|
|
Έξι κείμενα του Παντελή Μπουκάλα στην Καθημερινή με αφορμή της 28η Οκτωβρίου
Σημειώσεις στα χρόνια της Κατοχής Η Ιστορία διά χειρός «ανωνύμων»
Του Παντελή Mπουκάλα, Καθημερινή 30-10-02
Από μιμητισμό ή επειδή τους πέρασε η ιδέα ότι δεν γίνεται να «τιμούν» κάθε χρόνο την 28η Οκτωβρίου με την «Υπολοχαγό Nατάσα», το «Μια γυναίκα στην Αντίσταση» και τις λοιπές δακρύβρεχτα ρηχές ταινίες, σχεδόν όλα των κανάλια αποφάσισαν φέτος να πάρουν τα βουνά και να ανακαλύψουν (όπως πάντα με την αναίτια αίσθηση ότι πρωτοπορούν) τις γυναίκες της Πίνδου. Στα ογδόντα ή στα ενενήντα τους πια, όσες αντέχουν και ζουν μ’ εκείνα τα μαύρα που φαίνονται πάνω τους σαν το μοναδικό φυσικό χρώμα. Kαι σαν να ράγισε ξαφνικά το γυαλί (εθισμένο σε καλοσιδερωμένες ομιλίες που φτιασιδώνουν την επιπολαιότητά τους) από ρήματα γυμνά, κακοτράχαλα, αιχμηρά. Μονάχα ρήματα· τα επίθετα είναι για τους πανηγυρικούς, και στην Πίνδο, σήμερα, σε κάθε πέτρα της εκτός Αθήνας Ελλάδα, μάλλον δεν έχουν πολλούς λόγους να πανηγυρίζουν. «Ήμασταν εδώ και κρατούσαμαν άμυνα» έλεγε η φωνή, σεμνή κι αθόρυβη. Κι ήταν από τις λίγες φορές που η φωνή έλεγε ό,τι ακριβώς έλεγαν και τα μάτια. «Πλέκαμαν, φτιάχναμαν πίτες, ζαλωνόμασταν τα εφόδια». Τέτοια. Κι εμείς κάνουμε πως ξενιζόμαστε από την ξεχασμένη προφορά, ενώ κατά βάθος μας παραξενεύει ό,τι κομίζει, απτό πλην δύσκολο, αυτή η «παράταιρη» γλώσσα, η «αγροτοποιμενική», η γλώσσα των βλάχων, όπως αποκαλούμε όσους έτυχε να κρατηθούν έξω απ’ το πανελλήνιο τηλεοπτικό ιδίωμα. «Τι νιώθετε κάθε χρόνο τέτοια μέρα;» επέμεναν να ρωτούν οι ρεπόρτερ –αυτοί, ναι, είχαν ξοδέψει πριν πολλά επίθετα, με αμήχανο ηχητικό φόντο αλλού τα τραγούδια της Bέμπο, αλλού ένα επίσης «παλιοχρονίτικο» κλαρίνο που ο σκοπός του εκκρεμούσε ανάμεσα στο δοξαστικό και το μοιρολόι. «Τι να νιώθω. Να μην έρχεται ποτέ αυτή η μέρα, αυτό νιώθω» είπε μια από τις γερόντισσες, στα μαύρα κι αυτή. Αυτό ένιωθε, αυτό είπε, χωρίς περικοκλάδες. Κι ήταν ό,τι πιο τίμιο κι ό,τι πιο ανθρώπινο. Περήφανη θα νιώθει βέβαια που ήταν κι αυτή «εκεί», «τότε», αλλά η δόξα, όση ήρθε (και το ξέρει δα και η ίδια ποιοι τη μοιράστηκαν τη δόξα και ποιοι την τόκισαν) δεν υποχρεώνει κανέναν να ξεχάσει το γεγονός του θανάτου, να παραγράψει την αλήθεια του πολέμου που σκεπάζεται από τις δάφνες. Και δικούς της να μην έχασε στον πόλεμο, αδέρφια ή γονείς, έχασε σίγουρα γείτονες, συγχωριανούς, συνανθρώπους της –κι είναι το ίδιο. H μνήμη της λοιπόν είναι αναμμένη, φωτεινή, αλλά είναι αναμμένη απ’ τη φλογίτσα του κεριού που κρατάει θερμό το πένθος. Αυτές οι πέντε λεξούλες, «να μην έρχεται ποτέ αυτή η μέρα», ακούγονται πολύ πιο κοντά στην αλήθεια απ’ ό,τι οι έπαινοι που σπαταλάει κάθε χρόνο η εθιμοτυπική ρητορεία. Γιατί ιστορούν έναν σπαραγμό τόσο ώριμο ώστε να μπορεί να δηλώνεται απλά, όπως το «καλημέρα», όπως το «ε, ήμασταν εδώ και κρατούσαμαν άμυνα, τι άλλο;» Τι άλλο αλήθεια; [πάνω]
Του Παντελη Μπουκαλα, Καθημερινή 30-10-07
Δεν πρέπει να τρέφουν ιδιαίτερη εκτίμηση για το εθνικό φρόνημα όσοι διατείνονται ότι καλλιεργείται με παρελάσεις, εμβατήρια, κούφιους πανηγυρικούς και «θούριους» του τύπου «Μακεδονία ξακουστή», ότι δηλαδή είναι υπόθεση του φαίνεσθαι, του θεαθήναι, και τίποτε βαθύτερο. Και, σε πείσμα της λογικής μάλλον δεν τους είναι εύκολο να κατανοήσουν ότι οποιοσδήποτε μπορεί να είναι πατριώτης κι ας μην κρέμασε ποτέ σημαία στο μπαλκόνι του, κι ας μην έχει σαν ήχο κλήσεως στο κινητό του τη μουσική του εθνικού ύμνου (καημένε Μάντζαρε, κατακαημένε Σολωμέ…), κι ας μη χρησιμοποίησε ποτέ το κοντάρι της ιερής κατά τα λοιπά σημαίας του για να «σωφρονίσει» αλλοδαπούς, κι ας μην κούνησε ποτέ νάιλον γαλανόλευκη στην κομματική συγκέντρωση, για να την πετάξει βαριεστημένα στο τέλος, με ξεθυμασμένη πια τη φιλοπατρία του, που όφειλε να την επιδείξει γιατί έτσι όρισαν οι αρχηγοί και οι σκηνοθέτες. Μολαταύτα, τέτοια κριτήρια χρησιμοποιούν οι αυτοδιορισμένοι «μετρητές εθνικής συνειδήσεως», οι μεζουροκράτες του πατριωτισμού, όσοι κατάντησαν αθύρματα της τηλεοπτικώς ναρκισσευόμενης αλαζονείας τους και έφτασαν να πιστεύουν πως η Ιστορία κοιλοπόνεσε επί τρεις χιλιάδες χρόνια μόνο και μόνο για να τεχθούν οι ίδιοι, σαν οι έσχατοι «γνήσιοι». Και ενώ δηλώνουν αυθεντικοί και αποκλειστικοί κληρονόμοι της αρχαιότητας, το μοναδικό τμήμα της κληρονομιάς που αρνούνται (καθόλου παράδοξο βέβαια) είναι η δημοκρατία και η ισηγορία· είναι με τον Μεγαλέξανδρο, όχι με τον Κλεισθένη. Για τούτο και χαρακτηρίζουν «χαχόλους», «ανόητους», «βρόμικους» ακόμα και «μιάσματα», όσους διανοούνται να αρθρώσουν αντιρρητικό λόγο για να διαφωνήσουν έτσι με την κυριαρχούσα ιδεολογία, την ιδεολογία του εθνικισμού. Η λέξη «πατριδοκαπηλεία» δεν είναι παλιά, αφού γεννήθηκε στα γραφεία κάποιας εφημερίδας το 1889, και ακόμα πιο νέος είναι ο επίσης εφημεριδογενής «πατριδοκάπηλος», με έτος γεννήσεως το σημαδιακό 1897. Το φαινόμενο βέβαια είναι πολύ παλιό, πιο παλιό κι από τον Αριστοφάνη, που δεν παρέλειψε να το καυτηριάσει με τη σάτιρά του. Οι έμποροι του έθνους δεν ανέχονται μύγα στο πάντοτε ξεθηκαρωμένο σπαθί τους. Δεν ανέχονται επιφυλάξεις, αντίλογο, διαφωνίες, δεύτερη σκέψη· δεν ανέχονται καν τη σκέψη αλλά ούτε την ίδια την ύπαρξη των άλλων. Θα προτιμούσαν να γίνει η χώρα οχυρό, με τους ίδιους απόλυτους αυθέντες και τους υπόλοιπους να μαθητεύουν πειθαρχημένοι από φυλακής πρωίας μέχρι νυκτός στα κατηχητικά του εθνικισμού. Μια κοινωνία στο χακί, αυτό ονειρεύονται. Κι όταν ουρλιάζουν πως «το Όχι το είπε ο Μεταξάς, ποιος λαός…», εκείνο που θέλουν να πουν αλλά «κωλύονται» είναι «πόσο καλός ήταν ο Μεταξάς και πόσο άθλια η Δημοκρατία». Η υπόθεση παραείναι σοβαρή για να την καταναλώνουμε σαν ένα επιπλέον «ακίνδυνο» τηλεοπτικό θέαμα. [πάνω]
Του Παντελη Μπουκαλα, Καθημερινή, 29/10/2000
Μέρα που είναι, ας κάνουμε την εξής υπόθεση: Σε κάποιο σχολείο, ο δάσκαλος δεν εμπιστεύεται τις γραφειοκρατικές ντιρεκτίβες, αρνείται τη ραθυμία του επίσημου, υπνογόνου προγράμματος, παίρνει κατά γράμμα την παραγγελία του Άγγελου Σικελιανού, «Όχι πια λόγια, / όχι τα μάταια, τα τριμμένα λόγια του Έπους! (...) Μάταια τώρα τα λόγια είναι τ' άλλα! / Φτάνουν πια, / φτάνουν πια, δω και μπρος, τ' άλλα λόγια, αδερφοί μου, / τα τριμμένα, τα μάταια τα λόγια, όποιου Έπους!», και αποφασίζει να ενστερνιστεί κάτι που προβάλλει σαν φυσικό αλλά με τον καιρό κατέληξε να μοιάζει αδιανόητο και «εκτός ύλης». Αντί να θεμελιώσει την επετειακή γιορτή πάνω στον κληρονομημένο στόμφο, πάνω στο κενό δηλαδή, αντί να κρεμάσει ακόμη μια φορά γιρλάντες και καλλιγραφημένες επιγραφές σαν κι εκείνη που φέρει τον Τσόρτσιλ να δηλώνει πως του λοιπού δεν θα λέμε πως οι Έλληνες πολεμούν σαν ήρωες παρά πως οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες, αντί δηλαδή να ξοδευτεί κι αυτός και τα παιδιά και η γιορτή στην αναπαραγωγή ενός πανηγυρικού θορύβου που απειλείται να μείνει ορφανός από νόημα, εφόσον εκτοπίζει το συμβάν στην άσηπτη περιοχή του θαύματος, τους δε ανθρώπους τους ανυψώνει σε κάποιον απρόσιτο ουρανό υπερανθρώπων (άρα τους στερεί τη δυνατότητα να λειτουργήσουν αμέσως και παραδειγματικά), καλεί κάποιον γέροντα από τους γνώριμούς του, κάποιον που πολέμησε στα βουνά της Αλβανίας. Και τον παρακαλεί να μιλήσει στα παιδιά για το «τότε» και το «εκεί». Και να μιλήσει απλά και αφτιασίδωτα, όσο δυνατό είναι πια κάτι τέτοιο: Χωρίς να εμπλουτίζει αναδρομικά τις αναμνήσεις του, χωρίς να τις προσαρμόζει στα πολιτικά πιστεύω και στις ιδεολογικές αντιλήψεις που σχηματίστηκαν μέσα του σε κατοπινά χρόνια, χωρίς να συμμορφώνεται στο σχήμα του «αυτόπτη μάρτυρα» με το οποίο τον έχει εξοικειώσει προ πολλού η τηλεόραση. Και ο γέροντας -τόσοι και τόσοι υπάρχουν γύρω μας, δίπλα μας, στο σπίτι μας ίσως, κουρασμένοι μπορεί, αδικημένοι μπορεί, γελασμένοι μπορεί, πάντως όχι αμνήμονες και άναυδοι- νικάει τον πρώτο, τον δεύτερο κόμπο κι αρχίζει να μιλάει. Απλά, και για πράγματα απλά. Για το κρύο και την πείνα, που όσο θυμάται δεν τη μοιράζονταν όλοι ακριβοδίκαια, για τις ψείρες και τα μουλάρια, για τις διαταγές που άλλαζαν από ώρα σε ώρα γιατί οι χάρτες των Επιτελείων δεν χωρούσαν τη μέθη του ανώνυμου πολεμιστή, για τα γράμματα που δεν έρχονταν, για το θάνατο που ερχόταν, κύκλος από μολύβι βαρύτατο, για το φόβο, κυρίως για το φόβο. Τα παιδιά, όσο μικρά κι αν είναι, μπαίνουν σε σκέψεις: Μα φοβούνται οι ήρωες; Και λόγο το λόγο, ερώτηση κι απόκριση, ο θαυμασμός τους αρχίζει να αποκτά πρόσωπο, να γίνεται συγκεκριμένος, απτός, υλικός• τόσα χρόνια, το «έπος» ήταν μια λέξη που μόνον ήχο είχε μέσα τους, όχι εικόνα κι αλήθεια. Τώρα παίρνουν να καταλαβαίνουν πως την ιστορία δεν τη γράφουν οι ήρωες, κάποια ράτσα αλλόκοτη σαν την εικονική που τους γνωρίζει η τηλεπαιδεία τους, οι παππούδες τη γράφουν, μπορεί κι ο δικός τους παππούς. Στο σπίτι, με το τέλος της γιορτής, το πρώτο που θα κάνουν είναι να τον πείσουν να τους πει τη δική του ιστορία• την ιστορία. Δεν ξέρω αν κάποιος δάσκαλος μπήκε ποτέ σε τέτοιο πειρασμό• να μην ορίσει στα παιδιά στίχους για να τους αποστηθίσουν -εκείνους τους ατσαλάκωτους στίχους της άβαθης πατριδολογίας που «γράφονται εκατό την ώρα» με βάση μια συνταγή που παραδίδει την άνοστη ευκολία από γενιά σε γενιά-, να μην τα σκηνοθετήσει για να παίξουν σκετσάκια που με την εκτός νοήματος υπερβολή τους παράγουν την αδιαφορία, παρά να τα φέρει πρόσωπο με πρόσωπο με οικείες μορφές, αναγνωρίσιμες, από κείνες που δεν θα γίνουν ποτέ κάδρα, αλλά μιλούν μια γλώσσα που μπορούν να την καταλάβουν τα παιδιά, να τη νιώσουν, να τη μοιραστούν. Κι αν το σκεφτόταν κανείς, μάλλον σε μπελάδες θα 'μπαινε. Κάποιοι σύλλογοι, κάποιοι επιθεωρητές, κάποιοι συνάδελφοί του ή γονείς θα τον απόπαιρναν, θα τον έψεγαν ότι «πολιτικοποιεί» τη γιορτή, ότι της στερεί τον «εθνικό χαρακτήρα της», εφόσον το «εθνικό», στην επίσημη κρατική διάλεκτο και στη μαζική του πρόσληψη, εξισώνεται με το βαλσαμωμένο, είναι ένα ταμπού που μόνο το άλαλο δέος τού ταιριάζει, το οποίο παραμένει άλαλο ακόμη κι όταν υποδύεται το βαρυσήμαντο σε πανηγυρικούς και διαγγέλματα που ξοδεύουν λέξεις, επειδή δεν έχουν να συντάξουν ιδέες ή επειδή φοβούνται τις υλικές ιδέες. Και κάπως έτσι, η ιστορία μένει εκτός ιστορίας, οι προσωπικές αναμνήσεις μένουν εκτός της συλλογικής μνήμης και αδρανοποιούνται ή γυρίζουν σε πληγή, το παλαιό απομονώνεται από το τωρινό και σπάει η αλυσίδα του χρόνου, σπάει δηλαδή η λογική της συνέχειας, το εκεί χάνει οποιαδήποτε σχέση με το εδώ, το δικό μας εδώ, και οι ήρωες -δηλαδή οι παππούδες που έτυχε να γίνουν οι ήρωες, επειδή δεν διέθεταν άλλον τρόπο για να συνεχίσουν να υπάρχουν ελεύθεροι- σφραγίζονται στη θήκη της άπραγης αθανασίας τους και κατ' ουσίαν ακυρώνονται.
Ένας παππούς, λοιπόν, σχεδόν εκατόχρονος, θα 'ταν τώρα και ο ποιητής Γιώργος Σαραντάρης, αν δεν είχε πεθάνει το 1941, στα τριάντα τρία του κι αυτός, από τον τύφο που έπαθε πολεμώντας στην πρώτη γραμμή, ένας απλός στρατιώτης που βρέθηκε αίφνης να γίνεται η έμψυχη και ενσώματη απόδειξη των στίχων του «εμείς οι Ελληνες / σ' έναν καιρό πιο γενναίο / δεν θα διστάσουμε / δεν θα δειλιάσουμε». Κι αν συνεχίσουμε την αρχική υπόθεση και πούμε πως τον καλούσαν κι αυτόν σε κάποιο σχολείο, να πει για τον πόλεμο, τον δικό του και των συντρόφων του, και να μαθητεύσει στην απορία των παιδιών, ίσως και να ιστορούσε την ακραία πλην ακρότατα φυσική εμπειρία του φόβου και του θανάτου με λόγια σαν και τούτα, τυπωμένα στα «Δοκίμια για την ύπαρξη του ανθρώπου» (εκδ. «Ευθύνη», 1999): «Δεν έχουν νικήσει το θάνατο εκείνοι που τον λησμόνησαν. Τ' άτομα που νομίζουν πως δημιουργούν αποφεύγοντας ή λησμονώντας να στοχαστούν το θάνατο, να δοκιμαστούν στη σκέψη και στο αίσθημα πως ο θάνατος είναι η άρνηση του ατόμου τους, τ' άτομα τούτα είναι βέβαιο πως δεν θα πιστέψουν στον άνθρωπο, και αν μόνα τους δεν το ομολογήσουν, θα το αποδείξει το έργο τους, που θα σταθεί στην ιστορία σαν ένα ανάξιο και φθαρτό άτομο, σαν ένα από κείνα τ' αμέτρητα άτομα που δεν θέλουν να γίνουν άνθρωπος. (...) Από την άποψη της ιστορίας -μόνη άποψη με σημασία- τυχαίνουν τέτοια άτομα, τέτοια έργα άχρηστα. Αν κάτι πρέπει να μας φοβερίζει, δεν είναι τόσον ο θάνατος, όσον η σκέψη πως μπορούμε να πεθάνουμε χωρίς να έχουμε ακόμα νικήσει το φόβο του θανάτου. Δεν λέω πως χρειάζεται η ενστικτώδης περιφρόνηση του θανάτου, αλλά η στάθμιση της σημασίας του, κι ύστερα η νίκη μας πάνω του, η βίωσή μας στην περιοχή όπου δεν υφίσταται θάνατος, όπου αυγάζει η ύπαρξη του ανθρώπου». [πάνω]
Του Παντελή Μπουκάλα, Καθημερινή (ψηφιοποιημένο από την έντυπη έκδοση πριν από το 2000)
28η Οκτωβρίου. Α, ναι, εκείνη η παλιομοδίτικη υπόθεση... Οι πολιτικοί αρχηγοί θα συρράψουν τα «μηνύματα» τους ανασύροντας κοινοτοπίες που το νόημα τους το έχει εξανεμίσει η μονότονη επανάληψη, τα παιδιά στα νηπιαγωγεία και στα δημοτικά θα αποστηθίσουν μηχανικά και θα απαγγείλουν με εκμαιευμένο στόμφο δυο-τρεις στροφές μιας ετοιματζίδικης μεγαλοστομίας που σιγά σιγά θα τα προσανατολίσει προς τη φυλετική μεγαλαυχία, τα κανάλια θα ξεσκονίσουν τις «πολεμικές υπερπαραγωγές» του Τζέιμς Πάρις και θα αναθέσουν για μια φορά ακόμα στην υπολοχαγό Νατάσα να μας παιδεύσει (κι όσοι δίαυλοι τύχει να μη διαθέτουν τέτοια «επίκαιρα» μελό, θα ξαναπροβάλουν τον Παπαφλέσσα αλά Παπαμιχαήλ, συγχέοντας τις εθνικές επετείους, αφού η συλλογική μνήμη τηλεσυστήνεται σαν ένας πολτός που απορροφά τα πάντα και τα εξομοιώνει διά του υποβιβασμού τους). Για να συμπληρωθεί το παζλ, θα ξαναμαλώσουμε (με ολονέν μικρότερη ευρηματικότητα και υπομονή) για το ποιος είπε τελικά το «Όχι», ο Μεταξάς ή ο λαός (ενόσω στο βάθος του μυαλού μας το φάντασμα του Καφαντάρη θα επαναλαμβάνει το δραστικό ευφυολόγημα του σύμφωνα με το οποίο «αν θαυμάζεται ο Μεταξάς για το "Όχι", είναι επειδή μόνον αυτός από τους Έλληνες θα μπορούσε να πει ναι») και θα προσπαθήσουμε να προσαρμόσουμε, βιαίως έστω, την τριγράμματη λέξη της αντίστασης στα σημερινά δεδομένα. Όσο για την ενότητα, «εθνική» ή «εθνικολαϊκή» ή όπως αλλιώς, ήδη την έχει ροκανίσει το γεγονός ότι άλλοι μεν εκλεκτοί είχαν την τύχη ενός τριήμερου δώρου, άλλοι δε ατυχείς ουδέν εκέρδισαν. Με τον ίδιο άγονο και κενό νοήματος στόμφο που αναφερόμαστε στα κλέη των αρχαίων, προσεγγίζουμε και την τόσο κοντινή μας δεκαετία του 1940. Κι ας υπάρχουν μάρτυρες του καιρού εκείνου, ζώντες κι ανάμεσα μας, που θα μπορούσαν με δυο-τρεις κουβέντες τους να μας φανερώσουν πόσο απλό (στα μέτρα της καρδιάς του ανθρώπου δηλαδή, κι όχι στα μέτρα κάποιων φαντασματικών ημιθέων) ήταν το θαύμα της αντίστασης στα αλβανικά βουνά κι ύστερα στα βουνά της Ελλάδας, θα μπορούσαν με ελάχιστες πινελιές να μας εξεικονίσουν στην υλικότερη δυνατή μορφή του το «αντιστασιακό πνεύμα» που εντοπίζει ο Νίκος Σβορώνος στον ελληνικό λαό, αλλ’ όχι μόνον σ' αυτόν, το αντιστασιακό πνεύμα της ίδιας της Ιστορίας εν τέλει. Έτσι, μ' έναν τέτοιο μετρημένο λόγο που να στέκεται στις φαινομενικά ασήμαντες πτυχές του πολέμου, η ιστορία θα μπορούσε να γίνει και ζώσα και διδακτική. Όσο όμως τυλίγεται με ρητορεύματα, όσο ασφυκτιά κάτω από τις ύστερες, ιδεολογικώς εθελότυφλες αναγνώσεις της, όσο πνίγεται από το λίπος του υπερθετικού βαθμού, όσο απωθείται δηλαδή η ίδια, τόσο απωθεί κι εκείνον που θα ήθελε να τη μελετήσει. Με δυο λόγια, θέλω να πω ότι το νόημα που οφείλουμε να αντλήσουμε από τον πόλεμο του '40, θα το βρούμε ευχερέστερα όχι στον ελυτικό «Χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας» αλλά σε μερικά κεφάλαια του «Αξιον Εστί» (κι όχι στα τραγουδισμένα). Να πω ακόμη ότι απ' όλα τα εγκώμια που έπλεξαν οι ξένοι για τους Έλληνες, απ' όλα όσα είπαν για την ξανακερδισμένη περηφάνια των ελεύθερων ανθρώπων, το φρόνημα των πολεμιστών αποκαλύπτεται εναργέστερα στο θαυμασμό με τον οποίο ο Ροζέ Μιλλιέξ υπομνημάτιζε δυο περιστατικά, μιλώντας παράνομα, το χειμώνα του 1942, στις πόλεις της κατακτημένης Γαλλίας, σαν εθελοντής άγγελος του ελληνικού αγώνα. Ιστορία πρώτη: Ένας Έλληνας φαντάρος φονεύει με την ξιφολόγχη του έναν Ιταλό, που τη θανάσιμη ώρα τα χέρια του κρατούσαν τη φωτογραφία της κόρης του κι ο νους του ταξίδευε στην πατρίδα του. Συγκλονισμένος ο Έλληνας, μαζεύει τη φωτογραφία, τη βάζει στη μέσα τσέπη της καρδιάς και τάζει να αναζητήσει μετά τον πόλεμο την οικογένεια του σκοτωμένου, να θεραπεύσει, όσο γίνεται πια, το έλκος της απώλειας. Έψαξε-δεν έψαξε, βρήκε-δεν βρήκε, δεν φυλάσσεται εκεί η σημασία Το φιλάνθρωπο νόημα το δίνει ο πόνος του πολεμιστή και η σκέψη του της συνδρομής. Ιστορία δεύτερη: Πάνω στα βουνά, ένας λόχος Ελλήνων βλέπει από μακριά την τεράστια επιγραφή DUX, καμωμένη από πέτρες. Οργισμένοι οι στρατιώτες από το μουσολινικό μαγάρισμα, σκαρφαλώνουν στο βουνό, κλείνουν με μερικές πέτρες το U μετατρέποντας το σε Ο, διατηρούν άθικτο το Χ και, γκρεμίζοντας το ημικύκλιο του D, αποδεσμεύουν το I. Έτσι το προσβλητικό DUX μεταποιείται σε απελευθερωτικό «ΟΧΙ»· και θριαμβεύει ο λυτρωτικός σαρκασμός. Κι ας μη φανεί ύβρις αν ειπωθεί ότι το ίδιο ελευθεριακό-σαρκαστικό πνεύμα διακονούν όσοι σήμερα ακυρώνουν με τον είρωνα μαρκαδόρο τους την επί τοίχων αναγραφόμενη επωνυμία των εργολάβων του πατριωτισμού, τη «Χρυσή Αυγή», μετατρέποντας απλούστατα τα δύο καταληκτικά ήτα σε άλφα.. [πάνω]
Σημειώσεις στα χρόνια της Κατοχής Ογδόντα ένα χρονογραφήματα του Κώστα Βάρναλη δημοσιευμένα στην εφημερίδα «Πρωΐα», στη διετία 1942 - 43 Του Παντελη Μπουκαλα, Καθημερινή 30-10-07 Κώστας Βάρναλης: «Φέιγ βολάν της Κατοχής. Χρονογραφήματα». Επιλογή - επιμέλεια: Γιώργος Ζεβελάκης. Εκδόσεις Καστανιώτη, 2007, σελ. 334.
Πάντοτε ανοιχτό το εγχείρημα να γνωρίσουμε το παρελθόν, και έτσι να αυτοαναγνωριστούμε, ανατροφοδοτείται διαρκώς, όσο έρχονται στο φως στοιχεία για τη διαδρομή του. Την ανακίνηση του ενδιαφέροντος για το απώτατο παρελθόν την προκαλεί συνήθως η αρχαιολογική σκαπάνη ή οι σποραδικές ανακαλύψεις ημικατεστραμμένων και δυσανάγνωστων παπύρων και περγαμηνών (η τηλεοπτικώς διακινούμενη φήμη ότι στο Αγιον Ορος φυλάσσονται δεκάδες πλήρη αρχαιοελληνικά συγγράμματα είναι κακόγουστη φάρσα που δεν αφορά καν την ευφάνταστη μυθιστοριογραφία). Για πιο κοντινές περιόδους, όπως για τον πόλεμο του ’40, την Κατοχή, την Αντίσταση και τον εμφύλιο, οι νέες θεωρήσεις και αναμοχλεύσεις παρακινούνται από την έκδοση απομνημονευμάτων, το άνοιγμα κρατικών ή άλλων επίσημων αρχείων και την αναδημοσίευση κειμένων που γράφτηκαν και δημοσιεύτηκαν εν θερμώ, στα χρόνια εκείνα. Στην τρίτη ακριβώς κατηγορία κατατάσσονται τα χρονογραφήματα που δημοσίευε καθημερινά στην πρώτη σελίδα της μονόφυλλης εφημερίδας «Πρωΐα», ο ποιητής, πεζογράφος, κριτικός και μεταφραστής Κώστας Βάρναλης, από το 1941 έως το 1944. Η εκτενής επιλογή τους από τον φιλόπονο αναδιφητή τού παρελθόντος Γιώργο Ζεβελάκη που εκδόθηκε πρόσφατα παρέχει τη δυνατότητα μιας αναδρομής στα μαύρα χρόνια μέσα από μια γραφή που διατηρεί την πνευματική ηρεμία της μέσα στην τόση ταραχή και, εν όψει και της λογοκρισίας, υπαινίσσεται παρά καταγγέλλει, παραμυθεί παρά γκρεμίζει, αμύνεται (με το ύφος και το ήθος της) παρά επιτίθεται· σωστά επισημαίνει ο επιμελητής πως ο χρονογράφος «ακροβατούσε», και μάλιστα πάνω στο ξυράφι των λέξεων. Ο Κώστας Βάρναλης άρχισε να γράφει στην «Πρωΐα» στις 27 Οκτωβρίου 1940, την παραμονή της κήρυξης του πολέμου. Τα 81 κείμενα της ανθολογίας καλύπτουν το 1942 και το 1943, είναι δε ταξινομημένα από τον επιμελητή τους σε οκτώ θεματικές ενότητες: Ιστορίες εσωτερικού χώρου, Περιπλανήσεις στην πόλη, Προς άγραν τροφής, Οίνος ευφραίνει καρδίαν, Αττικοί περίπατοι, Καιρού επιτρέποντος, Εκτός τόπου και χρόνου, Τέχνη και ζωή. Ίσως φανεί παράδοξο, αν όχι ανοίκειο, πάντως η αναδρομή που επιτρέπουν ετούτα τα γραπτά «στιγμιότυπα» δεν είναι μόνο ιστοριογνωστικά ωφέλιμη αλλά και τερπνή. Η αντίστασή τους είναι το μισό έστω χαμόγελο που κατορθώνουν να αντλήσουν από μια σφιγμένη καρδιά με την ελπίδα να το μεταδώσουν σε άλλες καρδιές επίσης σφιγμένες. Η μαστοριά του Βάρναλη, αναμφισβήτητα αποδεδειγμένη στα ποιήματα και στα πεζά του, διακρίνεται και σε τούτες τις ημερήσιες πινελιές πάνω στον μουντό ορίζοντα, όπου ο λογοτέχνης, ο πολιτικός βεβαίως λογοτέχνης, με αποφασισμένη την ιδεολογία του, λυτρώνεται, έστω παροδικά, διά της σάτιρας και αυτήν δωρίζει σαν αντίδοτο («για λίγω έστω») στη γύρω καταχνιά. Δεν πρέπει άλλωστε να παραβλέπουμε ότι και ως ποιητής ο Κώστας Βάρναλης υπήρξε από τους λιγοστούς που συνάρμοσαν με πλήρη τέχνη την οξύτατη σάτιρα με τον πλούσιο λυρισμό. Ακόμα και όταν καταπιάνεται με ορισμένες από τις βαθιές πληγές της Κατοχής, την πείνα, τον μαυραγοριτισμό, την κλοπή των ξύλινων σταυρών από τα νεκροταφεία (τους χρησιμοποιούσαν σαν καυσόξυλα), ο Βάρναλης, για να μετουσιώσει την οργή σε στηλιτευτικό χιούμορ, ξύνει την ψυχή του με το ίδιο πάθος που, όπως έχει παραδοθεί, έξυνε τα μολύβια του («Έχει αραδιάσει μια ντουζίνα καλοξυσμένα μολύβια στο τραπέζι σε όλα τα σχέδια και τα μεγέθη. Αν τον ρωτήσετε τι τα θέλει τόσα μολύβια έτοιμα προς... δράσιν, θα σας απαντήσει πως δεν μπορεί αλλιώς να δουλέψει. Μόλις σπάσει ή λιώσει του ενός η μύτη, αρπάζει τ’ άλλο. Δεν μπορεί να σταματήσει»). Το χιούμορ αυτό αποτυπώνεται είτε σε αφορισμούς είτε σε κείμενα που επιχειρούν να διασκεδάσουν το φρικώδες. Τρία δείγματα του πρώτου είδους: «Η αριθμητική βρέθηκε για να λαθεύει ο άνθρωπος στους λογαριασμούς του, η λογική για να παραλογίζεται και η ζυγαριά για να κλέβει». Δεύτερο: «Ο ήλιος είναι η “σκιά του θεού” και ο καφενές είναι ο ήλιος των Ελλήνων. Αν λείψουνε τα καφενεία, μονάχα τα μανιτάρια θα επιζήσουν!» Τρίτον: «Ο Ρωμιός δεν αρκείται να υπάρχει. Πρέπει να τον προσέξουν κι οι άλλοι. Κι όταν γλεντήσει, πρέπει να το πληροφορηθεί η οικουμένη». Πόσο δικαιωμένη ακούγεται η διάγνωσή του αυτή στις τηλεοπτικές ημέρες μας, οπότε καταντήσαμε η εικόνα μας, ενώ από τα γυάλινα πρωινάδικα κι ως τα μεταμεσονυχτάδικα, άλλο δεν κάνουν φενακιστές «επώνυμοι» και φενακισμένοι «ανώνυμοι» παρά να τσιφτετελίζονται ή να ψευτοζεϊμπεκίζονται μπροστά στις κάμερες. Εντελέστερο ίσως δείγμα του δεύτερου είδους είναι το κείμενο «Μετά από τη ζωή» της 8ης Δεκεμβρίου 1943, με το οποίο ο Βάρναλης καταχερίζει τους «λωποδύτες των σταυρών», οι οποίοι, κλέβοντας τους σταυρούς, αφαιρούν το ονοματεπώνυμο των νεκρών, την «ταυτότητά τους», με αποτέλεσμα την «αιώνια αμνησία» αντί της «αιωνίας μνήμης» και το μπέρδεμα τόσο στον «άλλο κόσμο» όσο και στους ζωντανούς συγγενείς και φίλους. «Θα πηγαίνει η Μαρία και θα τραβάει τα μαλλιά της στον τάφο του Πίπη, αντίς του Κώστα· θα πηγαίνει κι ο Τάκης να κλαίει στον τάφο της Ευτέρπης αντί της Λόλας. Και δεν είναι απίθανο ο Πίπης να είναι η αιτία που πέθανε ο Κώστας κι η Λόλα η αιτία που πέθανε η Ευτέρπη. Από κάτου θ’ ακούνε άγνωστες φωνές να τους μοιρολογάνε και με τον καιρό θα πεισθούν ο καθένας πως είναι ο... άλλος!». Εδώ, λοιπόν, το αντιστασιακό πνεύμα ενσαρκώνεται ως πνεύμα του σαρκασμού για όσα δεινά ταλάνιζαν τους ανθρώπους στα χρόνια της σκλαβιάς, όχι πάντως όλους, κι αυτό ο Βάρναλης δεν παραλείπει να το υποσημαίνει. Εκτός των άλλων, σε τούτα τα εφημερογραφήματα (κάποια θέματά τους τα έχει τονίσει και στην ποίησή του ο χρονογράφος, το πάθος του κρασιού, λόγου χάρη ή τα πάθη του γαϊδουράκου) αναδεικνύεται ένας Βάρναλης που δεν γνωρίζει πολύ καλά, ως μεταφραστής τους άλλωστε, μόνο τα αρχαιοελληνικά κείμενα (αποσπάσματα των οποίων σφηνώνει στα χρονογραφήματά του) αλλά και τη Βίβλο, χωρία της οποίας ενθέτει επίσης στον λόγο του. Και παρά τον περιορισμένο χώρο δεν ξεχνάει και τα αμιγώς φιλολογικά πάθη του. Έτσι, στο χρονογράφημα «Το μειδίαμα» της 8ης Ιανουαρίου 1943 καταλήγει: «Ο Κανάρης του Παλαμά χαμογελά “με της λεβεντιάς το χαμόγελο”. Πράμα αψυχολόγητο και συμβατικό. Ένας ήρωας που ξεκινά για μια μεγάλη πράξη δεν μπορεί να χαμογελά, εκτός αν κοροϊδεύει τους άλλους που μένουν. Επίσης, χαμογελούν οι “Ελεύθεροι πολιορκημένοι” του Σολωμού στην πιο ακατάλληλη στιγμή όταν ξεψυχούν από την πείνα: “Κι υψώνουν με χαμόγελο την όψη την φθαρμένη”. Το καλύτερο λοιπόν είναι να μη χαμογελά κανείς ούτε στη ζωή ούτε στην τέχνη. Θα βγει κι αυτός κερδισμένος κι η τέχνη». Μολαταύτα, είπαμε ήδη ότι ο χρονικογράφος Βάρναλης αποβλέπει αν όχι στο γέλιο του αναγνώστη του, πάντως στο λυτρωτικό χαμόγελο. Στην πολύ καλή δουλειά του Γιώργου Ζεβελάκη, διορθωτέα τα εξής, που πιθανόν οφείλονται στον δαίμονα του τυπογραφείου, ο οποίος σε χρόνια δίσεκτα θα δούλευε αποχαλινωμένος. Στη σελίδα 45, τα αναγραφόμενα «πομοντόρα» στη φράση «τις ντομάτες μου, τα πομοντόρα, τα χρυσόμηλά μου», είναι τα αποθησαυριζόμενα και στο Μέγα Λεξικό του Δημητράκου «πομιντόρα», (ιταλιστί pomidoro, χρυσόμηλο δηλαδή)· «κουμαντόρια» ακούω πάντως ακόμα μέσα μου να λέει η μάνα μου τις ντομάτες στα μεσολογγίτικά της, και έτσι τα βρίσκω άλλωστε και στο «Γλωσσάρι ρουμελιώτικης ντοπιολαλιάς» του Θανάση Παπαθανασόπουλου. Στη σελίδα 53, στο αναγραφόμενο «“Και αν έπεσε αφ’ υψηλού, όμως έπεσε” λέει ο Κάλβος», παρατηρείται συσσώρευση προβλημάτων. Το αυθεντικό δίστιχο του Ανδρέα Κάλβου, στην ωδή του «Εις Σάμον» είναι: «Αφ’ υψηλά όμως έπεσε, και απέθανεν ελεύθερος». Η αλλοίωση του «αφ’ υψηλά» σε «αφ’ υψηλού» ταράζει το ποίημα, όχι πάντως όσο η μετατόπιση του κρίσιμου «όμως», περίπου όπως τάραξε το νόημα της «Αρνησης» του Γιώργου Σεφέρη η απαλοιφή μιας άνω τελείας (πριν από τη λέξη «λάθος») κατά τη μελοποίησή της («Με τι καρδιά, / με τι πνοή, / τι πόθους και τι πάθος / πήραμε τη ζωή μας· λάθος! / Κι αλλάξαμε ζωή»). Ακόμα και αν η παραποίηση έγινε εσκεμμένα, και ομολογουμένως μαεστρικά, από τον Βάρναλη, γνώστη άλλωστε και του Κάλβου, για να υπηρετηθεί το ρητορικό του σχήμα, μια σημείωση του επιμελητή, απαραίτητη από τη στιγμή που το εφημεριδογράφημα εντάσσεται σε βιβλίο, σε είδος διαρκέστερο δηλαδή, θα αποκαθιστούσε τα φιλολογικά πράγματα. Τέλος, στη σελίδα 124, στο αναγραφόμενο «έμεινε παροιμιακή η φράση: “Θύραζε, Κίρες, ουκέτ’ Ανθεστήρια”», οι «Κίρες» αυτοί πρέπει να διορθωθούν σε «Κάρες» · για Κάρες μιλούσε βέβαια η αρχαία παροιμία, επειδή πολλοί από τη φυλή τους ήταν δούλοι των Αθηναίων. [πάνω]
Η Ιστορία διά χειρός «ανωνύμων» Ημερολόγιο-μαρτυρία από το Μέτωπο ενός λοχία και αποσπάσματα λογοκριμένων επιστολών Του Παντελη Μπουκαλα, Καθημερινή 31-10-06
1) Στάθης Γκοτσίνας: «Από χιόνι... Πολεμώντας στην Αλβανία». Εκδόσεις «Βιβλιόραμα», 2006, σελ. 133. 2) Μίνος Δούνιας: «Θα νικήσουμε αλλά υπέρ την νίκην δόξα. Το "Σαράντα" μέσα από τις επιστολές των πολεμιστών και των αμάχων». Εισαγωγή-επιμέλεια: Κυριάκος Ντελόπουλος. Εκδόσεις «Αγρα», 2006, σελ. 99. Τον Οκτώβριο του 2001, παρουσιάζοντας εδώ τις «Ημερολογιακές σημειώσεις 1940-41» του σπουδαίου λαογράφου Δημητρίου Σωτ. Λουκάτου, που είχαν κυκλοφορήσει στις εκδόσεις «Ποταμός» υπό τον τίτλο «Οπλίτης στο Αλβανικό Μέτωπο», έγραφα πως τα ημερολογικά σημειώματα των «ανωνύμων», όσα γράφτηκαν εν θερμώ αλλά εκδόθηκαν δεκαετίες αργότερα, εκτός των άλλων μας θυμίζουν ότι ο πόλεμος αφορά ανθρώπους και όχι μηχανές, και ότι ένα έπος έχει χιλιάδες, αμέτρητους ραψωδούς εκτός από εκείνους που έσπευσαν να υπογράψουν και να ιδιοποιηθούν τη σύνθεσή του. Ένα ημερολόγιο τέτοιου είδους, τέτοιου ήθους καλύτερα, περιέχει το νεοεκδοθέν βιβλίο «Από χιόνι...», με τον διευκρινιστικό υπότιτλο «Πολεμώντας στην Αλβανία».
Στην πρώτη γραμμή
Πρόκειται για τις εγγραφές του Στάθη Γκοτσίνα (1906-1969), δικηγόρου από την Ηλεία, που επιστρατεύτηκε με την κήρυξη του πολέμου και βρέθηκε στην πρώτη γραμμή, ως λοχίας εφοδιασμού. Στα χρόνια της Κατοχής και της Αντίστασης δραστηριοποιήθηκε στις γραμμές της Ελληνικής Λαϊκής Δημοκρατίας, του ενός από τα τέσσερα κόμματα που συνέπηξαν το ΕΑΜ. Ο αδερφός του Στάθη, ο Διονύσιος, υπολοχαγός του Πυροβολικού, σκοτώθηκε στο Πόγραδετς στις 17 Μαρτίου του 1941. Οι ημερολογιακές εγγραφές του Στάθη Γκοτσίνα αρχίζουν την 28η Οκτωβρίου 1940 και τελειώνουν απότομα στις 20 Ιανουαρίου του 1941. Όσες αφορούν τις τρεις πρώτες ημέρες είναι κοφτές, τηλεγραφικές: «28-10-1940: Ώρα 5.30 Είδηση ότι εκηρύχθη ο πόλεμος. [...] 10 π.μ. Προκήρυξις ότι καλούμαι στρατιώτης». Από κει κι έπειτα ο Γκοτσίνας καταγράφει, πάντοτε με γλώσσα ανεπιτήδευτη (οι λέξεις που φανερώνουν τη λογιοσύνη του, ομαλά ενσωματωμένες, είναι λίγες, όπως και οι λέξεις που αποκαλύπτουν την πελοποννησιακή καταγωγή του), την πορεία προς το μέτωπο και τα αλβανικά βουνά και τις ασίγαστες καθημερινές μικρές «μάχες» υπό τον μεγάλο πόλεμο: τη μάχη με την πείνα, την απλυσιά, την «αξουρισιά», το κρύο και το χιόνι, την έλλειψη τσιγάρων, βασανιστική ώρες ώρες όσο και η απουσία της αγαπημένης. Κι έτσι, η μαρτυρία του γίνεται «από τις πιο αυθεντικές για τα μαρτύρια του πολεμιστή», όπως υπογραμμίζει στο σχετικό επίμετρό του ο Άγγελος Ελεφάντης. «Σύνθεσις τρομαχτική ο πόλεμος. Τα χάνεις όταν βρεθείς κοντά του και τον ιδείς και τον αισθανθείς κατάμουτρα», σημειώνει ο Γκοτσίνας στις 12 Δεκεμβρίου. Οι καταγραφές του, λοιπόν, εκτός από την ίδια την παρηγορία που μπορεί να προσφέρει η γραφή, έστω και σε αυτή την αγχωμένη μορφή της, περίπου στα κλεφτά και με το λίγο φως ενός κεριού ή ενός αυτοσχέδιου καντηλιού, υπηρετούν μια βαθύτατη επιθυμία (ή ανάγκη): να «μην τα χάσει» ο άνθρωπος μπροστά στον πόλεμο, να μη χαθεί ως άνθρωπος. Να μείνει δίκαιος και συμπονετικός και μπροστά στον πόλεμο ακόμα και τον θάνατο, απέναντι στους συμπολεμιστές αλλά και στους εχθρούς. «Εμείς γινόμαστε μέρα με τη μέρα άλλοι άνθρωποι. Αλληθωρίσαμε στην όψη του πολέμου. Χάσαμε όψη και ψυχή. Δεν ξέρουμε τίποτε άλλο από Πόλεμο. Μεγάλη κατεργασία», διαπιστώνει. Λίγο πριν, η σεμνή ιστόρηση ενός περιστατικού με Ιταλούς αιχμαλώτους ακούγεται σαν θρίαμβος της ανθρωπιάς: «Στη φάτσα τους είναι χυμένη μια έκφραση ύστατης οδύνης. Με όλα τους παρακαλούν και ικετεύουν. Μοιράζω σ’ αυτούς όσα τσιγάρα έχω. Μένουν ευχαριστημένοι και στα χείλη τους σκάει ένα πικρόγελο. Το ξέρετε το πικρόγελο».
«Ούτε μιλιά»
Το μεγαλείο δεν θέλει παρά το ελάχιστο για να ιστορηθεί. Τούτες οι φράσεις από το ημερολόγιο του πολεμιστή θα είχαν πολλά να διδάξουν στη ρητορική των πανηγυρικών μας: «Στον δρόμο κατηφορίζουν σειρές ατέλειωτες στρατιώτες, κατηφορίζουν από τις γραμμές, απ’ το μέτωπο. Αξύριστοι, βρώμικοι, λασπιασμένοι, με σκασμένες μύτες και τα χείλη μουτζαλιασμένα. [...] Το χιόνι τούς έχει πασπαλίσει καλά. Ούτε μιλιά δεν ακούς. Ούτε ωχ. Νέοι. Και όλα προδίδουν μεγάλη εγκαρτέρηση. Ξημέρωσαν ορθοί στις προφυλακές ανάμεσα σε ξέρακες και σε κοτρώνια, ημέρες πολλές ολορθόστητοι και τους έδειρε ανήλεα το χιόνι και η παγωνιά νύχτα μέρα. Σακατεύτηκαν στο τουφεκίδι και στο κανόνι και μόλις πρόλαβαν να βάλουν λίγο κονιάκ ή ξερή σταφίδα στο στόμα τους, βιαστικά. Τώρα δεν έμεινε τίποτα μέσα τους». «Είναι βλέπεις αυτή η κυρία η λογοκρισία« σημειώνει ο Στάθης Γκοτσίνας στην πέμπτη εγγραφή του, την 1η Νοεμβρίου 1940. Οντως, με την κήρυξη του πολέμου επιβλήθηκε λογοκρισία, για λόγους ασφαλείας. Μέλος μιας λογοκριτικής επιτροπής υπήρξε και ο Μίνος Δούνιας (1900-1962), καθηγητής της Μουσικής και μουσικοκριτικός. Με τον σκοπό να διασώσει στοιχεία του κλίματος των ημερών, αποφάσισε να καταγράφει σε μια ατζέντα (κι ύστερα σε ένα τετράδιο) όσα αποσπάσματα τον συγκινούσαν από τις επιστολές που διάβαζε. Τώρα, 191 από τα ερανίσματά του (καλύπτουν την περίοδο από τον Νοέμβριο του 1940 έως τον Απρίλιο του 1941), ταξινομημένα και επιμελημένα από τον Κυριάκο Ντελόπουλο, κυκλοφορούν υπό τον τίτλο «Θα νικήσουμε αλλά υπέρ την νίκην δόξα».
Πλούσιο αφήγημα
Για «ανώνυμο» λόγο πρόκειται και πάλι, ιδιωτικότερο τούτη τη φορά (παραδίδεται άλλωστε με την αυθεντική ορθρογραφία και σύνταξή του), ο οποίος, με την καλή του διάρθρωση, εμφανίζεται σαν ένα πλούσιο πολεμικό αφήγημα. Πολεμιστές και άμαχοι ιστορούν, στοχάζονται, παρηγορούν, γκρινιάζουν ενίοτε, αλλά και πανηγυρίζουν τον έρωτά τους, σαν αντίδοτο στη γύρω φρίκη. «Εμείς τους έχουμε θυσιάσει όλους για την πατρίδα. Πρότα πρότα πήγαν ο Σοτίρης, ο Σπύρος, ο Νίκος, ο Βασίλης, ο Τάσος, Προκόπης και Χρίστος, δεν μπορούμε να κάνουμε αλιός, γιατί η πατρίδα μας κιντυνεύει», διαβάζεις και συνειδητοποιείς ότι και η υψηλότερη ποίηση, και το οξυδερκέστερο ιστοριογράφημα, θα δυσκολεύονταν να αποδώσουν τόσο λιτά και τόσο ταπεινά το φρόνημα ενός λαού αποφασισμένου να θυσιαστεί για την ελευθερία του. Αλλά κι όταν διαβάζεις πως «ο Θεός μάς αξίωσε να δοξασθώμεν και ημείς ωσάν τους προγόνους μας, όπου γενίκαμεν άξιοι να γραφώμεν εις την κλασσικήν ιστορίαν Μαραθώνος, Πλάτονος, και Σαλαμίνης», το τελευταίο τελευταίο που σκέφτεσαι είναι η σύγχυση μεταξύ Πλαταιών και του Πλάτωνα.
Συλλογικό ενθύμημα
Μοιάζει κάπως με συλλογικό ενθύμημα τούτο το τομίδιο με τα αντιγραμμένα αποσπάσματα επιστολών που μπορεί και να μην έφτασαν ποτέ στον παραλήπτη τους. Και πρέπει να είναι η μοναδική περίπτωση όπου ένας εντεταλμένος λογοκριτής δίνει στον λόγο δικαίωμα ύπαρξης, έστω αναδρομικής, για να υπενθυμίσει και να συγκινήσει. [πάνω] |
|