Η ανάπτυξη της σοφιστικής είναι
συνυφασμένη με την εμφάνιση της αρχαίας δημοκρατίας. Με τις αλλαγές που
συντελούνται τον 7ο και τον 6ο αι. π.Χ. η παραδοσιακή πολιτική κυριαρχία της
έγγειας αριστοκρατίας αμφισβητείται και νέες κοινωνικές δυνάμεις έμποροι,
βιοτέχνες, ναυτικοί, ελεύθεροι μικροκαλλιεργητές αποκτούν πολιτικό ρόλο.
Στο πλαίσιο της δημοκρατίας δεν αρκεί πλέον η αριστοκρατική καταγωγή για την
εξασφάλιση της πολιτικής εξουσίας. Η διευρυμένη σύνθεση της Εκκλησίας του
Δήμου, η οποία αποτελεί το κυρίαρχο πολιτειακό όργανο, και η αρχή της
πλειοψηφίας βάσει της οποίας λαμβάνονται οι αποφάσεις σημαίνουν ότι για να
πετύχει κανείς πολιτικά πρέπει να πείσει τον δήμο. Η επιτυχία αυτή
εξασφαλίζεται από τη ρητορική, την οποία διδάσκουν οι σοφιστές. Ενώ δεν
έχουν ιδιαίτερη συνοχή σε ό,τι αφορά τις πεποιθήσεις και τα ενδιαφέροντά
τους, όλοι οι σοφιστές έχουν το κοινό σημείο ότι είναι αμειβόμενοι δάσκαλοι
της ρητορικής.
Οι σπουδαιότεροι από αυτούς είναι πραγματικοί στοχαστές που καταπιάνονται με
ζητήματα ηθικής και πολιτικής καθώς και γνωσιοθεωρίας και μεταφυσικής.
Ταυτόχρονα επεξεργάζονται κατηγορίες που παίζουν σημαίνοντα ρόλο στη
μεταγενέστερη σκέψη, όπως τη διάκριση νόμου και φύσης.
Παρ' όλη όμως τη σημασία τους, το έργο τους πολεμήθηκε στην αρχαιότητα και
αγνοήθηκε στη συνέχεια. Η επικράτηση της πλατωνικής-αριστοτελικής παράδοσης,
με τη βεβαιότητά της για τη δυνατότητα απόκτησης βέβαιης γνώσης και με την
απόρριψη του σχετικισμού στην ηθική, λειτούργησε καταλυτικά σε αυτή την
εξέλιξη. Βοήθησε επίσης το ότι οι σοφιστές ήταν προφορικοί δάσκαλοι, που
ενδιαφέρονταν για τη φήμη τους μάλλον παρά για την υστεροφημία τους.
Ετσι, μόνο ένα μικρό μέρος των σοφιστικών κειμένων έχει σωθεί. Ενδεικτικό
είναι το γεγονός ότι η μόνη συγκροτημένη και συνεπής θεωρητική υπεράσπιση
της δημοκρατίας που έχουμε από την κλασική εποχή εκφέρεται από το δραματικό
πρόσωπο του Πρωταγόρα αλλά είναι γραμμένη από τον Πλάτωνα. Απ' όσο μπορούμε
να κρίνουμε, οι απόψεις που αποδίδει ο Πλάτωνας στον σοφιστή όντως απηχούν
ιδέες του ιστορικού Πρωταγόρα. Η ιδιαιτερότητα ωστόσο της διατήρησης μιας
σημαντικής θεωρίας μέσα από το έργο ενός ιδεολογικού αντιπάλου είναι
χαρακτηριστική της τύχης που είχε η σοφιστική παραγωγή.
Στο πεδίο της ηθικής αυτό που χαρακτηρίζει τη σοφιστική είναι το σπάσιμο του
ενιαίου κοσμοειδώλου που επικρατούσε στον ελληνικό κόσμο τους προηγούμενους
αιώνες. Αρκετοί σοφιστές, μέσα στις συνθήκες της ανοιχτής κοινωνικής
σύγκρουσης, που οδηγούσε επίσης και σε σύγκρουση ιδεών, αλλά και της
αυξανόμενης επαφής με άλλους λαούς, που οδηγούσε στη συνειδητοποίηση της
ύπαρξης διαφορετικών αξιών, αμφισβήτησαν τις παραδοσιακές ηθικές παραδοχές.
Αυτό έδωσε λαβή σε μια μόνιμη μομφή εναντίον τους, αυτήν του αμοραλισμού. Η
κατηγορία, διατυπωμένη συλλήβδην εναντίον τους, δεν επιβεβαιώνεται από τα
κείμενα. Ο Πρωταγόρας, ο Γοργίας και ο Θρασύμαχος δεν ήταν αμοραλιστές πιο
δύσκολη είναι η περίπτωση του Αντιφώντα.
Αυτή η μομφή, συνδυασμένη με την αντίληψη ότι οι σοφιστές δεν ήταν γνήσιοι
στοχαστές που να δικαιούνται θέση στην ιστορία της φιλοσοφίας, επικράτησε
για πολλούς αιώνες. Χρειάστηκε να φθάσουμε στον 19ο αι. για να αλλάξει η
εικόνα.
Το έργο-σταθμός από αυτή την άποψη ήταν τα μαθήματα για την Ιστορία της
Φιλοσοφίας του Hegel. Σύμφωνα με τον γερμανό φιλόσοφο, αυτό που χαρακτηρίζει
τους σοφιστές είναι ο υποκειμενισμός τους, ο οποίος αναιρεί τη βασισμένη
στην παρατήρηση της φύσης αντικειμενικότητα των ιώνων φιλοσόφων. Η απλή και
άμεση αντικειμενικότητα των τελευταίων και ο υποκειμενισμός των σοφιστών και
του Σωκράτη συντίθενται, κατά τον Hegel, από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη.
Ο Hegel επανενέταξε τους σοφιστές στην ιστορία της φιλοσοφίας. Τονίζοντας
ωστόσο τον υποκειμενισμό τους δεν βοήθησε στην πλήρη αποκατάστασή τους,
ιδιαίτερα μέσα στο κλίμα του ιδεαλισμού που επικράτησε ως τις αρχές του 20ού
αι. στη Γερμανία και στη Βρετανία. Στην τελευταία ωστόσο ένα άλλο σημαντικό
έργο άλλαξε την εικόνα που επικρατούσε για τους σοφιστές: η Ιστορία της
Ελλάδας του Grote.
Το διπλό επιχείρημα του Grote προς υπεράσπιση των σοφιστών ήταν ότι αφενός
δεν αποτελούν ενιαίο κίνημα, και άρα οι καταδικαστέες θέσεις κάποιου από
αυτούς δεν μπορούν να θεωρούνται εφαλτήριο για την καταδίκη όλων των άλλων,
και αφετέρου ότι ούτε ο ίδιος ο Πλάτωνας τους κατηγορεί για αμοραλισμό.
Το νέο κλίμα που διαμόρφωσαν οι Hegel και Grote δεν επικράτησε ούτε εύκολα
ούτε άμεσα. Η παραδοσιακή αντίληψη για τη σοφιστική παρέμεινε ισχυρή. Ο Marx
χρησιμοποιεί τον όρο «σοφιστής» ως μομφή κατά του Hegel και περίπου 100
χρόνια αργότερα ο νεο-καντιανός Κωνσταντίνος Τσάτσος βεβαιώνει ότι οι
σοφιστές ήταν οι υπεύθυνοι για την παρακμή της Αθήνας! Παρά τις αναβιώσεις
της παλαιότερης αντίληψης ωστόσο η παρέμβαση του Hegel και του Grote υπήρξε
τελικά επιτυχής. Σήμερα οι σοφιστές αντιμετωπίζονται ως αυθεντικοί στοχαστές
και μελετώνται σε βάθος. Είναι μια καθυστερημένη δικαίωση για μια ομάδα
ανθρώπων που έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της δυτικής σκέψης.
ΘΑΝΑΣΗΣ ΣΑΜΑΡΑΣ ΤΟ ΒΗΜΑ , 19-11-2000 |