|
|
David Brewer η
φλόγα της ελευθερίας ο αγώνας των Ελλήνων για την ανεξαρτησία 1821-1833,
Ενάλιος, 2004
κοινωνικές ομάδες
Ελλήνων (σελ. 159-160) Υπήρχαν επίσης εχθρότητες μέσα σε περιοχές: οι Μανιάτες θεωρούνταν από τους άλλους Πελοποννήσιους δόλιοι και αισχρά αρπακτικοί και η Ύδρα με τις Σπέτσες διαφωνούσαν συνεχώς μεταξύ τους.
Ένα δεύτερο σημαντικό χάσμα ανάμεσα σε κοινωνικές ομάδες, από τις οποίες οι κυριότερες ήταν οι πολιτικοί ηγέτες, οι στρατιωτικοί αρχηγοί και οι λεγόμενοι εξευρωπαϊσμένοι, δηλαδή εκείνοι που είχαν έρθει από το εξωτερικό με ιδέες διακυβέρνησης σύμφωνα με ευρωπαϊκά πρότυπα. Οι πολιτικοί ηγέτες περιλάμβαναν τους γαιοκτήμονες προκρίτους και τον ανώτερο κλήρο. Και τα δύο σώματα είχαν από παλιά σημαντική εξουσία στις περιοχές τους κάτω από τους Τούρκους. Οι επίσκοποι, από τους οποίους υπήρχαν σαράντα ένας, δίκαζαν τις αστικές (αλλά όχι τις ποινικές) υποθέσεις μεταξύ χριστιανών και μεσολαβούσαν προς τους Έλληνες ή τους Τούρκους ηγέτες σε περιπτώσεις ατομικών διαφορών. Το άλλο πολιτικό στοιχείο, οι πρόκριτοι ή προεστοί ή κοτζαμπάσηδες, ήταν στην ουσία εκείνοι που φρόντιζαν για τη λειτουργία του οθωμανικού συστήματος τοπικής διακυβέρνησης. Στην Πελοπόννησο συγκεντρώνονταν μια φορά τον χρόνο ως επαρχιακή συνέλευση για να συμβουλεύουν τον Τούρκο πασά που κυβερνούσε, και δύο μέλη αυτής της συνέλευσης επιλέγονταν ως ουσιαστικοί πρεσβευτές της Πελοποννήσου στην Κωνσταντινούπολη, όπου μπορούσαν να ζητήσουν αποκατάσταση αδικιών, ακόμη και να επηρεάσουν τον διορισμό νέου πασά. Λόγω της στενής συνεργασίας τους με τους Τούρκους οι πρόκριτοι γενικά αντιμετωπίζονταν με δυσπιστία και ο Δημήτριος Υψηλάντης τους επέκρινε ως ανθρώπους «οι οποίοι, συμμεριζόμενοι τις απόψεις των Τούρκων, θέλουν να καταπιέζουν τον λαό» και ως «φίλους και συντρόφους των τυράννων».
Οι πρόκριτοι επιλέγονταν μεταξύ των πλουσίων και η περιουσία τους βασιζόταν στην ιδιοκτησία γης. Στην Πελοπόννησο οι πρόκριτοι, μαζί με τα μοναστήρια, είχαν στην κατοχή τους περίπου το ένα τρίτο της παραγωγικής γης ή περίπου 1.800 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Με τα εισοδήματα που αποσπούσαν από τη γη, οι πρόκριτοι ήταν σε θέση να πλειοδοτήσουν για τα προσοδοφόρα συμβόλαια υπεκμίσθωσης φόρων από την οθωμανική κυβέρνηση. Επειδή εισέπρατταν τόσο τα ενοίκια όσο και τους φόρους σε είδος και όχι σε μετρητά και μόνο αυτοί είχαν τα μέσα να μεταφέρουν τα προϊόντα σε αγορές ή λιμάνια, ήταν σε θέση να ασκούν ουσιαστικά μονοπωλιακό έλεγχο πάνω στις τιμές. Έτσι ο πλούτος των προκρίτων πολλαπλασιαζόταν, ένας πλούτος που οι χωρικοί θεωρούσαν καρπό κατάφωρης εκμετάλλευσης - άλλος ένας λόγος για να δυσπιστούν απέναντι τους.
Η δεύτερη κύρια κοινωνική ομάδα απαρτιζόταν από τους στρατιωτικούς αρχηγούς. Πολλοί προηγουμένως είχαν χρηματίσει είτε κλέφτες είτε αρματολοί στην υπηρεσία της οθωμανικής κυβέρνησης για τον έλεγχο των κλεφτών και ένας οπλαρχηγός συχνά έπαιζε εναλλάξ πότε τον έναν ρόλο και πότε τον άλλο. Άλλοι είχαν θητεύσει στη θέση του κάπου, αρχηγού της ένοπλης δύναμης ενός προκρίτου και υπό την εξουσία του, χωρίς να τους έχει δοθεί από την τουρκική διοίκηση ανεξάρτητη εξουσία- ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης μπορεί να μην είχε χρηματίσει ποτέ τίποτε περισσότερο από κάπος, μολονότι διεκδικούσε την πιο τιμητική θέση του αρματολού. Εδώ βρισκόταν μια πηγή τριβών ανάμεσα σε οπλαρχηγούς και προκρίτους. Πολλοί οπλαρχηγοί παλιότερα αποτελούσαν είτε απειλή για τους προκρίτους ως κλέφτες είτε ανταγωνιστές με ανεξάρτητη θέση ως αρματολοί είτε υφιστάμενοι τους κάποι που τώρα είχαν αποκτήσει υπεροχή έναντι των παλιών αφεντικών τους. Απ' όλες τις ομάδες οι οπλαρχηγοί είχαν τους πιο στενούς δεσμούς με τον απλό λαό, από τον οποίο συνήθως προέρχονταν, και από τις γραμμές του οποίου στρατολογούσαν τους άνδρες τους. Ορισμένοι από τους οπλαρχηγούς είχαν υπηρετήσει σε ξένους στρατούς και είχαν μάθει, όπως ασφαλώς είχε μάθει ο Κολοκοτρώνης, πώς ήταν πιθανότερο να αντιμετωπιστεί η επανάσταση από τις ξένες δυνάμεις, καθώς και τη σημασία του κατευνασμού τους. Έτσι αυτοί οι οπλαρχηγοί είχαν ορισμένα κοινά σημεία με τους νεοφερμένους εξευρωπαϊσμένους, ανθρώπους κατά τ' άλλα εντελώς διαφορετικούς.
Αυτοί οι
εξευρωπαϊσμένοι αποτελούσαν την τρίτη κοινωνική ομάδα και προέρχονταν βασικά από
τρεις κατηγορίες: εμπόρους στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και στις μεγάλες πόλεις
της Ευρώπης όπου είχε εγκατασταθεί η ελληνική διασπορά- τους Φαναριώτες, τους
ανώτερους δημοσίους υπαλλήλους της τουρκικής κυβέρνησης, ιδιαίτερα στην
κυβέρνηση της Μολδαβίας και της Βλαχίας, και τους Έλληνες ελεύθερους
επαγγελματίες, που είχαν σπουδάσει στο εξωτερικό. Ο πιο εξέχων από τους
εξευρωπαϊσμένους ήταν ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, γόνος μιας από τις κορυφαίες
φαναριώτικες οικογένειες. Όταν ξέσπασε η επανάσταση, έμενε στην Πίζα της
Ιταλίας, όπου συμμετείχε στον κύκλο του Σέλεϊ. Από εκεί πήρε ένα καράβι για τη
Μασσαλία, συγκέντρωσε εφόδια για τους Έλληνες και αρκετούς φιλέλληνες εθελοντές,
μεταξύ των οποίων και τον Ρεμπό, και αποβιβάστηκε στο Μεσολόγγι στις αρχές
Αυγούστου του 1821, όπου άρχισε να βελτιώνει την οχύρωση τις πόλης και να
επιβάλλει την ηγεσία του. Μόλις τριάντα ετών ακόμα, είχε μάθει χάρη στα ταξίδια
του επτά γλώσσες, ενώ η εμπειρία του στη διακυβέρνηση της Βλαχίας τον είχε
εξοικειώσει με την τέχνη της διπλωματίας.
Ίσως η πιο μοιραία αδυναμία να ήταν η αποτυχία του καθορισμού των σχέσεων ανάμεσα στην κεντρική και στις περιφερειακές κυβερνήσεις και οι εξουσίες καθεμιάς. Η ισορροπία είχε επιτευχθεί, αλλά με κόστος ενδεχόμενης παράλυσης.
Το σημείο αυτό έθεσε αποφασιστικά ο Άγγλος φιλόσοφος και νομομαθής Τζέρεμι Μπένθαμ, που έστειλε στην ελληνική διοίκηση τα σχόλια του για το νέο σύνταγμα μερικούς μήνες αργότερα. Οι εισαγωγικές του παρατηρήσεις ενθουσίασαν τους Έλληνες: «Το να βρω το Ελληνικό Σύνταγμα σε τόσο μεγάλο βαθμό σύμφωνο με την αρχή της μεγαλύτερης ευτυχίας του μεγαλύτερου αριθμού υπήρξε για μένα πηγή μεγάλης και εξίσου ευχάριστης έκπληξης», έγραφε. Ωστόσο, διέβλεπε έναν κίνδυνο στα πολλά ενδεχόμενα βέτο του συντάγματος, τα οποία αποκαλούσε «λανθάνοντα αρνητικά στοιχεία». Ο πρόεδρος της Γερουσίας, για παράδειγμα, είχε τη δυνατότητα να συγκαλεί τη Γερουσία σε συνεδρίαση και ήταν στο χέρι του να μην τη συγκαλέσει καθόλου σε συνεδρίαση. Άλλα άτομα έπρεπε να υπογράφουν, να προσυπογράφουν ή να σφραγίζουν αποφάσεις και απλώς μην κάνοντας τίποτε μπορούσαν να παρεμποδίσουν τις κυβερνητικές ενέργειες. Ο Μπένθαμ επίσης αποδοκίμαζε τον μεγάλο αριθμό υπουργών και θα προτιμούσε να μην υπήρχαν καθόλου, καθιστώντας τα μέλη του Εκτελεστικού υπεύθυνα για έναν περιορισμένο αριθμό τομέων. Αλλά η βασικότερη κριτική του ήταν για τον καταμερισμό εξουσιών ανάμεσα στα σκέλη της διοίκησης, που βρισκόταν κάτω από ολόκληρο το σύστημα των ελέγχων και των ισορροπιών. Τα σώματα ανάμεσα στα οποία καταμεριζόταν η εξουσία, πίστευε, θα ανταγωνίζονταν μεταξύ τους για τα συμφέροντα τους, όχι για τα συμφέροντα του λαού. Θα ήταν καλύτερο, υποστήριζε ο Μπένθαμ, το Εκτελεστικό και το δικαστικό να εξαρτώνται από τη Γερουσία, και η Γερουσία με τη σειρά της να εξαρτάται από τη θέληση του λαού μέσω καθολικού δικαιώματος ψήφου. Το νόημα όλων των σχολίων του Μπένθαμ ήταν ότι κάθε κλάδος της διοίκησης έπρεπε να είναι όσο το δυνατόν πιο ευαίσθητος στη λαϊκή κυριαρχία, η οποία θεωρούσε ότι λίγο πολύ συνέπιπτε με τη μεγαλύτερη ευτυχία της πλειοψηφίας.
Ο Μπένθαμ είχε δίκιο
να αντιμετωπίζει το έργο της συνέλευσης της Επιδαύρου ως σοβαρή προσπάθεια
δημιουργίας ενός λειτουργικού συστήματος διακυβέρνησης. Αλλά η Επίδαυρος ήταν
επίσης πεδίο ανταγωνισμού για την εξουσία και εκεί ο άνθρωπος που βασικά
ωφελήθηκε ήταν ο Μαυροκορδάτος. Είχε επιτύχει όλα όσα θα μπορούσε να ελπίσει:
ένα σύνταγμα διατυπωμένο υπό την καθοδήγηση του και την ηγετική θέση στη
νεοσυσταθείσα εθνική διοίκηση. Μετά, κατά περίεργο τρόπο, έφυγε. Πήγε πρώτα στην
Ύδρα- η υποστήριξη του νησιού θα ήταν ζωτικής σημασίας για την υπεράσπιση του
Μεσολογγίου εναντίον του τουρκικού ναυτικού. Μετά, τον Μάιο του 1822, με τη
σύμφωνη γνώμη της Γερουσίας, γύρισε στο Μεσολόγγι και συνέχισε τις προετοιμασίες
για την υπεράσπιση της πόλης και τη διαδικασία τόνωσης της υποστήριξης σ' όλη
την περιοχή. Έτσι ο Μαυροκορδάτος δεν ξόδεψε καθόλου χρόνο εκπληρώνοντας τον
ρόλο του ως προέδρου του Εκτελεστικού και οι απουσίες του δείχνουν με σαφήνεια
τις προτεραιότητες του: το κύρος μπορεί να βρισκόταν στην προσωρινή διοίκηση της
Επιδαύρου, αλλά η βάση εξουσίας του στο Μεσολόγγι και στη δυτική Χέρσο Ελλάδα
ήταν γι' αυτόν πολύ πιο σημαντική. Ωστόσο, ήταν αρκετά οξυδερκής ώστε να βάλει
στο χέρι την προεδρία του Εκτελεστικού, έτσι ώστε να εξασφαλίσει ότι κανένας
άλλος δεν θα τη χρησιμοποιούσε για να αυξήσει τη δική του επιρροή. Ένας
σύγχρονος του έκανε μια ωραία παρομοίωση για την τακτική του Μαυροκορδάτου: «Εμιμήθη
την πονηρίαν του σκαντζόχοιρου, όστις, ως λέγουν, διά να έμβη μέσα εις αυτήν,
έπειτα φουσκώνει, γίνεται ένα κουβάρι βελόνες και δεν χωρεί τίποτε άλλο εις την
φωλιάν του».
Το καλοκαίρι του 1821 οι Έλληνες είχαν εμποδίσει με επιτυχία την κάθοδο του τουρκικού στρατού κατά μήκος της ανατολικής οδού προς την Πελοπόννησο με μια νίκη στα Βασιλικά κοντά στις Θερμοπύλες. Το καλοκαίρι του 1822 οι Τούρκοι ετοιμάζονταν να κάνουν άλλη μια απόπειρα και βρίσκονταν σε πολύ καλύτερη θε'ση για να το επιχειρήσουν. Ο θάνατος του Αλή Πασά είχε απελευθερώσει τις τουρκικές δυνάμεις που πολιορκούσαν τα Ιωάννινα και ο Τούρκος διοικητής Χουρσίτ Πασάς ήταν σε θέση να συγκεντρώσει στη Λάρισα, στα μισά της απόστασης ανάμεσα στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη, μια δύναμη που υπολογιζόταν ανάμεσα στους 20.000 και στους 30.000 άνδρες, κατά πολλές φορές μεγαλύτερη του στρατού που είχε ηττηθεί στα Βασιλικά. Ο άνθρωπος που διορίσθηκε απευθείας από τον σουλτάνο για να οδηγήσει αυτήν την ογκώδη δύναμη στην Πελοπόννησο ήταν ο Μαχμούτ, πασάς της Δράμας, που γι' αυτόν τον λόγο ήταν γνωστός ως Δράμαλης. Ο διορισμός κατ' άλλους είχε ευχαριστήσει τον Χουρσίτ Πασά επειδή του επέτρεπε, άρρωστος όπως ήταν πια, να μείνει στη Λάρισα, ενώ κατ' άλλους τον είχε δυσαρεστήσει επειδή τώρα ο Δράμαλης γινόταν ανταγωνιστής του. Ενώ η θέση των Τούρκων ήταν πολύ πιο ισχυρή απ' ό,τι έναν χρόνο πριν, των Ελλήνων ήταν πολύ πιο αδύναμη εξαιτίας έντονων διχογνωμιών ανάμεσα στους αρχηγούς τους.
Η διχογνωμία αυτή ήταν ακόμη πιο άγρια στην ανατολική Χέρσο Ελλάδα, όπου ένας παρατηρητής της εποχής ανέφερε ότι «σχεδόν κάθε πολιτικός και στρατιωτικός αρχηγός ήταν αναμεμειγμένος σε μια συνωμοσία για να παραγκωνίσει ή να δολοφονήσει κάποιον ανταγωνιστή του». Ο κορυφαίος οπλαρχηγός ήταν ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, που διαφώνησε πρώτος με τον τοπικό οργανισμό, τον Άρειο Πάγο, πάνω σε ζητήματα στρατιωτικής τακτικής. Τον Ιούνιο του 1822 η εθνική διοίκηση, με αίτηση του Αρείου Πάγου, έστειλε δύο εκπροσώπους της για να θέσουν υπό τον έλεγχο της τον Οδυσσέα Ανδρούτσο- και οι δύο σκοτώθηκαν με εντολή του Οδυσσέα. Έτσι οι πρώτοι έξι μήνες του 1822, στη διάρκεια των οποίων η απειλή της προέλασης του Δράμαλη έγινε ακόμη πιο σαφής, σπαταλήθηκαν σε φονικές εσωτερικές έριδες.
Στα σκαμπανεβάσματα της ελληνικής τύχης η διαρθρωτική αποτυχία της οργάνωσης γραμμής άμυνας στην ανατολική Χέρσο Ελλάδα είχε αντισταθμιστεί από μια επιτυχία: την κατάληψη της Ακρόπολης των Αθηνών. Η Αθήνα ήταν μια κωμόπολη κάπου 10.000 κατοίκων, από τους οποίους οι μισοί ήταν Αλβανοί και οι υπόλοιποι Τούρκοι ή Έλληνες, «μια φτωχή κοινότητα», κατά την άποψη του Φίνλεϊ, «αποτελούμενη από νωθρούς γαιοκτήμονες και οκνηρούς μικρεμπόρους». Οι περισσότεροι καταλάμβαναν τα χίλια διακόσια έως χίλια τριακόσια σπίτια που ήταν στριμωγμένα γύρω από τη βόρεια και δυτική πλαγιά της Ακρόπολης, περιοχές που είχαν κατοικηθεί από την αρχαιότητα και ίσως από τη νεολιθική εποχή. Τα σπίτια της Αθήνας μπορεί να ήταν μίζερα, οι δρόμοι άθλιοι και οι κάτοικοι καθόλου συμπαθείς, αλλά ο Βύρων στην επίσκεψη του το 1811 βρήκε το μέρος εξαιρετικά ρομαντικό: «Μένω στη Μονή των Καπουτσίνων, με τον Υμηττό απέναντι μου, την Ακρόπολη πίσω μου, τον ναό του Διός στα δεξιά, το Στάδιο μπροστά, την πόλη στα αριστερά, ε, κύριε, ορίστε μια κατάσταση, ορίστε η γραφικότητα σου! Δεν υπάρχει τίποτε σαν κι αυτό, κύριε, στο Λάναν, ούτε καν το Μάνσιον Χάουζ».
Με το ξέσπασμα της
επανάστασης οι περισσότεροι Έλληνες της Αθήνας έφυγαν αναζητώντας ασφάλεια στο
νησί Σαλαμίνα, όπως είχαν κάνει οι προγονοί τους πριν από την προέλαση του
περσικού στρατού του Ξέρξη πάνω από 2.000 χρόνια νωρίτερα. Επιστρέφοντας ύστερα
από μερικούς μήνες ξεκίνησαν έναν αποκλεισμό των Τούρκων στην Ακρόπολη, που όμως
διακόπηκε με την άφιξη του Ομέρ Βρυώνη τον Ιούλιο του 1821 που έσπασε την
πολιορκία. Ο Ομέρ Βρυώνης ήταν υπεύθυνος για τα διαβόητα «ελληνικά κυνήγια», που
περιέγραψε ο Χάου: «Μια από τις αγαπημένες του διασκεδάσεις ήταν το "ελληνικό
κυνήγι", όπως το αποκαλούσαν οι Τούρκοι. Έβγαιναν έξω σε ομάδες των πενήντα έως
εκατό, ιππεύοντας γρήγορα άλογα, και έψαχναν στον ανοιχτό κάμπο για Έλληνες
χωρικούς που από ανάγκη ή θάρρος είχαν τολμήσει να κατεβούν στις πεδιάδες.
Τον Φεβρουάριο του 1823 ο Λουριώτης έφθασε στο Λονδίνο, όπου ο Εντουαρντ Μπλάκιερ τον σύστησε στους επιφανείς Λονδρέζους φιλέλληνες που ετοιμάζονταν να στήσουν το Ελληνικό Κομιτάτο του Λονδίνου. Το Κομιτάτο πραγματοποίησε την πρώτη του σύσκεψη στην ταβέρνα Στέμμα & Άγκυρα στο Στραντ στις 3 Μαρτίου εκείνου του χρόνου και απαρτιζόταν στη γέννηση του από κάπου είκοσι τέσσερα μέλη, από τους οποίους τα δύο τρίτα ήταν μέλη του κοινοβουλίου, ενώ συμπεριλαμβάνονταν επίσης ο Τζέρεμι Μπένθαμ, ο Τόμας Γκόρντον και ο φίλος του Βύρωνα Τζον Καμ Χομπχάους, με τον Τζον Μπάουρινγκ ως γραμματέα. Η πρώτη ενέργεια του Κομιτάτου, όπως είδαμε, ήταν να στείλει τον Μπλάκιερ και τον Λουριώτη στην Ελλάδα προκειμένου να κάνουν μια αναφορά για την κατάσταση στη χώρα και να πείσουν την ελληνική διοίκηση να στείλει στο Λονδίνο επίσημους εκπροσώπους για να συνάψουν ένα δάνειο εκ μέρους της. Ο Μπλάκιερ και ο Λουριώτης δεν έχασαν χρόνο και μία ημέρα μετά την πρώτη σύσκεψη του Κομιτάτου απέπλευσαν για την Ελλάδα. Καθ' οδόν προσκλήθηκαν από τον Βύρωνα στη Γένοβα και με μια επίσκεψη σφράγισαν τη μοίρα του οικοδεσπότη τους και άλλαξαν τις προοπτικές για την Ελλάδα. Τον Σεπτέμβριο ο Μπλάκιερ επέστρεψε στο Λονδίνο φέρνοντας μια γελοία παραφουσκωμένη αναφορά για την εμπορική ανθηρότητα της Ελλάδος η οποία, όπως έλεγε, μπορούσε, όταν θα απελευθερωνόταν, να γίνει «μια από τις πιο πλούσιες χώρες της Ευρώπης».2 Το σκηνικό είχε πια στηθεί για την εκκίνηση του πρώτου αγγλικού δανείου.
Το Λονδίνο ήταν το καλύτερο και ίσως το μόνο πιθανό μέρος για τη σύναψη ενός δανείου του μεγέθους που χρειάζονταν οι Έλληνες. Ο λόγος ήταν ότι, χάρη στο γεγονός ότι η Βρετανία είχε βρεθεί νωρίς επικεφαλής της βιομηχανικής επανάστασης, είχε δημιουργηθεί περισσότερο κεφάλαιο απ' όσο μπορούσε να απορροφήσει η ντόπια γεωργία και βιομηχανία, έτσι ώστε στο Λονδίνο να συσσωρεύεται χρήμα που έψαχνε άλλες αγορές. Έτσι το Λονδίνο είχε δημιουργήσει μια ομάδα δραστήριων εμπόρων, συχνά εντελώς ανυπόληπτων, για την προώθηση τέτοιων αγορών: «Με τεράστια πορτοφόλια που περιείχαν άχρηστα προσωρινά χρηματόγραφα- με πανούργο ύφος και πονηρό μάτι- με φανταχτερά κοσμήματα και τριμμένα παλτά- με καλολαδωμένες μπούκλες και αγυάλιστες μπότες• με κατεργαριά σε κάθε σούφρωμα των χειλιών και παλιανθρωπιά σε κάθε σκέψη της καρδιάς, ο σπεκουλαδόρος, όπως ονομάστηκε αργότερα, δέσποζε στο προσκήνιο».1 Άλλοι παράγοντες έκαναν τα δάνεια σε ξένες κυβερνήσεις, όπως στην πρόσφατα ανεξαρτητοποιημένη Νότια Αμερική, ιδιαίτερα ελκυστικά. Το 1822 το επιτόκιο σε χρεόγραφα της βρετανικής κυβέρνησης είχε μειωθεί από 5% σε 4% και το 1824 έπεσε ακόμη 1/2% την ημέρα μετά την έκδοση του ελληνικού δανείου, μια συγκυρία τόσο ευνοϊκή για το δάνειο που το να υποψιάζεται κανείς συμπαιγνία δεν είναι καν κυνικό. Οι πληρωμές επιτοκίων είχαν διασφαλισθεί σε μεγαλύτερο βαθμό από μια καινοτομία του Νέιθαν Ρόθτσιλντ με βάση την οποία ο τόκος για ξένα χρεόγραφα πληρωνόταν σε στερλίνες και όχι στο τοπικό νόμισμα. Οι δανειστές είχαν προστατευθεί ακόμη περισσότερο από το νέο κοινοπρακτικό σύστημα, με βάση το οποίο η ευθύνη για το δάνειο καταμεριζόταν ανάμεσα σε διάφορους οίκους που το εξέδιδαν αντί να περιορίζεται σε έναν.
Τέλος, υπήρχαν τα εγκωμιαστικά σχόλια, που είχαν στόχο είτε να ενθαρρύνουν την αρχική αγορά του τίτλου είτε τη διατήρηση της αξίας του στη συνέχεια. Ο Μπλάκιερ ήταν η κυριότερη πηγή εγκωμιαστικών σχολίων για λογαριασμό των Ελλήνων και συνόδευσε την πρώτη του ενθουσιώδη αναφορά στο Ελληνικό Κομιτάτο του Λονδίνου με δύο βιβλία, που δημοσιεύθηκαν εσπευσμένα το 1823 και το 1825, τα οποία μαζί δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια σχοινοτενής ψευδής πρόσκληση για δημόσια εγγραφή. «Δεν θα είχα τον παραμικρό δισταγμό», έγραφε το 1824, «να εκτιμήσω ότι η αναγεννημένη Ελλάδα διαθέτει υλική ισχύ εντελώς ίση με εκείνη ολόκληρης της νοτιοαμερικανικής ηπείρου». Στο βιβλίο του 1825 παρέθετε μεγάλους καταλόγους των εξαγώγιμων ειδών κάθε ελληνικής περιοχής (μέχρι το κέλυφος των βελανιδιών που χρησιμοποιείται για βαφές), εγκωμίαζε συγκεκριμένα μέρη (το Βιβάρι κοντά στο Ναύπλιο ήταν «ίσως ένα από τα καλύτερα λιμάνια της Ευρώπης» και δεν υπήρχε «πιο παραγωγική περιοχή στην Ευρώπη» από τη Θεσσαλία), έδινε αισιόδοξες εκτιμήσεις για τα έσοδα της διοίκησης και κατέληγε ότι δεν υπήρχε «μέρος του κόσμου [...] [με] πιο παραγωγικό έδαφος ή αίσιο κλίμα από την Ελλάδα». Έτσι «απ' όλες τις χώρες ή τις κυβερνήσεις που δανείστηκαν χρήματα από το Λονδίνο τα τελευταία δέκα χρόνια [...] η Ελλάδα διαθέτει τα πιο σίγουρα και τα πιο πλούσια μέσα αποπληρωμής».4 Όσοι βρίσκονταν επιτόπου έβλεπαν τα πράγματα διαφορετικά. Ο Φίλιπ Γκριν, γράφοντας από τη Ζάκυνθο, κατέγραφε την «ειλικρινή του πεποίθηση ότι δεν υπάρχει η παραμικρή πιθανότητα αποπληρωμής ούτε του τόκου ούτε του κεφαλαίου».5 Αν το Ελληνικό Κομιτάτο Λονδίνου και οι χρηματοδότες φίλοι του είχαν ακούσει τον Γκριν αντί για τον Μπλάκιερ, δεν θα είχε υπάρξει ελληνικό δάνειο.
Στις 21 Ιανουαρίου
του 1824 έφθασαν στο Λονδίνο οι δύο Έλληνες εκπρόσωποι με εξουσιοδότηση να
συνάψουν δάνειο: ο Ανδρέας Λουριώτης, ο αρχικός εκπρόσωπος, και ο Γιάννης
Ορλάνδος. Ο Ορλάνδος ήταν μια καθησυχαστική επιλογή για ενδεχόμενους επενδυτές.
Στις αρχές του 1824 η Ελλάδα είχε δυο κυβερνήσεις ή τουλάχιστον δυο σώματα που ισχυρίζονταν ότι ήταν η νόμιμη κυβέρνηση της χώρας. Το ένα ήταν το νέο Εκτελεστικό, με επικεφαλής τον Γεώργιο Κουντουριώτη, και οι γερουσιαστές που το υποστήριζαν, με έδρα το Κρανίδι, ανατολικά του Ναυπλίου- το άλλο ήταν το παλιό Εκτελεστικό με τους δικούς του γερουσιαστές, με έδρα την Τριπολιτσά και κυρίαρχο τον Κολοκοτρώνη. Ο γιος του Κολοκοτρώνη, ο Πάνος, κρατούσε το Ναύπλιο για την παράταξη του πατέρα του και η επίμονη άρνηση του να παραδώσει αυτήν την πόλη στη νέα διοίκηση έκανε τον εμφύλιο ανάμεσα σ' αυτές τις δύο πλευρές αναπόφευκτο. Πώς θα έπρεπε να αποκαλεί κανείς αυτές τις δύο παρατάξεις; Σε ορισμένες αφηγήσεις οι αντιμαχόμενες παρατάξεις αναφέρονται ως Κουντουριωτιστές και Κολοκοτρωνιστές, αλλά αυτό διαστρεβλώνει τη διαμάχη σε απλή διαμάχη μεταξύ δύο προσωπικών φατριών και δεν απαντάει στο ερώτημα ποια πλευρά είχε μεγαλύτερο δικαίωμα να επικαλείται τη νομιμότητα. Η Γερουσία ήταν αυτή που είχε το συνταγματικό δικαίωμα να διορίζει τα μέλη του Εκτελεστικού και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η πλάστιγγα της νομιμότητας έγερνε σε μεγάλο βαθμό προς την πλευρά του νέου Εκτελεστικού και της Γερουσίας που το υποστήριζε. Έτσι η πιο κατάλληλη περιγραφή για τις δύο πλευρές είναι διοίκηση και αντάρτες.
Για την ακρίβεια έγιναν δύο εμφύλιοι πόλεμοι το 1824 ανάμεσα στη διοίκηση και στους αντάρτες, με καταφανώς διαφορετικό χαρακτήρα. Ο πρώτος μπορεί να χρονολογηθεί από την επίθεση του Πάνου Κολοκοτρώνη στους γερουσιαστές στο Άργος, τον Δεκέμβριο του 1823, και πήρε τέλος με την παράδοση του Ναυπλίου στη διοίκηση, τον Ιούνιο του 1824. Σ' αυτόν τον πόλεμο οι συμμετέχοντες και από τις δύο πλευρές ήταν σχεδόν αποκλειστικά από την Πελοπόννησο, την Ύδρα και τις Σπέτσες. Στην πλευρά της διοίκησης κυριαρχούσαν οι νησιώτες (Κουντουριώτης) και οι Πελοποννήσιοι τσιφλικάδες πρόκριτοι (Ζαΐμης και Λόντος), στην πλευρά των ανταρτών ο Κολοκοτρώνης με τους γιους του και οι άλλοι οπλαρχηγοί. Κάπως απρόσμενοι παρείσακτοι ήταν οι Βούλγαροι μισθοφόροι, στους οποίους συμπεριλαμβανόταν και ιππικό, και τους οποίους χρησιμοποιούσαν και οι δύο πλευρές.
Από τους στρατιωτικούς υποστηρικτές της διοίκησης πολλοί είχαν προσωπικούς λόγους για να αντιταχθούν στους φυσικούς τους συμμάχους, τον Κολοκοτρώνη και τους οπλαρχηγούς. Ο Γιατράκος είχε υποστεί κριτική από τον Κολοκοτρώνη για τη συμπεριφορά του στα Δερβενάκια- ο Μακρυγιάννης υπηρέτησε με τον γιο του Κολοκοτρώνη Γενναίο τους πρώτους μήνες του 1824, αλλά η απέχθεια του για την αρπακτικότητα του Γενναίου γρήγορα τον έκανε να προσχωρήσει στην κυβερνητική πλευρά- ο Μούρτζινος, στο σπίτι του οποίου είχε μείνει ο Κολοκοτρώνης όταν έφθασε στην Πελοπόννησο στις αρχές του 1821, ήταν αντίπαλος της φατρίας των Μαυρομιχάληδων και επομένως αντίθετος με το παλιό Εκτελεστικό του οποίου πρόεδρος ήταν ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης. Στην πλευρά των ανταρτών, ο Κολοκοτρώνης υποστηριζόταν από πολλούς παλιούς του συμπολεμιστές, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν μέλη της άμεσης ή ευρύτερης οικογένειας του. Ανάμεσα τους ήταν οι δύο γιοι του Πάνος και Γενναίος, καθώς και ο ανιψιός του Νικηταράς που στα Δερβενάκια είχε κερδίσει το παρατσούκλι «Τουρκοφάγος». Ορισμένοι δεν πήραν μέρος στη διαμάχη. Ο Σισίνης, ο πλούσιος πρόκριτος της Γαστούνης, στο βορειοδυτικό τμήμα της Πελοποννήσου, κατάφερε να παραμείνει ουδέτερος μέχρι το τέλος του δεύτερου εμφυλίου, αν και συμμεριζόταν τις απόψεις των φυσικών του συμμάχων, των προκρίτων Ζαίμη και Λόντου. Ο Δημήτριος Υψηλάντης, που τώρα ιδιώτευε, προσπάθησε να συμφιλιώσει τις δύο πλευρές αλλά απέτυχε. Ο Μαυροκορδάτος έμεινε στο Μεσολόγγι και σ' αυτό τον ενθάρρυνε ο γαμπρός του Τρικούπης, που του έγραψε από την Πελοπόννησο να μείνει εκεί που ήταν και να μην πάει εκτός κι αν του έγραφε να πάει, αλλά να φροντίσει τα συμφέροντα της δικής του περιοχής. Τελικά ο Μαυροκορδάτος έμεινε στο Μεσολόγγι όλο το υπόλοιπο 1824 και έτσι παρέμεινε μακριά από τη διοίκηση στη διάρκεια και των δύο εμφυλίων πολέμων.
Με την επίθεση του Πάνου Κολοκοτρώνη στους γερουσιαστές στο Αργός τον προηγούμενο Δεκέμβριο οι αντάρτες είχαν ρίξει το γάντι. Ύστερα από τρεις μήνες ανήσυχης απραξίας η διοίκηση το σήκωσε στις 14 Μαρτίου του 1824, ανακηρύσσοντας το Ναύπλιο έδρα της διοίκησης και καλώντας μία εβδομάδα αργότερα τον Πάνο Κολοκοτρώνη να της παραδώσει την πόλη. Η αποφασιστικότητα της διοίκησης να καταλάβει το Ναύπλιο υπογραμμιζόταν από την άφιξη των μελών τόσο της Γερουσίας όσο και του νέου Εκτελεστικού, με δύο πλοία που διοικούσε ο Υδραίος Μιαούλης, στους Μύλους, πέντε μίλια από το Ναύπλιο, στην απέναντι πλευρά του κόλπου.
Ωστόσο η διοίκηση δεν έστρεψε την προσοχή της απευθείας στο Ναύπλιο, αλλά πρώτα εξασφάλισε πιο εύκολους στόχους. Στις 25 Μαρτίου οι κυβερνητικές δυνάμεις μπήκαν χωρίς αντίσταση στο Άργος και αυτό το οχυρό έγινε και πάλι για μερικούς μήνες έδρα της Γερουσίας. Μία εβδομάδα αργότερα οι δυνάμεις των ανταρτών στον Ακροκόρινθο παραδόθηκαν στους κυβερνητικούς χωρίς μάχη. Στις αρχές Απριλίου οι κυβερνητικές δυνάμεις υπό τον Ανδρέα Λόντο κατευθύνθηκαν προς την Τριπολιτσά, έδρα της κυβέρνησης των ανταρτών που υπερασπιζόταν ο Κολοκοτρώνης με τους υποστηρικτές του. Σημειώθηκαν αψιμαχίες μιας ημέρας κάτω από τα τείχη της πόλης. «Πολλοί φοβούνταν - και δικαίως», έγραψε ο Τρικούπης, «ότι στη μάχη θα σκοτωνόταν μεγάλος αριθμός Ελλήνων πολεμιστών. Ευτυχώς όμως, η ημέρα εκείνη είδε μόνο έναν νεκρό, επειδή οι αντίπαλοι δεν είχαν καμιά διάθεση να χύσουν αδελφικό αίμα».2 Μερικές ημέρες αργότερα οι δύο πλευρές κατέληξαν σε συμφωνία, οι αντάρτες έφυγαν από την Τριπολιτσά ανενόχλητοι και στα μέσα Απριλίου η πόλη ήταν στα χέρια της διοίκησης.
Οι αντάρτες είχαν
χάσει τώρα τρία από τα τέσσερα οχυρά τους -το Άργος, τον Ακροκόρινθο και την
Τριπολιτσά- αλλά κρατούσαν ακόμη το Ναύπλιο και δεν ήταν έτοιμοι να υποχωρήσουν.
Ο Κολοκοτρώνης, φεύγοντας από την Τριπολιτσά, αποσύρθηκε στην Καρύταινα, τριάντα
πέντε χιλιόμετρα δυτικότερα, και εκεί στρατολόγησε μέσα σε λίγες ημέρες μια
δύναμη με την οποία επέστρεψε στην Τριπολιτσά για να πολιορκήσει τους πρώην
πολιορκητές. Στο μεταξύ δυνάμεις ανταρτών από την Τριπολιτσά υπό τον Γενναίο
Κολοκοτρώνη επιτέθηκαν εναντίον της διοίκησης. Η δύναμη αυτή δεν κατευθύνθηκε
αμέσως προς τις κυβερνητικές θέσεις στο Άργος και στους Μύλους, αλλά έκανε έναν
μεγάλο κύκλο πίσω από τα βουνά στα βόρεια και μετά ανατολικά και νότια. Σε
συγκρούσεις με κυβερνητικές δυνάμεις οι απώλειες ήταν μικρές -είκοσι κατά τα
λεγόμενα σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν από την πλευρά των ανταρτών, οκτώ από την
κυβερνητική- και καμιά από τις δύο δεν απέκτησε αποφασιστικό πλεονέκτημα.
Στη διάρκεια του 1825 ο πόλεμος ανάμεσα στους Έλληνες και στους Τούρκους χωρίστηκε σε τρία ανεξάρτητα μέρη, στην ουσία σε τρεις διαφορετικούς πολέμους, σαν να μην ήταν οι κυριότερες περιοχές της Ελλάδος γειτονικές, αλλά να απείχαν χιλιάδες χιλιόμετρα μεταξύ τους. Στην Πελοπόννησο ο Ιμπραήμ ήταν σχεδόν παντού νικητής. Στη δυτική Ρούμελη ο τουρκικός στρατός έφθασε μπροστά στο Μεσολόγγι τον Απρίλιο και ξεκίνησε την τρίτη και τελική πολιορκία της πόλης. Στην ανατολική Ρούμελη οι τουρκικές δυνάμεις κατέλαβαν και λεηλάτησαν τα Σάλωνα τον Μάιο, αλλά τα εγκατέλειψαν ξανά τον Νοέμβριο. Κατά τ' άλλα σ' αυτήν την περιοχή ελάχιστα έγιναν πέρα από αψιμαχίες, με εξαίρεση δύο γεγονότα ύποπτου αν όχι μυστηριώδους χαρακτήρα: τον θάνατο του Οδυσσέα Ανδρούτσου και τον παραλίγο θάνατο του πιστού και φανατικού υποστηρικτή του, συντρόφου του Βύρωνα, του Τρελόνι. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος έμοιαζε να διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά που χρειαζόταν ένας επιτυχημένος αρχηγός ενός ταϊφά Ελλήνων άτακτων: θάρρος, φυσικά, συνδυασμένο με επιβλητική παρουσία, εντυπωσιακή ομορφιά, απόλυτη απουσία ενδοιασμών και κλίση στις ραδιουργίες. Στα μάτια του Τρελόνι ήταν ένα υπέροχο πλάσμα, για άλλους ήταν απλώς μια μικρογραφία του Αλή Πασά των Ιωαννίνων, του πρώην προστάτη του. Σε μια συνέλευση των Ελλήνων αρχηγών στη Λευκάδα λίγο πριν από την έναρξη της επανάστασης, ο Οδυσσέας είχε γίνει καπετάνιος της περιοχής της ανατολικής Χέρσου Ελλάδος και τον Μάιο του 1821 είχε νικήσει τους Τούρκους στη Γραβιά, μια νίκη που αναφέρεται συνεχώς από τους υποστηρικτές του, τότε και τώρα, ως απόδειξη της δέσμευσης του στον ελληνικό αγώνα. Αλλά ακολούθησαν ελάχιστες στρατιωτικές επιτυχίες και όταν ο Δράμαλης οδήγησε την τουρκική στρατιά του νότια μέσω της επικράτειας του Οδυσσέα το καλοκαίρι του 1822, ο Οδυσσέας δεν έκανε τίποτε για να τον παρεμποδίσει, με την ανεπαρκή δικαιολογία ότι δεν διέθετε αρκετούς έμπιστους άνδρες. Απέτυχε σε επιθέσεις σε δύο τουρκοκρατούμενα οχυρά στην Εύβοια, συγκεκριμένα στην Κάρυστο και στη Χαλκίδα.
Καθώς η συνεισφορά του στο πεδίο της μάχης μειωνόταν, τόσο οι σχέσεις του με τη διοίκηση επιδεινώνονταν. Τον Ιούνιο του 1822 η νεοπαγής εθνική διοίκηση είχε στείλει δύο εκπροσώπους για να τον ελέγξουν και οι δύο σκοτώθηκαν, καθώς ο Οδυσσέας πίστευε, ή ισχυριζόταν ότι πίστευε, πως είχαν διαταγές να τον σκοτώσουν. Αργότερα τον ίδιο χρόνο η θέση του Οδυσσέα φάνηκε να ενισχύεται όταν έγινε φρούραρχος της Ακρόπολης των Αθηνών μετά την εκδίωξη των Τούρκων, αλλά γρήγορα αντικαταστάθηκε από το πρωτοπαλλήκαρό του, τον Γκούρα. Το 1824 ήταν ο Γκούρας και όχι ο Οδυσσέας αυτός που κλήθηκε στην Πελοπόννησο από τη διοίκηση για να τη βοηθήσει να νικήσει στον δεύτερο εμφύλιο πόλεμο και ο Γκούρας ανταμείφθηκε με τη θέση του γενικού οπλαρχηγού της ανατολικής Χέρσου Ελλάδος.
Στις αρχές του 1825 ο Οδυσσέας δεν έπαιρνε πια υποστήριξη, εφόδια ή πληρωμή από τη διοίκηση και έχανε άνδρες, οι οποίοι προσχωρούσαν σε καπετάνιους που μπορούσαν να βάλουν στο χέρι χρήματα από το αγγλικό δάνειο- έτσι έκανε έναν συμβιβασμό, ένα καπάκι με τους Τούρκους. Ο Τρελόνι, υπερασπίζοντας όπως πάντα τον ήρωα του, παρουσιάζει αυτούς τους διακανονισμούς ως απλή προσωρινή ανακωχή, σχεδιασμένη να αναγκάσει τη διοίκηση να τον υποστηρίξει ξανά. Στην πραγματικότητα ωστόσο ο Οδυσσέας πήρε τους άνδρες του και πήγε στους Τούρκους, πολεμώντας δίπλα τους. Αλλά οι Τούρκοι δεν εμπιστεύονταν τον Οδυσσέα και τον είχαν υπό συνεχή επιτήρηση. Ύστερα από τρεις μήνες ο Οδυσσέας πήρε ένα τελευταίο ρίσκο, και στα μέσα Απριλίου ξεγλίστρησε από τους Τούρκους επιτηρητές του με το πρόσχημα της ανίχνευσης νέων θέσεων και παραδόθηκε στον παλιό συνεργάτη και πρώην πρωτοπαλλήκαρό του, Γκούρα.
Ο Οδυσσέας
μεταφέρθηκε στην Αθήνα και φυλακίσθηκε στον λεγόμενο Φράγκικο Πύργο η Γουλά, που
μέχρι την κατεδάφιση του, το 1875, υψωνόταν δίπλα στα Προπύλαια, στη δυτική άκρη
της Ακρόπολης. Επί δύο μήνες κρατήθηκε αλυσοδεμένος στο κελί του και όπως
λέγεται βασανιζόταν για να αποκαλύψει πού βρισκόταν ο θησαυρός του. Μετά, το
πρωί της 17ης Ιουνίου, ο ήλιος που ανέτειλε αποκάλυψε το άψυχο σώμα του Οδυσσέα
στο λιθόστρωτο του ναού της Αθηνάς Νίκης, τριάντα μέτρα κάτω από τη φυλακή του. Τι είχε γίνει; Ένας Ιταλός γιατρός που ζούσε στην Αθήνα κλήθηκε αμέσως για να εξετάσει το πτώμα και ανέφερε κατάγματα στο κρανίο, στο μπράτσο, στα πλευρά και στο πόδι, όλα στη δεξιά πλευρά. Τα πάντα φανέρωναν λογικά την εκδοχή της πτώσης και τίποτε δεν άφηνε να εννοηθεί άλλη αιτία θανάτου. Τα τελευταία λόγια του γιατρού έκαναν σαφή την τοποθέτηση του: «Τα δε θραύματα [...] επέφεραν αυτοστιγμεί τον θάνατον, άξιον εις κακούργον προδότην της πατρίδος» - ένα σπάνιο παράδειγμα έκθεσης αυτοψίας που συμπεραίνει ότι καλά έπαθε ό,τι έπαθε το θύμα.1 Η εφημερίδα των Αθηνών διόγκωσε την ιστορία. Ο Οδυσσέας, έλεγε, είχε βρει δύο τριχιές από γαϊδούρια που ανέβαιναν στην Ακρόπολη και ενώ οι φρουροί του κοιμούνταν είχε κατεβεί με τη μια, έχοντας την άλλη τυλιγμένη γύρω από τη μέση του για το δεύτερο μέρος της κατάβασης• αλλά οι τριχιές ήταν παλιές και η θεία Δίκη είχε φροντίσει να σπάσει η πρώτη και ο Οδυσσέας να πέσει και να σκοτωθεί. Τέλος γράφτηκε μια αναφορά για τον Γκούρα από τον υπαρχηγό του Μαμούρη, αφού ο Γκούρας ίσως σκόπιμα έλειπε από την Αθήνα. Η αναφορά έλεγε ότι ο Οδυσσέας είχε τύχει καλής μεταχείρισης, ότι είχε προσπαθήσει να δωροδοκήσει τους φρουρούς του για να τον αφήσουν να δραπετεύσει αλλά αυτοί είχαν αρνηθεί, ότι τη μοιραία νύχτα είχε προσποιηθεί ότι ήταν άρρωστος και είχε πείσει τον Μαμούρη να αποσύρει τους φρουρούς, η παρουσία των οποίων ήταν καταπιεστική. Περιγράφονταν οι τριχιές όπως και πιο πάνω και η αναφορά τέλειωνε με κροκοδείλια δάκρυα: «Εγώ είμαι εις μεγάλην απορίαν και λύ-πην και η φαμελιά σου είναι απαρηγόρητη. Εγώ τι να κάμω δεν ηξεύρω από την στενοχωρίαν μου».
Οι επίσημες αυτές
εκδοχές, εκτός από εμφανώς μεροληπτικές, ήταν και γεμάτες απίθανα ενδεχόμενα.
Για παράδειγμα, πώς κατάφερε ο Οδυσσέας μέσα σ' ένα φρουρούμενο κελί να
αποκτήσει και να κρύψει σκοινιά εξήντα μέτρων και γιατί πείστηκε τόσο εύκολα ο
Μαμούρης να αποσύρει τους φρουρούς; Ωστόσο, η εγκληματική ενέργεια παρέμενε
απλώς υποψία μέχρι την εμφάνιση στοιχείων από αυτόπτες μάρτυρες, που βγήκαν στην
επιφάνεια πάνω από εβδομήντα χρόνια αργότερα. Το 1898 ένας δικηγόρος δημοσίευσε
μια περιγραφή του θανάτου του Οδυσσέα την οποία είχε ακούσει, πολλά χρόνια μετά
το γεγονός, από έναν από τους φρουρούς. Εκείνη τη νύχτα, είπε ο φρουρός, ήταν
κατασκότεινα και έπεφτε ψιλή βροχή. Κάποια στιγμή μετά τα μεσάνυχτα τέσσερεις
άνδρες πλησίασαν στο κελί του Οδυσσέα, ανάμεσα τους και ο Μαμούρης, και είπαν
στον φρουρό να πάει για ύπνο, αλλά αυτός κρύφτηκε εκεί κοντά. Ακούστηκε ένα
κροτάλισμα αλυσίδων καθώς ο Οδυσσέας σηκωνόταν και ο φρουρός τον άκουσε να λέει:
«Ωρέ, ξέρω καλά ποιος σας έστειλε σας εδώ και γιατί ήρθατε τέτοια ώρα εδώ μέσα.
Δε μ' λύνετε τόνα μου χέρι να σας δείξω ποιος είμαι και πώς με λένε; Αυτές εδώ
τις σαπιοκοιλιές δεν τις συνερίζομαι μα συ μωρέ Γιάννη (Μαμούρη) γιατί;»3
Ακολούθησε φασαρία και μανιασμένα ουρλιαχτά και μετά έγινε και πάλι ησυχία. Ο
κρυμμένος φρουρός άκουσε στη συνέχεια πάνω από το κελί έναν ήχο σαν πάσσαλο που
καρφωνόταν στον βράχο και μετά είδε τους τέσσερεις άνδρες να βγάζουν από το κελί
κάτι βαρύ. Το άλλο πρωί ανακάλυψε τον πάσσαλο με ένα σπασμένο σκοινί δεμένο πάνω
του και είδε το σώμα εκεί όπου είχε πέσει. Το στόμα του Οδυσσέα ήταν ματωμένο
και πρησμένο, σαν να είχε χτυπηθεί με την κάνη όπλου, και ο λαιμός του ήταν
γεμάτος μώλωπες και γδαρσίματα από νύχια, σημάδια τα οποία ο γιατρός που τον
εξέτασε πήρε εντολή να αποκρύψει. Ελάχιστες αμφιβολίες
υπάρχουν ότι έτσι πέθανε ο Οδυσσέας: ξυλοκοπημένος, στραγγαλισμένος και ριγμένος
κάτω από τον πύργο, ενώ έγινε μια άτεχνη προσπάθεια μεταμφίεσης του θανάτου σε
αποτυχημένη απόπειρα απόδρασης. Φαίνεται επίσης ότι οι διαταγές προήλθαν από τον
Γκούρα, που βιαζόταν να ξεφορτωθεί έναν επικίνδυνο αντίπαλο, και ότι αυτός ο
τελευταίος φρόντισε να λείπει από την Αθήνα τη μοιραία νύχτα. Ο Γκόρντον λέει
ότι «ο Γκούρας στη συνέχεια ένιωθε τύψεις για τον θάνατο του παλιού του φίλου,
άκουγε με οδύνη να αναφέρεται το όνομα του και μερικές φορές μουρμούριζε, "με
παρέσυραν σ' αυτή τη δουλειά"». Ο γρίφος γύρω από τον θάνατο του Οδυσσέα δεν
αφορά το πώς επήλθε, αλλά το γιατί ο Οδυσσέας αφέθηκε στο έλεος του Γκούρα. Ο
δεσμός της παλιάς φιλίας τους μπορεί αργότερα να είχε δημιουργήσει στον Γκούρα
τύψεις, αλλά προφανώς δεν ήταν αρκετός για να κάνει το κελί του Οδυσσέα ασφαλές
καταφύγιο από τους πολλούς εχθρούς του. Μπορεί να σκέφθηκε ότι θα
απελευθερωνόταν σύντομα για να αναλάβει ξανά τη θέση του καπετάνιου όταν θα τον
χρειαζόταν η πατρίδα του, όπως είχαν απελευθερωθεί ο Κολοκοτρώνης και οι άλλοι
φυλακισμένοι από την Ύδρα για να πολεμήσουν τον Ιμπραήμ. Όποιοι κι αν ήταν οι
υπολογισμοί του, απέτυχαν και ο Φίνλεϊ περιέγραψε λακωνικά το τέλος του:
«Προσπαθώντας να τη φέρει στους πάντες, την έφερε στον εαυτό του».
Όσο πρόθυμη κι αν ήταν η ελληνική διοίκηση να βοηθήσει τους υπερασπιστές του Μεσολογγίου, δεν μπορούσε να κάνει και πολλά επειδή, όπως άλλωστε στο μεγαλύτερο μέρος του πολέμου, είχε μεγάλη έλλειψη χρημάτων. Τα δάνεια από το εξωτερικό ήταν το μόνο σκοινί για τη διάσωση της.
Το πρώτο δάνειο είχε εκδοθεί τον Φεβρουάριο του 1824 με την υποστήριξη του Ελληνικού Κομιτάτου του Λονδίνου και οι εισπράξεις, κάπου 350.000 λίρες μετά τις προμήθειες και τις κρατήσεις, πέρασαν κατευθείαν στην ελληνική διοίκηση. Το πώς θα ξόδευε η διοίκηση τα χρήματα υποτίθεται ότι θα αποτελούσε αντικείμενο ελέγχου από επιτρόπους που θα διόριζε και θα έστελνε στην Ελλάδα το Ελληνικό Κομιτάτο, αλλά οι αρχικοί επίτροποι δεν ανέλαβαν ποτέ καθήκοντα (ο Βύρων πέθανε και ο Στάνχοπ ανακλήθηκε στην Αγγλία), δεν τους διαδέχθηκε κανείς που να διέθετε κύρος και τα χρήματα ξοδεύτηκαν χωρίς έλεγχο και, κατά την άποψη πολλών, με τρόπο σπάταλο και εντελώς διεφθαρμένο. Μεγάλο μέρος των εισπράξεων του πρώτου δανείου ξοδεύτηκε από τη διοίκηση για τη διεξαγωγή των δύο εμφυλίων πολέμων του 1824 και στα τέλη εκείνου του χρόνου τα χρήματα ουσιαστικά είχαν τελειώσει.
Το δεύτερο δάνειο εκδόθηκε έναν χρόνο μετά το πρώτο, στις 7 Φεβρουαρίου του 1825, τον ίδιο μήνα που ο Ιμπραήμ αποβιβαζόταν στην Πελοπόννησο. Υπερκαλύφθηκε κατά τεσσερεισήμισι φορές από ενθουσιώδεις αγοραστές που προφανώς δεν είχαν ιδέα για την επίπτωση της άφιξης του Ιμπραήμ. Το δεύτερο αυτό δάνειο, αντίθετα με το πρώτο, συνάφθηκε ανεξάρτητα από τους Έλληνες απεσταλμένους στο Λονδίνο, όχι μέσω του Ελληνικού Κομιτάτου του Λονδίνου, και με διαφορετικό τραπεζικό οίκο, τον Τζέικομπ και Σάμσον Ρικάρντο. Το ονομαστικό ποσόν ήταν μεγαλύτερο από αυτό του πρώτου δανείου (2 εκατομμύρια λίρες αντί 800.000 λίρες) και μολονότι το επιτόκιο ήταν χαμηλότερο (551/2 αντί 59) το ποσόν που συγκεντρώθηκε ήταν σημαντικά μεγαλύτερο (1,1 εκατομμύριο λίρες αντί 472.000 λίρες). Αυτό το 1,1 εκατομμύριο λίρες μειώθηκε αμέσως από προμήθεια 64.000 λιρών και παρακράτηση των τόκων 5 τοις εκατό των δύο πρώτων χρόνων (200.000 λίρες) και χρεολυτικό κεφάλαιο 1 τοις εκατό (20.000 λίρες). Ακόμη περισσότερα, 250.000 λίρες, αφαιρέθηκαν για να εξαγοράζονται ομολογίες του πρώτου δανείου όποτε η τιμή του έπεφτε, μια κίνηση που ήταν αντίθετη με τα καθιερωμένα τότε και θα ήταν εγκληματική σήμερα. Έτσι έμειναν 560.000 λίρες για τον ελληνικό αγώνα.
Αυτή τη φορά τα
χρήματα δεν θα δίνονταν στην ελληνική διοίκηση, για να τα χρησιμοποιήσει στην
ουσία όπως ήθελε- οι οργανωτές είχαν πάρει το μάθημα τους από το πρώτο δάνειο.
Τα χρήματα που συγκεντρώθηκαν από το δεύτερο δάνειο θα ξοδεύονταν αποκλειστικά
για την αγορά πλοίων και για την παροχή άλλων πολεμοφοδίων που στη συνέχεια θα
στέλνονταν στην Ελλάδα. Η διαχείριση των δαπανών ήταν, τουλάχιστον τυπικά,
ευθύνη μιας τετραμελούς Ελεγκτικής Επιτροπής στο Λονδίνο, την οποία αποτελούσαν
ο τραπεζίτης Σάμσον Ρικάρντο, ο σερ Φράνσις Μπέρντετ και ο Έντουαρντ Έλις, και
οι δύο μέλη του κοινοβουλίου, και ο φίλος του Βύρωνα Τζον Καμ Χομπχάους. Οι
τελευταίοι τρεις ήταν μέλη του Ελληνικού Κομιτάτου του Λονδίνου, το οποίο κατά
συνέπειαν βρέθηκε υπόλογο και για τα δύο δάνεια στη διένεξη που δημιουργήθηκε
γι' αυτά τον επόμενο χρόνο. |
|