|
|
η επίδραση του Βιτγκενστάιν
Η μεγαλοφυΐα του στη φιλοσοφία, ωστόσο, αναγνωρίστηκε αμέσως μόλις στράφηκε προς αυτήν. Το 1911, υστέρα από γνωριμία μερικών μόνο εβδομάδων, ο Μπέρτραντ Ράσελ -αρχικά ενθουσιασμένος δάσκαλος του στο Κέμπριτζ, εν συνεχεία γεμάτος δέος συνάδελφος του και τελικά σφοδρός εχθρός του-τον αποκάλεσε «ίσως το τελειότερο δείγμα μεγαλοφυΐας που γνώρισα ποτέ, έτσι όπως την αντιλαμβανόμαστε παραδοσιακά: παθιασμένος, βαθυστόχαστος, ευαίσθητος και κυριαρχικός». Ο Μέιναρντ Κέινς, μεγάλος οικονομολόγος και δραστήριος διανοούμενος, το έθεσε πολύ πιο εντυπωσιακά αργότερα: «Ο Θεός είναι εδώ· έφτασε με το τρένο των 5:15». Η μεταθανάτια φήμη του Βιτγκενστάιν συνέχισε να αυξάνει, μέχρι που τ’ όνομα του έγινε συνώνυμο της χαρισματικής, ασυμβίβαστης μεγαλοφυΐας, ακόμα και μεταξύ εκείνων που δεν έχουν ιδέα για τη φιλοσοφία του. Βιβλία για αυτόν εξακολουθούν να εμφανίζονται σε ολοένα αυξανόμενους αριθμούς - γυρίστηκε μάλιστα και ένα εξαιρετικό βιογραφικό φιλμ από τον Ντέρεκ Τζάρμαν. Η επιρροή της δεύτερης φιλοσοφίας του, με το Φιλοσοφικές έρευνες, έγινε αισθητή μόνο μετά τον θάνατο του, ενώ η τρίτη, λιγότερο γνωστή φάση της φιλοσοφίας του, επηρεάζει ακόμα τον πνευματικό κόσμο. Η πνευματική ακτινοβολία του Βιτγκενστάιν πήγαζε από την πεποίθηση του πως ήταν απόλυτα σωστός - και οποιοσδήποτε διαφωνούσε μαζί του ήταν απόλυτα λανθασμένος και με περιορισμένες πνευματικές και ψυχικές δυνατότητες. Μεγάλο μέρος της γοητείας του, βέβαια, έγκειται στη διαύγεια και την πειστικότητα της σκέψης του. Η διάσημη αρχική φράση της πρώτης και πιο γνωστής εργασίας του, Tractatus, «Ο κόσμος είναι όλα όσα συμβαίνουν», έθεσε επί τάπητος την αναζήτηση ενός ακριβούς και συστηματικού ορισμού της λειτουργίας της γλώσσας, και όταν ο φιλόσοφος τελείωσε ορίζοντας ό,τι μπορούσε να οριστεί έκλεισε με το «Για όσα δεν μπορεί να μιλάει κανείς, για αυτά πρέπει να σωπαίνει», εμποδίζοντας έτσι άλλους από το να πουν τη γνώμη τους ή να προχωρήσουν πέρα από την πραγματεία του. Ως έναν βαθμό, αυτή η πραγματεία ήταν το προϊόν μιας μαθηματικής σκέψης που είχε την ικανότητα να αναλύει με άψογη λογική, όμως άφηνε ανοιχτή την πιθανότητα η γλώσσα να μην μπορεί να εκφράσει τις πραγματικές ερωτήσεις της ζωής, ενώ η τελική πρόταση του μπορεί να θεωρηθεί πρόκληση προς τον μυστικισμό. Αντίθετα, οι θαυμαστές του Βιτγκενστάιν στον κύκλο της Βιέννης και οι αγγλοσάξονες θετικιστές φιλόσοφοι θεωρούσαν πως αυτό που δεν μπορεί να λεχθεί δεν αξίζει να ερευνηθεί.
Nigel Rodgers, Mel Thompson, Αχ, αυτοί οι φιλόσοφοι, Μεταίχμιο, 2010, σ. 168-169
ο Βιτγκενστάιν για τη γλώσσα
Παρά το ότι προέτρεπε τους φοιτητές του να εγκαταλείψουν το πανεπιστήμιο, ο Βιτγκενστάιν συνέχισε να διδάσκει στο Κέμπριτζ μέχρι τον πόλεμο, το 1939. Καθώς η οικογένεια του, την οποία επισκεπτόταν κάθε Χριστούγεννα στη Βιέννη μέχρι το άνσλους του 1938, συνέχιζε να διατηρεί μια κολοσσιαία περιουσία, ο Βιτγκενστάιν εξυπακούεται πως δεν παρέμενε ακαδημαϊκός δάσκαλος μόνο και μόνο για τον ισχνό μισθό. Η συναναστροφή του με (σχεδόν) διάνοιες του επιπέδου του και η πιθανότητα να βρίσκει εύπλαστους νεαρούς μαθητές ήταν τα βασικά θέλγητρα του Κέμπριτζ. Ήταν το μόνο μέρος όπου έβρισκε αυτά που επιθυμούσε πριν από το 1914. Στη διάρκεια της δεύτερης περιόδου του στο Κέμπριτζ, ο Βιτγκενστάιν ανέπτυξε μια φιλοσοφική προσέγγιση ριζικά διαφορετική από αυτήν του Tractatus και, κατά συνέπεια, από το μεγαλύτερο κομμάτι της παραδοσιακής δυτικής σκέψης - τουλάχιστον από τον Ντεκάρτ και μετά. Η προσέγγιση του στη γλώσσα, που απεικονιζόταν στην αξίωση πως πρέπει κανείς να κοιτάζει παρά να σκέφτεται, ήταν να μελετάει τη γλώσσα στο πλαίσιο της χρήσης της, παρά να προσπαθεί να τη μετράει με κάποιο ιδεώδες πρότυπο ή να την ταιριάζει σε μια προκατάληψη περί της λειτουργίας της. Όταν τελικά δημοσιεύτηκε το 1953 ως Φιλοσοφικές Έρευνες, η δεύτερη αυτή φάση της δουλειάς του άσκησε τεράστια επιρροή στη φιλοσοφία των μεταπολεμικών χρόνων. Το νόημα της γλώσσας δεν δινόταν με όρους κάποιας εξωτερικής αναφοράς, αλλά με όρους ενός ευρύτατου φάσματος διαφόρων «τύπων ζωής». Αν για το Tractatus ο κόσμος ήταν «όλα όσα συμβαίνουν», στις Φιλοσοφικές Έρευνες η γλώσσα καθορίζει έναν κόσμο πολύ πλουσιότερο και πολύ πιο ποικίλο απ’ όσο πίστευε πριν. Η γλώσσα είναι αυτή που είναι, εννοεί αυτό που κάνει και δεν πρέπει να αξιολογείται με αναφορά στη στενή εικονική λειτουργία που της αποδόθηκε σε προηγούμενο έργο του. Ο κόσμος, επίσης, είναι όπως είναι και καμιά γενική θεωρία δεν μπορεί να εξηγήσει όλο το φάσμα της πολυπλοκότητας της ζωής. Η φιλοσοφία, σκεφτόταν τώρα ο Βιτγκενστάιν, δεν είναι μια ακριβής επιστήμη και δεν μπορεί να εξηγήσει τον κόσμο· μπορεί μόνο να τον περιγράψει ή να τον διασαφήσει με παραδείγματα. Ο Βιτγκενστάιν τώρα έβλεπε τη γλώσσα όμοια κατά πολλές απόψεις με παιχνίδι και για να διευκρινίσει την άποψη του χρησιμοποιούσε μεταφορές, παραδείγματα και αναλογίες. Συχνά οι αναλογίες του ήταν ηθελημένα κοινότοπες. «Σκεφτείτε τα εργαλεία σε μια εργαλειοθήκη· υπάρχει σφυρί, τανάλια, πριόνι, κατσαβίδι, χάρακας, κόλλα, καρφιά και βίδες. Οι λειτουργίες των λέξεων είναι τόσο διαφορετικές όσο και οι λειτουργίες αυτών των αντικειμένων». Μάλιστα, χρησιμοποίησε ακόμα και παιδικές εικονογραφήσεις όπως το «πάπια ή λαγός», μιαν οφθαλμαπάτη για να καταδείξει πώς αυτό που βλέπουμε ρυθμίζεται από αυτό που περιμένουμε να δούμε. Ένα χαρακτηριστικό-κλειδί αυτής της προσέγγισης, που επρόκειτο να κυριαρχήσει στη δυτική φιλοσοφία για δυο δεκαετίες μετά τον θάνατο του, ήταν πως ο Βιτγκενστάιν δεν πρόσφερε καμιά γενική θεωρία που να εξηγεί τον κόσμο, αλλά θεώρησε τη λειτουργία της φιλοσοφίας διευκρινιστική, που περιγράφει ή εικονογραφεί τη χρήση της γλώσσας. Η φιλοσοφία παρατηρεί, δεν εξηγεί - συμπέρασμα ανυπόφορο για πολλούς φιλοσόφους. Αν και βασικά υπονομεύει τη δυτική φιλοσοφία, δημιουργεί συχνά απροσδόκητα όμορφους και διαφωτιστικούς αφορισμούς- συνδυασμός που με τον τρόπο του θυμίζει τον Νίτσε.
Nigel Rodgers, Mel Thompson, Αχ, αυτοί οι φιλόσοφοι, Μεταίχμιο, 2010, σ. 189-190
|
|