ιστορικό δημοσιεύσεων

Καλώς ήρθατε! στον προσωπικό δικτυακό τόπο του Βασίλη Συμεωνίδη

αρχική

 

φιλολογικά

 
έκθεση α΄ λυκείου
 
έκθεση β΄ λυκείου
 
έκθεση γ΄ λυκείου
 

λογοτεχνία

 

αρχαία

 

ιστορία σχολική

 

ιστορία

 

φιλοσοφία
 
εκτός ύλης
 
συζητώντας
 
εργασίες συναδέρφων
 
ιδέες διδασκαλίας
 
επικοινωνία

.................................

Βασίλης Συμεωνίδης

δικτυακός τόπος

με εκπαιδευτικό και διδακτικό σκοπό

 

 

η αντιγραφή είναι ελεύθερη με την υπενθύμιση ότι η αναφορά στην πηγή τιμά αυτόν που την κάνει

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

 

 
 
 

τεχνική υποστήριξη

Σταυρούλα Φώλια

Εκπαίδευση στη Μικρά Ασία (1821-1922)

 

Χρυσοθέμις Σταματοπούλου – Βασιλάκου, «Μικρά Ασία, εκπαίδευση – πνευματική παραγωγή – πολιτισμός – θέατρο 1821-1922», στο Η Ιστορία της Μικράς Ασίας, τμ 5, Ελευθεροτυπία, 2011, σ. 92-97

 

Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης (1453) και την κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, το Οικουμενικό Πατριαρχείο ήταν εκείνο που, συμφωνά με τις προνομίες που του παραχώρησε ο Μωάμεθ ο Β', επιφορτίστηκε με την ευθύνη της εκπαίδευσης των υπόδουλων Ελλήνων. Όμως, οι αντικειμενικές συνθήκες ανύπαρκτες και η πραγματικότητα τραγική. Η έλλειψη πόρων και μέσων του στέρησε ουσιαστικά τη δυνατότητα να προχωρήσει στην οργάνωση της εκπαίδευσης των ελληνοπαίδων. Έτσι η απαγόρευση χρήσης της ελληνικής γλώσσας και η επί χρόνια ανυπαρξία συστηματικής ελληνικής εκπαίδευσης είχαν αποτέλεσμα μεγάλο μέρος ελληνικών πληθυσμών στη Μ. Ασία να καταφύγει στη χρησιμοποίηση της καραμανλίδικης γραφής, δηλ. της τουρκικής γλώσσας με ελληνικούς χαρακτήρες. Παρ' όλα αυτά, η νέα αυτή γραφή υπήρξε ιδιαίτερα ευεργετική για τους τουρκόφωνους Έλληνες, γιατί συνέβαλε στη μόρφωση και στην εν γένει πνευματική τους ανάπτυξη, αλλά και γιατί τόνωσε την εν υπνώσει εθνική συνείδηση τους.

Όπως ήταν φυσικό, οι ιερείς υπήρξαν οι πρώτοι δάσκαλοι και αυτοί ήταν που διέσωσαν την ελληνική γλώσσα, τα δε πρώτα σχολεία των Μικρασιατών που εντοπίζονται ήδη από το 18ο αιώνα ήταν γραμματοδιδασκαλεία.

Από τις αρχές του εξεταζόμενου εδώ 19ου αιώνα, γνωρίζουμε ότι ελληνικά σχολεία υπήρχαν στη μονή του Τιμίου Προδρόμου στην Καισαρεία (1804), στη Νεάπολη (Νεβσεχίρ) (1804), στη Μάκρη (1805), στα Αλάτσατα (1806), στην Αττάλεια (1813), στην Προύσα (1817), στη Νικομήδεια όπου λειτουργούσε ελληνικό σχολείο ήδη από το 1795, ενώ στη Σινασσό ελληνικό σχολείο ιδρύεται το 1820-1821, για να αρκεστούμε στις μεγαλύτερες σε πληθυσμό πόλεις της Μ. Ασίας.
Ονομαστή υπήρξε η Ακαδημία των Κυδωνιών, που ιδρύθηκε στις αρχές του 19ου αιώνα στο προϋπάρχον εκεί ελληνικό σχολείο, όπου φοίτησαν ως μαθητές ο Βενιαμίν ο Λέσβιος και ο Θεόφιλος Καΐρης. Οι επιφανείς αυτοί λόγιοι θα διδάξουν στη συνέχεια στη Σχολή αυτή, απογειώνοντας τη φήμη της και προσελκύοντας περισσότερους από πεντακόσιους μαθητές, αριθμός ιδιαίτερα μεγάλος για τα δεδομένα της εποχής. Παράλληλα με τη Σχολή αυτή, που απαντά επίσης με τους όρους Γυμνάσιο, Φιλοσοφική Σχολή, Μουσείο και Ελληνομουσείο, θα ιδρυθούν βιβλιοθήκη και τυπογραφείο, εφάμιλλο της Πατμιάδος Σχολής και των άλλων ελληνικών εκπαιδευτηρίων που άκμαζαν τότε, αλλά και παρθεναγωγείο (1815-1821) όπου δίδασκε η Ευανθία Καΐρη. Είναι τέτοια η πνευματική συμβολή των καθιδρυμάτων αυτών, που προσελκύει το ενδιαφέρον επιφανών προσωπικοτήτων της εποχής, όπως του Αδαμάντιου Κοραή, που το 1814 δωρίζει βιβλία και όργανα Φυσικής, τα οποία αποστέλλει από το Παρίσι, καθώς και του σοφού δασκάλου Κωνσταντίνου Οικονόμου του εξ Οικονόμων που έρχεται να διδάξει στη Σχολή.

Η καταστροφή των Κυδωνιών από τους Τούρκους το 1821 θα συνεπιφέρει και την καταστροφή των λαμπρών αυτών εκπολιτιστικών ιδρυμάτων.

Επτά χρόνια μετά, το 1828, με την ανασυγκρότηση της κατεστραμμένης πόλης, η Σχολή των Κυδωνιών θα ανασυσταθεί και χρόνο με το χρόνο θα προοδεύει, έτσι ώστε το 1884 θα αναγνωριστεί από το ελληνικό κράτος ως ισότιμη με τα ελληνικά γυμνάσια.

Η Σμύρνη, με την πιο πολυάριθμη ελληνική κοινότητα, ήταν φυσικό να κατέχει τα σκήπτρα της ελληνικής εκπαιδευτικής κίνησης στη Μικρά Ασία. Πρώτη ιδρύεται εκεί ήδη από το 18ο αιώνα η Ευαγγελική Σχολή στην οποία φοίτησε και ο Αδαμάντιος Κοραής. Το 1747 η Σχολή αυτονομήθηκε από την κοινότητα της Σμύρνης και τέθηκε υπό την προστασία της Μεγάλης Βρετανίας σύμφωνα με το καθεστώς των διομολογήσεων.

Την ίδια χρονιά προχώρησε στην ίδρυση βιβλιοθήκης και μουσείου και είκοσι χρόνια μετά στην ίδρυση τυπογραφείου (1764). Η συμβολή της Ευαγγελικής Σχολής, που γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη προσελκύοντας περίφημους δασκάλους και λόγιους, υπήρξε ανυπολόγιστη, παρά το γεγονός ότι θεωρήθηκε από προοδευτικούς Σμυρναίους και από τον Αδ. Κοραή ως ίδρυμα συντηρητικό.

Στον αντίποδα της ιδρύεται το 1809 το Φιλολογικό Γυμνάσιο, στο οποίο δίδαξαν μεταξύ άλλων ο Κωνσταντίνος Κούμας, οι Κωνσταντίνος, Στέφανος και Σοφοκλής Οικονόμου κ.ά. Ο ανταγωνισμός του εκπαιδευτηρίου αυτού με την Ευαγγελική Σχολή θα οδηγήσει στη διάλυση του μέσα σε μία δεκαετία. Όταν ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση και ακολούθησαν οι σφαγές της Σμύρνης, η Ευαγγελική Σχολή θα διακόψει και αυτή τη λειτουργία της και θα επαναλειτουργήσει το 1828, όταν αποκαταστάθηκε πλέον η γαλήνη στην πόλη.

Το 1834 ιδρύεται στη Σμύρνη το πρώτο σχολείο θηλέων ως αλληλοδιδακτικό, το οποίο από το 1837, μεταστεγαζόμενο σε οίκημα στον περίβολο του μητροπολιτικού ναού της Αγίας Φωτεινής θα ονομαστεί Παρθεναγωγείο της Αγίας Φωτεινής, και αργότερα Κεντρικό Παρθεναγωγείο, που γνώρισε μεγάλη άνθηση και μέχρι το 1922 επόπτευε όλα τα παρθεναγωγεία της Σμύρνης.
Το 1881 ιδρύεται το Ομήρειο Παρθεναγωγείο που γρήγορα αναπτύσσεται σε πλήρες σχολείο. Παράλληλα με τα τρία μεγάλα δημόσια σχολεία λειτουργούν περισσότερα από είκοσι (20) ιδιωτικά αρρεναγωγεία και παρθεναγωγεία, ελληνικά και ξένα. Όσον αφορά το εκπαιδευτικό προσωπικό, μετά την Ελληνική Επανάσταση και την ίδρυση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, η Οθωμανική Αυτοκρατορία απαγόρευσε στα σχολεία της επικράτειας της να διδάσκουν μη Τούρκοι υπήκοοι. Η απαγόρευση αυτή ατόνησε από το 1856 και μετά, με αποτέλεσμα πολλοί εκπαιδευτικοί από την Ελλάδα να στελεχώσουν τα ελληνικά σχολεία στη Μ. Ασία εν γνώσει των τουρκικών αρχών.

Από το 1908 όμως, με την επικράτηση των Νεότουρκων, η απαγορευτική αυτή νομοθεσία επανήλθε σε ισχύ, δυσχεραίνοντας τις σχέσεις των Τούρκων με τους Έλληνες Μικρασιάτες. Οι τελευταίοι ευτυχώς είχαν ήδη φροντίσει για την εκπαίδευση γηγενών δασκάλων, ιδρύοντας το Διδασκαλείο της Ευαγγελικής Σχολής, το μόνο διδασκαλείο αρρένων σ' όλη τη Μικρά Ασία, και δύο διδασκαλεία θηλέων που ιδρύθηκαν αντίστοιχα από το Κεντρικό Παρθεναγωγείο Σμύρνης και το Ομήρειο Παρθεναγωγείο Σμύρνης, προκειμένου να στελεχώσουν τα εκεί ελληνικά σχολεία.

Το 1911 άρχισε επίσης να λειτουργεί Διδασκαλείο Νηπιαγωγών στο Ζιντζίδερε της Καισαρείας, ενώ το 1919 ιδρύθηκε το Διδασκαλείο Αρρένων Σμύρνης από την Ύπατη Αρμοστεία, σε αντικατάσταση του Διδασκαλείου Αρρένων της Ευαγγελικής Σχολής, που είχε ήδη σταματήσει να λειτουργεί στη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου.

Πέρα από την καχυποψία και την εχθρότητα των Τούρκων, στον τομέα της εκπαίδευσης οι Έλληνες Μικρασιάτες είχαν επίσης να αντιμετωπίσουν την οργανωμένη προσπάθεια ταγμάτων της Καθολικής και Προτεσταντικής Εκκλησίας που, με πρόσχημα τη στήριξη των Ευρωπαίων που εγκαταστάθηκαν εκεί βάσει των διομολογήσεων, συστηματικά επιχειρούσαν τον προσηλυτισμό νέων ανθρώπων στα δικά τους δόγματα με την ίδρυση ξένων σχολείων και την προσφορά πλήθους παροχών, ειδικά σε εξαθλιωμένους χριστιανικούς πληθυσμούς.

Από το 1856 και μετά, με την ψήφιση του Χάτι Χουμαγιούν, παρατηρείται μια πραγματική έξαρση στην εκπαίδευση στο χώρο των ελληνικών κοινοτήτων της Μ. Ασίας. Ιδρύονται τότε ένας μεγάλος αριθμός από ελληνικά σχολεία (αρρεναγωγεία, παρθεναγωγεία, νηπιαγωγεία) σε όλες τις πόλεις, τις κωμοπόλεις και τα χωριά της Μ. Ασίας, στελεχωνόμενα από Έλληνες δασκάλους, γηγενείς και μη. Οι Εθνικοί Κανονισμοί που εκδόθηκαν το 1862 και αποτέλεσαν το θεμελιώδη νόμο για τους Έλληνες της Τουρκίας αναγνώριζαν ως ανώτατη αρχή της Εκκλησίας και του Γένους, εκτός από τον Πατριάρχη, δύο σώματα, την Ιερά Σύνοδο και το Διαρκές Μικτό Συμβούλιο. Στο τελευταίο ανατέθηκε η εποπτεία της λειτουργίας των σχολείων, των νοσοκομείων και των λοιπών εθνικών καταστημάτων. Στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του ιδρύεται το 1873 η Πατριαρχική Κεντρική Εκπαιδευτική Επιτροπή ως συμβουλευτικό όργανο του Οικουμενικού Πατριάρχη, με αρμοδιότητα την εποπτεία και υλοποίηση της εκπαιδευτικής πολιτικής του Πατριαρχείου.

Όλα αυτά τα χρόνια, τόσο της ανοδικής πορείας όσο και της μεγάλης ακμής, τα ελληνικά σχολεία στη Μ. Ασία θα στηριχτούν οικονομικά στους ελάχιστους πόρους που διέθετε το Οικουμενικό Πατριαρχείο μέσω των αντίστοιχων μητροπόλεων του σε κάθε περιοχή (Βιθυνία, Μυσία, Ιωνία, Καρία, Λυδία, Παφλαγονία, Γαλατία, Καππαδοκία, Πόντος). Όμως κατά κύριο λόγο, οι εκεί ελληνικές κοινότητες ήταν εκείνες που συντήρησαν αυτή την αξιοθαύμαστη εκπαιδευτική κίνηση.

Στην επιτυχία της προσπάθειας αυτής πρέπει να προστεθεί η συμβολή των ποικίλων φιλεκπαιδευτικών συσσωματώσεων (σύλλογοι, αδελφότητες, λέσχες), που ιδρύθηκαν στη Μ. Ασία, την Κωνσταντινούπολη, την Ελλάδα, αλλά και στις πλούσιες ελληνικές παροικίες του εξωτερικού, οργανώσεις στις οποίες δραστηριοποιούνταν οι πιο ανεπτυγμένοι πνευματικά και οικονομικά ομογενείς, ενώ το ελληνικό κράτος, μετά την ίδρυση του, συνέβαλε με τις πενιχρές οικονομικές του δυνατότητες, κυρίως με την εξασφάλιση υποτροφιών σε Μικρασιάτες, τις οποίες προσέφεραν αθηναϊκά εκπαιδευτήρια, όπως το Αρσάκειο, η Ριζάρειος Εκκλησιαστική Σχολή, η Σχολή Χιλλ και ο εν Αθήναις Σύλλογος Μικρασιατών «Η Ανατολή», καθώς και με τη βοήθεια που πρόσφεραν τα κατά τόπους ελληνικά προξενεία.

Θα πρέπει εδώ να αναφερθεί ότι η εκπαιδευτική κίνηση στη Μικρά Ασία κάλυπτε σχεδόν όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης: νηπιαγωγεία, πρωτοβάθμια εκπαίδευση με αρρεναγωγεία και παρθεναγωγεία, δευτεροβάθμια εκπαίδευση με τα ελληνικά σχολεία, επίσης νυκτερινές σχολές και επαγγελματικά σχολεία, καθώς και διδασκαλεία για τη μόρφωση των Ελλήνων εκπαιδευτικών.

Από το 1908 με την επικράτηση των Νεότουρκων και της σοβινιστικής πολιτικής του Κομιτάτου τους, γίνεται πλέον συστηματική προσπάθεια απόσπασης των ελληνικών σχολείων από τη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου και υπαγωγής τους στο υπουργείο Παιδείας της Τουρκίας, με την άσκηση ποικίλων πιέσεων και αυθαιρεσιών σε βάρος των Ελλήνων, που προσπαθούν, υπό αντίξοες συνθήκες, να συντηρήσουν τα ελληνικά σχολεία. Ας σημειωθεί ότι το 1912 το ελληνικό κράτος αναγνωρίζει 31 ελληνικά γυμνάσια της Μικράς Ασίας ως ισότιμα με τα εν Ελλάδι, μεταξύ αυτών και ιδιωτικά, όπως το Ελληνογερμανικό Λύκειο Γιαννίκη και το Ελληνογαλλικό Λύκειο Αρώνη στη Σμύρνη.

Από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (1914) αρχίζει πια η αντίστροφη πορεία. Η λειτουργία των σχολείων γίνεται προβληματική. Τα ελληνικά σχολεία κλείνουν το ένα μετά το άλλο, πολλοί φιλεκπαιδευτικοί σύλλογοι διαλύονται, δάσκαλοι διώκονται. Στη διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας, η Ύπατη Αρμοστεία με συντονισμένες ενέργειες της θα επιχειρήσει να αναστρέψει την κατάσταση, πρόσκαιρα όμως. Αξίζει να σημειωθεί ότι το ιδρυμένο από τον Ελευθέριο Βενιζέλο Πανεπιστήμιο στη Σμύρνη είχε προγραμματιστεί να λειτουργήσει από τον Σεπτέμβριο του 1922 υπό την ηγεσία του διεθνούς φήμης καθηγητή Κων/νου Καραθεοδωρή. Τα πολιτικά και πολεμικά γεγονότα όμως συμπαρέσυραν τα πάντα στην καταστροφή τον Αύγουστο του 1922, μαζί τους και το μεγαλεπήβολο αυτό σχέδιο.
 

Ερασιτεχνική δημιουργία τον Οκτώβριο του 2004.  Τελευταία ενημέρωση:  Τρίτη, 05 Ιανουαρίου 2016.