|
|
Τόμας Χόμπς (από τον Λεβιάθαν) XVII. Περί των σκοπών, της γέννησης και του ορισμού μιας πολιτικής κοινότητας
Ο τελικός λόγος στόχος ή σκοπός, για τον οποίο οι άνθρωποι (που αγαπούν από φυσικού τους την ελευθερία και την κυριαρχία επί των άλλων) επιβάλλουν περιορισμούς στον εαυτό τους (περιορισμούς που χαρακτηρίζουν τη ζωή σε μια πολιτική κοινότητα), είναι η πρόνοια για την αυτοσυντήρηση τους και κατ' επέκταση για μια πιο ευχάριστη ζωή· η απεμπλοκή τους, με άλλα λόγια, από την άθλια κατάσταση του πολέμου, που αναγκαστικά απορρέει, όπως καταδείχθηκε, από τα φυσικά τους πάθη, όσο δεν υφίσταται μια ορατή εξουσία που να τους προκαλεί δέος και να τους δεσμεύει, με το φόβο της τιμωρίας, να εκτελούν τις συμβάσεις τους και να τηρούν τους νόμους της φύσης, όπως αυτοί έχουν διατυπωθεί στα κεφάλαια XIV και XV. Πράγματι, οι νόμοι της φύσης, όπως η δικαιοσύνη, η ευθυδικία, η μετριοπάθεια, η ευσπλαχνία και κοντολογής το «κάνε στους άλλους ό,τι θα ήθελες να σου κάνουν εκείνοι», από μόνοι τους, χωρίς το φόβητρο κάποιας εξουσίας που να επιβάλλει την τήρηση τους, αντίκεινται στα φυσικά πάθη μας, που μας εξωθούν στη μεροληψία, την οίηση, την εκδίκηση και τα παρόμοια. Οι συμβάσεις, δίχως το ξίφος, δεν είναι παρά λόγια, εντελώς αδύναμα να εξασφαλίσουν οποιονδήποτε ακόμα και στο παραμικρό. Παρά τους νόμους της φύσης, επομένως (τους οποίους ο καθένας δύναται να τηρεί, αν το θέλει και αν μπορεί να το κάνει ακίνδυνα), αν δεν ιδρυθεί μια εξουσία επαρκώς ισχυρή για την προστασία μας, ο καθένας θα βασίζεται νομίμως στη δική του δύναμη και δεξιότητα για να προστατευθεί από τους υπόλοιπους. Σε κάθε μέρος όπου οι άνθρωποι ζούσαν σε μικρές οικογένειες, το να κλέβουν και να ληστεύουν ο ένας τον άλλο αποτελούσε επιτήδευμα, το οποίο όχι μόνο δεν εθεωρείτο αντίθετο στο νόμο της φύσης, αλλά, αντίθετα, όσο μεγαλύτερη ήταν η λεία, τόσο μεγαλύτερης υπόληψης έχαιρε. Σε αυτές τις συνθήκες, οι άνθρωποι τηρούσαν μόνο τους νόμους τιμής· απέφευγαν δηλ. την ωμότητα και δεν έβλαπταν τη ζωή των άλλων και τα σύνεργα του νοικοκυριού τους. Κατά πως έπρατταν τότε οι μικρές οικογένειες, πράττουν τώρα (για την ασφάλεια τους) οι πόλεις και τα βασίλεια, που δεν είναι παρά μεγαλύτερες οικογένειες. Επεκτείνουν, αυτές, τις επικράτειες τους με το πρόσχημα του κινδύνου ή του φόβου κινδύνου ή του φόβου εισβολής ή της παροχής βοήθειας σε άλλους εισβολείς- και δικαίως προσπαθούν, όσο περισσότερο γίνεται, να καθυποτάξουν ή να εξασθενίσουν τους γείτονες τους, είτε με απροσχημάτιστη βία, είτε με μυστικά τεχνάσματα, εφόσον δεν μπορούν να προφυλαχτούν αλλιώς. Και με σεβασμό τις θυμούνται οι κατοπινοί γι’ αυτούς τους λόγους. Ούτε η συνένωση ολιγάριθμων ανθρώπων παρέχει ασφάλεια, επειδή, όταν οι αριθμοί είναι μικροί, και μικρές ακόμα προσθήκες στη μια ή στην άλλη πλευρά μεγαλώνουν τόσο την υπεροχή της, όσο αρκεί για να φέρουν τη νίκη και συνεπώς ενθαρρύνουν την εισβολή. Το πόσοι επαρκούν ώστε να είναι η ασφάλεια μας εγγυημένη, δεν καθορίζεται από κάποιο συγκεκριμένο αριθμό, αλλά συγκριτικά, ανάλογα με το μέγεθος του εχθρού που φοβόμαστε. Και επάρκεια υφίσταται μόνον όταν το πλεονέκτημα του εχθρού παύει να είναι τόσο πασίδηλο και εντυπωσιακό, ώστε, προκαταλαμβάνοντας την έκβαση του πολέμου, να τον παρακινεί να τον επιχειρήσει. Ακόμα κι αν τύχει να είναι ο αριθμός των ανθρώπων ο μεγαλύτερος δυνατός, εφόσον οι πράξεις τους κατευθύνονται από τις ατομικές κρίσεις και ορέξεις τους, δεν μπορούν να προσδοκούν προστασία και άμυνα ούτε απέναντι στον κοινό εχθρό του ούτε σε σχέση με τις αναμεταξύ τους αδικοπραγίες. Γιατί διχογνωμώντας ως προς την αποτελεσματικότερη χρήση και άσκηση της δύναμης τους δεν αλληλοβοηθιούνται παρά αλληλοεμποδίζονται· και τελικά αυτή η αμοιβαία αντιπαράθεση εκμηδενίζει τη δύναμη τους. Τπ' αυτές τις συνθήκες, εύκολα θα υποταχθούν έστω και σε ελάχιστους, οι οποίοι, ωστόσο, ομογνωμούν, ή, «αν δεν υπάρχει κοινός εχθρός, θ' αρχίσουν τον αναμεταξύ τους πόλεμο, κινούμενοι από τα ιδιαίτερα συμφέροντα τους. Διότι, αν ήταν δυνατόν να υποθέσουμε ότι πολυάριθμοι άνθρωποι συγκατατίθενται να τηρούν τη δικαιοσύνη και τους άλλους νόμους της φύσης χωρίς το φόβητρο μιας κοινής εξουσίας, τότε θα ήταν δυνατόν να υποθέσουμε και ότι όλη η ανθρωπότητα μπορεί να κάνει το ίδιο. Τότε όμως ούτε θα υπήρχε ούτε θα ήταν αναγκαίο να υπάρχουν πολιτική κυβέρνηση ή πολιτική κοινότητα εν γένει, εφόσον η ειρήνη θα ήταν δυνατή δίχως υποταγή. Ούτε είναι αρκετό για την ασφάλεια, που οι άνθρωποι επιθυμούν να διαρκέσει για όλη τους τη ζωή, το να κυβερνιούνται και να κατευθύνονται από μια ενιαία ηγεσία μόνο για ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα, όπως σε μια μάχη ή σ' ένα πόλεμο. Γιατί μολονότι με την ομόθυμη προσπάθεια κατανικούν έναν εξωτερικό εχθρό, στη συνέχεια, όταν θα πάψει να υφίσταται κοινός εχθρός και ο ένας θεωρεί, ενδεχομένως, εχθρό εκείνον που ο άλλος θεωρεί φίλο, θα διαλυθούν κατ' ανάγκη εξαιτίας των διαφορετικών τους συμφερόντων και θα ξαναρχίσουν το μεταξύ τους πόλεμο. Είναι αλήθεια ότι ορισμένα έμβια πλάσματα, όπως οι μέλισσες και τα μερμήγκια, ζουν σε κοινωνίες (γι' αυτό άλλωστε και ο Αριστοτέλης τα συγκαταλέγει στα πολιτικά όντα). Μολοντούτο δεν υπακούουν παρά στις ατομικές κρίσεις και ορέξεις τους, και επιπλέον δεν διαθέτουν ομιλία, έτσι ώστε το ένα να μπορεί να πει στο άλλο τι θεωρεί πιο πρόσφορο για το κοινό τους όφελος. Κάποιοι, λοιπόν, ίσως επιθυμούν να γνωρίσουν γιατί το ανθρώπινο είδος αδυνατεί να συμπεριφερθεί με παρόμοιο τρόπο. Σε αυτό το ερώτημα απαντώ: Πρώτον, ότι οι άνθρωποι, αντίθετα απ' αυτά τα πλάσματα, βρίσκονται σε συνεχή ανταγωνισμό για τις τιμές και τα αξιώματα-για το λόγο αυτό ανάμεσα στους ανθρώπους γεννιέται ο φθόνος, το μίσος και τελικά ο πόλεμος, ενώ κάτι τέτοιο δε συμβαίνει σ' εκείνα. Δεύτερον, ότι γι' αυτά τα πλάσματα το κοινό καλό δεν διαφέρει από το ατομικό· καθώς λοιπόν εκ φύσεως επιδιώκουν το ιδιωτικό τους συμφέρον, εξυπηρετούν ταυτόχρονα και το κοινό όφελος. Αλλά ο άνθρωπος, του οποίου η ευχαρίστηση έγκειται στο να συγκρίνει τον εαυτό του με τους άλλους, δεν μπορεί να απολαύσει παρά μόνον ό,τι υπερέχει σε σχέση με όσα κατέχουν οι άλλοι. Τρίτον, ότι αυτά τα πλάσματα, επειδή δεν διαθέτουν (όπως ο άνθρωπος) ορθό Λόγο, ούτε διακρίνουν ούτε θαρρούν πως διακρίνουν κάποια σφάλματα στη διαχείριση του κοινού έργου τους. Πολλοί άνθρωποι, αντιθέτως, φρονούν ότι είναι σοφότεροι και ικανότεροι των υπολοίπων όσον αφορά την διακυβέρνηση του δημοσίου-και όλοι προσπαθούν, ο ένας με τον τάδε κι ο άλλος με το δείνα τρόπο, να μεταρρυθμίσουν και να καινοτομήσουν, προκαλώντας τελικά διχόνοια και εμφύλιο πόλεμο. Τέταρτον, ότι αυτά τα πλάσματα, ενώ κάνουν κάποια χρήση της φωνής για να ανακοινώνουν αμοιβαία τις επιθυμίες και τα λοιπά αισθήματα τους, στερούνται, εντούτοις, της τέχνης του λόγου, χάρη στην οποία ορισμένοι άνθρωποι καταφέρνουν να παρουσιάζουν στους άλλους το καλό έτσι ώστε να μοιάζει κακό ή το κακό έτσι ώστε να μοιάζει καλό, ή ακόμα να μειώνουν ή να μεγενθύνουν φαινομενικά το κακό και το καλό, δυσαρεστώντας έτσι τους ανθρώπους και διαταράσσοντας κατά βούληση την ειρήνη. Πέμπτον, τα άλογα πλάσματα αδυνατούν να διακρίνουν την προσβολή από την πρόκληση βλάβης και συνεπώς, εφόσον διαβιούν με άνεση, δεν συγκρούονται με τα όμοια τους. Ενώ οι άνθρωποι, όσο ανετότερα ζουν, τόσο μεγαλύτερες ταραχές δημιουργούν επειδή τότε είναι που αρχίζει να τους αρέσει το να επιδεικνύουν τη σοφία τους και να ελέγχουν τις πράξεις όσων κυβερνούν την πολιτική κοινότητα. Τέλος, η συμφωνία μεταξύ αυτών των πλασμάτων είναι φυσική, ενώ μεταξύ των ανθρώπων είναι τεχνητή, εφόσον απαιτεί σύμβαση. Συνεπώς, δεν είναι να απορεί κανείς που, εκτός από τη σύμβαση, χρειάζεται και κάτι άλλο για να αποκτήσει η συμφωνία τους διάρκεια και σταθερότητα. Τούτο είναι μια κοινή εξουσία, ικανή να τους εμπνέει δέος και να κατευθύνει τις πράξεις τους προς το κοινό όφελος. Υπάρχει ένας και μοναδικός τρόπος συγκρότησης κοινής εξουσίας, ικανής να προστατεύει τους ανθρώπους από τις έξωθεν εισβολές και τις μεταξύ τους αδικοπραγίες, και να τους παρέχει ασφάλεια έτσι ώστε να ζουν ικανοποιημένοι, συντηρούμενοι από την εργασία τους και τους καρπούς της γης. Ο τρόπος είναι ο εξής: όλοι εκχωρούν ολόκληρη την δύναμη και την ισχύ τους σ' έναν άνθρωπο η σε μια συνέλευση ανθρώπων, στο πλαίσιο της οποίας είναι δυνατή, με βάση την αρχή της πλειοψηφίας, η αναγωγή όλων των βουλήσεων σε μία. Με άλλα λόγια, αναθέτουν σ' ένα άτομο ή σε μια συνέλευση ατόμων να τους εκπροσωπεί, έτσι ώστε ο καθένας να ορίζει και να αναγνωρίζει τον εαυτό του ως αυτεξούσιο εντολοδότη οποιασδήποτε ενέργειας επιτελεί ή προκαλεί ο εκπρόσωπος όλων για θέματα σχετικά με την κοινή ειρήνη και ασφάλεια, υποτάσσοντας ο καθένας τη βούληση του στη βούληση του τελευταίου και την κρίση του στην κρίση του. Και τούτο είναι παραπάνω από απλή συγκατάθεση ή συμφωνία, πρόκειται δηλ. για πραγματική ενοποίηση όλων σ' ένα και το αυτό πρόσωπο, δημιουργημένη μέσω της σύμβασης κάθε ανθρώπου με κάθε άλλον άνθρωπο, και μάλιστα με τέτοιο τρόπο σα να έλεγε κάθε άνθρωπος σε κάθε άλλο άνθρωπο: «Εξουσιοδοτώ αυτό το άτομο ή συνέλευση ατόμων και απεμπολώ το δικαίωμα μου να αυτοκυβερνώμαι υπό τον όρο ότι θα απεμπολήσεις και εσύ το ίδιο δικαίωμα σου και θα εξουσιοδοτήσεις τις πράξεις του κατά τον ίδιο τρόπο». Αφού γίνει αυτό, το πλήθος που ενοποιείται έτσι σε ένα πρόσωπο ονομάζεται Πολιτική Κοινότητα και στα λατινικά civitas. Ιδού, λοιπόν, η γένεση εκείνου του μεγάλου Λεβιάθαν, ή μάλλον (για να μιλήσουμε με μεγαλύτερο σεβασμό) εκείνου του θνητού θεού, στον οποίο οφείλουμε, ύστερα από τον αθάνατο Θεό, την ειρήνη και την διαφέντεψή μας. Διότι χάρη στην εξουσιοδότηση, η οποία του δόθηκε από το κάθε μέλος της πολιτικής κοινότητας, έχει στη διάθεση του τόση εξουσία και δύναμη, ώστε επισείοντας τες να μπορεί να κατευθύνει τη βούληση όλων προς τους σκοπούς της εσωτερικής ειρήνης και της αμοιβαίας αρωγής έναντι των εξωτερικών εχθρών. Αυτό αποτελεί την ουσία της πολιτικής κοινότητας, η οποία μπορεί να ορισθεί ως ένα πρόσωπο, στις πράξεις του οποίου ένας μεγάλος αριθμός ατόμων, μέσω της αμοιβαίας σύμβασης του κάθε ενός με κάθε άλλον, καθιστά τον εαυτό του αυτουργό, με το σκοπό να διαθέτει το παραπάνω πρόσωπο τα μέσα και τη δύναμη όλων, ώστε να διασφαλίσει, κατά όποιον τρόπο θεωρήσει κατάλληλο, την ειρήνη τους και την κοινή τους άμυνα. Ο φορέας αυτού του προσώπου ονομάζεται κυρίαρχος και καθώς λέγεται διαθέτει κυρίαρχη εξουσία. Εκτός από αυτόν όλοι οι υπόλοιποι είναι υπήκοοι. Η απόκτηση της κυρίαρχης εξουσίας γίνεται με δύο τρόπους. Από τη μια με τη φυσική βία, όπως όταν κάποιος υποχρεώνει τα παιδιά του να υποταχθούν μαζί με τα δικά τους παιδιά στην εξουσία του, επειδή έχει τη δύναμη να τα καταστρέψει αν αρνηθούν, ή όπως όταν επιβάλλει με πόλεμο τη βούληση του στους εχθρούς του, χαρίζοντας τους τη ζωή υπ' αυτόν τον όρο. Από την άλλη με την αμοιβαία συμφωνία των ανθρώπων να υποταχθούν εθελοντικά σε κάποιο άτομο ή συνέλευση ατόμων πιστεύοντας ότι θα τους προστατεύει έναντι όλων των άλλων. Τα δύο είδη πολιτικής κοινότητας που προκύπτουν έτσι αποκαλούνται αντιστοίχως πολιτική κοινότητα μέσω απόκτησης και πολιτική κοινότητα μέσω θέσμισης. Πρώτα θα μιλήσω για την πολιτική κοινότητα μέσω θέσμισης.
Τόμας Χομπς, Λεβιάθαν ή Ύλη, Μορφή και Εξουσία μιας εκκλησιαστικής και Λαϊκής Κοινότητας, Γνώση, 2006, 237-242
|
|