β΄ λυκείου
Η Ρόζα Παρκς στη Λάρισα
Tης Mαριαννας Tζιαντζη, 30 Mαϊου 2004
«Ου παντός ανδρός ες Κόρινθον έσθ’ ο πλους», έλεγαν οι αρχαίοι, όμως και
η Λάρισα δεν είναι για τα δόντια του καθενός. Oχι όλη η Λάρισα, αλλά κάποιο
καφέ σε μια κεντρική πλατεία, όπου, όπως διαβάσαμε στον Τύπο, o σερβιτόρος,
προφανώς εκτελώντας εντολές, απαγόρευσε ευγενικά την είσοδο στους πελάτες
άνω των –ήντα. «Το μαγαζί αλλάζει στυλ», τους εξήγησε, και το «λουκ» των
συνταξιούχων δεν δένει με το «ίματζ» της επιχείρησης, που επιδιώκει να
προσελκύσει νεανικό κοινό. Απαγορεύεται, λοιπόν, η είσοδος σε σκύλους,
μικροπωλητές και στους μη έχοντες νεανική εμφάνιση. Ασφαλώς το επεισόδιο
είναι μεμονωμένο, όμως το άτυπο βιολογικό απαρτχάιντ ζει και βασιλεύει – και
όχι μόνο στα θεσσαλικά καφέ.
Αναρωτιέται κανείς ποιο είναι το «λουκ», η όψη των καφέ που έχουν
πλημμυρίσει όλη την Ελλάδα, εκτοπίζοντας τις κλασικές καφετέριες, που για
πολλά χρόνια συνυπήρχαν με τα παραδοσιακά καφενεία. Μια ορατή διαχωριστική
γραμμή είναι οι διαστάσεις του καταστήματος. Στα χρόνια της τρελής
αντιπαροχής, οι καφετέριες στεγάζονταν σε ισόγεια πολυκατοικιών και το
εμβαδόν τους συχνά ξεπερνούσε τα 100 τετραγωνικά. Οι καφετέριες, προϊόν της
μεταπολεμικής ευημερίας, ήταν συνώνυμο του φραπέ, της ξάπλας, έστω της
ημιξάπλας, με μπόλικο χώρο ανάμεσα στα τραπέζια. Και οι νεαροί θαμώνες τους
ήξεραν ότι θα ζήσουν καλύτερα από τους γονείς τους.
Σήμερα, οι καφετέριες είναι επιχειρηματικά ασύμφορες λόγω μεγέθους. Στη
θέση μιας καφετέριας μπορούν να στηθούν δύο ή τρία καφέ που μετά τη δύση του
ηλίου μετατρέπονται σε ποτάδικα, μπαράκια, γι’ αυτό τα λένε και
«πολυμορφικά», τρομάρα μας. Τι θέση έχει εκεί ο συνταξιούχος που κινδυνεύει
να ξοδέψει όλο το επίδομα ΕΚΑΣ σε φρεντουτσίνους και γαλλικούς με άρωμα
βατόμουρου, κολοκυθιού και μέντας; Το καφέ δεν προσφέρεται για ραχάτι* είναι
ένα διάλειμμα, μια στάση πριν από κάτι άλλο, το φροντιστήριο, το σινεμά, το
κλαμπάκι, το επόμενο καφέ. Είναι το ισοδύναμο του φαστφουντάδικου ή του SMS,
του σύντομου γραπτού μηνύματος.
Οι ηλικιωμένοι δεν περιμένουν τον σερβιτόρο να τους πει ότι «το μαγαζί
αλλάζει στυλ». Μονάχοι τους καταλαβαίνουν ότι το καφενείο που ήξεραν
τελειώνει, συρρικνώνεται, μεταμορφώνεται. Οτι ο δικός τους φυσικός χώρος
είναι μπροστά στην τηλεόραση, παντόφλες, κουτάκια με φάρμακα στο κομοδίνο,
πιεσόμετρο, γιαούρτι με λίγα λιπαρά. Η Ελλάδα των Ρουβάδων και των
νεορωμαϊκών θριάμβων, η Ελλάδα του «Shake it», του «Oλα καλά θα μας πάνε»
δεν τους πάει, δεν τους χωράει.
Το 1955, η Ρόζα Παρκς, μια 42χρονη μοδίστρα από το Μοντγκόμερι της
Αλαμπάμα έγραψε ιστορία όταν, μπαίνοντας κατάκοπη στο λεωφορείο μετά τη
δουλειά, κάθησε στη ζώνη των εγχρώμων. Το λεωφορείο γέμισε, εκείνη αρνήθηκε
να παραχωρήσει τη θέση της σε έναν όρθιο λευκό επιβάτη, όπως απαιτούσε ο
Κανονισμός, κι έτσι άρχισαν όλα –ένα μποϊκοτάζ 381 ημερών, που στάθηκε
σταθμός στον αγώνα για τα πολιτικά δικαιώματα. Σήμερα ο μαύρος Ελληνας
παππούς δεν τολμά, δεν μπορεί να καθήσει στη ζώνη της λευκής νεότητας, όμως
συχνά η δική του σύνταξη πληρώνει τον φρέντο και το σφηνάκι του λευκού
εγγονού που υποψιάζεται ότι θα ζήσει χειρότερα από τους γονείς του. |