|
|
Ρούντολφ Κάρναπ, Η Μεταφυσική ως έκφραση
Έχουμε ήδη αναλύσει τις προτάσεις της Μεταφυσικής με την πλατιά σημασία του όρου, έτσι ώστε να περιλαμβάνη όχι μόνο την υπερβατική μεταφυσική, αλλά και τα προβλήματα της πραγματικότητας και, τέλος, τη φιλοσοφική ηθική. Ίσως να συμφωνήσουν πολλοί ότι οι προτάσεις όλων αυτών των ειδών της Μεταφυσικής δεν επιδέχονται επαλήθευση. Ότι δηλαδή η αλήθεια τους δεν μπορεί να ελεγχθή με την εμπειρία. Ίσως ακόμη πολλοί να δέχωνται ότι γι’ αυτόν τον λόγο δεν έχουν το χαρακτήρα των επιστημονικών προτάσεων. Όταν όμως πω ότι είναι δίχως νόημα, είναι φανερό ότι η συγκατάθεση θα φανή περισσότερο δύσκολη. Μπορεί κάποιος να αντιτείνη: αυτές οι προτάσεις στα βιβλία της Μεταφυσικής ασκούν ολοφάνερα μιαν επίδραση πάνω στον αναγνώστη, κάποτε πολύ έντονη: επομένως, εκφράζουν οπωσδήποτε κάτι, αλλά παρόλ' αυτά δεν έχουν νόημα, δεν έχουν θεωρητικό περιεχόμενο. Πρέπει να κάνουμε εδώ διάκριση ανάμεσα σε δύο λειτουργίες της γλώσσας, τις όποιες μπορούμε να ονομάσουμε «εκφραστική λειτουργία» και «παραστατική ή γνωστική λειτουργία». Σχεδόν όλες οι συνειδητές και ασυνείδητες κινήσεις ενός ατόμου, ακόμη οι γλωσσικές εκφράσεις του, εκφράζουν κάτι από τα αισθήματα του, την τωρινή του διάθεση, τις προσωρινές ή μόνιμες διαθέσεις του για αντίδραση και τα παρόμοια. Επομένως, μπορούμε να θεωρήσουμε σχεδόν όλες τις κινήσεις και τις λέξεις του ως συμπτώματα από τα όποια μπορούμε να βγάλουμε κάποιο συμπέρασμα για τα αισθήματα και το χαρακτήρα του. Αυτή είναι εκφραστική λειτουργία των κινήσεων και των λέξεων. Έκτος όμως από αυτήν, ένα μέρος των γλωσσικών εκφράσεων (λ.χ. «αυτό το βιβλίο είναι μαύρο») , κοιταγμένο ανεξάρτητα από τις άλλες γλωσσικές εκφράσεις και κινήσεις, εκτελεί μια δεύτερη λειτουργία: αυτές οι εκφράσεις αναπαριστούν μια συγκεκριμένη κατάσταση πραγμάτων· μας λένε τι ακριβώς συμβαίνει· αποδίδουν ένα κατηγόρημα σε κάτι, αποφαίνονται για κάτι. Σε ειδικές περιπτώσεις, αυτή η κατάσταση μπορεί να είναι η ίδια μ' εκείνη η οποία συνάγεται από μιαν ορισμένη έκφραση, αλλ’ ακόμη και σε τέτοιες περιπτώσεις πρέπει να κάνουμε σαφή διάκριση ανάμεσα στην πρόταση (κρίση) και στην έκφραση. Αν, λόγου χάρη, κάποιος γελά, μπορούμε να θεωρήσουμε το πράγμα αυτό ως σύμπτωμα της καλής του διάθεσης· αν, από την άλλη μεριά, μας πη δίχως να γελά: «Τώρα είμαι χαρούμενος», μπορούμε από τα λόγια του να μάθουμε το ίδιο πράγμα που στην πρώτη περίπτωση είχαμε συναγάγει από το γέλιο του. Πάντως υπάρχει μια βασική διαφορά ανάμεσα στο γέλιο και τις λέξεις: «Τώρα είμαι χαρούμενος». Αυτή η γλωσσική έκφραση βεβαιώνει τη χαρούμενη διάθεση και, επομένως, είναι αληθινή ή εσφαλμένη. Το γέλιο δεν βεβαιώνει τη χαρούμενη διάθεση, αλλά την εκφράζει. Δεν είναι ούτε αληθινό ούτε εσφαλμένο, επειδή τίποτε δεν βεβαιώνει, μολονότι μπορεί να είναι γνήσιο ή ψεύτικο. Πολλές γλωσσικές εκφράσεις είναι ανάλογες με το γέλιο κατά το ότι επιτελούν εκφραστική μονάχα λειτουργία, δεν περιγράφουν τίποτε. Παραδείγματα τέτοιων εκφράσεων είναι κραυγές όπως «Ωχ, Ωχ»- ή, σε ανώτερο επίπεδο, λυρικοί στίχοι. Σκοπός ενός λυρικού ποιήματος στο όποιο συναντά κανείς τις λέξεις «λιακάδα» και «σύννεφα», δεν είναι να μας καταστήση γνωστά ορισμένα μετεωρολογικά φαινόμενα, αλλά να έκφραση ορισμένα συναισθήματα του ποιητή και να ξυπνήση παρόμοια αισθήματα μέσα μας. Ένα λυρικό ποίημα δεν έχει θεωρητικό νόημα, δεν περικλείει γνώση. Η σημασία της αντι-μεταφυσικής μας θέσης μπορεί τώρα να εξηγηθή καθαρότερα. Η θέση αυτή βεβαιώνει ότι οι μεταφυσικές προτάσεις – όπως οι λυρικοί στίχοι – επιτελούν εκφραστική μόνον λειτουργία, αλλά όχι και «παραστατική». Οι μεταφυσικές προτάσεις δεν είναι ούτε αληθινές ούτε εσφαλμένες, γιατί τίποτε δεν βεβαιώνουν, δεν περικλείουν ούτε γνώση ούτε πλάνη, βρίσκονται απόλυτα έξω από το πεδίο της γνώσης, της θεωρίας, έξω από κάθε συζήτηση για την αλήθεια ή το ψεύδος. Αλλά, όμοια με το γέλιο, τα λυρικά ποιήματα και τη μουσική, εκφράζουν κάτι. Δεν εκφράζουν τόσο προσωρινά αισθήματα, όσο διαρκείς συναισθηματικές ή βουλητικές καταστάσεις. Έτσι λόγου χάρη ένα μεταφυσικό μονιστικό σύστημα μπορεί ν' αποτελή την έκφραση ενός ομαλού και αρμονικού τρόπου ζωής, ένα δυϊστικό σύστημα μπορεί ν' αποτελή την έκφραση της συναισθηματικής κατάστασης κάποιου πού θεωρεί τη ζωή ως διαρκή αγώνα· ένα αυστηρό ηθικό σύστημα μπορεί να εκφράζη μιαν ισχυρή αίσθηση του καθήκοντος ή ίσως την επιθυμία του να κυβερνά κανείς αυστηρά. Ο ρεαλισμός είναι συχνά σύμπτωμα του τύπου εκείνου του ανθρώπου που ονομάζεται από τους ψυχολόγους εξωστρεφής και που χαρακτηρίζεται από την ευκολία με την οποία δημιουργεί δεσμούς με ανθρώπους και πράγματα· ο ιδεαλισμός είναι σύμπτωμα ενός διαφορετικού χαρακτήρα, αυτού που ονομάζεται εσωστρεφής και που έχει την τάση ν' απομονώνεται από τον εχθρικό κόσμο και να ζη μες στις δικές του σκέψεις και φαντασιώσεις. Διαπιστώνουμε, λοιπόν, μια μεγάλη ομοιότητα ανάμεσα στη μεταφυσική και στη λυρική ποίηση. Αλλά υπάρχει μια αποφασιστική διαφορά ανάμεσα τους. Και τα δυο δεν έχουν θεωρητικό περιεχόμενο. Μια μεταφυσική πρόταση όμως – που είναι διαφορετική από ένα λυρικό στίχο – δείχνει να έχη ένα τέτοιο περιεχόμενο κι' απ' αυτό δεν απατάται μόνο ο αναγνώστης, αλλά και ο ίδιος ο μεταφυσικός φιλόσοφος. Πιστεύει ότι στη μεταφυσική του πραγματεία έχει αποφανθή για κάτι και ξεκινώντας απ' αυτό προχωρεί σε συζήτηση και πολεμική ενάντια στις προτάσεις ενός άλλου μεταφυσικού φιλοσόφου. Ένας ποιητής, όμως, δεν ισχυρίζεται ότι οι στίχοι κάποιου άλλου είναι λανθασμένοι· συνήθως μένει ικανοποιημένος με το να τους χαρακτηρίζη ως κακούς. Ο αντι-θεωρητικός χαρακτήρας της Μεταφυσικής δεν θα ήταν αυτός καθ' εαυτόν ένα μειονέκτημα· όλες οι τέχνες έχουν αυτόν τον αντι-θεωρητικό χαρακτήρα δίχως γι' αυτό να χάνουν την υψηλή τους άξια για την ιδιωτική και την κοινωνική ζωή. Ο κίνδυνος βρίσκεται στον απατηλό χαρακτήρα της Μεταφυσικής· δίνει την ψευδαίσθηση της γνώσης, δίχως να προσφέρη στην πραγματικότητα καμιά γνώση. Αυτός είναι ο λόγος για τον όποιο την απορρίπτουμε.
Ρ. Κάρναπ φιλοσοφία και λογική σύνταξη, εγνατία, σ. 45-51
|
|