|
|
Κρυστάλλωση της εθνικής συνείδησης
Αλέξης Πολίτης, Ρομαντικά χρόνια, ιδεολογίες και νοοτροπίες στην Ελλάδα του 1830-1880, Ε.Μ.Ν.Ε. – Μνήμων, 2008, σελ. 30-35
Θα ήταν σφάλμα να θεωρούμε πως ιδεολογίες και νοοτροπίες μπορούν να νοηθούν αυτοτελώς, και πως αρκεί μια απλή αναφορά στο γενικό ιστορικό πλαίσιο: όχι, όλα αυτά αποτελούν ενιαίο θέμα. Άλλωστε και το πλαίσιο δεν είναι παρά μια κατασκευή, δεν πρόκειται για κάποια αντικειμενική αλήθεια αποδεκτή από όλους, τουλάχιστον τους καλόπιστους. Όταν λοιπόν προσπαθούμε να προσεγγίσουμε τις ιδεολογίες και τις νοοτροπίες, πρέπει να προσεγγίζουμε ταυτόχρονα το σύνολο της κοινωνίας που τις έθρεψε. Για μερικούς αυτά ίσως είναι αυτονόητα· δεν πειράζει όμως: καλύτερα να ξεκαθαρίσουμε από την αρχή τις μεθοδολογικές-μας αρχές με σαφήνεια. Είναι φυσικά αδύνατο να απαρτίσουμε την πλήρη εικόνα των νοοτροπιών μιας εποχής: οι άνθρωποι νοούν ολόκληρον τον κόσμο, το καθετί. Όλα να τα αναπαραστήσουμε δεν γίνεται, και για να φτιάξουμε ένα ψηφιδωτό δεν αρκεί να συνάζουμε ψηφίδες: θέλουμε σχέδιο, πρώτα πρώτα, και τα βασικά χρώματα. Θα προσπαθήσω λοιπόν να απομονώσω ορισμένες ιδεολογίες πρώτα, νοοτροπίες ύστερα, «ανθολογικά», όσες νομίζω πως μας διευκολύνουν να διακρίνουμε το βασικό περίγραμμα. Θεωρώ αυτονόητο ότι, όπως και το ιστορικό πλαίσιο, έτσι και τα όσα θα ακολουθήσουν θα είναι δέσμια των δικών -μου νοοτροπιών. «Καθαρή» ιστορία δεν υπάρχει- ο κανόνας που πρέπει να προσπαθούμε να κρατήσουμε είναι να αποβάλλουμε τα συνειδητά ιδεολογήματα, να ελέγχουμε διαρκώς τη σκέψη-μας, ώστε να συνειδητοποιούμε όσο μπορούμε περισσότερα. Η «ανθολογία))-μας αρχίζει με ιδεολογήματα και νοοτροπίες εθνικού περιεχομένου- θεωρώ ότι αυτές χαρακτηρίζουν περισσότερο από οτιδήποτε άλλο τα χρόνια που μελετούμε.
Α΄ Η εθνική συνείδηση
Η έννοια «έθνος» είναι κομμάτι της ιστορίας- η συσπείρωση γύρω από έναν εθνικό κορμό αποτελεί απάντηση σε ορισμένα προβλήματα που θέτει, κάποια στιγμή, η κοινωνική πορεία — έθνη δεν υπήρχαν πάντα. Το ίδιο και η εθνική συνείδηση: δεν προϋπήρχε, παρά συγκροτήθηκε σε κάποια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή• συγκροτήθηκε από στοιχεία που συχνά βέβαια προϋπήρχαν —όπως η γλώσσα, η θρησκεία— αλλά η συναρμογή-τους σε ενιαίο σύστημα, σε ιδεολογία, είναι κάτι το προσδιορίσιμο ιστορικά. Δεν είναι δυνατόν να καθορίσουμε εδώ το γιατί και το πώς της δημιουργίας του «εθνικού» φαινομένου, ούτε ακόμα να εμπλακούμε στη συζήτηση για το πότε πρωτοεμφανίστηκε, ποιες οι ιστορικές -του μεταλλαγές ή αν η πορεία-του πέρασε από μεταπτώσεις: αφετηρία-μας θα είναι η νεοτερική, η μοντέρνα εμφάνιση του έθνους, αυτή που συνδέεται με τη δημιουργία των εθνικών κρατών δηλαδή ένα φαινόμενο που γίνεται δυναμικό, αποκτά ρόλο ιστορικού παράγοντα, στον 18ο, στον 19ο και στον 20ό αιώνα1.
Η ΓΕΝΕΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΘΝΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ
Όταν λοιπόν πρωτοτέθηκε το θέμα, όταν άλλοι λαοί αναζητούσαν εκείνα τα στοιχεία που θα προσδιόριζαν την εθνική-τους ταυτότητα —ποιοι είμαστε εμείς, ποιοι είναι οι άλλοι— οι πρόγονοί-μας βρέθηκαν σε εξαιρετικά ευνοϊκή θέση. Όσοι χριστιανοί μιλούσαν τα ελληνικά, ανεξάρτητα αν ήταν η μητρική-τους γλώσσα, μπορούσαν να θεωρηθούν Έλληνες —να αναλογιστούμε εδώ ότι δεν συνέβαινε το ίδιο με όσους μιλούσαν γερμανικά, ισπανικά, αραβικά, ή και αγγλικά: αυτοί θα μπορούσαν να είναι, για να περιοριστούμε στα γερμανικά, Αυστριακοί, Τσέχοι, Γάλλοι της Αλσατίας ή της Λοραίνης, Ελβετοί, ακόμα και Πολωνοί. Επίσης η ελληνική γλώσσα δεν είχε όμορες διαλέκτους, όπως η σλαβική λόγου χάρη, τέτοιες που να μπορούν να θεωρηθούν αυτοτελείς γλώσσες. Και για χρόνια ο κύριος κορμός των ελληνόγλωσσων χριστιανών είχε κοινές πολιτικές τύχες: ζούσε στα εδάφη της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Το δεύτερο σημαντικό ήταν η κοινή καταγωγή: όλοι αυτοί οι ελληνόφωνοι ήταν, ή μπορούσαν να θεωρηθούν, απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων. Κανένας άλλος δεν διεκδικούσε ετούτην την ταυτότητα, και ακόμα, καθώς υπήρχε μια πανευρωπαϊκή αντίληψη για την εικόνα των αρχαίων Ελλήνων, η ταυτότητα δεν χρειαζόταν να προσδιοριστεί με ειδικά χαρακτηριστικά: αρκούσε η καταγωγή. Και μάλιστα, ήταν ακριβώς η Ευρώπη εκεί όπου η ταυτότητα ετούτη απέκτησε αξία- μέσα στον οθωμανικό χώρο η κύρια διάκριση ήταν, στα τέλη του 18ου αιώνα, η θρησκευτική: λόγου χάρη ο ορθόδοξος πατριάρχης παρέμενε κεφαλή όλων των ορθοδόξων χριστιανών —ανεξάρτητα από γλώσσα— όχι όμως και των καθολικών ή των Αρμένηδων, που είχαν διαφορετική θρησκευτική ηγεσία. Στην Ευρώπη λοιπόν, όπου μετανάστευαν προσωρινά ή και μόνιμα οι χριστιανοί της οθωμανικής αυτοκρατορίας για να εμπορευτούν, εκεί όπου έπρεπε να οργανωθούν σε σύνολα, σε κοινότητες —«νατσιόνες», έθνη2, λεγόντουσαν αυτές οι συσσωματώσεις— εκεί όπου αισθάνθηκαν τις διαφορές-τους από τους μη ελληνόφωνους χριστιανούς, διαμορφώθηκε αρχικά μια εθνικού τύπου συνείδηση. Γλώσσα, πρόγονοι, θρησκεία ήταν αρκετά: ώς τα 1821 —ή ώς τα 1830' συμβατικές είναι οι χρονολογίες για τέτοιου είδους φαινόμενα— πρόβλημα δεν υπήρχε. Νεοέλληνες ήταν οι απόγονοι των αρχαίων, που κάποια στιγμή έγιναν χριστιανοί. Όμως, η επιτυχία της επανάστασης αντί να βοηθήσει, εμπέρδεψε τελικά τα πράγματα: πολιτική διάσπαση των Ελλήνων, αμφισβήτηση της καταγωγής, ανταγωνισμοί των υπόλοιπων βαλκανικών εθνών — στο τελευταίο αυτό θα χρειαστεί να επανέλθουμε: θα το εξετάσουμε αναλυτικότερα, θα επιμείνουμε στις μετατροπές-του, όταν θα κάνουμε λόγο για τη Μεγάλη Ιδέα. Αλλά προτού περάσουμε στην κρίση της εθνικής ταυτότητας, θα πρέπει να σταθούμε λίγο στην εξάπλωσή-της σε ευρύτερα στρώματα.
ΕΞΑΠΛΩΣΗ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ
Η εθνική συνείδηση ήταν ένα από τα κέρδη της επανάστασης: οι επαναστατημένοι χριστιανοί με το ξέσπασμα του Αγώνα άλλαξαν ονομασία ξαφνικά. Ενώ λεγόντουσαν «χρι¬στιανοί», «ρωμιοί», ή «μοραΐτες», «ρουμελιώτες», «κρητικοί» και τα παρόμοια, μετονομάστηκαν σε «Έλληνες». Μικρή παρένθεση εδώ, η γοργότητα με την οποία διαδόθηκε η καινούρια αυτή ονομασία μπορεί να λογαριαστεί ως σημαντικό τεκμήριο του επαναστατικού κλίματος: ο κόσμος ένιωσε ότι η υπόστασή-του άλλαξε ριζικά. Φυσικά οι ονομασίες Έλλην, Ελλάς, το επίθετο ελληνικός, προϋπήρχαν αρκετοί λόγιοι τις είχαν υιοθετήσει προεπαναστατικά και τις προπαγάνδιζαν. Δεν είχαν ωστόσο διόλου επικρατήσει- πάλευαν με το Γραικός, Γραικία, γραικικός, και συνυπήρχαν με το Ρωμαίος. Αλλά αν το θέμα είχε τεθεί για τη λογιοσύνη, για τους αγροτικούς πληθυσμούς ο όρος ήταν πρωτάκουστος, ή μάλλον είχε διαφορετική σημασία: δήλωνε την αρχαία Ελλάδα, την ειδωλολατρία. «Ελληνικά» ήταν η αρχαία γλώσσα, «Ελληνικά» ήταν επίσης τοπωνύμι για τοποθεσίες με χαλάσματα ή αρχαίους τάφους. Δεν λέω πράγματα καινούρια για να χρειαστεί να τα στηρίξω περισσότερο3, θα αναφέρω όμως μία μαρτυρία για να φανεί καθαρότερα ο αιφνίδιος χαρακτήρας της αλλαγής. Γράφει ο Ιάκωβος Ρίζος Νερουλός, στις διαλέξεις-του για τη νεοελληνική φιλολογία που έκανε το 1826 στη Γενέβη, γαλλικά: «Ωσαύτως, εν τη αρχή της επαναστάσεως, οπότε οι φιλοπάτριδες προετίμησαν εν ταις προκηρύξεσιν αυτών και άλλοις δημοσίοις εγγράφοις την αρχαίαν ονομασίαν Έλληνες [Hellenes στο γαλλικό κείμενο, όχι Grecs], οι Τούρκοι ακούοντες κατά πρώτον την επωνυμίαν ταύτην, ούτε κατελάμβανον περί τίνος λαού προέκειτο. "Αλλά τίνες εισίν οι Έλληνες ούτοι, ηρώτων εκείνοι οι Βάρβαροι, και πού κατοικούσιν; Έρχονται ίσως μακρόθεν, επειδή ουδέποτε ηκούσαμεν προφερόμενον τούτο το όνομα"»4. Ενόσο διαρκούσε ο πόλεμος, το ιδεολογικό περιεχόμενο της λέξης Έλληνας δεν χρειαζόταν ακόμα κανέναν προσδιορισμό. Έλληνες ήταν όλοι όσοι πολεμούσαν εναντίον του σουλτάνου: « Όσοι αυτόχθονες κάτοικοι της επικρατείας της Ελλάδος πιστεύουσιν εις Χριστόν εισίν Έλληνες», όριζε το σύνταγμα της Επιδαύρου. Και παρακάτω: «Η Διοίκησις θέλει φροντίσει να εκδώσει προσεχώς νόμον περί πολιτογραφήσεως των ξένων, όσοι έχουσι την επιθυμίαν να γίνωσι Έλληνες»5.Όμως, όπως είδαμε, αμέσως ύστερα από την επανάσταση ο ελληνισμός έγινε ζήτημα προς προσδιορισμόν και μάλιστα τώρα χρειάζονταν και θεωρητικά επιχειρήματα. Η εθνική συνείδηση δεν μπορούσε να στηρίζεται μόνο σε μια θολή και αόριστη βούληση, έπρεπε να κρυσταλλωθεί, να τονιστούν τα χαρακτηριστικά-της, να επισημανθεί ένας κοινός παρονομαστής που θα ενοποιούσε την κάποια πολυμορφία που παρουσίαζε τώρα πια ο αριθμητής. Κύριοι στυλοβάτες αυτής της διαδικασίας στάθηκαν οι επιστήμες της ιστορίας και της λαογραφίας.
1. Και η πιο ενδεικτική βιβλιογραφία θα ήταν εδώ, υποχρεωτικά, εξαιρετικά μακροσκελής. Περιορίζομαι λοιπόν στο ελάχιστο· μια καλή ιστορική επισκόπηση αποτελεί το ωραίο βιβλίο του Jean Plymiene, Le nations romantiques, Histore du nationalisme, Παρίσι 1979· βλ. και το πρόσφατο βιβλίο του Παντελή Ε. Λέκκα, Ή εθνικιστική ιδεολογία. Πέντε υποθέσεις εργασίας στην ιστορική κοινωνιολογία, Αθήνα 1992, όπου και πλούσια βιβλιογραφία. 2. Κυριολεκτικά το ελληνικό αντίστοιχο του nation, natione των λατινογενών γλωσσών είναι «γένος», και έτσι μεταφραζόταν παλαιότερα. Είναι όμως χαρακτηριστικό ότι ακριβώς εκείνα τα χρόνια, στο γύρισμα δηλαδή του αιώνα, η λέξη «έθνος» αρχίζει να χρησιμοποιείται παράλληλα στην αρχή με το «γένος)), να την αντικαθιστά κατόπιν: άλλαξε η ιδεολογική βάση που στήριζε το «εμείς», και λοιπόν κρίθηκε σκόπιμο να εκφραστεί αυτό και με έναν νεοτερικό όρο. 3. «Δεν είστενε Έλληνες, δεν είστενε ασεβείς, αιρετικοί, άθεοι, αλλ' είστενε ευσεβείς ορθόδοξοι χριστιανοί» έλεγε στους ακροατές-του ο Κοσμάς ο Αιτωλός· βλ. Ιω. Β. Μενούνος, Κοσμά του Αιτωλού Διδαχές, Αθήνα 1979, 115-116, πβ. και 298 (όπου ολοκάθαρα η ανιστορική χρήση του όρου). Αντίθετα στα 1819 η λέξη είχε φορτισθεί, για το λόγιο κοινό, με ολότελα θετικό περιεχόμενο· διαβάζουμε στο Στοχασμοί του Κρίτωνος: «Πλούσιοι του γένους! δεν ηξεύρω ποίον όνομα δέχεσθε. Αν δέχεσθε όμως το όνομα Έλληνες, θέλετε φροντίσει βέβαια και δια το πράγμα» —διπλή μαρτυρία, που παραπέμπει και στην πολυωνυμία της εποχής, βλ. Δημ. Σ. Γκίνης, «Κρίτωνος Στοχασμοί», στο: Έρανος εις Αδαμάντων Κοραήν, Αθήνα 1965, 154. Ωστόσο για μια μερίδα του πληθυσμού το «Έλληνας» κρατάει τη σημασία του ειδωλολάτρης ώς βαθιά στον 19ο αιώνα· σε μια έκδοση της Παλαιάς Διαθήκης, του 1840, ένα χέρι που σημειώνει σε άγραφες σελίδες ενδείξεις περιεχομένων γράφει: «δια τα ήδολα ταγληπτα όπού προσκηνούν οι εληναις», βλ. αρχιμ. Νικόδημου Παυλόπουλου, Το Α, Β, Γ, του καταλόγου της βιβλιοθήκης εντύπων της ιεράς μονής Λειμώνας, Μυτιλήνη 1976, 78. Και πάντως πρέπει να επισημανθεί μια εγγραφή του Σ. Α. Κουμανούδη στο Ημερολόγιό-του , τον Σεπτέμβριο του 1850· βρίσκεται στη Ζάκυνθο και ενοχλείται από την παρουσία πολλών ιταλισμών στην τοπική διάλεκτο: «Εδώ εχθές εχρειάσθη να ρωτήσω δια το νεκροταφείον (ιδών των καθολικών άθλιον και μίκριστον!). Ελλήνων δεν υπήγαινεν η γλώσσα-μου, Γραικών είπα, εντοπίων εμουρ-μούριξα, Ανατολικών προσέθηκα. Όλα άθλια βοηθήματα των Ρωμιών. Έλληνες έρχεται brusque [απότομο] ακόμη εδώ. Εις την Ελλάδα όχι, τη αλήθεια πλέον», μεταγραφή Σ. Ν. Κουμανούδη, επιμ. Άγγελος Π. Ματθαίου, Αθήνα 1990,127. Και για να κλείσω την υποσημείωση, όχι το θέμα, προσθέτω μια μαρτυρία από τα απομνημονεύματα του Λουκά Ζίφου: «Ο Αντώνιος Ράλλης μ' εδιηγήθη ότι ότε έφθασεν εις Τεργέστην τον ηρώτησε έλλην-τις αν είναι γραικός, και απεκρίθη όχι, αλλά ρωμιός, ήτο δε τότε οκταετής» — δηλαδή είμαστε στα 1820, βλ. Κ. Βοβολίνης, Μέγα ελληνικόν βιογραφικόν λεξικόν, Ε', Αθήνα 1967, 168 και Δημ. Βικέλας, Αουκής Λάρας, επιμ. Μαριάννα Δήτσα, Αθήνα 1991, σελ. δ' (με μικροδιαφορές στην ανάγνωση του χειρογράφου). (Για τη χρονολογία γέννησης του Αντώνιου Αλεξ. Ράλλη, 1812-1882, βλ. Γ. I. Ζολώτας, Ιστορία της Χίου, επιμ. Αιμιλία Κ. Σάρου, Γβ', Αθήνα 1928, 772). Συγκεντρωμένα τοπωνύμια, και σχετικό χάρτη, βλ. I. Θωμόπουλος, «Τι σημαίνει το τοπωνύμιον "Ελληνικά"», ΟΝΟΜΑΤΑ. Revue d’ onomastique 1 (Αθήνα 1952) 13-21. Και γενικότερα, αλλά με διαφορετική, ιστορική προοπτική, I. Θ. Κακριδής, Οι αρχαίοι Έλληνες στη νεοελληνική λαϊκή παράδοση, Αθήνα 1978. 4. Ιακ. Ρίζος Νερουλός, Ιστορία των γραμμάτων παρά τοις νεωτέροις Έλλησι, μετάφραση Ολυμπίας I. Ν. Άββοτ, Αθήνα 1870, 172 (υποσ. στη σελ. 18) και Jacovary Rizo Neroulos, Cours de literature moderne, Παρίσι 21828, 171. 5. Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος. Δευτέρα έκδοσις. Εν Κορίνθω α ωκβ'. α Ανεξαρτησίας, σελ. 6, πβ. Ανδρέας Ζ. Μάμουκας, Τα κατά την αναγέννησιν της Ελλάδος, ό.π., Πειραιάς 1839, 8. Ίδιες είναι οι διατάξεις και των επόμενων εθνικών συνελεύσεων, ώς το 1831· βλ. ό.π., 32, 68, 98.
|
|