|
|
Λειτουργικότητα του λεξιλογίου
Ο αριθμός των λέξεων μιας γλώσσας είναι τόσος, ώστε να εξυπηρετούνται οι ανάγκες της συγκεκριμένης κοινότητας που τη χρησιμοποιεί. Από πραχτική άποψη δε μπορούμε να μετρήσουμε τον αριθμό των λέξεων, αφού συνεχώς άλλες γεννιούνται και άλλες πεθαίνουν, θεωρητικά όμως ο αριθμός τους σε μια ιστορική στιγμή είναι πεπερασμένος. Λειτουργικότητα σημαίνει οικονομία και επάρκεια. Γλώσσα με λέξεις άχρηστες για τη συγκεκριμένη γλωσσική κοινότητα θα ήταν αντιοικονομική, αλλά και γλώσσα χωρίς τις απαραίτητες λέξεις δε θα επαρκούσε για τις πραγματικές ανάγκες. Οι ανάγκες μπορεί να αναφέρονται τόσο στο εξωτερικό περιβάλλον, όσο και στις παραδόσεις της συγκεκριμένης κοινωνίας. Προτού οι αρχαίοι Έλληνες κατέβουν στο Αιγαίο, δεν είχανε λέξεις για τη θάλασσα, τα ψάρια, τα φυτά της Μεσογείου, τις ανέσεις του πολιτισμού. Όταν εγκαταστάθηκαν, δανείστηκαν τις περισσότερες απ' αυτές τις λέξεις από τους παλαιότερους κατοίκους, γιατί τώρα χρειάζονταν να εκφράσουν τις σχετικές έννοιες. Έχει παρατηρηθεί ότι τα εσκιμώικα διαθέτουν πλήθος συνώνυμα και αναλογικά σχετικά με τις μορφές του χιονιού, οι αραβικές γλώσσες διαθέτουν πλήθος συνώνυμα και αναλογικά με τη γκαμήλα - μπορούμε να υποθέσουμε ότι σήμερα διαθέτουν πολλές λέξεις που αναφέρονται στα αυτοκίνητα πολυτελείας, ίσως δάνεια από τα γαλλικά και τα αγγλικά· μόνον ότι οι λέξεις της τελευταίας κατηγορίας δε θα είναι γνωστές στους αραβικούς πληθυσμούς του Σουδάν ή της Σαχάρας. Οι παραδόσεις και ο ειδικός τρόπος ζωής που διαμορφώνει μια κοινωνία είναι παράγοντες καθοριστικοί τουλάχιστον όσο και το εξωτερικό περιβάλλον. Τα αγγλικά δε διαθέτουν τόσο πλούσιο λεξιλόγιο σχετικά με το χιόνι όσο τα εσκιμώικα, κι ας μιλιούνται επίσης στον Καναδά και στην Αλάσκα. Στην αρχαία αττική διάλεχτο είχαν δημιουργηθεί πολλοί φιλοσοφικοί, μαθηματικοί και πολιτικοί όροι, ενώ στην αμέσως επόμενη ελληνιστική περίοδο παρουσιάζονται στα ελληνικά επιστημονικοί όροι, και στο Βυζάντιο δημιουργείται μεγάλος αριθμός λέξεων που εκφράζει λεπτές θεολογικές διακρίσεις και που αργότερα σε μεγάλο βαθμό ξεχάστηκαν, όπως είχαν κιόλας ξεχαστεί οι περισσότεροι επιστημονικοί και φιλοσοφικοί όροι. Στο τέλος του μεσαίωνα, όταν το Βυζάντιο έχασε την κυριαρχία της θάλασσας, εξαφανίστηκαν από την ελληνική γλώσσα οι περισσότεροι ναυτικοί όροι. Ξαναδημιουργήθηκαν τέτοιοι, πολλοί παρμένοι απ' τα ιταλικά, το 18ο αιώνα, όταν ομιλητές της ελληνικής γλώσσας άρχισαν πάλι να ασχολούνται με τη ναυτιλία. Στις νεότερες ευρωπαϊκές γλώσσες αυξήθηκε το επιστημονικό και το τεχνικό λεξιλόγιο. Στα νέα ελληνικά, εκτός από την εισαγωγή επιστημονικών και τεχνικών όρων ευρύνεται το πολιτικό και το αθλητικό λεξιλόγιο, ιδιαίτερα το λεξιλόγιο του ποδοσφαίρου, μικραίνει όμως το λεξιλόγιο που αναφέρεται στην αγροτική ζωή ή στις πλατύτερες οικογενειακές σχέσεις. Από τα παραπάνω ίσως φαίνεται πόσο επιφανειακή είναι η διαβεβαίωση των σχολικών γραμματικών των περισσότερων νεότερων κρατών, ότι "η γλώσσα της χώρας πλουτίστηκε με την τάδε κατηγορία λέξεων, και πάλι ξαναπλουτίστηκε με άλλες λέξεις και από ρυάκι έγινε ποτάμι κτλ. κτλ.". Κάθε γλώσσα δημιουργεί όσες λέξεις χρειάζονται στη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, και ό,τι άλλο θα ήτανε παράλογο. Οι καινούργιες λέξεις μπορούν να κατασκευαστούν απ' την αρχή, μπορεί να στηριχτούν σε προϋπάρχουσες, μπορεί να 'ρθουν σα δάνεια από άλλες γλώσσες, ακόμη και σα δάνεια από παλιότερες μορφές της ίδιας γλώσσας, όπως συμβαίνει με τα νέα ελληνικά. Μάλιστα στα νέα ελληνικά έρχονται προπαντός επιστημονικοί όροι από ξένες γλώσσες, όπου δημιουργήθηκαν με βάση αρχαία ελληνικά γλωσσικά στοιχεία (π.χ. "ακεφαλία, αιμοφιλία, μαγνητόφωνο"). Εφόσον υπάρχει λόγος, προσθέτονται συνώνυμα. "Συνώνυμα" όμως δε σημαίνει λέξεις ταυτόσημες. Οι λέξεις: "έξυπνος, πονηρός, σπίρτο, σαΐνι, ατσίδα, ράτσα…" δε δηλώνουν ακριβώς το ίδιο πράγμα, γι' αυτό και υπάρχουν. Απόλυτα συνώνυμα δηλαδή λέξεις ταυτόσημες, είναι σπάνιο φαινόμενο στις φυσικές γλώσσες, γιατί κάτι τέτοιο θα ήταν αντιοικονομικό (πόσες θα μπορούσαμε να βρούμε στην κοινή Νεοελληνική; 'απίδι-αχλάδι, καλαμπόκι-αραποσίτι': ή έστω και μόνο με διαφορά στη μορφή: 'στρόγγυλος-στρογγυλός, ακόμη-ακόμα'· δε μιλάμε βέβαια για αντίστοιχες λέξεις που μπορεί να υπάρχουν σε διαφορετικές διαλέχτους: δες "ισόγλωσσα" 5.1.1). Αν υπάρχει λόγος, μπορεί να διαφοροποιηθεί η σημασία ενός από τα συνώνυμα, ώστε να καλύψει νέες ανάγκες. Άχρηστες λέξεις απλούστατα πεθαίνουν. Πρέπει να φτάσει κανείς σε διαστρεβλωμένη αντίληψη της γλωσσικής λειτουργίας, όπως με τη νεοελληνική καθαρεύουσα (7.6.2.1.β), για να θεωρηθεί επιθυμητή η ύπαρξη απόλυτων συνώνυμων, που δε διαφοροποιούν σε τίποτα το νόημα, και αυτό θα ονομαστεί "πλούτος" (π.χ. 'Ιμάτιον-ομμάτιον-όμμα-οφθαλμός', 'ψωμίον-άρτος', και μάλιστα με αποκλεισμό των μόνων πραγματικών λέξεων: 'μάτι-ψωμί'). Πρόκειται για "πλούτο" που στην πραγματικότητα είναι σαβούρα, βλαβερή επιβάρυνση της μνήμης. Εφόσον η γλώσσα είναι το κατεξοχή κοινωνικό φαινόμενο, είναι φυσικό η ιδιαιτερότητα μιας κοινωνίας να παρουσιάζεται, να "εγγράφεται" μέσα στη γλώσσα-της. Φυσικά αυτό γίνεται όχι με το βασικό λεξιλόγιο, αλλά με τις ειδικές λέξεις και εκφράσεις, που πρέπει να καλύψουν τις ιδιαίτερες ανάγκες. Προφανώς τέτοιες λέξεις δεν έχουν εύκολη ή δεν έχουν ποτέ ακριβή αντιστοιχία σε άλλη γλώσσα (π.χ. νεοελληνικές λέξεις όπως: 'φιλότιμο, παλικάρι, λεβέντης, κέφι'· πώς θα μεταφραστεί στα ελληνικά η γερμανική λέξη 'Grundlichkeit' ή η γαλλική λέξη 'intellectuels';). Έτσι παρουσιασμένη αποχτά νόημα η άποψη των ρομαντικών του 19ου αιώνα, ότι "η γλώσσα εκφράζει το πνεύμα του λαού". Ώστε μια από τις πιο αξιόλογες απασχολήσεις με ξένες γλώσσες είναι η κατανόηση των ειδικών λέξεων που εκφράζουν ιδιαίτερες έννοιες, τα χαραχτηριστικά ενδιαφέροντα και επιτεύγματα της συγκεκριμένης κοινωνίας, και που ίσως δε βρίσκονται στη δική-μας γλώσσα. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την απασχόληση με παλιές γλώσσες, όπως τα αρχαία ελληνικά ή τα λατινικά, όπου δεν υπάρχει η παράλληλη χρησιμότητα που έχει η απασχόληση με σύγχρονες γλώσσες, δηλαδή η επικοινωνία με τους ξένους ομιλητές, η εξυπηρέτηση του τουρισμού, ή η ανάγνωση επιστημονικών και τεχνικών βιβλίων.
(Ε. Πετρούνιας, Νεοελληνική γραμματική και συγκριτική ανάλυση, University Studio Press Α.Ε., Θεσσαλονίκη 1984, σελ. 56-58)
σχολικό βιβλίο έκθεσης-έκφρασης β΄ λυκείου, σελ. 66-68
|
|