|
|
Η μέθοδος του Χέγκελ (Roger Garaudy) […]
Έτσι λύνεται οριστικά, για το Χέγκελ, το πρόβλημα πού είχε αντιμετωπίσει στα νεανικά του χρόνια, σχετικά με την αρχαία «Πολιτεία»: το πρόβλημα της αρμονίας του ατόμου και της κοινωνίας, της ενότητας του μέρους και του όλου, που είχε γίνει πιο περίπλοκο όταν είχε προσπαθήσει να ενσωματώσει σ' αυτό το σύνολο, σαν μια απ’ τις στιγμές του, την υποκειμενικότητα του ατόμου, που, με το χριστιανισμό, είχε πάρει μιαν απόλυτη άξια. Η αναρχική ανάπτυξη της «πολιτικής κοινωνίας», δηλαδή της οικονομικής σφαίρας των αντίπαλων ιδιωτικών συμφερόντων και των ανταγωνιστικών προσωπικών φιλοδοξιών, είχε δυσκολέψει ακόμα παραπάνω τη λύση του προβλήματος. Το ναπολεόντειο Κράτος, όμως, έδωσε το πρότυπο αυτού του ξεπεράσματος των αντιφάσεων, με το οποίο η απόλυτη γνώση του Χέγκελ θα γίνει ταυτόχρονα δικαίωση άλλα και θεωρητική μετάθεση. Η σημαντικότερη έννοια της εγελιανής μεθόδου είναι αυτή του συνόλου. Από την πρώτη κιόλας σελίδα του Προλόγου του στη Φαινομενολογία του Πνεύματος, ο Χέγκελ, αναλογιζόμενος τον αναγκαστικά συστηματικό χαρακτήρα της φιλοσοφίας, χρησιμοποιεί την αναλογία του ζωντανού οργανισμού:
«Η ανατομία — η γνώση, των μερών του σώματος ανεξάρτητα απ’ τις ζωτικές σχέσεις πού έχουν μεταξύ τους», (σελ. 5).
δεν μας επιτρέπει ν’ αποκτήσουμε το ίδιο το πράγμα.
«Μόνο σαν επιστήμη, ή σαν σύστημα, η γνώση γίνεται ουσιαστικά πραγματική, και μόνο έτσι μπορεί ν' αναπαρασταθεί» (σελ. 22)
Άλλα το σύνολο, με τη διαλεκτική, εγελιανή έννοια του όρου, δεν είναι μια απλή αρμονία: είναι η σύνθεση της ενότητας και της αρνητικότητας. Σ’ αυτήν, το Ον επικυρώνει μόνο του την ταυτότητα του αφού πρώτα αρνήθηκε τον εαυτό του. Η μέθοδος εκφράζει αυτή τη δομή του οργανικού συνόλου του όντος:
«Η μέθοδος δεν είναι άλλο από τη δομή του όλου εκφρασμένου στην αγνή ουσιαστικότητά του» (σελ. 41)
Αυτό το οργανικό σύνολο δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό στατικά: βρίσκεται σε κίνηση, σε γίγνεσθαι, σε ζωή. Το «Όλο» της πραγματικότητας, λοιπόν, δεν εκφράζεται μόνο από το τελικό του αποτέλεσμα., ούτε μόνο από τα στάδια της εξέλιξης του που το οδήγησαν εκεί, ούτε μόνο απ’ την αρχική φόρα πού του ‘δωσε την κίνηση, αλλά απ’ το σύνολο αυτών των «στιγμών» ενός ζωντανού οργανικού συνόλου:
«Αλήθεια, το πράγμα δεν εξαντλείται με το σκοπό του, αλλά με την ενημέρωση του. Ούτε το αποτέλεσμα είναι το σύνολο ουσιαστικά πραγματικό. Είναι τέτοιο μόνο με το γίγνεσθαι. Ο σκοπός είναι το παγκόσμιο χωρίς ζωή, όπως η τάση είναι μόνο η φόρα πού λείπει από την ουσιαστική της πραγματικότητα, και το γυμνό αποτέλεσμα είναι το πτώμα πού άφησε πίσω της ή τάση» (σελ. 7)
Κάθε πραγματική γνώση πρέπει να περάσει από τρεις στιγμές: τη στιγμή του άμεσου ή του αφηρημένου παγκόσμιου, τη στιγμή της άρνησης του, που είναι στοχασμός, μεσολάβηση, και τη στιγμή του συγκεκριμένου συνόλου, του συγκεκριμένου παγκόσμιου, δηλαδή του αποτελέσματος που διατηρεί και περιέχει μέσα του τη στιγμή της άρνησης, του στοχασμού, της μεσολάβησης. Αν πούμε πως η μέθοδος της γνώσης είναι διαλεκτική, είναι σα να λέμε πως δεν μπορεί να υπάρξει άμεση γνώση. Είναι σα ν’ αρνιόμαστε όχι μόνο τη δυνατότητα να φτάσουμε στην αλήθεια χάρη σε μιαν άμεση αισθητήρια διαίσθηση, αλλά και την πιθανότητα να φτάσουμε σ’ αυτήν διαμέσου μιας απομονωμένης έννοιας. Το χαρακτηριστικό της διαλεκτικής μεθόδου είναι πως εκφράζει την αδυνατότητα τόσο της άμεσης αισθητήριας διαίσθησης όσο και της απόλυτης απομόνωσης μιας έννοιας. Αυτή η διπλή άρνηση βασίζεται στη θεώρηση της ίδιας της φύσης του όντος που θέλουμε να γνωρίσουμε: αν ο κόσμος αποτελεί μια οργανική ολότητα και αν κινείται σαν ζωντανό ον, τότε κάθε στατική και εκπληρωμένη αντίληψη για την κατανόηση του, κάθε αποκοπή τής αισθητήριας διαίσθησης ή αφηρημένης κατανόησης είναι παράνομη. Δεν μπορεί να μας χαρίσει την πραγματική γνώση του όντος αυτού, όπως ένας κουβάς νερό παρμένο απ’ το ποτάμι δεν μας επιτρέπει να γνωρίσουμε το ρεύμα του. Αλλ’ αυτή η τελευταία μεταφορική έννοια είναι ακατάλληλη, γιατί αποτελεί ένα απ' τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά της εγελιανής αντίληψης της διαλεκτικής που, για να γίνει δυνατή μία απόλυτη γνώση, απαιτεί την τελείωση της κίνησης με την οποία πραγματοποιείται το Ον. Πράγματι, αν μια αισθητήρια διαίσθηση ή μια αντίληψη δεν μπορούν να βρουν όλο τους το νόημα και να θεωρήσουν πραγματικές παρά μόνο στη σχέση τους με το παν, τότε δεν θα μπορούσε να υπάρξει καμιά απόλυτη αλήθεια αν δεν έχει προηγηθεί μια τελείωση του Παντός. Το οριστικό σταμάτημα τής Ιστορίας είναι ο πρώτος απαραίτητος όρος για να υπάρξει μια απόλυτη αλήθεια. Έτσι, μόνο ο Χέγκελ μπορεί να δώσει μια βάση σ' αυτό που για κείνον αποτελεί το υπέρτατο κριτήριο της αλήθειας: την κυκλικότητα.
«Το αληθινό είναι το γίγνεσθαι του εαυτού, ο κύκλος που προϋποθέτει και που έχει στην αρχή του το τέλος του και το σκοπό του, που γίνεται ουσιαστικά πραγματικός μόνο αναπτύσσοντας την ενημέρωση του και φτάνοντας στο τέλος του». (Φαινομενολογία, σελ. 18).
Αυτή η ιδέα της κυκλικότητας είναι απαραίτητη στο Χέγκελ για να δικαιολογήσει τη μέθοδο ανάπτυξης του συστήματος του που είναι αυταπόδεικτο. Αν υπάρχει πραγματικά ένα πλήρες και τελειωμένο σύνολο ιδεών και πραγμάτων, μπορούμε να ξεκινήσουμε απ’ όπου θέλουμε, γιατί
«αυτή η άποψη που έτσι φαίνεται άμεση, πρέπει να γίνει, στο εσωτερικό της επιστήμης (δηλαδή του συστήματος R.G.), το αποτέλεσμα και μάλιστα το ύστατο αποτέλεσμα. Μέσα του ξαναβρίσκει την αρχή της κι επανέρχεται στον εαυτό της. Γι’ αυτό η φιλοσοφία μοιάζει με κύκλο που επανέρχεται στον εαυτό του». (Εγκυκλοπαίδεια, Παρ. 17)
Στις τελευταίες σελίδες της Λογικής πάνω στην «απόλυτη Ιδέα», ο Χέγκελ δείχνει καθαρά πως αυτή η έννοια της κυκλικότητας είναι το βασικό κλειδί της μεθόδου του, της θεωρητικής διαλεκτικής του:
«Η μέθοδος της αλήθειας ξέρει κι αυτή πως η αρχή είναι ατελής επειδή είναι αρχή, άλλα ξέρει επίσης πως αυτή η ατέλεια είναι απαραίτητη γιατί η αλήθεια δεν είναι άλλο από επιστροφή στον εαυτό της διαμέσου της αρνητικότητας της αμεσότητας (...). Χάρη στη μέθοδο που μόλις περιγράφαμε, η επιστήμη εμφανίζεται σαν κλειστός κύκλος...» (Λογική, σελ. 570-571).
Αυτή η αντίληψη δίνει τελειωτικό χαρακτήρα στην εγελιανή διαλεκτική: το αρχικό της κίνητρο είναι κι ο τελικός σκοπός της, και η ίδια η αντίφαση δε βρίσκει όλο της το νόημα παρά μόνο σε σχέση μ' αυτό τον τελικό σκοπό. Μόνο αν γνωρίζουμε το τέλος, μπορούμε να καταλάβουμε την ιστορία της ανάπτυξης. Όλη η ανάπτυξη περιέχεται απ’ την αρχή στο σπόρο. Γιατί η αρχή αποτελεί κιόλας μια συγκεκριμένη ολότητα, κι αυτό που επιφανειακά μοιάζει με αντίφαση, με κινητήρια αντίφαση, στην πραγματικότητα είναι η αδυναμία που έχει αυτή η αρχή, ή, αυτός ο σπόρος, ή αυτή η άμεση αλήθεια, να φανούν αυτάρκεις. Αλλ’ αυτή η ανεπάρκεια υπάρχει και μπαίνει σε δοκιμασία μόνο χάρη στην ολότητα. Σε σχέση με το σύνολο, κάθε στιγμή αποτελεί στην πραγματικότητα μιαν αφαίρεση και, σαν τέτοια, είναι ανεπαρκής. Απ’ την αρχή συμβαίνει αυτό στη Λογική του Χέγκελ. Η ύπαρξη κι η ανυπαρξία δεν υπάρχουν σαν τέτοιες για να σχηματίσουν με τη σύνθεση τους το γίγνεσθαι. Απεναντίας, το γίγνεσθαι είναι η πρώτη συγκεκριμένη πραγματικότητα, μέσα στην οποία η ύπαρξη κι η ανυπαρξία εμφανίζονται σαν αφαιρέσεις εξαιτίας της ανεπάρκειας και της αντίφασης τους.
«Πηγαίνοντας στο βάθος των πραγμάτων, βρίσκουμε όλη την ανάπτυξη μέσα στο σπόρο». (Λογική, I, σελ. 24)
Τη βρίσκουμε εκεί μέσα γιατί, στην πραγματικότητα, η συγκεκριμένη ολότητα, κατασκευασμένη από κάθε άλλο παρά αφηρημένους όρους, ανεπαρκείς και αντιφατικούς, πού μπαίνουν σε κίνηση εξαιτίας ακριβώς της αντιφατικότητας, της ανεπάρκειας και του αφηρημένου χαρακτήρα τους, αποτελεί τον τελικό σκοπό που καλεί προς αυτόν όλο το γίγνεσθαι και που, με την παρουσία του, δραστήρια κιόλας απ' την αρχή, κάνει κατανοητή την αφαίρεση, την ανεπάρκεια και την αντίφαση του κάθε όρου. Συνοπτικά, αυτή η αντίληψη της ολότητας, βασικό στοιχείο της διαλεκτικής του Χέγκελ: 1. εξυπακούει έναν κόσμο τελειωμένο,, μιαν ιστορία συμπληρωμένη ή, τουλάχιστον, μιαν ιστορία της οποίας το τέλος αρχίζει να διαφαίνεται. 2. εξυπακούει πως γνωρίζουμε αυτό το τέλος, γιατί αλλιώς η κυκλικότητα που είναι απαραίτητη για να υπάρξει μια απόλυτη αλήθεια δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί. Μ’ αυτούς τους δύο όρους, η πραγματικότητα επιδέχεται περίφημα τη λογική γιατί κατά βάθος είναι πανομοιότυπη με τη λογική. Εδώ έχουμε το δεύτερο θεμελιώδες χαρακτηριστικό της εγελιανής μεθόδου: η μέθοδος δεν είναι ξένη προς το αντικείμενο. Η μέθοδος δεν είναι μόνο ένα μέσο για να φτάσουμε στη γνώση, ένα εξωτερικό όργανο. Η μέθοδος είναι η λογική που βρίσκει και αναγνωρίζει τον εαυτό της σ’ όλα τα πράγματα. Η μέθοδος είναι η ιδέα που συνειδητοποιεί την ταυτότητα της υποκειμενικής της έννοιας και της αντικειμενικής της πραγματικότητας. Αυτό που ο Χέγκελ ονομάζει «σοβαρότητα» της ζωής είναι η διείσδυση, στη βίωση του κάθε πράγματος. Η διαλεκτική δεν είναι μόνο η ζωή της σκέψης, αλλά η ζωή της φύσης, της ύλης σ' όλους τους βαθμούς της περιπλοκής της. Η μέθοδος εκπληρώνει απόλυτα την αποστολή της μόνο όταν η ίδια η λογική παύει να περιέχει κάτι άγνωστο και ξένο: ούτε υπερβατικότητα του Θεού, ούτε εξωτερικότητα των πραγμάτων. Ο Χέγκελ αντιπαρατάσσει τη μέθοδο του ταυτόχρονα στην παραδοσιακή μεταφυσική και στα μαθηματικά. Στην παραδοσιακή μεταφυσική κάθε πράγμα έβρισκε νόημα με την εξάρτηση του από έναν υπερβατικό Θεό:
«Το νόημα, κάθε πράγματος που υπάρχει βρισκόταν στο νήμα φωτός που το συνέδεε με τον ουρανό. (Φαινομενολογία, I, σελ. 10). «Στη μαθηματική γνώση, η σκέψη είναι μια πράξη ξένη προς το πράγμα». (Φαινομενολογία, I, σελ. 37).
Αυτό οφείλεται αρχικά στη φύση του αντικειμένου που είναι το μεγαλείο, το διάστημα, και γενικά η μεγάλη, ποσότητα, στην οποία δεν μπορεί να περιοριστεί το Ον. Αυτή η γνώση, λοιπόν, είναι αφηρημένη και τυπική. Είναι μια γνώση κατανόησης που αφορά μόνο μιαν άποψη, μιαν αφηρημένη στιγμή του Όντος. Κάτω απ' το πρίσμα του υποκειμένου που γνωρίζει, αυτό μεταφράζεται με την απουσία τελικού σκοπού στη μαθηματική απόδειξη. Αυτή η μαθηματική μέθοδος,, εξωτερική προς το πράγμα, ταιριάζει μόνο σε αφηρημένα αντικείμενα, ενώ στη φιλοσοφία
«η μέθοδος είναι η συνείδηση του σχήματος που παίρνει η εσωτερική κίνηση του περιεχομένου του». (Λογική, I, σελ. 40. Βλέπε ακόμα Εγκυκλοπαίδεια, Παρ. 10, R.)
Ο Χέγκελ επισυνάπτει με ειρωνεία στον Καντ την κατηγορία που θέλησε να εξετάσει την ικανότητα μας να μάθουμε πριν ακόμα μάθουμε: είναι —όπως είπε— σα να θες να μάθεις κολύμπι χωρίς να μπεις στα νερό. Αντιφατικό επιχείρημα γιατί η κριτική, ή η γνώση της γνώσης, είναι κιόλας μια γνώση κι έτσι βρισκόμαστε κλεισμένοι σ' ένα φαύλο κύκλο. Είναι πράγματι αυθαίρετο να θέλουμε, ξεκινώντας από μια οποιαδήποτε γνώση μας, να ξεχωρίσουμε μέσα της αυτό που είναι υποκειμενικό κι αυτό που υπάρχει ανεξάρτητα από κάθε γνώση (για την οποία, φυσικά, δεν μπορούμε να πούμε τίποτα). Η έννοια του «καθαυτό πράγματος» είναι απόλυτα κενή, φαντασματική: μας βάζει να εκφράζουμε την πραγματικότητα αφαιρώντας της πρώτα όλα όσα ξέρουμε γι’ αυτήν. Αυτός ο υποτιθέμενος διαχωρισμός ανάμεσα στο περιεχόμενο της συνείδησης και στο σχήμα της είχε οδηγήσει κιόλας τους δογματικούς λογικούς να
«υποθέτουν πως η ύλη της γνώσης υπάρχει σαν ένας κόσμος τέλεια εκπληρωμένος έξω απ' τη σκέψη, πως η σκέψη είναι ουσιαστικά κενή, πως, σαν μορφή, έρχεται να εφαρμοστεί εξωτερικά σ' αυτή την ύλη, να γεμίσει απ' αυτήν, και μόνο έτσι ν' αποκτήσει κάποιο περιεχόμενο και κάποιαν αληθινή γνώση». (Λογική, I, σελ. 28)
Το περιεχόμενο δεν είναι ποτέ ένα «δεδομένο» απομονωμένο: η ιδέα και η ύλη της, το υποκειμενικό και το αντικειμενικό είναι στενά δεμένα στη συνείδηση μας: δε μπορεί ν' αποχωριστεί το ένα απ' τ' άλλο και ν' απομονωθεί παρά μόνο με αφαίρεση. Αντί να συλλάβουμε έναν κόσμο εκπληρωμένο χωρίς αυτήν, η σκέψη μπορεί να ξεκινήσει μόνο από μιαν άμεση ολότητα κάπως συγκεχυμένη, και ν' ανυψωθεί πάνω απ' αυτή την αμεσότητα αποκαλύπτοντας προοδευτικά τους δεσμούς που ενώνουν τις διάφορες στιγμές αυτής της εμπειρίας: αναγνωρίζουμε τότε την αντικειμενικότητα της ίδιας της φαινομενικότητας, την πλήρη ενότητα του υποκειμένου και του αντικειμένου, την κίνηση των πραγμάτων μέσα στην κίνηση των ιδεών. Το πέρασμα της άμεσης γνώσης στην Ιδέα περιγράφεται μ' όλες τις διαδοχικές στιγμές του στη Φαινομενολογία του Πνεύματος. Στο τέλος της μεθοδικής αυτής μύησης στην απόλυτη γνώση, η συνείδηση
«θα εισδύσει στην ύλη, ακολουθώντας την ίδια την κίνηση της ύλης (...). Η επιστημονική γνώση απαιτεί να εγκαταλειφθούμε στη ζωή του αντικειμένου, ή, πράγμα που σημαίνει το ίδιο, να έχουμε μπροστά μας και να εκφράζουμε την εσωτερική ανάγκη αυτού του αντικειμένου.» (Φαινομενολογία, I, σελ. 47)
Αυτό που ο Χέγκελ θεωρεί σαν κύριο στόχο του φιλοσοφικού του έργου είναι να πραγματοποιήσει το σκοπό που έδινε ο Αριστοτέλης στη φιλοσοφία:
«ν' αφήσουμε το Πράγμα να ενεργήσει μέσα μας» (Εγκυκλοπαίδεια, Παρ. 577).
Roger Garaudy, για να γνωρίσετε τη σκέψη του Χέγκελ, Άπειρον, 1979, σ. 37-43
|
|