|
|
Ζαν-Πολ Σαρτρ, για τη ζωή του
Ο Ζαν-Πολ Σαρτρ γεννήθηκε στις 21 Ιουνίου 1905. Ο πατέρας του πέθανε όταν εκείνος ήταν μόλις ενός έτους και η χήρα μητέρα του, Αν-Μαρί Σβάιτσερ, εξαδέλφη του Άλμπερτ Σβάιτσερ, διάσημου ιεραπόστολου και θεολόγου, πήγε να ζήσει με τους γονείς της. Τα επόμενα πέντε χρόνια ο Σαρτρ έζησε με έναν αυστηρό, αυταρχικό αλλά αφοσιωμένο παππού, μια κάπως απόμακρη γιαγιά και μια μητέρα που την αντιμετώπιζαν σαν παιδί. Δεν ήταν ευοίωνο ξεκίνημα για τη ζωή. Στην αυτοβιογραφία του, Οι Λέξεις (Les Mots), που δημοσιεύτηκε το 1964, αποδίδει την πρόωρη πνευματική του ανάπτυξη στην παιδική του ηλικία, αλλά και ερμηνεύει τις ρίζες της νεύρωσης του και της αμφιθυμικής στάσης του προς τις γυναίκες. Παραδέχτηκε πως ό,τι έκανε στην παιδική του ηλικία ήταν για επίδειξη - έπαιζε θέατρο μόνο για να ευχαριστήσει τους άλλους και να είναι όπως εκείνοι τον ήθελαν. Πληγωνόταν αν ό,τι έκανε δεν το αποδέχονταν με ευχάριστη έκπληξη και επαίνους και ένιωθε φρίκη αν διαπίστωνε πως ήταν όπως κάθε κανονικός άνθρωπος, χωρίς τίποτε το ιδιαίτερο. Ανέπτυξε μια πλούσια φαντασία και τα πρώτα παιδικά γραπτά του ήταν ιστορίες με ήρωα σχεδόν αποκλειστικά τον εαυτό του, έναν ήρωα που ερχόταν να σώσει και να δεχτεί σεμνά τον έπαινο. Επειδή δεν είχε πατρικό πρότυπο, έφτιαχνε φανταστικούς ήρωες κατ' εικόνα του ωραιοποιημένου εαυτού του. Όσο για τις σχέσεις του με τους ενήλικες, έμαθε πολύ καλά πώς να τις χειρίζεται: «Σεβόμουν τους μεγάλους με την προϋπόθεση πως με θαύμαζαν». Μάλιστα, άρχισε να πιστεύει αυτά που του έλεγαν οι θαυμαστές του μέσα στην οικογένεια: «Παριστάνοντας το καλό παιδί, δεν πίεσα ούτε περιόρισα ποτέ τον εαυτό μου· έπλαθα τον ρόλο. Απολάμβανα την ηγεμονική ελευθερία ενός ηθοποιού που κρατάει το ακροατήριο του σε προσμονή και βελτιώνει την τεχνική του. Με λάτρευαν, γι' αυτό ήμουν αξιολάτρευτος». Όλοι εκτός ενός, δηλαδή, γιατί ανακάλυψε πως η γιαγιά του δεν τον θαύμαζε αρκετά και πως διέκρινε την υποκρισία του, πράγμα που του δημιούργησε μεγάλο άγχος. Σημαντικό στοιχείο στη ζωή του ήταν η σχέση του με τη μητέρα του. Έλεγε πως δεν μπορούσε να τη σεβαστεί, αφού κανένας άλλος δεν τη σεβόταν. Οι παππούδες του συμπεριφέρονταν σε εκείνον και στη μητέρα του σαν να ήταν αδελφός και αδελφή, και για δέκα χρόνια κοιμόνταν σε διπλανά κρεβάτια στο ίδιο δωμάτιο. Εκείνη ήταν σαν μικρό κορίτσι που ο ρόλος του ήταν να τον φροντίζει και εκείνος, με τη σειρά του, ο ήρωας της δικής της φαντασίας, που θα τη φρόντιζε. Δεν προκαλεί έκπληξη το ότι ανέπτυξε αιμομικτικές διαθέσεις απέναντι της. Έτσι, ήταν αναπόφευκτα τραυματικό γι' αυτόν το ότι εκείνη ξαναπαντρεύτηκε. Μετακόμισαν έξω από το Παρίσι, στη Λα Ροσέλ, όπου ο Ζοζέ Μανσί, ο πατριός του, δούλευε ως μηχανικός, υπεύθυνος για τα ναυπηγεία του πολεμικού ναυτικού. Θεώρησε τον πατριό του εισβολέα, ένοχο για την ιδιοποίηση της δικής του θέσης στην καρδιά της μητέρας του και τον μίσησε. Συναισθηματικά του ήταν απολύτως αδύνατο να δεχτεί πως η μητέρα του μπορεί να είχε παντρευτεί τον Μανσί από έρωτα. Στις ιστορίες της παιδικής του ηλικίας ο Σαρτρ απολάμβανε να μιλάει για την αιματοβαμμένη τιμωρία των τυράννων - κάτι που δεν κάνει κάποιος ο οποίος ισχυρίζεται πως δεν έχει υπερεγώ. Μάλλον ευχόταν ένα τέτοιο τέλος για τους τυράννους του σπιτιού του - τον πατριό και ίσως και τον παππού του. Ενδεικτική για τη διαμόρφωση των μετέπειτα απόψεων του είναι η δυσφορία για τον πατριό του, η οποία επεκτάθηκε και συμπεριέλαβε και τον αστικό τρόπο ζωής και καθετί σχετικό με αυτόν, που αντιπροσώπευε ο Μανσί. Όμως, ο Σαρτρ φοβόταν επίσης να αφεθεί στη μητέρα του. Στις συνεντεύξεις του με την Μποβουάρ είπε πως στα δεκατρία του είχε περάσει τρεις εβδομάδες στο νοσοκομείο, όπου η μητέρα του κοιμόταν σε ένα κρεβάτι πλάι του· παραδέχτηκε πως έκανε τον κοιμισμένο για να τη βλέπει να ξεντύνεται. Μισούσε τον πατριό του και τη Λα Ροσέλ, επαναστατούσε, έκλεβε τη μητέρα του και τελικά τον έστειλαν πίσω στον παππού του στο Παρίσι.
Nigel Rodgers, Mel Thompson, Αχ, αυτοί οι φιλόσοφοι, Μεταίχμιο, 2010, σ. 241-243
|
|