|
|
«Τι ώρα;», «Πούλα!», «Σ’ αγαπώ»
Του Ζήση Κοτιώνη Όλο και συχνότερα συναντάμε ανθρώπους που κάνουν βουβοί χρήση του κινητού τηλεφώνου τους. Αν τύχαινε κάποιος να μη γνωρίζει τη δυνατότητα αποστολής και λήψης γραπτών μηνυμάτων, θα απορούσε παρακολουθώντας έναν νέο, όρθιο τη νύχτα στο δρόμο, να πληκτρολογεί στο τηλέφωνό του, ή μία μαθήτρια, στο κατάστρωμα του πλοίου να επιδίδεται σε αυτή την αθόρυβη συνδιαλλαγή.
Αν πάλι σταχυολογούσε κανείς πρόχειρα μερικά από τα χιλιάδες γραπτά μηνύματα που διασταυρώνονται αενάως και αφανώς θα ξεχώριζε σύντομες φράσεις, όπως «τι ώρα;», «πούλα!», «Ο.Κ» ή «σ’ αγαπώ». Ακόμη κι όταν τα γραπτά μηνύματα δεν είναι μονολεκτικά είναι πάντα σύντομα, καθώς οι δυνατότητες των συσκευών δεν επιτρέπουν τη χρήση περισσότερων από εκατό χαρακτήρες για κάθε μήνυμα. Αυτή η εγγενής συντομογραφική διάσταση του γραπτού μηνύματος περνά και στη μορφή της χρησιμοποιούμενης γλώσσας. Συχνά η δίφθογγος «ΟΥ» αντικαθίσταται από το λατινικό «U» και οι λέξεις συντομογραφούνται διακοπτόμενες με τελεία στο δεύτερο ή τρίτο γράμμα. Η μίξη της αγγλικής με την ελληνική είναι πολύ εντονότερη από όσο συνηθίζεται στο γραπτό λόγο, παράγοντας νέες υβριδικές μορφές γλωσσικής έκφρασης. Κι όλα αυτά μπορεί κανείς πιο εύκολα να τα διαπιστώσει στους τρόπους «κινητής» επικοινωνίας των ούτως επικοινωνούντων, που είναι, στη συντριπτική πλειοψηφία, νέοι.
Το γεγονός ότι τα γραπτά μηνύματα αλλάζουν τη γλώσσα παρατηρείται ταυτόχρονα με μια αλλαγή στο περιεχόμενο της επικοινωνίας. Το καινούργιο στοιχείο, ριζικό και αναπότρεπτο, είναι ένα είδος λόγου που μοιράζεται την αμεσότητα του προφορικού με την πάγια μορφή του γραπτού λόγου. Στο γραπτό μήνυμα, συνδυάζεται η ταχύτητα μιας ατάκας κατά την τυχαία συνάντηση δύο ανθρώπων στο δρόμο, με την ακριβολογία που πρέπει να έχει η γραπτή διατύπωση στην αλληλογραφία. Συνδυάζεται η σαν επιφώνημα εντολή που ακούγεται στο χρηματιστήριο, με την ποιητική διάσταση ενός επιγράμματος.
Η τομή ξεκίνησε με τα e-mail, για να ξεκολλήσει έπειτα από τους βαρείς υπολογιστές, και να γίνει προέκταση του ανθρώπινου σώματος με τη χρήση των τηλεφωνικών συσκευών που κρύβονται μέσα σε μια κλειστή παλάμη. Επιγραμματικά, η τομή αυτή είναι τομή στη σχέση της γραφής με το χρόνο. Υπάρχει μια ουσιώδης διαφορά στο χρονικό διάστημα που χρειάζεται για να εκφωνήσεις μια πρόταση από το αντίστοιχο διάστημα που χρειάζεται για να τη διατυπώσεις γραπτώς. Επομένως ο χρόνος σκέψης κατά τη διάρκεια της ομιλίας είναι διαφορετικός από το χρόνο σκέψης κατά τη διάρκεια της γραφής. Πάνω σε αυτή τη διαφορά χρόνου σκέψης ανάμεσα στις δυο μορφές λόγου, αρθρώνεται η σημαντική διαφορά ανάμεσα στον πιο ελαφρύ και γρήγορο προφορικό, και τον πιο μνημειώδη γραπτό λόγο.
Στην περίπτωση των γραπτών τηλεφωνικών μηνυμάτων διασώζεται η μνήμη και των δυο μορφών λόγου. Από τον προφορικό διασώζεται η ιδέα ενός τρέχοντος διαλόγου. Η φύση του διαλογικού λόγου είναι ανακλαστική: μιλώ σε συνέχεια αυτού που ακούω, σε σύντομα διαστήματα εναλλαγής του λόγου ανάμεσα στους συνδιαλεγόμενους. Από το γραπτό λόγο διασώζεται αυτή η καθυστέρηση στη σκέψη, η οποία ακολουθεί το χρόνο πληκτρολόγησης του μηνύματος. Και όχι μόνον αυτό. Στο διάλογο των γραπτών μηνυμάτων υπάρχει κι ένα άλλο χαρακτηριστικό της γραπτής επικοινωνίας: Η δυνατότητα σχηματισμού του μηνύματος, νοερά, σε ένα χρόνο σιωπής και προετοιμασίας, πιθανής ανασύνταξης των γλωσσικών δυνάμεων του χρήστη, προτού τελικά πληκτρολογήσει το μήνυμά του. Με τη γραπτή - τηλεφωνική επικοινωνία οι άνθρωποι καλούνται να ξαναγίνουν έξυπνοι χρήστες του λόγου.
Πολύ συχνά, ύστερα από έναν προφορικό διάλογο αισθανόμαστε προδομένοι από τον εαυτό μας, «ότι δεν προφτάσαμε κατά τη συνδιαλλαγή να πούμε εκείνο που θα ήμασταν σε θέση να πούμε, σκεπτόμενοι λίγο περισσότερο. Το γραπτό μήνυμα δίνει αυτό τον "λίγο χρόνο παραπάνω".
Μέσα σε αυτή τη χρονική γενναιοδωρία -που εγγράφεται παρ' όλα αυτά στην οικονομία χρήσης του σύντομου λόγου- οι (νέοι) άνθρωποι ξανασκέπτονται πώς να γράψουν, για να οικοδομήσουν το πρόσωπό τους προς τα έξω, που θα αναδύεται μέσα από τη φωτεινή οθόνη του συνομιλητή τους. Το ευφυολόγημα, το διφορούμενο, η αποστομωτική έκφραση, αλλά και η ερωτική πρόκληση ή ο ρεμβασμός ξαναδουλεύονται στο νέο μέσον, καθώς κατακλύζεται την πλημμυρίδα της γλώσσας.
Θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί γι' αυτή τη διπλή ιδιότητα της γενναιοδωρίας και της οικονομίας του λόγου και για την πιθανή σχέση -δια μέσου της οικονομίας- με τον ποιητικό λόγο. Ας σκεφτούμε αντ’ αυτού, μια οποιαδήποτε εμπειρία μακρόσυρτης τηλεφωνικής συνδιάλεξης: σε ένα ερωτικό ζευγάρι που προσπαθεί να λύσει χρόνιες διαφορές ή μια συνδιάλεξη που θέτει και επιλύει θέματα επαγγελματικά ή μια συνδιάλεξη ανάμεσα σε συνταξιούχους που ταυτόχρονα παρακολουθούν την ανοικτή τηλεόραση. Πού κατοικεί η ποίηση σε αυτό το ξεχειλωμένο μέσον της τηλεφωνικής επικοινωνίας. Πουθενά. Αντιθέτως, στην επιβεβλημένη οικονομία του γραπτού μηνύματος οι άνθρωποι ανακαλύπτουν ξανά εντός τους το ρυθμό στο λόγο που θέλουν να εκπέμψουν. Κι ασφαλώς, ο ρυθμός είναι ο ίδιος ρίζα της ποιητικής γλώσσας, την οποία από συστάσεως κόσμου κατοικεί ο άνθρωπος.
Βέβαια, όπως η γλώσσα δεν είναι εργαλείο, πολύ περισσότερο ένα εργαλείο - όπως το κινητό τηλέφωνο- δεν φτιάχνει γλώσσα. Όμως φαίνεται ότι ο πολιτισμός καθ' οδόν μπορεί να παραλλάσσει ουσιωδώς αυτή τη θεμελιώδη, την εγγενή διαφορά ανάμεσα στον προφορικό και τον γραπτό λόγο. Έτσι παράγονται νέες μορφές ενδιάμεσου λόγου, μεταξύ του γραπτού και του προφορικού, καθώς η τεχνολογία αλλάζει τους τρόπους διαχείρισης του χώρου και του χρόνου. Κάποτε ο Πλάτων, μιλώντας με τα λόγια ενός σοφού Αιγύπτιου ιερέως, εμφανιζόταν πολύ επιφυλακτικός προς την εισαγωγή του γραπτού λόγου στον μέχρι πρότινος προφορικό πολιτισμό. Ο Aιγύπτιoς ιερέας προέβλεπε ότι γράφοντας οι άνθρωποι θα χάσουν τη μνήμη τους, επειδή δεν τους χρειάζεται πια, αφού θα μπορούν να αποθηκεύουν το λόγο στην πέτρα (ή το χαρτί). Να που τώρα τα γραπτά μηνύματα γκρεμίζουν κάτι από το μνημειακό οικοδόμημα του γραπτού λόγου, εισάγοντας ξανά την αμεσότητα του προφορικού.
|
|