερινή" θεωρείται γενικά από τοτ.»ς ομιλητές ως πιο κατάλληλος σε περιβάλλοντα ανεπίσημου λόγου, και είναι πιο πιθανό να απαντά σ' αυτά τα περιβάλλοντα. Αλλά αυτό το πράγμα με κανένα τρόπο δεν αποκλείει τη χρήση του και σε επίσημα περιβάλλοντα.
[…]
ΟΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ Οι τρεις συγγραφείς της Γραμματικής αυτής έχουν διαφορετικά και συμπληρωματικά υπόβαθρα. Ο David Holton και ο Peter Mackridge είναι Βρετανοί καθηγητές της ελληνική; φιλολογίας σε αγγλικά πανεπιστήμια, ενώ η Ειρήνη Φιλιππάκη-Warbunon είναι Ελληνίδα γλωσσολόγος που διδάσκει στη Βρετανία και έχει διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στην επανάσταση που έχει συντελεστεί στη γλωσσολογική έρευνα πάνω στην ελληνική γλώσσα κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Καθώς δύο από τους συγγραφείς έχουν ήδη γράψει βιβλία πάνω στην Ελληνική γλώσσα, θα ήταν καλό να αναφέρουμε τις διαφορές ανάμεσα στη Γραμματική αυτή και στα προηγούμενα βιβλία τους. Το βιβλίο Modem Greek των Brian D. Joseph και Ειρήνης Φιλιππάκη-Warburton (Λονδίνο 1987) συντάχθηκε για την Croom Helm Descriptive Language Series. Η σειρά αυτή απευθυνόταν στον εξειδικευμένο γλωσσολόγο και έπρεπε να ακολουθεί ένα συγκεκριμένο πρότυπο που στηριζόταν στις απαιτήσεις τα>ν επικεφαλής εκδοτών για Γραμματικές που θα αποτελούσαν τη βάση για την εξαγωγή γλωσσικών καθολικών χαρακτηριστικά)ν. Το βιβλίο αυτό είναι, επομένως, πολύ τεχνικό ως προς την προσέγγιση και την ανάλυση του, και το προκαθορισμένο πρότυπο δεν επέτρεψε στους συγγραφείς να αποφασίσουν σχετικά με την αναλογική έμφαση που θα δινόταν στα διάφορα φαινόμενα της γλώσσας. Το βιβλίο The Modem Greek Language του Peter Mackridge (Οξφόρδη 1985) γράφτηκε για να καλύψει το κενό από την απουσία μιας σύγχρονης γενικής Γραμματικής της Ελληνικής. Ωστόσο, απευθυνόταν κυρίως σ' εκείνους που είχαν ήδη επιτύχει ένα υψηλό επίπεδο κατάκτησης της γλώσσας. Αντί να παρέχει μια γενική και συστηματική περιγραφή, επικεντρώθηκε σε χαρακτηριστικά της καθημερινής χρήσης τα οποία δεν αντιμετωπίζονταν ή δεν καλύπτονταν επαρκώς στις παραδοσιακές Γραμματικές. Κάθε συγγραφέας της Γραμματικής αυτής, Η Ελληνική: Μια γενική γραμματική της σύγχρονης γλώσσας, επιμελήθηκε προκαταρκτικά διαφορετικές ενότητες, τις οποίες στη συνέχεια έστειλε στους άλλους δύο για μελέτη και σχόλια: όλες οι ενότητες αναθεωρήθηκαν σε μεγάλο βαθμό με. βάση τα σχόλια των άλλων συγγραφέων. Η Ειρήνη Φιλιππάκη-Warburton επιμελήθηκε τις ενότητες σχετικά με το φωνολογικό σύστημα και τη ρηματική και προτασιακή σύνταξη· ο David Holton επιμελήθηκε τις ενότητες της μορφολογίας- και ο Peter Mackridge επιμελήθηκε τις ενότητες σχετικά με το γραφικό σύστημα, την ονοματική φράση και τη σύνταξη των επιρρημάτων και των προθέσεων. Ο Τάσος Χρηστίδης σχολίασε τα προσχέδια των κεφαλαίων και λειτούργησε ως σύμβουλος των συγγραφέων στα διάφορα στάδια της ετοιμασίας της Γραμματικής. Ωστόσο, η Γραμματική ως σύνολο αποτελεί ευθύνη και των τριών συγγραφέων.
David Holton, Peter Mackridge, Ειρήνη Φιλίππάκη-Warbunοn Οκτώβριος 1996
|
|