ιστορικό δημοσιεύσεων

Καλώς ήρθατε! στον προσωπικό δικτυακό τόπο του Βασίλη Συμεωνίδη

αρχική

 

φιλολογικά

 
έκθεση α΄ λυκείου
 
έκθεση β΄ λυκείου
 
έκθεση γ΄ λυκείου
 

λογοτεχνία

 

αρχαία

 

ιστορία σχολική

 

ιστορία

 

φιλοσοφία
 
εκτός ύλης
 
συζητώντας
 
εργασίες συναδέρφων
 
ιδέες διδασκαλίας
 
επικοινωνία

.................................

Βασίλης Συμεωνίδης

δικτυακός τόπος

με εκπαιδευτικό και διδακτικό σκοπό

 

 

η αντιγραφή είναι ελεύθερη με την υπενθύμιση ότι η αναφορά στην πηγή τιμά αυτόν που την κάνει

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

 

 
 
 

τεχνική υποστήριξη

Σταυρούλα Φώλια

Νεοελληνική Γλώσσα

Peter Mackridge, καθηγητής ελληνικής γλώσσας και φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Καθημερινή, Κυριακή 3 Οκτωβρίου 1999 (7 ημέρες)

 ΑΠΌ το 1821 μέχρι σήμερα η Ελληνική γλώσσα -στις διάφορες προφορικές και γραπτές εκδοχές της- έχει υποστεί μεγαλύτερες μεταβολές από οποιαδήποτε εθνική γλώσσα της δυτικής Ευρώπης στο ίδιο διάστημα.

Στην αρχή της περιόδου επικρατούσαν, στον προφορικό λόγο, οι ποικίλες διάλεκτοι, στις επιμέρους περιοχές του ελληνόφωνου κόσμου, από την Κέρκυρα στον Πόντο και από τη Μακεδονία στη Μάνη, την Κρήτη και την Κύπρο. Στο γραπτό λόγο κυριαρχούσαν διάφορες γλωσσικές ποικιλίες, που αποτελούνταν από μίγματα αρχαίων και νεότερων στοιχείων, από την αρχαϊστική χρήση των «Σοφολογιοτάτων» μέχρι την αλληλογραφία των εμπόρων. Αρκετά χρόνια, όμως, πριν από το 1821 θα πρέπει να διαμορφώθηκε μια κάπως κοινή προφορική γλώσσα που τη χρησιμοποιούσαν ιδίως οι έμποροι, όσοι ταξίδευαν από μια ελληνική περιοχή σε άλλη και όσοι εγκαταστάθηκαν, μαζί με ομογενείς από διάφορα μέρη, στα εμπορικά κέντρα της Ευρώπης. Αυτή η κοινή, υπερδιαλεκτική, προφορική γλώσσα των ταξιδεμένων και κάπως μορφωμένων Ελλήνων της εποχής εκείνης πιθανόν να αποτέλεσε τη βάση για την εξέλιξη της σημερινής κοινής προφορικής γλώσσας. Τεκμήρια γι' αυτή την κοινή προφορική γλώσσα βρίσκουμε ιδίως σε διάφορες κωμωδίες(πρωτότυπες και μεταφρασμένες) που γράφτηκαν στις τελευταίες δεκαετίες της Τουρκοκρατίας και όπου οι ζωντανοί διάλογοι επιχείρησαν να καταγράψουν τη γλωσσική πραγματικότητα της εποχής.

Η ιστορία της προφορικής κοινής Ελληνικής έχει ελάχιστα μελετηθεί, για δύο κυρίως λόγους. Πρώτον, τα γραπτά κείμενα που διαθέτουμε δεν μπορεί να είναι τελείως αξιόπιστα. Δεύτερον, δημιουργήθηκε σύγχυση από την επιμονή των διαφόρων παρατάξεων του γλωσσικού ζητήματος να χωρίζουν τα γλωσσικά φαινόμενα σε «σωστά» και «λάθος» αντί να μελετούν τη γλωσσική πραγματικότητα. Ο Κοραής, λόγου χάρη, δεν θέλησε να καταγράψει, στα χρησιμότατα γλωσσάρια που συνέταξε, τις δημώδεις λέξεις με την πραγματική τους μορφή, αλλά επέμενε να τις «διορθώνει» κατά τα αρχαία πρότυπα, ενώ, μισό αιώνα αργότερα και με ανάλογο τρόπο, ο Ψυχάρης στα δημοσιεύματά του «διόρθωνε» τις λόγιες λέξεις σύμφωνα με τους δήθεν δημοτικούς κανόνες.

Οι όροι «καθαρεύουσα» και «δημοτική» είναι αρκετά παλαιοί. η λέξη «καθαρεύουσα» μαρτυρείται στο Κυριακοδρόμιον του Νικηφόρου Θεοτόκη, γραμμένο το 1796, ενώ η λέξη «δημοτική» χρησιμοποιείται από τον Παναγιώτη Κοδρικά το 1818. Οι δυο όροι, όμως, δεν μπήκαν σε γενική χρήση παρά μόνο με τη δημοσίευση του βιβλίου του Ψυχάρη Το ταξίδι μου το 1888. Μολαταύτα, η γλωσσική εκδοχή του Κοραή –συμβιβασμός μεταξύ Αρχαίας και Νέας Ελληνικής– επικράτησε ως εκφραστικό όργανο του ελληνικού κράτους σε πείσμα των λίγων οπαδών της γραπτής χρήσης της προφορικής γλώσσας. Όσο περνούσαν οι δεκαετίες του 190υ αιώνα, η γραπτή γλώσσα εμβολιαζόταν με όλο και περισσότερα αρχαία στοιχεία, εις βάρος των νεότερων, ούτως ώστε, μέχρι την έκδοση του Ταξιδιού (1888), η γλώσσα του δημόσιου λόγου να έχει φτάσει στο αποκορύφωμα του αρχαϊσμού. (Μνημονεύουμε εδώ την αστεία περίπτωση του Κλέωνος Ραγκαβή, ο οποίος υπερηφανευόταν, το 1884, ότι έγραψε ένα «δραματικό ποίημα» τετρακοσίων σελίδων, χωρίς να χρησιμοποιήσει ούτε ένα να, θα ή δεν.)

Στην πραγματικότητα η καθαρεύουσα (όπως άρχιζε τότε να γίνεται γνωστή) ήταν ένα γλωσσικό υβρίδιο, ένα ακατάστατο και αναρχικό συνονθύλευμα από γλωσσικά στοιχεία παρμένα τυχαία και κατά το δοκούν από διάφορα στάδια της ιστορίας της Ελληνικής γλώσσας. Η αναλογία των αρχαίων και νεότερων στοιχείων εξαρτιόταν από το βαθμό της αρχαιομάθειας και της καλαισθησίας του εκάστοτε γράφοντος.

Αντιδρώντας σε αυτήν τη γλωσσική αναρχία, ο Ψυχάρης, στο Ταξίδι και στα μεταγενέστερα έργα του προσπάθησε να δημιουργήσει μια γραπτή γλώσσα βασισμένη στο λεξιλόγιο και τους γραμματικούς κανόνες της προφορικής, ιδωμένης βέβαια στην ιστορική της εξέλιξη. Αυτή η αντίδραση οδήγησε τον Ψυχάρη στη διατύπωση υπερβολικά αυστηρών γλωσσικών κανόνων που αγνοούσαν την πραγματική επίδραση της γραπτής γλώσσας στην προφορική. Όπως η καθαρεύουσα είχε επιχειρήσει να αποκλείσει όσο το δυνατόν περισσότερα στοιχεία της προφορικής γλώσσας, έτσι και η δογματική δημοτική του Ψυχάρη απέρριπτε κάθε στοιχείο που ερχόταν σε σύγκρουση προς τους γλωσσικούς νόμους που θέσπισε ο ίδιος με βάση την ιστορία της δημώδους γλώσσας, έστω και αν το στοιχείο αυτό είχε πολιτογραφηθεί στην προφορική γλώσσα της εποχής του. Από τότε η εξέλιξη των απόψεων των αντιπάλων της καθαρεύουσας σημαδεύεται από την όλο και μεγαλύτερη προθυμία τους να αποδεχτούν στοιχεία που ενσωματώθηκαν στην καθημερινή προφορική χρήση.

Η χρήση της κοινής προφορικής Ελληνικής (σε αντιδιαστολή προς τις διαλέκτους) άρχισε να επεκτείνετε ραγδαία με την αναγόρευση της Αθήνας σε πρωτεύουσα του ελεύθερου κράτους και τη συνακόλουθη συρροή Ελλήνων στο «ιοστεφές άστυ» από διάφορα μέρη, αλλά ιδίως από την Πελοπόννησο. Η Αθήνα έγινε έτσι η πρώτη μεγάλη χοάνη όπου οι διαλεκτικές διαφορές ισοπεδώθηκαν· η δεύτερη ήταν η Θεσσαλονίκη, μετά την εγκατάσταση των προσφύγων του 1922. Εδώ οι Έλληνες που μιλούσαν ποικίλες διαλέκτους και είχαν ξεριζωθεί από τις μακρινές πατρίδες τους εγκαταστάθηκαν σε έναν περιορισμένο χώρο και αναγκάστηκαν να κάνουν σημαντικές υποχωρήσεις προς τη γλώσσα των παλιών και καινούργιων συμπολιτών τους. Άλλοι παράγοντες συγκερασμού των διαλεκτικών στοιχείων υπήρξαν η υποχρεωτική εκπαίδευση, η στρατιωτική θητεία και, στα νεότερα χρόνια, το ραδιόφωνο και η τηλεόραση.

Σημαντικό ρόλο έπαιξε και η Νεοελληνική Γραμματική (της δημοτικής) (1941) του Τριανταφυλλίδη, επιτομή της οποίας χρησιμοποιείται επίσημα στα ελληνικά σχολεία, τουλάχιστον από το 1976. Η γραμματική του Τριανταφυλλίδη αποσκοπούσε περισσότερο στην παρουσίαση των κανόνων μιας γραπτής εκδοχής της δημοτικής, και λιγότερο στην περιγραφή της προφορικής γλώσσας· υιοθέτησε μια αρκετά διαλλακτική στάση απέναντι στους λόγιους τύπους, σε αντίθεση με τους προηγούμενους δημοτικιστές, όπως ο Ψυχάρης, που κατέβαλαν μεγάλες προσπάθειες για να τους αποκλείσουν από τα έργα τους. (Είναι αξιοπερίεργο ότι δεν συντάχθηκε ποτέ «επίσημη» ή «κρατική» γραμματική της καθαρεύουσας, δηλαδή της επίσημης -έως το 1976- γλώσσας του ελληνικού κράτους.)

Έτσι, σήμερα οι τοπικές διαφορές στην προφορική Ελληνική γλώσσα, σε ολόκληρο τον ελληνόφωνο χώρο (με εξαίρεση την Κύπρο), τείνουν να περιοριστούν.

 

Αν επιχειρήσουμε να εντοπίσουμε τις σημαντικότερες μεταβολές που έχουν επέλθει στην κοινή προφορική γλώσσα από το 1821 μέχρι σήμερα, θα μπορούσαμε να μνημονεύσουμε ενδεικτικά ορισμένα φαινόμενα που αφορούν κυρίως το λεξιλόγιο και τη μορφολογία.

Είναι φανερό ότι το λεξιλόγιο της κοινής προφορικής γλώσσας έχει υποστεί ριζικές αλλαγές. Οι λόγιοι του19ου αι. (καθηγητές πανεπιστημίου, δημοσιογράφοι κ.ά.) δύο κυρίως πράγματα κατόρθωσαν στην περιοχή του λεξιλογίου. Πρώτον, έφτιαξαν ελληνικά ονόματα για χιλιάδες έννοιες που ήταν ελάχιστα ή καθόλου γνωστές μέχρι τότε στον ελληνικό χώρο. Δεύτερον, επέβαλαν ελληνικές λέξεις στη θέση πολλών λέξεων που η προφορική γλώσσα είχε δανειστεί από ξένες γλώσσες. Για τις έννοιες που δεν υπήρχε αντίστοιχο όνομα, οι λόγιοι είτε χρησιμοποιούσαν αρχαίες λέξεις που είχαν άλλη σημασία στην αρχαιότητα είτε κατασκεύασαν εντελώς καινούργιες λέξεις με αρχαίες ρίζες. Μ’ αυτό τον τρόπο εμπλούτισαν την ελληνική γλώσσα. Παραδείγματα αρχαίων λέξεων που ξαναζωντάνεψαν με καινούργια σημασία είναι: αλληλογραφία, θερμοκρασία, υπάλληλος, βιομήχανος και ταχυδρόμος (για την τελευταία αυτή έννοια ο Μακρυγιάννης χρησιμοποιεί την τουρκικής προέλευσης λέξη μετζίλι, ενώ άλλοι χρησιμοποιούσαν τη, δανεισμένη από τα ιταλικά, πόστα). Από τις χιλιάδες καινούργιες λέξεις που κατασκευάστηκαν αναφέρουμε ενδεικτικά μόνο τις εξής: πολιτισμός (δημιούργημα του Κοραή), ζαχαροπλαστείο, πανεπιστήμιο, δημοσιογράφος, πρωτοβουλία, ποδήλατο, πολυβόλο, θερμοσίφωνο και λεωφορείο. Επίσης οι Έλληνες υιοθέτησαν πολλούς νεολογισμούς (είτε αρχαίες λέξεις με νέα σημασία), που είχαν κατασκευάσει ξένοι λόγιοι με ελληνικές ρίζες, όπως αεροπλάνο, τηλέφωνο, ανέκδοτο και νεκρολογία.

Επίσης κατασκευάστηκαν, διά μέσου της ολικής ή μερικής μετάφρασης του αντίστοιχου ξένου όρου, καινούργιες ελληνικές λέξεις, όπως αυτοκίνητο, σιδηρόδρομος, αλεξικέραυνος, βραχυκύκλωμα, γραφειο­κρατία, ουρανοξύστης και διεθνής· αυτή η διαδικασία έχει συνεχιστεί και στον 20ό αι., με λέξεις όπως διαστημόπλοιο. Τα «μεταφραστικά δάνεια» όμως δεν περιορίστηκαν σε μεμονωμένες λέξεις· πάμπολλα είναι τα «φραστικά δάνεια», όπου δηλαδή μια φράση με μεταφορική σημασία μεταφράζεται κατά λέξη από μια ξένη γλώσσα (λόγος υπάρξεως, σε τελευταία ανάλυση, σε καθημερινή βάση κ.λπ.). Σήμερα, καινούρια φραστικά  δάνεια εμφανίζονται κάθε μέρα σχεδόν στις ελληνικές εφημερίδες.

Οι λόγιοι του 19ου αι φιλοτιμήθηκαν να εξαλείψουν τις πολυπληθείς λέξεις τουρκικής προελεύσεως που χρησιμοποιούνταν στην κοινή γλώσσα και θεωρούνταν κηλίδες που αμαύρωναν τη γλώσσα του ελεύθερου ελληνικού έθνους. Έτσι, πολλές λέξεις τουρκικής προελεύσεως που χρησιμοποιεί ο Μακρυγιάννης έχουν αντικατασταθεί από λέξεις που είτε προέρχονται από τα αρχαία ελληνικά είτε κατασκευάστηκαν με αρχαιοελληνικές ρίζες, π.χ. ασκέρι (στρατός), ζαϊρέδες (προμήθειες), κιοτής (δειλός), ορδί (στρατόπεδο), οντάς (δωμάτιο), τσασίτης(κατάσκοπος), χαζίρι (έτοιμο), χαΐνης (προδότης) και χάψη (φυλακή). Είναι ενδεικτικό της επιτυχίας των λογίων, ότι όλες αυτές οι λέξεις (μέσα σε παρενθέσεις), οι οποίες είτε δεν υπήρχαν καθόλου είτε ήταν τελείως άγνωστες στη συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων του 1821, έχουν καθιερωθεί προ πολλού.

Οι λόγιοι κατόρθωσαν επίσης να αντικαταστήσουν λέξεις που προέρχονταν από τις δυτικοευρωπαϊκές γλώσσες με αναστημένες ή εντελώς καινούργιες ελληνικές λέξεις: έτσι το κουμέρκι ξαναβαφτίστηκε τελωνείο, ο μινίστρος έγινε υπουργός, το κοντραμπάντο εξευγενίστηκε σε λαθρεμπόριο· ακόμη και η φαμίλιαφαμελιά) εξελληνίστηκε σε οικογένεια. Σε άλλες περιπτώσεις, όμως, οι λόγιοι απέτυχαν να επιβάλουν τους νεολογισμούς τους, όπως το περισκελίς και το λαιμοδέτης, οι οποίοι δεν ευδοκίμησαν στην προφορική γλώσσα και δεν κατόρθωσαν να εκτοπίσουν το παντελόνι και το γραβάτα.

Ο τύπος της γενικής του ενικού σε -τος από ουδέτερα ουσιαστικά σε -μα (του πράγματος αντί του απαρχαιωμένου πια προφορικού τύπου του πραμάτου) αποτελεί ένα από τα στοιχεία που επανεισήχθησαν στην προφορική γλώσσα είτε από την αρχαία είτε από την καθαρεύουσα. Ένα ενδιαφέρον παράδειγμα αποτελεί και η κλίση των θηλυκών ουσιαστικών, όπως η κυβέρνηση. Παλαιότερα η προφορική γλώσσα ήξερε μόνο τύπους όπως η/τη βάφτιση, της βάφτισης, οι/τις βάφτισες. Σήμερα, όμως, κανείς δεν παραξενεύεται από την κλίση η/την κυβέρνηση, της κυβέρνησης, οι/τις κυβερνήσεις, των κυβερνήσεων, όπου οι τύποι του ενικού προέρχονται από την προφορική παράδοση, ενώ οι τύποι του πληθυντικού μπήκαν στην προφορική γλώσσα σχετικά πρόσφατα από την καθαρεύουσα· αυτή η κλίση, λοιπόν, αποτελεί παράδειγμα υβριδίου που πολιτογραφήθηκε επιτυχώς στην προφορική γλώσσα· χρειάστηκε όμως καιρός για να γίνει γενικά αποδεκτή.

Τη συνύπαρξη στοιχείων από την παλαιά προφορική γλώσσα και από τη γραπτή λόγια παράδοση τη συναντούμε και στη λεγόμενη «διφυία» του φωνολογικού συστήματος της σημερινής κοινής γλώσσας. Ενώ τα συμφωνικά συμπλέγματα χτ και φτ δεν εμφανίζονταν στην αρχαία και στην καθαρεύουσα, τα δε συμπλέγματα κτ, χθ, φθ και σχ αποκλείονταν από την ακραία δημοτική του Ψυχάρη και των οπαδών του, σήμερα μιλάμε για το δίχτυ των ψαράδων και το σιδηροδρομικό δίκτυο της Ελλάδας. Και τα δύο ουσιαστικά (δίχτυ και δίκτυο) προέρχονται από την ίδια αρχαία λέξη, αλλά το πρώτο κληροδοτήθηκε στη Νέα Ελληνική με τελείως φυσικό τρόπο, μέσα από την προφορική παράδοση, ενώ το δεύτερο εισήχθη στην προφορική γλώσσα από τη λόγια γραπτή παράδοση. Την ίδια φωνολογική και μορφολογική διφυία παρατηρούμε και στα ζεύγη καταφέρνω – κατάφερα, μεταφέρω – μετέφερα (το δεύτερο με εσωτερική αύξηση, το πρώτο αναύξητο)· τέτοια ζεύγη πιθανόν να συνυπήρχαν ήδη το 1800 στην κοινή προφορική γλώσσα, αλλά η καθαρεύουσα και η δημοτική του 190υ αι. επιχείρησαν να εξαλείψουν είτε το πρώτο είτε το δεύτερο από τα δύο αυτά ρήματα. Αλλά στοιχεία που μαρτυρούν την επίδραση της γραπτής γλώσσας αποτελούν η μετοχή του ενεστώτα (η απαιτούμενη ακρίβεια) και ο αναδιπλασιασμός σε ορισμένους τύπους της μετοχής του παρακειμένου (πεπεισμένος), που  χρησιμοποιούνται  σήμερα στην κοινή γλώσσα έπειτα από 1.500 χρόνων απουσία από τον προφορικό λόγο.

Τύποι του ρήματος που επικρατούν πλέον στην Αθήνα, όπως το μίλαγα (αντί μιλούσα) και καθόντουσαν (αντί κάθονταν κ.ά.), σπάνια εμφανίζονται σε κείμενα πριν από τον20ό αι., και ακόμα και σήμερα δεν έχουν γίνει γενικά αποδεκτοί σε όλες τις περιοχές της Ελλάδας. Όσο για τον παρακείμενο, οι τύποι έχω με απαρέμφατο (έχω έρθει) εισήλθαν και αυτοί αρκετά όψιμα στην κοινή προφορική γλώσσα. Μολονότι αυτός ο σχηματισμός του παρακειμένου υπήρχε στην Πελοπόννησο ήδη τον14ο αι., τον συναντάμε πολύ σπάνια σε κείμενα του 19ου αι. (δεν εμφανίζεται ούτε μια φορά, λόγου χάρη, στα γραπτά του Μακρυγιάννη).

Ακόμα και σήμερα δεν χρησιμοποιείται σε πολλές διαλέκτους, όπως π.χ. στην Ποντιακή, στην Κρητική και στην Κυπριακή, στο βαθμό, βέβαια, που αυτές οι διάλεκτοι παραμένουν ανεπηρέαστες από την αθηναϊκή γλώσσα.

Ερασιτεχνική δημιουργία τον Οκτώβριο του 2004.  Τελευταία ενημέρωση:  Κυριακή, 08 Μαρτίου 2015.