|
|
Ελλάδα: Ο θρίαμβος του έθνους- κράτους, η δύο αιώνων πορεία της χώρας με δυτικό ευρωπαϊκό προσανατολισμό από τη σκοπιά της φιλελεύθερης κοσμοθεωρίας http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_1_11/03/2007_218695 Του Βασiλη Κ. Γούναρη*
Θάνος Βερέμης & Γιάννης Κολιόπουλος, Ελλάς, η σύγχρονη συνέχεια. Από το 1821 μέχρι σήμερα, εκδ. Καστανιώτη, σελ. 653, χρονολογικός πίνακας, πηγές και σημειώσεις, βιβλιογραφία, ευρετήριο +16 σελ. εικόνες.
Σε μια εποχή όπου η Ιστορία έχει «αποικισθεί» πλήρως από τις κοινωνικές επιστήμες και το έθνος –όχι μόνο το ελληνικό– «αποδομείται» συστηματικά εις τα εξ ων συνετέθη, οι καθηγητές Κολιόπουλος και Βερέμης επιστρέφουν δριμύτεροι στην παραδοσιακή ιστοριογραφία για να παρουσιάσουν το συλλογικό προϊόν της επιστημονικής συγκομιδής δεκαετιών σ’ έναν επιβλητικού όγκου τόμο. Στόχος τους είναι να αναδείξουν την πορεία του ελληνικού έθνους-κράτους προς τον δυτικό, ευρωπαϊκό του προσανατολισμό μέσα από τις δύο συνιστώσες του: τη δημιουργία ευνομούμενου κράτους δικαίου και την επιβεβλημένη διπλωματική του σύμπραξη με τις θαλάσσιες δυνάμεις της Μεσογείου. Δεδηλωμένη σκοπιά της αποτίμησης και κριτήριο της αφήγησής τους είναι η «φιλελεύθερη κοσμοθεωρία».
Οποιος νομίζει ότι «Η σύγχρονη συνέχεια» της ελληνικής ιστορίας αποτελεί μια επανάληψη της αφήγησης γνωστών γεγονότων θα δοκιμάσει ευχάριστη έκπληξη, διαπιστώνοντας ότι η φιλελεύθερη επιλογή –όποιο κι αν είναι το περιεχόμενο που της αποδίδουν οι συγγραφείς– τους οδήγησε σε μια εντυπωσιακή αναθεωρητική προσέγγιση και μάλιστα πολυμέτωπη. Ελέγχουν με αυστηρότητα και συνέπεια τους «ευσεβείς εθνικούς μύθους», τις «οικονομοκρατικές απόψεις» των μαρξιστών ιστορικών και στο σύνολό της τη «λαϊκίζουσα ιστοριογραφία», ασχέτως ιδεολογικής προέλευσης, εφόσον οι ερμηνείες τους δημιουργούν προσκόμματα στην ευρωπαϊκή τροχιά του ελληνικού κράτους.
Η αφετηρία
Ο κατάλογος της κριτικής είναι εντυπωσιακός, όχι μόνο από την άποψη του όγκου αλλά και της βαρύτητας των ζητημάτων που αναθεωρούνται ή απομυθοποιούνται. Το βασικότερο είναι η ίδια η αφετηρία της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Οι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι ο ελληνικός κόσμος, σχεδόν στο σύνολό του, δεν απομακρύνθηκε ουσιαστικά από τον Μεσαίωνα μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα και δεν αποδέχονται ως πειστικά ποικίλα επιχειρήματα περί του αντιθέτου, τα οποία υιοθέτησαν στο παρελθόν ο Α. Βακαλόπουλος και ο Ν. Σβορώνος. Ακόμη και τα προεπαναστατικά κινήματα, υποστηρίζουν, δεν ήταν οργανικά δεμένα με τον πολιτικό στόχο της ελληνικής ανεξαρτησίας. Οι όροι «Ελλάδα» και «ελληνικό έθνος», ως όροι πολιτικοί και πολιτιστικοί, συνελήφθησαν και προβλήθηκαν μόνο κατά την εποχή του ώριμου Διαφωτισμού. Ηταν προϊόντα, όπως και η ίδια η επανάσταση άλλωστε, της δυτικής ιδεολογίας και όχι έργο οικονομικών συμφερόντων της εμπορικής τάξης.
Για τον ίδιο λόγο, την υπεράσπιση του δυτικού προσανατολισμού, οι συγγραφείς είναι επικριτικοί προς όλους τους «θεσμούς» που λειτούργησαν ή προβλήθηκαν ως ισάξια υποκατάστατα του νομοταγούς κράτους. Η αυτοδιοίκηση των κοινοτήτων άκριτα θεωρήθηκε ως ένας εναλλακτικός ελληνικός δημοκρατικός θεσμός, αφού στην ουσία ούτε αντιπροσωπευτικός ήταν ούτε τα ελληνικά συμφέροντα εξυπηρετούσε. Αλλωστε, κατά τις πηγές που έχουν ερευνήσει οι συγγραφείς, οι Ελληνες του 1821 δεν έκλιναν αναγκαστικά, όπως πιστεύεται, υπέρ της αβασίλευτης πολιτείας. Αλλά κι αυτή η απόρριψη του αρχικού ριζοσπαστικού φιλελευθερισμού δεν ήταν προϊόν εξαγοράς των ταγών αλλά προσαρμογής στα αποδεκτά τότε ευρωπαϊκά πολιτικά πρότυπα.
Εύλογα στο στόχαστρο της κριτικής των κ. Βερέμη και Κολιόπουλου είναι και ο ιδιωτικής επίνευσης αλυτρωτισμός. Οι κλέφτες, ακόμη και στα προεπαναστατικά χρόνια, δεν ήταν προϊόντα της τουρκικής καταπίεσης όσο της ατιμωρησίας. Δεν είχαν ως προτεραιότητα ούτε τα συμφέροντα του έθνους ούτε των ασθενών κοινωνικών τάξεων· μόνο τα δικά τους. Κι έτσι παρέμειναν. Αλλά αυτή η ιδιοτελής όψη των επιχειρήσεών τους, ιδιαίτερα εμφανής κατά την εξέγερση του 1854, δεν παρουσιάστηκε ποτέ στην Ιστορία, αφενός λόγω «διακριτικότητας», αφετέρου λόγω της υποτιθέμενης σημασίας που είχαν τα κινήματα αυτά ως διπλωματικά επιχειρήματα. Κι αυτός ακόμη ο Μακεδονικός Αγώνας, κατά τους συγγραφείς, δεν απέδωσε τα αναμενόμενα αποτελέσματα, ενώ η συναφής μ’ αυτόν «μισθοφορία» δεν διερευνήθηκε επαρκώς. Μόνον ο τακτικός στρατός και η διπλωματία εξασφάλισαν το ελληνικό μέλλον της Μακεδονίας, μιας περιοχής που η ιδεατή της εικόνα, σφυρηλατημένη στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, πολύ απείχε από την πραγματική, ειδικά όσον αφορά το ζήτημα των γλωσσικών ζωνών. Αυτή η ίδια εικόνα σαγήνευσε και τους σύγχρονους αντάρτες της πολιτικής. Ενέπλεξαν το Μακεδονικό Ζήτημα των ημερών μας με εσωτερικές προτεραιότητες, κι έτσι το κατέστησαν, για μια ακόμη φορά, αρνητικό παράδειγμα στην άσκηση εξωτερικής πολιτικής.
Ο ρόλος της Εκκλησίας
Το τρίτο σημείο κριτικής είναι ο ρόλος της Εκκλησίας. Οι συγγραφείς είναι κατηγορηματικά αντίθετοι στον μύθο του «κρυφού σχολείου» και δεν έχουν πεισθεί πως η Εκκλησία αφεαυτή διατήρησε το έθνος. Είχε ως σκοπό της να περιφρουρήσει την ορθόδοξη ελληνόφωνη οικουμένη κι όχι το εθνικό συμφέρον. Οπως γράφουν, η σύγχρονη ελληνική Εκκλησία ταυτίστηκε τόσο με την ελληνοποιητική διάθεση του κράτους, ώστε βρίσκεται πλέον σε καταφανή αντίθεση με την ίδια την ιστορία της. Ηταν το ελληνικό σχολείο αυτό που κυρίως ανέκτησε τους αλλόφωνους πληθυσμούς για λογαριασμό της Ελλάδας κι όχι ο κλήρος. Ο Φλαμιάτος και ο Παπουλάκος, που προσπάθησαν να στρέψουν τους Ελληνες εναντίον της «αιρετικής» Δύσης, ακόμη και της κρατικής εκπαίδευσης, ήταν «ταραχοποιοί» και «τσαρλατάνοι» της εποχής τους, όμως ο σημερινός Αρχιεπίσκοπος δεν θα έπρεπε να θέτει παρόμοια διλήμματα προσανατολισμού στους Ελληνες. Εφόσον δεν επιθυμεί τη σύγκρουση με το κράτος, τότε η πολιτική του είναι λανθασμένη, υποστηρίζουν οι δύο ιστορικοί, γιατί ακυρώνει την πολυσυλλεκτικότητα της Εκκλησίας.
Σημαντικό πεδίο προβληματισμού του βιβλίου αποτελεί και η άσκηση της εξωτερικής πολιτικής ως προς τις μεγάλες δυνάμεις. Η στάση τους ανέκαθεν, από την εποχή του πολέμου της Ανεξαρτησίας μέχρι τις τελευταίες κρίσεις του Κυπριακού, υπαγορεύονταν από τα δικά τους συμφέροντα και το μεταβαλλόμενο πλαίσιο της διεθνούς διπλωματίας. Οταν τα κίνητρά τους δεν εναρμονίζονταν με τις ελληνικές επιθυμίες, δεν ήταν κατ’ ανάγκη «ανθελληνικά» ή μισελληνικά», ακόμη κι όταν ασκούσαν πολιτική πυγμής σε βάρος της Ελλάδας. Αυτά τα κίνητρα αναζητούν με επιμονή οι καθηγητές κυρίως πίσω από τη στάση της Βρετανίας σε διάφορες διεθνείς κρίσεις. Η Ελλάδα, από την πλευρά της, όφειλε να σέβεται τη νομιμότητα και τα συμφέροντα των άλλων, ακόμη κι όταν θιγόταν η φιλοτιμία της, αφού είχε εξ αρχής υπαχθεί στο διεθνές σύστημα ασφαλείας. Δεν ήταν λοιπόν ολίσθημα, π.χ., η αναγνώριση βουλγαρικής μειονότητας το 1924, αλλά το λογικό αποτέλεσμα των δεσμεύσεων που είχε αναλάβει· ούτε θα κέρδιζε τελικά η Ελλάδα από την απόκτηση της Βορείου Ηπείρου, που της την αρνήθηκαν το 1945, αφού θα κλονιζόταν ανεπανόρθωτα η Αλβανία, προς όφελος της εχθρικής τότε Γιουγκοσλαβίας. Με δεδομένη αυτήν την προσέγγιση της ελληνικής διπλωματίας, είναι ευνόητο γιατί οι συγγραφείς θεωρούν πως η δεκαετία του 1980 υπήρξε «εξωπραγματική» και αποκομμένη από τις πολιτικές παραδόσεις του παρελθόντος, ενώ η περίοδος 1992-95 καταστροφική για την αξιοπιστία της χώρας μας.
Θετική αποτίμηση
Σε γενικές γραμμές οι κ. Κολιόπουλος και Βερέμης αποτιμούν θετικά τη δυτικότροπη πορεία της Ελλάδας ως εξωτερική πολιτική και ως εκσυγχρονιστική διαδικασία. Η Ανατολή δεν ήταν ποτέ σοβαρή επιλογή, ισχυρίζονται. Γι’ αυτό προσπαθούν να ερμηνεύσουν τις όχι και λίγες εκτροπές από την πορεία αυτή μέσα στο ίδιο «δυτικό» πλαίσιο, χωρίς όμως να το θίξουν. Πράγματι, ο «ξένος παράγων», προϊόν της αντιδυτικής λαϊκής ιστοριογραφίας, έχει εξοβελιστεί συστηματικά από το έργο τους. Αντίθετα, σημαντικό μέρος της ευθύνης των θεσμικών και άλλων εκτροπών έχει μετατεθεί στα πρόσωπα και τις περιστάσεις: Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος ευθυνόταν για τον Διχασμό, γιατί παρασύρθηκε σε αντιπαράθεση με τον πρωθυπουργό του, πιθανόν από τους συμβούλους του. Ομως απέναντί του είχε ένα Βενιζέλο, που δεν υπολόγιζε το κόστος και υποτιμούσε το ρίσκο. Ο Μεταξάς ήταν ανίσχυρος δικτάτορας, αλλά τελικά χρήσιμος ως πρωθυπουργός, αφού ακολούθησε την εξωτερική πολιτική του Βενιζέλου. Δεν ήταν όμως όργανα των Βρετανών ούτε ο ένας ούτε ο άλλος. Τον Εμφύλιο τον προκάλεσε όχι η διεθνής διπλωματία, αλλά η ανικανότητα της κυβέρνησης και της ηγεσίας του ΚΚΕ, της πρώτης να επιβάλει τον νόμο και της δεύτερης να συνεργαστεί με τους αντιπάλους της. Ο Κωλέττης, ο Δεληγιάννης και ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν «χειραγωγοί των ευάλωτων μαζών», γοητευμένοι από την άσκηση και τη νομή της εξουσίας. Τα πρόσωπα όμως αυτά, είτε οι «χειραγωγοί» είτε οι κατά καιρούς κινηματίες, δεν «εκτροχίασαν» τη χώρα, γιατί το δυτικό πρότυπο του εκσυγχρονισμού είχε γίνει εξαρχής αποδεκτό, χωρίς άνωθεν εξαναγκασμό. Μόνο η δικτατορία του 1967 μένει χωρίς ουσιαστική εξήγηση ως «παράδοξος αναχρονισμός».
* Ο κ. Βασίλης Κ. Γούναρης είναι αν. καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ.
|
|