|
|
Είναι παλιόπαιδα – παιδιά παλιανθρώπων Tου Νικου Γ. Ξυδακη, Καθημερινή, Kυριακή, 25 Iουνίου 2006
Δεν μπορώ να αποφύγω το θέμα: τους νέους. Θυμηθήκαμε ότι υπάρχουν νέοι, επειδή μυρίσαμε τον καπνό των καταλήψεων, και πολλοί μαζί πέσαμε πάνω τους. Οχι για να διακρίνουμε τη φωτιά πίσω από τον καπνό, όχι για ν’ αφουγκραστούμε τι λένε, τι ψιθυρίζουν και τι εννοούν, αλλά για να τους πούμε τι πρέπει να λένε, πώς πρέπει να σκέφτονται, ακόμη και πώς πρέπει να αισθάνονται. Θυμηθήκαμε ότι υπάρχουν νέοι, δηλαδή νέοι που βγάζουν γλώσσα, που αυθαδιάζουν, που τεμπελιάζουν και ρεμπελεύουν, νέοι που δεν είναι ακριβώς όπως στις διαφημίσεις της κινητής τηλεφωνίας και του Playstation: σπασικλάκια με έξαλλο ντύσιμο και ασύμμετρο μαλλί, που χοροπηδάνε πανευτυχή έξω από τα mall με το καινούργιο γκάτζετ. Α, τούτοι δω λερώνουν τις αγελάδες του Cow Parade, πίνουν μπίρα απ’ το μπουκάλι, περιφρονούν τη μισθωτή εργασία, μιλούν ξύλινα σαν συνδικαλιστές... Α, ναι, είναι κοτζάμ είκοσι χρόνων και δεν μιλούν σαν τον Μαρωνίτη. Όλο όχι λένε αυτά τα παιδιά, τι κρίμα... Δεν καταφάσκουν την κοινωνία των μεγάλων, τη θαυμαστή κοινωνία που τους παραδίδουμε, δεν έχουν θετικά vibes, είναι εναντίον των μεταρρυθμίσεων, μες στην άρνηση βουτηγμένα τα παλιόπαιδα. Δεν είναι ευγνώμονες για το καρτοκινητό που τους χαρίστηκε και για τη λιτανεία του βιογραφικού που τους περιμένει. Δεν είναι ευχαριστημένα με τον πολιτισμό της Eurovision και του Πάμε Στοίχημα, δεν χορταίνουν με τα WiFi σημεία στο Σύνταγμα και στα Starbucks, δεν αρκούνται στο dream της μερικής–απασχόλησης–με–Ph.D. Αχάριστα παλιόπαιδα. Είναι παλιόπαιδα. Πράγματι. Γιατί είναι παιδιά μας. Παιδιά παλιανθρώπων. Να παραδεχτούμε, λοιπόν, ότι εμείς τα κάναμε έτσι κακομαθημένα, απείθαρχα και αντιδραστικά, επειδή είμαστε εμείς απείθαρχοι, άρπαγες και λουφαδόροι. Ειδάλλως, να παραδεχτούμε ότι αποτύχαμε σαν γονείς, σαν δάσκαλοι και σαν κοινωνία· προσπαθήσαμε ίσως, αλλά αποτύχαμε. Τα κάναμε όλα λάθος, στραβά, από βαριά αμέλεια, με ατζαμοσύνη, με υποκρισία – υποκρισία, ορισμένως. Τους τα δώσαμε όλα, φροντιστήρια, γκάτζετ, κινητά, ADSL, τα περάσαμε από την κρεατομηχανή λυκείου–πανελλαδικών, τα παρκάραμε στη χωματερή των υποβαθμισμένων και πληθωρισμένων ΑΕΙ – ΤΕΙ, και τελειώσαμε, κάναμε το χρέος μας. Τώρα, μετά τριάντα έτη ψευδο–μεταρρυθμίσεων και απατηλών μετωνυμιών, μετά τη μαζική διασπορά μαζικών πτυχίων σε μια όλο και πιο ρηχή αγορά εργασίας, μετά τη βαθιά απαξίωση της μόρφωσης και του σχολείου, τους λέμε ότι η υπαρξιακή δυσφορία τους δεν δικαιολογείται, ότι οφείλουν να στηθούν πάλι σαν πειραματόζωα για μια ακόμη αλλαγή προς το καλύτερο. Οπως τριαντα–τόσα χρόνια τώρα... Και τα παλιόπαιδα αρνούνται. Μας εκδικούνται αυτοακρωτηριαζόμενα, κλωτσώντας το υπέροχο μέλλον που τους στρώνουμε. Ανάποδα: Μια κοινωνία που αποθεώνει και λιγουρεύεται και εμπορεύεται τη νεότητα, πώς τα γυρνάει και τη λοιδορεί όταν αυτή η νεότης ξεφεύγει απ’ τις νόρμες; Με ποια λογική, μάλλον ποιο θράσος, ζητάμε από τους νέους να αποδεχθούν το μέλλον που τους ετοιμάζεται λαμπερό και κούφιο; Να μην είναι αρνησίες και ρέμπελοι στα είκοσί τους χρόνια; Μα κανείς από τους ορθοτομημένους επικριτές τους δεν υπήρξε είκοσι χρόνων; Ολοι γέροι και σοφοί γεννήθηκαν; Δεν δικαιολογώ τα σπασίματα και τους βανδαλισμούς, αλλά να, υποψιάζομαι ότι η κοινωνία είναι και πεδίο συγκρούσεων, δεν είναι γήπεδο σκουός για αγγέλους, δεν είναι το βασίλειο της αξιοκρατίας και της αλληλοπεριχώρησης. Υποψιάζομαι επίσης ότι ένας 18χρονος ή 20χρονος νιώθει αθάνατος, ικανός να αρνηθεί το «καλό» του, από γινάτι και αποκοτιά, κι όχι από υπολογισμό. Την ύπαρξή του συγκλονίζει ο σπασμός της άρνησης, η μέθη της υπέρβασης· τη συνείδησή του διαμορφώνει η πολιτική οικονομία της αδρεναλίνης και του ρεμπελιού – ενός ρεμπελιού προστατευμένου ενδεχομένως, υπό τη σκέπη του οικογενειακού ψυγείου και του χαρτζιλικιού, αλλά όχι λιγότερο απαιτητού. Το ζητάει ο οραγανισμός του. Είναι το μόνον ίσως του βίου τίναγμα, σωματικό και θυμικό, προς εξεγερσιακή τροπή, ένας σπασμός του φαντασιακού προς το ρεμπελιό, μια παράταση ρέμπελης αγελαίας ζωής, λίγο πριν από τον σταβλισμό. Ας αφήσουμε τα παλιόπαιδα να σπαταλήσουν τη ζωή τους όπως θέλουν. Το μαντρί τα περιμένει.
|
|