ιστορικό δημοσιεύσεων

Καλώς ήρθατε! στον προσωπικό δικτυακό τόπο του Βασίλη Συμεωνίδη

αρχική

 

φιλολογικά

 
έκθεση α΄ λυκείου
 
έκθεση β΄ λυκείου
 
έκθεση γ΄ λυκείου
 

λογοτεχνία

 

αρχαία

 

ιστορία σχολική

 

ιστορία

 

φιλοσοφία
 
εκτός ύλης
 
συζητώντας
 
εργασίες συναδέρφων
 
ιδέες διδασκαλίας
 
επικοινωνία

.................................

Βασίλης Συμεωνίδης

δικτυακός τόπος

με εκπαιδευτικό και διδακτικό σκοπό

 

 

η αντιγραφή είναι ελεύθερη με την υπενθύμιση ότι η αναφορά στην πηγή τιμά αυτόν που την κάνει

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

 

 
 
 

τεχνική υποστήριξη

Σταυρούλα Φώλια

Αλέξης Πολίτης, Ρομαντικά χρόνια, ιδεολογίες και νοοτροπίες στην Ελλάδα του 1830-1880, Ε.Μ.Ν.Ε. – Μνήμων, 2008

αποσπάσματα

 

 

Κρυστάλλωση της εθνικής συνείδησης

Η ΕΘΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

Αλλά από τα μέσα περίπου της δεκαετίας

1840-1850 τα πράγματα αρχίζουν να αλλάζουν με ρυθμούς γοργούς. Ίσως να επιδρά και, ο καταλύτης «Φαλμεράιερ» — σωστότερα, ο απόηχος των θεωριών-του, γιατί τα ίδια τα βιβλία δεν διαβάστηκαν στην Ελλάδα-ίσως απλώς να ωρίμασαν τα πράγματα. Πάντως με την επόμενη δεκαετία τα σχετικά φαινόμενα πυκνώνουν:

1851, ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος καταλαμβάνει την έδρα της «Ιστορίας των αρχαίων εθνών» και μετατρέπει το περιεχόμενό-της: διδάσκει πια «Ιστορία του ελληνικού έθνους». Ξέρουμε πόσο βάρυνε η προσωπικότητά-του-όμως τα πρόσωπα δεν έχουν σημασία απόλυτη: και ο παλιός αντίπαλός-του να την καταλάμβανε, ο Γρηγόριος Γ. Παππαδόπουλος, προς τις ίδιες κατευθύνσεις θα την είχε στρέψει .

1852, κυκλοφορεί η «Μελέτη ιστορική περί μεσαιωνικού ελληνισμού» του Σπυρίδωνα Ζαμπέλιου, που αποτελεί την εισαγωγή στη συλλογή-του Άσματα δημοτικά της Ελλάδος. Στο έργο αυτό —για το οποίο θα γίνει περισσότερος λόγος αμέσως παρακάτω— αναβαθμίζεται η βυζαντινή περίοδος και συνδέεται με την ελληνική συνείδηση.

1853, κυκλοφορεί η πρώτη μορφή της «Ιστορίας του ελληνικού έθνους» του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου.

Η στροφή έχει γίνει. Τα πολιτικά γεγονότα —ο Κριμαϊκός πόλεμος— θα επιτείνουν τις διαδικασίες-1857 τυπώνονται οι Βυζαντινές Μελέτες του Σπ. Ζαμπέλιου, 1860 αρχίζει να εκδίδεται η πεντάτομη «Ιστορία του ελληνικού έθνους» του Παπαρρηγόπουλου. Δεν ολοκληρώθηκε παρά μόλις το 187410- η αργή αυτή κύηση έφερε στο φως ένα έργο μεγαλεπήβολο, ώριμο, που αποτέλεσε το μέγα αγκωνάρι της ελληνικής εθνικής συνείδησης και σκιάσε με τον όγκο-του για πολλά χρόνια —ώς τις μέρες-μας, τουλάχιστον— την ιστοριογραφική παραγωγή. Στα ενδιάμεσα χρόνια υπήρχε η ζωντανή διδασκαλία του Παπαρρηγόπουλου στο πανεπιστήμιο, που τότε ήταν ενσωματωμένη στην κοινωνική ζωή: τυπωνόταν στις εφημερίδες, σχολιαζόταν, κυκλοφορούσε προφορικά.

σελ. 38-39

 

 

Μέσα σ' αυτό το κλίμα θα προβάλει ο Παπαρρηγόπουλος. Όπως γράφει επιγραμματικά ο Κ. Θ. Δημαράς, «ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος ήρθε σε μια στιγμή όπου η ελληνική συνείδηση εζητούσε έναν συγκροτημένο κορμό ιστορικών εθνικών θεωριών, μία γερά θεμελιωμένη συντήρηση, και παρουσίασε, με τη μεγαλοφυία -του και με τα συγγραφικά-του προσόντα αυτό που εζητούσε εκείνην την ώρα το εθνικό συλλογικό σώμα». Με την Ιστορία-του θα ενώσει τον ελληνισμό σε χώρο και σε χρόνο. Η παλιά κοσμοαντίληψη που χώριζε στα δύο τους καιρούς, Αρχαίοι και Νεότεροι, ανατρέπεται. Τη θέση-της παίρνει ένα καινούριο σχήμα τρίσημο: αρχαιότητα, βυζάντιο, νέος ελληνισμός — όπου και τα τρία μέρη μετέχουν ισότιμα σε δόξα, σημασία και αίγλη. Η ενότητα αυτή, σε χώρο και σε χρόνο, θα γίνει ο κύριος μοχλός της νεοελληνικής εθνικής συνείδησης• αυτή θα στηρίζει, κάτι παραπάνω, θα αποδεικνύει, τα δίκαιά-μας.

σελ. 47

 

 

Όψεις, έννοιες και ιδεολογίες

Η ΚΑΘΑΡΕΥΟΥΣΑ ΠΟΛΗ

 

Ακριβώς όπως η επίσημη γλώσσα, έτσι και η επίσημη πόλη είναι καθαρεύουσα. Ακριβώς όπως η γλώσσα, έτσι και η πόλη αποτίναξε κάθε μεταγενέστερη κληρονομιά, γύρεψε να μηδενίσει τον ενδιάμεσο χρόνο. Κανείς δεν αποτόλμησε να χτίσει ένα καινούριο μνημείο στον Λυκαβηττό ή τον Αρδηττό, ούτε και χρειαζόταν. Και αν κάτι πρέπει να προσέξουμε ιδιαίτερα, είναι το σιωπηρό δημοψήφισμα: όπως όλη η Ελλάδα ενέκρινε την επιλογή του Όθωνα και έσπευσε να κατοικήσει στην καινούρια πρωτεύουσα, έτσι και όλοι συμφώνησαν με την καθαρεύουσα μορφή της πόλης, όπως άλλωστε και με την καθαρεύουσα γλώσσα. Ο νεοκλασικισμός επικράτησε σαρωτικά, και όπως όλοι πρόσθεταν μια αρχαιοπρεπή κατάληξη στις λέξεις για να αρχαΐσουν, κι έλεγον παιδίον το παιδί και βασιλέα τον βασιλιά, έτσι όλοι έφτιασαν γύψινες κολόνες στις γωνιές των σπιτιών ή μικρά, φτηνά ακροκέραμα στις στέγες-τους. Το ίδιο όπως ονοματίσθηκαν με αρχαία ονόματα και αρχαία επίθετα που να καταλήγουν σε -ίδης και σε -άδης, ή όπως ονομάτισαν τα μαγαζιά-τους με αρχαιοπρεπείς επιγραφές «οπωροπωλείον», «αρτοποιείον» και τα παρόμοια. Και όλα αυτά με άκρα σοβαρότητα χωρίς ίχνος γελοίου. «Η Αθήνα είναι η μόνη πόλη στον κόσμο», έγραφε στα 1913 ο Γουσταύος Φουζέρ, «όπου μερικές καταστάσεις, που αλλού θα φαινόντουσαν υπερβολές μυθιστοριογράφου, δεν αγγίζουν την παραδοξολογία. Αν ο Αριστοφάνης ανασταινόταν ξαφνικά, στην Αθήνα θα ήταν που θα ένιωθε περισσότερο στα νερά-του. Σε μερικές ώρες θα είχε εξοικειωθεί με τους ρωμέικους βαρβαρισμούς και σολοικισμούς και με τους νεοτερισμούς της σημερινής προφοράς. Μα αμέσως, δίχως καμιά προετοιμασία θα μπορούσε να διαβάσει τις επιγραφές στα μαγαζιά, και να μπει σ' έναν κρεοπώλη ή αλαντοπώλη ή αρτοπώλη, λέγοντας πάλι, όπωι στους " Ιππείς": "Εις ούτωσί πώλης. Τί τούντεΰθεν; Λέγε. —Μετι τούτον, αύθις προβατοπώλης δεύτερος"», κλπ.

 

ΜΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΑΔΙΑΜΟΡΦΩΤΗ

Αν τώρα όλα αυτά θελήσουμε να τα εννοήσουμε ιστορικά, δηλαδή όχι να τα κρίνουμε, παρά να τα εντάξουμε στο δικό-τους πλαίσιο, θα διαπιστώναμε, νομίζω αβίαστα, ότι η αρχιτεκτονική φυσιογνωμία της Αθήνας στον 19ο αιώνα —κυρίως, αλλά και ώς τις μέρες-μας— εκφράζει δύο τάσεις που στη λογική-μου αποτελούν καίρια χαρακτηριστικά της κοινωνίας. Η πρώτη είναι να προβληθεί η αρχαιοελληνική διάσταση της νεοελληνικής ταυτότητας. Η δεύτερη είναι η ισχυρή παρουσία του ιδιωτικού: ιδιωτικά σπίτια, ιδιωτικές δωρεές, έλλειψη δημόσιων μνημείων.

σελ. 85-86

 

 

 

Συμπεριφορές, στάσεις

Η ΚΑΘΑΡΕΥΟΥΣΑ ΩΣ ΝΟΟΤΡΟΠΙΑ

 

Εδίστασα πολύ προτού αποφασίσω να κατατάξω και την καθαρεύουσα γλώσσα στις νοοτροπίες, να τη θεωρήσω δηλαδή ως μη συνειδητή συμπεριφορά. Γιατί βέβαια η επιλογή της καθαρεύουσας είναι καταρχήν συνειδητή πράξη, έχει θεωρητικό υπόβαθρο, υποστηρίχθηκε με επιχειρήματα — και άλλο τόσο δημιούργησε εξίσου συνειδητές αντιδράσεις. Κάτι περισσότερο, εχώρισε, στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού ιδίως αιώνα στα δύο τη λογιοσύνη- μας κληροδότησε μάλιστα τον διχασμό, και μας επέβαλε για χρόνια —ώς τις μέρες-μας— έναν κόσμο δυϊκό. Ακόμη σήμερα τσακώνονται για τους τόνους και τα πνεύματα — και είναι άνθρωποι που νομίζουν πως οι τόνοι φταίνε, ή το μονοτονικό, ή η δημοτική, ή η καθαρεύουσα για τη γλωσσική-μας αγκύλωση.

Ωστόσο πίσω από τη συνειδητή κρύβεται και μια, εξίσου σημαντική, ασυνείδητη αιτία της γλωσσικής εκτροπής, κάτι δηλαδή πέρα από τη βούληση να μιλάμε όπως οι αρχαίοι Έλληνες. Και αυτό το πέρα ήταν να μιλάμε διαφορετικά απ' ό,τι πριν. Απλώς και μόνο. Πώς λέει ο Ανατολίτης στη Βαβυλωνία του Βυζάντιου, «Τζάνου-μ’, Λογιότατε, μπαμπά-σου γλώσσα γιατί ντε μιλάς;»

Σήμερα μπορούμε, στο βαθμό που έχουμε απελευθερωθεί από το άγχος του γλωσσικού ζητήματος, να διακρίνουμε τη γλώσσα από το ύφος. Μπορούμε δηλαδή να διακρίνουμε πως πέρα από τη βούληση να μοιάζει με την αρχαία, η γλώσσα της εποχής είχε κι έναν δεύτερο στόχο: να δημιουργήσει έναν κώδικα επικοινωνίας επισημότερο, υψηλότερο, πιο εντυπωσιακό. Πράγματα που είναι δηλαδή της δικαιοδοσίας του ύφους, μιας εσωτερικής διεργασίας, έγινε προσπάθεια να επιτευχθούν με ολόκληρο το σύστημα της γλωσσικής επικοινωνίας — αλλάζοντας τη γλώσσα.

Αυτά όλα προσπαθώ να τα εννοήσω δίχως καμιά ηθική ή ποιοτική κρίση: να δω την καθαρεύουσα ως νοοτροπία — ούτε καλή ούτε κακή, ούτε προοδευτική ούτε αντιδραστική, κατ’ αρχήν. Μια στάση που μονάχα εκ των υστέρων αποδείχθηκε —ε, αυτό αποδείχθηκε— πως περισσότερο εμπόδισε παρά διευκόλυνε την εκφραστική-μας ικανότητα- και σύμφωνα με τη διαλεκτική σχέση έκφρασης-νόησης, εμπόδισε και τη νοητική-μας ικανότητα.

Θα επιχειρήσω να πιάσω το νήμα από την αρχή, και μάλιστα ανάστροφα απ' ό,τι συνηθίζεται. Έχουμε ένα δεδομένο που με ελαφριά καρδιά το παραμερίσαμε: το ότι η καθαρεύουσα επικράτησε και εύκολα και πανηγυρικά. Οι αντιστάσεις που συνάντησε ήταν ελάχιστες —εννοώ ώς τα τέλη του αιώνα, ώσπου δηλαδή να φανούν τα αδιέξοδά-της— περιθωριακές, και μονάχα ως προς τη λογοτεχνική γλώσσα. Μάλιστα η φορά της εξέλιξής-της ήταν προς μια ολοένα και αυστηρότερη καθαρότητα. Αντίθετα η δημοτική από το 1888 —ας πάρουμε αυτό το συμβολικό ορόσημο— χρειάστηκε να ωριμάσουν πάνω από τρεις γενιές για να γίνει κοινά αποδεκτή, κι αυτό ύστερα από μύριους κόπους, αγώνες, πιέσεις. Κάτι πρέπει να σημαίνουν όλ' αυτά, σε κάποια ανάγκη ν' ανταποκρίνονται.

Έπειτα κάτι ακόμα, που επίσης αποφεύγουμε να το σκεφτούμε. Στο ζευγάρι «άνθρωπος-γλώσσα» παραγωγός είναι ο άνθρωπος, όχι η γλώσσα. Εμείς φτιάχνουμε τη γλώσσα, τέτοια που να μας αρμόζει. Και με πολύ δημοκρατικό τρόπο μάλιστα.

Εδώ, εύκολα θα είχε κάποιος αντιρρήσεις: οι λόγιοι που με τις εφημερίδες ή το έντυπο γενικότερα δίνουν το παράδειγμα, το σχολείο που δίδασκε υποχρεωτικά την καθαρεύουσα.

«Είν' αλήθεια ότι δεν καταλάβαινα τίποτε απ' όσα διάβαζα και μελετούσα», αφηγείται ο Χρήστος Χρηστοβασίλης για τα σχολικά -του χρόνια, δηλαδή γύρω στα 1868-70, «αλλ' είχα την συνείδηση -μου αναπαυμένη με το να είμαι επιμελής μαθητής, γιατί νόμιζα ότι μάθημα μαθημάτων ήταν να διαβάζω βιβλία και να μην καταλαβαίνω τίποτε απ' ό,τι και όσα διάβαζα. Για μένα —και για τους άλλους βέβαια— η ανάγνωση ήταν λόγια κινέζικα, και τα έξι βιβλία-μου είχαν την αξία των εικόνων που περιείχαν, και τίποτε άλλο! Μια μέρα, κατά καλή-μου ή κακή-μου τύχη άνοιξα μια παλιοκασέλα της σποιτονοικοκυράς-μου (...) και βρίσκω κάτι βιβλία που δεν τα είχα ιδεί άλλη φορά. Το ένα, το μεγαλύτερο, ήταν η Συλλογή των Δημοτικών Ασμάτων του Σ. Ζαμπέλιου, το άλλο η ιστορία ή δημοτικότερα η φυλλάδα του Μεγάλου Αλεξάντρου, το άλλο οι Πανουργίες του Μπερτόλδου, το άλλο η Βαβυλωνία, και το τελευταίο ο Ναστραντίν Χότζας. Φυλλομετράω, βλέπω όσες εικόνες είχαν αυτές οι φυλλάδες, αρχίζω να διαβάζω, κι ω του παραδόξου θαύματος! Καταλαβαίνω ό,τι διαβάζω! (...) Αληθινά, διάβαζα και κατάλαβα για πρώτη φορά τη χρησιμότητα των βιβλίων» .

Ο Χρηστοβασίλης βρισκόταν τότε στη δευτεροβάθμιο εκπαίδευση. Ενδεχομένως να υπερβάλλει κάπως τα πράγματα, αλλά όσο κι αν υπερβάλλει, μας μεταφέρει καλά την εικόνα: η μάθηση και η γνώση αποτελούσαν αυτόνομες, ανεξάρτητες μεταξύ-τους διαδικασίες. Η σχολική διαδικασία λίγο προώθησε τις γνώσεις των Νεοελλήνων.

Σωστά. Πάντως, αυτό που πρέπει να παρατηρήσουμε, είναι πως ώς τα 1888 κανείς δεν αντέδρασε σ' αυτήν την κατάσταση, και πως όσοι αντέδρασαν ύστερα ήταν αιρετικοί ή πάντως μειοψηφία. Αντίθετα, ένας από τους μόνιμους κύριους στόχους του ελληνισμού στάθηκε ο πολλαπλασιασμός των σχολείων —αυτών των σχολείων—ένα από τα μόνιμα όνειρα του καθενός ήταν να μάθει ο ίδιος ή τα παιδιά-του γράμματα —αυτά τα γράμματα— και όχι, καθόλου, να μετατραπεί η σχολική πρακτική. «Τήρα 'δώ κυρ Αστρονόμο» έλεγε ο Πελοποννήσιος στον Αστυνόμο στη Βαβυλωνία, «είμαι Έλληνας, ακούς-με, και πρέπει να μιλώ με μάθησις». Αυτό έκαναν στην ουσία όλοι.

«Η φιλολογία είναι το πάθος όλων των ελλήνων φοιτητών όχι μονάχα εκείνων που αφοσιώνονται στο διδασκαλίκι, αλλά και εκείνων που προορίζονται για τα νομικά, την ιατρική, την εκκλησία και τη δημόσια διοίκηση: ο καλώς ελληνιστί ομιλών είναι συχνά γι' αυτούς ό,τι ο δεινός ρήτωρ στα δικαστήριά-μας- και ο τάδε γιατρός ή δικηγόρος ή καθηγητής έγινε υπουργός μόνο και μόνο γιατί χειριζόταν ωραία τα ελληνικά». Αυτά παρατηρεί ένας, πολύ οξυδερκής γάλλος περιηγητής, ήδη από τα 1840.

Άλλωστε η πίστη στην αξία των γραμμάτων —των ελληνικών γραμμάτων— είναι τόση, εκτατικά και ποιοτικά, που καταντά σχολαστικό να αναζητούμε μαρτυρίες. Μπορούμε νομίζω να διακρίνουμε μονάχα ενός τύπου αντίδραση — αντίδραση ύπουλη, κρυφή, ασυνείδητη ολότελα: το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο των γραμματισμένων, τη φτωχή αναγνωστική ζωή των βιβλίων, τα ημιτελή σχολικά προγράμματα.

Πραγματικά, αν συγκρίνει κανείς την ύλη που περιλαμβάνουν τα σχολικά εγχειρίδια και προγράμματα, με εκείνην που πρέπει τελικά να διδασκόταν —εδώ στηρίζομαι στην πείρα και σε ακούσματα που αναφέρονται σε μεταγενέστερα οπωσδήποτε χρόνια— αν παρατηρήσει πόσο πολλά βιβλία έμειναν με άκοπες τις σελίδες για δυο και τρεις αναγνωστικές γενιές —είτε σε δημόσιες, είτε σε ιδιωτικές βιβλιοθήκες που τις γνωρίζουμε από την παλαιοπωλική αγορά— αν τέλος δεχθεί έστω και τμήμα των καταγγελιών για τις λιγοστές γνώσεις των αποφοίτων του πανεπιστημίου και των γυμνασίων, μπορεί να υποθέσει, εύλογα, πως κάποια ανομολόγητη απέχθεια προς το διάβασμα και την εκπαίδευση διακρίνεται πίσω από αυτά. Η έφεση για μάθηση ήταν, θαρρώ, επιφανειακή- μόλις κατακτιόντουσαν οι πρώτες γνώσεις ενός κώδικα —της καθαρεύουσας, συγκεκριμένα— που διαφοροποιούσε κάπως τον μορφωμένο από τους αμόρφωτους, η έφεση εξανεμιζόταν: οι λίγες «ελληνικούρες» αρκούσαν για να κορέσουν τη δίψα για τα γράμματα.

Ωστόσο αυτή ακριβώς η στάση, αν διαβλέπω σωστά, αποτελεί επιπλέον τεκμήριο, και ισχυρότατο, όσων υποστηρίζω. Ξέρω πως αν τα ωθήσουμε όλα αυτά ώς τις έσχατες λογικές-τους συνέπειες οδηγούμαστε σε δραματικές διαπιστώσεις. Ας μην το κάνουμε, γιατί οι αυστηρά λογικές αναλύσεις προσπερνούν τα παράθυρα, τα αντισυστήματα από όπου εισχωρεί η πραγματικότητα- ας παραμείνουμε στην απλή διαπίστωση πως περισσότερο από την ακριβολογία, περισσότερο από τη σαφήνεια και την αντικειμενική περιγραφή, η νεοελληνική κοινωνία είχε ανάγκη ενός ύφους που εξαίρει, που μεγεθύνει, που υπερίπταται. Και πως αυτό το ύφος το πέτυχε μέσω αλλαγής ολόκληρου του γλωσσικού κώδικα, μέσα από τη χρήση της καθαρεύουσας. Η διαπίστωση ετούτη μπορεί νομίζω να αποτελέσει καλό σημείο εκκίνησης για να εννοούμε την καθαρεύουσα, εκτός των άλλων, και ως νοοτροπία.

σελ. 130-134

  

 

 

Ιδεολογίες και πραγματικότητες

ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΑΙΤΙΕΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΦΑΣΕΩΝ

Ώρα όμως να αναζητήσουμε αν και πώς ο διανοητικός αυτός διχασμός στηρίζεται σε κάποιες ανάλογες κοινωνικές αιτίες. Γιατί αν κάτι προκύπτει σαφώς, νομίζω, από τα όσα εκθέσαμε — αλλά και από τα όσα αναγκαστικά έμειναν έξω— είναι πως οι αντιφάσεις είναι ενδογενείς· δεν εκφράζουν διαφορετικές κοινωνικές ομάδες, ή έστω διαφορετικές κοσμοθεωρίες — όχι. Αποτελούν παλιμβουλίες του ίδιου κοινωνικού σώματος, είναι ακριβώς, αντιφάσεις, όχι αντιπαλότητες.

Στην Ελλάδα του 19ου αιώνα άλλωστε, δεν διακρίνουμε σαφώς διαρθρωμένες κοινωνικές ομάδες, πολύ περισσότερο τάξεις κοινωνικές, με συνείδηση του εαυτού-τους και αντίπαλα συμφέροντα. Οι αντιθέσεις που έθρεφε η κοινωνία δεν ήταν τέτοιες ώστε να αποκτήσουν αυτοτελή μορφή, να συσπειρωθούν σε οργανωμένα σύνολα ώστε να βγουν στην επιφάνεια συγκροτημένα συστήματα απόψεων, αντιλήψεων, ιδεολογιών, νοοτροπιών. Από το ατομικό, το ιδιωτικό, περνάμε, όπως είδαμε, κατευθείαν στο εθνικό επίπεδο, δίχως τη μεσολάβηση «μερικών» συνόλων. Δεν είχαμε, ας πούμε, ένα κόμμα εμπόρων είτε διαμορφωμένο πολιτικά είτε διαμορφωμένο σε ομάδα πίεσης είτε απλώς συσπειρωμένο ιδεολογικά γύρω από μία άποψη- ή κόμμα αγροτικό —των μικροϊδιοκτητών ή των μεγαλοκτηματιών— ή κόμμα του κεφαλαίου ή κάτι άλλο.

Η κοινωνία έμεινε ρευστή, χαλαρά οργανωμένη είτε γύρω από κάποιες ηγετικές προσωπικότητες —που όμως δεν εκπροσωπούσαν τάσεις συμφερόντων— είτε, συχνότερα, γύρω από τοπικούς δεσμούς: οι Κρητικοί, οι Μανιάτες, η μία ή η άλλη πολιτεία, το ένα ή το άλλο χωριό. Η βαρύτητα που διατηρεί η τοπική συνείδηση σ' όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα είναι καλός μάρτυρας της έλλειψης διαφορετικών τύπων κοινωνικής οργάνωσης. Ο τοπικισμός, συναίσθημα αρχαϊκότερο από την εθνική συνείδηση, επιβιώνει παρά την ανάπτυξη -της, χάρη στην ισχυρή ανάγκη του ατόμου να βρει κάποιο στήριγμα, κάποιο πλέγμα κοινωνικό μερικότερο, πιο κοντά στα μέτρα-του.

Τα πολιτικά κόμματα στηρίζονταν στις «πελατειακές» πολιτικές σχέσεις, ο τύπος εξυπηρετούσε ιδιώτες, γι' αυτό και ήταν πάντα πολυάριθμος —σε μία στατιστική της εποχής διαβάζουμε πως το 1843 στην Αθήνα έβγαιναν 26 εφημερίδες, το 1853 είναι 35 και το 1873 (όταν ο πληθυσμός-της μαζί με τον Πειραιά μόλις έφτανε τις 60.000) φθάνουν τις 727— οι διάφοροι σύλλογοι, οργανώσεις, σωματεία ήταν απροσμέτρητοι. Αλλά, όπως ξέρουμε, όσο ο παρονομαστής μεγάλωνε, τόσο μικραίνει η αξία του κλάσματος. Άτομα βρίσκουμε και πίσω από τους συλλόγους και τις εταιρείες.

Έτσι και η κοινωνία και η οικονομία στηρίχτηκαν στην ιδιωτική πρωτοβουλία, αυτή κινούσε τα νήματα. Μόνος συνδετικός κρίκος ανάμεσα στα άτομα, το υπερτροφικό «εθνικό»• το «μερικό», ταξικό ή στενότερο, δεν συγκροτήθηκε ώστε να πάρει μορφή και να υπάρξει. Αυτό συνέβη ενδεχομένως γιατί η κοινωνία ήταν μικρή, ολιγάριθμη-ή, πιθανότερο, γιατί το αλυτρωτικό πρόβλημα ήταν τόσο πιεστικό και οξύ που δεν άφηνε κοινωνικά περιθώρια1 ή τέλος, επειδή η δυνατότητα της μετανάστευσης χάρη στο πολύκλαδο δίκτυο παροικιών που είχε δημιουργηθεί ήδη πριν από την επανάσταση επέτρεπε τις ατομικές εκτονώσεις προτού συγκροτηθούν σε ομάδες: οι φτωχοί εκπατρίζονταν, δεν δημιουργούσαν πυρήνες προλεταρίων στις παρυφές των πόλεων8.

Έχω την τάση να πιστεύω πως όλες αυτές οι αντιφάσεις, οι παλιμβουλίες που διαρκώς ταλανίζουν τη νεοελληνική διανόηση σε όλη τη διάρκεια της περιόδου που μελετάμε, είναι απλώς προϊόν αυτής της ιδιότυπης κοινωνικής ισορροπίας, όπου οι ενδοκοινωνικές συγκρούσεις δεν αναπτύχθηκαν, δεν οδήγησαν σε ρήξεις ή σε εκρηκτικές καταστάσεις. Προϊόν μιας κοινωνίας όπου το «μερικό» δεν συγκροτήθηκε, γι' αυτό το «εθνικό» έμεινε ο μόνος οδηγός.

 

ΕΘΝΙΚΗ Η ΑΛΗΘΕΙΑ

Κι έτσι όταν το «εθνικό» βρέθηκε σε κίνδυνο, όταν      δηλαδή φάνηκε πόσο δυνατές ήταν οι αντίπαλες εθνικές απαιτήσεις —των Βουλγάρων, των Ρουμάνων, των Τούρκων αργότερα— η ελληνική συνείδηση προσπάθησε να οχυρωθεί πίσω από έναν λόγο ρητορικό, που θέλοντας να επιχειρηματολογήσει με ολοένα και περισσότερο πείσμα —πείσμα γιατί κανείς δεν άκουγε1 ποιος ν' ακούσει, οι Βούλγαροι ή οι Τούρκοι;— για τα εθνικά-μας δίκαια, αδιαφόρησε, φυσιολογικά, για την εσωτερική λογική των όσων διακήρυσσε. Ακριβώς γιατί δεν αποσκοπούσε στην πειθώ, ακριβώς γιατί δεν αποσκοπούσε να ανατρέψει τα επιχειρήματα του αντιπάλου, παρά να ενθουσιάσει το εθνικό ακροατήριο —που ήδη βέβαια συμφωνούσε και υπερθεμάτιζε— ο λόγος του 19ου αιώνα οδηγήθηκε στη ρητορική, στα επίθετα, στην έξαρση. Όταν, γύρω στο 1850, ο Σολωμός έγραφε τον «Πορφυρά», ένας φίλος-του «του επαρατήρησε», μας λέει ο Πολυλάς, «ότι το έθνος ήθελε δεχθεί καλύτερα ένα ποίημα εθνικό. —Το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικόν ό,τι είναι αληθές» απάντησε, ξέρουμε, ευθύς ο Σολωμός. Ξέρουμε όμως και με τι απογοήτευση δέχθηκε το κοινό όχι μόνον τον «Πορφυρά», αλλά όλα τα Ευρισκόμενα του ποιητή.

Αντίθετα, ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, που φρονούσε πως «το καθήκον είναι διπλούν επιστημονικόν άμα και εθνικόν», που δήλωνε πως «όσον θα ίσταμαι όρθιος θα έρχομαι εδώ», στο πανεπιστήμιο, «και θα ορθοτομώ» θα ερμηνεύω, «τον λόγον της εθνικής αληθείας», στάθηκε από τους ηγέτες της γενιάς-του.

Όταν κάναμε λόγο για τη Μεγάλη Ιδέα, ακούσαμε μια περιγραφή της βάπτισης του διαδόχου Κωνσταντίνου, το 1868, από τον Ανδρέα Συγγρό. Σχολιάζοντας τη γενική συγκίνηση, πρόσθετε ότι τότε οι Έλληνες «έζων μάλλον δια της φαντασίας ή δια της θετικότητος». Όλη-μας η προσπάθεια, όλη ετούτη η εξιστόρηση αυτό προσπαθεί να φωτίσει: τη φαντασία, τη θετικότητα και τους αρμούς που τις συνάπτουν, θα πρέπει, εδώ στο τέλος, να ξαναφέρουμε στον νού-μας τα όσα είπαμε για το «ειδικό βάρος» της ποίησης. Έχω την υποψία πως αυτή η ποιητική ανάγκη αποτελεί το λεπτό πλέγμα που συγκρατεί τα σκόρπια μέλη σε σύστημα: λειτουργεί σαν ασφαλιστική βαλβίδα' εκτονώνει το κάθε άτομο ή και το κοινωνικό σύνολο, που καταφεύγει στην ποίηση όποτε αισθάνεται τα χάσματα ή τις αντιφάσεις του συστήματος.

Ως σύνολο. Στην ποίηση καταφεύγει, επικουρικά, κάθε κοινωνία-όμως στα χρόνια που εξετάζουμε και το φαινόμενο παρουσιάζει ειδική έξαρση, και -η καθαρεύουσα γλώσσα του δίνει έναν εντονότερο χρωματισμό. Ποίηση, ρητορεία, καθαρεύουσα: αυτό το τρίπτυχο πρέπει να το αντιμετωπίζουμε ενιαία.

Αλλά και ατομικά η ποίηση είναι κανονικά νόμιμο και κοινό καταφύγιο• μόνο που στη δική-μας περίπτωση οι αριθμοί είναι πολύ εντυπωσιακοί, επιτρέπουν να περάσουμε από το ποσοτικό στο ποιοτικό. Σε τρεις χιλιάδες ελογάριαζε ο Ν. Γ. Πολίτης τους ποιητές της εποχής-του- ακόμα κι αν η "στατιστική"-του είναι υπερβολική, μια απλή ματιά στη βιβλιογραφία δείχνει πόσο υψηλά είναι, οπωσδήποτε, τα νούμερα. Η ποίηση αποτελούσε μέσο κοινωνικοποίησης για τα άτομα- σε μια κοινωνία χαλαρή, ο ποιητής ενωνόταν, μέσω της ποίησης, με το εθνικό σώμα. «Α, τέλος πάντων, ιδού εις δεσμός, ιδού έν ελατή οίον», η φιλοπατρία, «συνδέον προς την γην, προς την κοινωνίαν, προς το γένος τον ημέτερον ποιητήν! —Απάτη. Βέβαια ο ποιητής -μας αγαπά την πατρίδα, όσον αγαπώμεν αυτήν εγώ και σύ», έγραφε στα 1860 ο Σπ. Ζαμπέλιος, «αλλά την αγαπά προσέτι και δι' έτερόν-τινα λόγον μυστικόν. Επιτρέπεται να τον φανερώσωμεν; Την αγαπά δια την ιδίαν αυτού δόξαν την πανηγυρίζει, ως παρέχουσαν αυτω την αφορμήν ν' αποθανατίσει το ίδιόν-του όνομα εξυμνών τα κλέη-της, ως γεννήσασαν πρόσωπα λυρικά και μελοδραματικά. (...) Εν βραχυλογία ο ποιητής-μας, φιλεί μεν όσον ημείς αυτοί την νοσούσαν, και ρακοφορούσαν, και πεζοβατούσαν ταύτην Ελλάδα της χυδαίας πραγματικότητος, αλλά λατρεύει εξαιρέτως την αφηρημένην άλλην Ελλάδα της φαντασίας-του».

Πενήντα χρόνια περίπου ύστερα από το τέλος της εποχής-μας, το 1928, όταν ο κύκλος των εθνικών συνειδήσεων είχε ολοκληρωθεί, οδυνηρά, όπως όλα τα ανθρώπινα, με τη Μικρασιατική καταστροφή, ο Καρυωτάκης είχε φτάσει, ώς τη συνειδητοποίηση του φαινομένου:

Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις

είναι το καταφύγιο που φθονούμε.

σελ. 144-148

Ερασιτεχνική δημιουργία τον Οκτώβριο του 2004.  Τελευταία ενημέρωση:  Κυριακή, 08 Μαρτίου 2015.