ιστορικό δημοσιεύσεων

Καλώς ήρθατε! στον προσωπικό δικτυακό τόπο του Βασίλη Συμεωνίδη

αρχική

 

φιλολογικά

 
έκθεση α΄ λυκείου
 
έκθεση β΄ λυκείου
 
έκθεση γ΄ λυκείου
 

λογοτεχνία

 

αρχαία

 

ιστορία σχολική

 

ιστορία

 

φιλοσοφία
 
εκτός ύλης
 
συζητώντας
 
εργασίες συναδέρφων
 
ιδέες διδασκαλίας
 
επικοινωνία

.................................

Βασίλης Συμεωνίδης

δικτυακός τόπος

με εκπαιδευτικό και διδακτικό σκοπό

 

 

η αντιγραφή είναι ελεύθερη με την υπενθύμιση ότι η αναφορά στην πηγή τιμά αυτόν που την κάνει

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

 

 
 
 

τεχνική υποστήριξη

Σταυρούλα Φώλια

 

Οι δυσκολίες της εθνικής ολοκλήρωσης. Μια στάσιμη επί πολλά χρόνια οικονομία

 

I. ΟΙ ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗΣ

 

Τον Φεβρουάριο του 1830, ύστερα από μια επανάσταση που ξεκινά στις αρχές του 1821, αναγνωρίζεται στο Λονδίνο η ανεξαρτησία της Ελλάδας υπό την εγγύηση των τριών λεγομένων προστάτιδων δυνάμεων (Γαλλίας, Μεγάλης Βρετανίας, Ρωσίας). Με τις μικρές συνοριακές τροποποιήσεις του Μαΐου του 1832, το νέο κράτος περιλαμβάνει περίπου 800.000 κατοίκους. Σε 2.500.000 υπολογίζονται οι Έλληνες που ο διακανονισμός αυτός κρατούσε κάτω από τη δικαιοδοσία της Τουρκίας και της Μεγάλης Βρετανίας (Ιόνια νησιά). Η παραχώρηση των τελευταίων το 1863 και η απόδοση από την Τουρκία το 1881, μετά το Συνέδριο τον Βερολίνου, της Θεσσαλίας και ενός τμήματος της Ηπείρου θα περιορίσουν κάπως αυτή τη διαφορά. Αλλά θα πρέπει να περιμένουμε την υπογραφή της Συνθήκης του Βουκουρεστίου, μετά τους Βαλκανικούς πολέμους τον Αύγουστο του 1913, για να δούμε την Ελλάδα να διπλασιάζει περίπου (με τη Μακεδονία, Κρήτη, Νησιά του Αιγαίου) την επικράτεια της και να πλησιάζει σχεδόν τα σημερινά της όρια. Από τότε, πράγματι, οι μόνες τελικές προσκτήσεις θα είναι η Δυτική Θράκη (που η Βουλγαρία υποχρεούται να παραδώσει το 1918) και το αρχιπέλαγος των Δωδεκανήσων (που αποδίδονται από την Ιταλία το 1947).

 

Η βραδύτητα της συσπείρωσης αυτής εξηγείται από το γεγονός ότι η συγκρότηση της σύγχρονης Ελλάδας αποτελεί μία από τις πλευρές του διαμελισμού της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στην Ευρώπη. Τον 19ο αιώνα, η αυτοκρατορία αυτή αποτελούσε εξ ορισμού τον «μεγάλο ασθενή» της Ευρώπης, ωστόσο οι Δυνάμεις, και ιδιαίτερα η Μεγάλη Βρετανία, είχαν το φόβο μη τυχόν η διανομή της κληρονομιάς της προκαλέσει μεταβολές στο συσχετισμό δυνάμεων. Εξηγείται λοιπόν και η προσπάθεια τους να ευνοούν τη διατήρηση του status quo, πράγμα που δημιουργούσε σοβαρά εμπόδια στις διεκδικήσεις των εθνικοτήτων.

Η ολοκλήρωση της ελληνικής εθνικής αποκατάστασης θα επιβραδυνθεί σημαντικά από την τάση αυτή. Στην αφετηρία βρίσκουμε τη βρετανική πολιτική, που έχει ως αρχή τον μέγιστο δυνατό περιορισμό της έκτασης που παραχωρείται στο νέο κράτος. Με την ανακατανομή της Συνθήκης του Βερολίνου, η Ελλάδα κατορθώνει να κάμει αποδεκτό ένα μέρος μόνο των διεκδικήσεων της. Η περίπτωση της Κρήτης εικονίζει παραστατικότατα την τάση αυτή των μεγάλων να υποτάσσουν την εκπλήρωση των εθνικών πόθων στην πραγμάτωση των δικών τους επιδιώξεων. Ήδη το 1821, σε συνδυασμό με την εξέγερση της χερσαίας Ελλάδας, οι Κρητικοί επαναστατούν κατά των Τούρκων και τον Μάιο του 1822 κηρύσσουν την ένωση της νήσου με την Ελλάδα. Ωστόσο, μόνο το 1913 και ύστερα από πολλές ταραχές και εξεγέρσεις, που θα αποτελέσουν ισάριθμες αιτίες ανησυχίας για τις ευρωπαϊκές καγκελαρίες, θα πραγματοποιηθεί η «Ένωση» -μια κάποια αυτονομία είχε πάντως παραχωρηθεί στο νησί από τον Νοέμβριο του 1898.

Ως αναπόδραστη συνέπεια των αναβολών αυτών, που κράτησαν σχεδόν έναν αιώνα, η ολοκλήρωση της εθνικής ενότητας θα μείνει το κυριότερο μέλημα της ελληνικής πολιτικής. Η φροντίδα αυτή δεν θα επιτρέψει να αφιερωθούν όλη η ενεργητικότητα και οι διαθέσιμοι πόροι στο, τόσο απαραίτητο ωστόσο, έργο του εκσυγχρονισμού. Προβάλλοντας την επιδίωξη της εθνικής ενότητας δημαγωγοί πολιτικοί, όπως ο Θεόδωρος Δεληγιάννης, διέθεταν ένα σημαντικό επιχείρημα στην αντίδραση κατά της ανανεωτικής δραστηριότητας πολιτικών με περισσότερο ρεαλισμό όπως ο Χαρίλαος Τρικούπης. Η προτεραιότητα που απέδιδαν πολλοί στους εθνικούς αντικειμενικούς σκοπούς, προτεραιότητα αντίθετη προς τις επιθυμίες των Δυνάμεων, έμελλε να παρασύρει τη χώρα σε περιπέτειες, που προκάλεσαν τη χρεοκοπία του δημοσίου και προξένησαν ταπεινωτικές ήττες (σοβαρότερη από όλες υπήρξε αυτή που υπέστη η χώρα από τους Τούρκους τον Απρίλιο-Μάιο του 1897). Το στρατιωτικό κίνημα του 1909, που σήμερα θα μπορούσε να ταξινομηθεί στα νασερικού τύπου κινήματα, υπήρξε το τίμημα της ανεπάρκειας και των σφαλμάτων του πολιτεύματος.

Στο μεγαλύτερο τμήμα της επικράτειας της, η Ελλάδα δεν είχε να αντιμετωπίσει πολύπλοκα προβλήματα εθνικής ετερογένειας, όπως εκείνα που τόσο περιέπλεξαν το διαμελισμό της Οθωμανικής και της Αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας. Ωστόσο, τέτοιες δυσχέρειες προέκυψαν σχετικά με τις επαρχίες του Βορρά (Ήπειρο, Μακεδονία, Θράκη). Στην ευαίσθητη αυτή ζώνη (ας θυμηθούμε το Μακεδονικό ζήτημα) η Ελλάδα, μετά την έκβαση της Συνθήκης του Βερολίνου και των δύο παγκόσμιων πολέμων, δεν κατόρθωσε να κάμει αποδεκτές όλες τις διεκδικήσεις της (ιδιαίτερα έναντι της Αλβανίας), ενώ υποχρεώθηκε, εξάλλου, να αντιμετωπίσει διεκδικήσεις των γειτόνων της. Ας σημειωθεί, ωστόσο, ότι η οξύτητα του προβλήματος των εθνοτήτων στη Μακεδονία έχει πλέον σημαντικά αμβλυνθεί μετά τις ελληνοβουλγαρικές και ελληνοτουρκικές συμφωνίες ανταλλαγής πληθυσμών.

Σήμερα, οι συμμαχίες και η κατανομή των Δυνάμεων, που περιορίζουν σημαντικά, και ίσως με την επιφύλαξη ενδεχόμενων εξελίξεων της κυπριακής διαμάχης, στα ελληνοτουρκικά σύνορα της Θράκης, εξαλείφουν πρακτικά την προοπτική τοπικών πολέμων στην περιοχή αυτή του κόσμου. Ίσως, ωστόσο, να δείχναμε μεγάλη αισιοδοξία βεβαιώνοντας ότι τα ενδιαφερόμενα κράτη, παρά τις πρόσφατες υποσχέσεις καλής θελήσεως, θεωρούν τελεσίδικη την υφιστάμενη διανομή των επικρατειών.

Στις παραμονές του Πρώτου παγκοσμίου πολέμου η ενότητα του ελληνικού έθνους είχε επομένως πραγματοποιήσει σημαντική πρόοδο. Ωστόσο, το κράτος που διαμορφωνόταν, και αν ακόμη υπολογίσουμε τα εδάφη που προσαρτήθηκαν αργότερα, κάθε άλλο παρά συνέπιπτε με το χώρο ανάπτυξης του Ελληνισμού. Κατεξοχήν ναυτικοί και έμποροι, οι Έλληνες ίδρυσαν με το περασμάτων αιώνων ακμάζουσες αποικίες σε πολλές από τις περιοχές που αποτέλεσαν την Οθωμανική αυτοκρατορία και στις γειτονικές της χώρες (ιδιαίτερα στη Ρωσία). Πουθενά, βέβαια, οι αποικίες αυτές δεν υπήρξαν περισσότερες και πυκνότερα κατοικημένες από την καθαυτό τουρκική επικράτεια. Καθώς είναι ευνόητο, οι στατιστικές -ιδιαίτερα της τουρκικής διοίκησης και του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης- δεν συνέπιπταν απολύτως στην εκτίμηση του θέματος αυτού. Παρά ταύτα, όλες οι υπάρχουσες απογραφές, συμπεριλαμβανομένων και των επίσημων τουρκικών πηγών, μαρτυρούν την ευρύτητα της ελληνικής παρουσίας στις περιοχές εκείνες. Πράγματι, οι εκτιμήσεις των ελληνικών πληθυσμών της Ανατολίας κυμαίνονται μεταξύ 1.500.000 και 2.000.000, οι σχετικές με την Ανατολική Θράκη και την Κωνσταντινούπολη μεταξύ 650.000 και 730.000. Πρόκειται, ασφαλώς, περί σημαντικών αριθμών, αν ληφθεί υπόψη ση η επίσημη ελληνική απογραφή του 1920 έδινε για το σύνολο της ανεξάρτητης χώρας έναν αριθμό 5 εκατομμυρίων περίπου κατοίκων.

Οι πληθυσμοί αυτοί, σφιχτά δεμένοι στο ελληνικό έθνος με ισχυρότατους πνευματικούς δεσμούς, αποτελούσαν τότε σημαντικό τμήμα του Ελληνισμού. Ήταν οπωσδήποτε, πνευματικά και οικονομικά, περισσότερο προοδευμένοι από τους πληθυσμούς που αρχικά σχημάτισαν το ελληνικό κράτος. Τον 19ο αιώνα, αν η Αθήνα είναι η πολιτική πρωτεύουσα της Ελλάδας, η Κωνσταντινούπολη είναι στην πράξη η οικονομική μητρόπολη και αποτελεί για όλους τους Έλληνες που επιθυμούν να αντισταθμίσουν τη σημερινή μετριότητα με την αναπόληση ενός δοξασμένου παρελθόντος ένα φάρο ασύγκριτης λαμπρότητας. Για να γίνει αντιληπτή η έλξη που ασκεί η Πόλη στα πνεύματα και στις καρδιές, αρκεί να υπομνήσουμε ότι τη δεκαετία του 1830 η Αθήνα αποτελούσε μια μικρή κωμόπολη ολίγων χιλιάδων κατοίκων (φθάνει τις 50.000 μόνο κατά το 1870).

Οι διαπιστώσεις αυτές κάνουν αντιληπτό το ρόλο που διαδραμάτισε στην ελληνική πολιτική η «Μεγάλη Ιδέα», το όνειρο δηλαδή της συνένωσης σε ένα πολιτικό σύνολο όλων των Ελλήνων που ζούσαν γύρω από το Αιγαίο Πέλαγος. Σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, ένα παρόμοιο σχέδιο θα γίνει παράγων δημαγωγίας επιζήμιας στην απαραίτητη για το έργο της ανόρθωσης λιτότητα, και είναι φανερό ότι η θέληση να γίνει το Αιγαίο ελληνική λίμνη ενείχε και στοιχεία ιμπεριαλισμού. Ωστόσο, χωρίς να παραγνωρίζεται η τεράστια συναισθηματική απήχηση του προβλήματος, οι πληθυσμοί εκείνοι αντιπροσώπευαν μια πολύ απτή πραγματικότητα και η μοίρα τους, έστω και μόνον από την οικονομική πλευρά, είχε για την Ελλάδα κεφαλαιώδη σημασία. Όμως, κατά το μέτρο που η «Μεγάλη Ιδέα» υπονόμευε την ίδια την ύπαρξη της Τουρκίας, η πραγματοποίηση της ήταν αδιανόητη χωρίς την επέλευση μεγάλων διεθνών αναστατώσεων.

 

Η θέληση της πραγμάτωσης της «Μεγάλης Ιδέας» αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα κίνητρα που οδήγησαν τον Ελευθέριο Βενιζέλο να εισηγηθεί, ήδη από την αρχή του Πρώτου παγκοσμίου πολέμου, την είσοδο της χώρας του στον πόλεμο στο πλευρό των δυνάμεων της Αντάντ. Η Μεγάλη Βρετανία προσπάθησε να ενθαρρύνει τη στάση αυτή, καλλιεργώντας τη σκέψη ότι μια παρόμοια συμμετοχή θα άνοιγε για την Ελλάδα την προοπτική σημαντικών εδαφικών παραχωρήσεων στη δυτική ακτή της Μικράς Ασίας. Είναι γνωστό ότι ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, βγαίνοντας έξω από το πλαίσιο της αποστολής ενός συνταγματικού μονάρχη, αγωνίσθηκε για να ματαιώσει τις ενέργειες του πρωθυπουργού, οι οποίες προσέκρουαν εξάλλου στην αντίδραση του επιτελείου. Από την αντίθεση αυτή προέκυψε μια σοβαρότατη σύγκρουση του Στέμματος με τους οπαδούς της ανάμειξης στον πόλεμο, της οποίας δεν είναι βέβαιο αν όλες οι συνέπειες για την πολιτική ζωή έχουν ήδη εξαντληθεί.

Χάρη στην έκδηλη επέμβαση των δυνάμεων της Συνεννόησης στα εσωτερικά της χώρας, οι βενιζελικές απόψεις κυριάρχησαν τελικά: το 1918 η Ελλάδα βρίσκεται στο στρατόπεδο των νικητών. Και η Συνθήκη των Σεβρών, καρπός της έντονης διπλωματικής δραστηριότητας του Βενιζέλου, επισφραγίζει σχεδόν εξ ολοκλήρου το θρίαμβο της «Μεγάλης Ιδέας»: το όπλο αυτό δίνει στην Ελλάδα την Ανατολική Θράκη και τα νησιά Ίμβρο και Τένεδο, που ελέγχουν την είσοδο των Στενών. Επιπλέον, της παραχωρείται η διοίκηση του βιλαετίου της Σμύρνης, όπου επιτρέπεται η απόβαση των ελληνικών στρατευμάτων ήδη από της 15ης Μαΐου 1919: προβλέπεται η προσάρτηση της περιοχής αυτής από την Ελλάδα μετά μία πενταετία, υπό τον όρο της διεξαγωγής ευνοϊκού για την πρόσκτηση αυτή δημοψηφίσματος.

Απαραίτητη για την επιτυχία του εγχειρήματος ήταν η απόλυτη υποστήριξη της ελληνικής θέσης από τους Συμμάχους. Πολύ νωρίς, όμως, η Γαλλία και η Ιταλία θα διαχωρίσουν τη θέση τους από την πολιτική αυτή. Όσο για τη Μεγάλη Βρετανία, ενώ αρχικά υποστήριζε τις ελληνικές διεκδικήσεις, δεν πρόκειται να επέμβει για να παρεμποδίσει ή έστω να περιορίσει την ήττα της συμμάχου της από το στρατό του Μουσταφά Κεμάλ. Η Μικρασιατική καταστροφή (Αύγουστος - Σεπτέμβριος 1922) αποτελεί για τη μοίρα του πέραν των συνόρων της Ελλάδας Ελληνισμού μια ανεπανόρθωτη εθνική συμφορά. Η Συνθήκη της Λοζάννης όχι μόνο εκμηδενίζει τα εδαφικά κέρδη που είχαν δοθεί στην Ελλάδα με τη Συνθήκη των Σεβρών, αλλά επιπλέον συνεπάγεται την υποχρεωτική ανταλλαγή των μειονοτήτων μεταξύ των δύο χωρών: με την εφαρμογή της ελληνοτουρκικής συμφωνίας, που περιλάμβανε η Συνθήκη της Λοζάννης, 1.300.000 Έλληνες παίρνουν το δρόμο για τη μητρική γη, ενώ 500.000 Τούρκοι ακολουθούν την αντίθετη κατεύθυνση.

Από τότε, η «Μεγάλη Ιδέα» δεν αντιπροσωπεύει παρά μια ελπίδα που έχει οριστικά πλέον ματαιωθεί. Εν ολίγοις, με πολλές δυσκολίες και με το τίμημα πολλών αγώνων, η Ελλάδα πραγματοποίησε την εθνική της ενότητα, ωστόσο η αργή αυτή διαδικασία συνοδεύεται από έναν περιορισμό του χώρου όπου άκμαζε ο Ελληνισμός, τα όρια του οποίου ολοένα και περισσότερο τείνουν να συμπέσουν με τα σύνορα του σημερινού ελληνικού κράτους. Από την εποχή εκείνη, το φαινόμενο οξύνθηκε υπό την πίεση των σύγχρονων εθνικισμών (βαθμιαία εξαφάνιση των τελευταίων στοιχείων ελληνικής παρουσίας στην Τουρκία, εξάρθρωση της τόσο δραστήριας και εύπορης ελληνικής παροικίας της Αλεξάνδρειας). Ασφαλώς, υφίστανται ακόμη σημαντικές ελληνικές ή ελληνικής καταγωγής παροικίες σε πολλές χώρες (ιδιαίτερα στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις ο αριθμός των ελληνικής καταγωγής κατοίκων είναι του ύψους των δύο εκατομμυρίων): πρόκειται, όμως, σε πολλές περιπτώσεις για πληθυσμούς προορισμένους να αφομοιωθούν τελείως και οι οποίοι, κάτω από την προοπτική αυτή, και αν ακόμη διατηρούν συναισθηματικούς και οικονομικούς δεσμούς με την παλιά μητέρα-πατρίδα, διαφεύγουν τελείως τον έλεγχο των ελληνικών αρχών.

Η κατάσταση έχει ένα πλεονέκτημα: οι Έλληνες, που επί ένα ολόκληρο αιώνα αγνοούσαν την τελική εδαφική έκταση που θα έπαιρνε η χώρα τους, γνωρίζουν πλέον τα όρια της γης που τους ανήκει, με μοναδική σχεδόν εξαίρεση το νησί της Κύπρου, που πέρασε κάτω από τη δικαιοδοσία της Αγγλίας μετά το Συνέδριο του Βερολίνου. Όμως, αν και η κυπριακή διεκδίκηση της ένωσης με την Ελλάδα είναι παλιά, το Κυπριακό ζήτημα σημαδεύει την ελληνική πολιτική κυρίως κατά τη διάρκεια τη περιόδου που ερευνά η εργασία αυτή. Για την ανάπτυξη του προβλήματος, λοιπόν, θα παραπέμψουμε τους αναγνώστες στα επόμενα.

 

Jean Meynaud (Π. Μερλόπουλος – Γ. Νοταράς) Οι πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα, 1946-1965, Αθήνα: Σαββάλας, 2002 (30-36)

 

 

 

II. ΜΙΑ ΣΤΑΣΙΜΗ ΕΠΙ ΠΟΛΛΑ ΧΡΟΝΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

 

Τη στιγμή που ανακηρύσσεται η ανεξαρτησία, η ελληνική οικονομία βρίσκεται ακόμη, ως σύνολο, σε πρωτόγονη κατάσταση. Το μεγαλύτερο μέρος από τα ισχνά ενεργητικά στοιχεία που διέθετε καταστροφή κε κατά τις μάχες της Επανάστασης. Το συγκοινωνιακό σύστημα είναι υποτυπώδες και η δημόσια υποδομή περιορίζεται στο ελάχιστο. Πρακτικά, όλα πρέπει να γίνουν από την αρχή σε αυτόν τον τομέα. Ωστόσο στην αρχή δεν υφίσταται η δύναμη ή ο φορέας που θα προωθήσει τα προβλήματα της οικονομικής ανάπτυξης.

Στην πραγματικότητα, ο εκσυγχρονισμός της χώρας δεν θα αρχίσει να κάνει τα πρώτα του βήματα παρά μόνον ύστερα από πολλές δεκαετίες στασιμότητας και το ρυθμό του θα επιβραδύνουν ή θα παρεμποδίζουν οι προσπάθειες που αναλαμβάνονται για την εθνική ολοκλήρωση. Στις παραμονές του Δεύτερου παγκοσμίου πολέμου, η ελληνική οικονομία, παρά τα βήματα προόδου που πραγματοποιήθηκαν, εξακολουθεί ακόμη να κατέχει ένα επίπεδο, ποσοτικά και ποιοτικά (σε παραγωγικότητα), πολύ κατώτερο από το επίπεδο των οικονομιών της Δυτικής Ευρώπης. Εξάλλου, είναι δίκαιο να αναγνωρισθεί ότι την ίδια εποχή οι γειτονικές της χώρες υποφέρουν, γενικά, από τις ίδιες ελλείψεις και ανεπάρκειες.

Η βραδύτητα της βιομηχανικής ανάπτυξης είναι ένα από τα χαρακτηριστικότερα συμπτώματα της κατάστασης αυτής. Θα ήταν υπερβολή να γίνεται λόγος περί βιομηχανίας πριν από τη δεκαετία του 1880-1890, κατά τη διάρκεια της οποίας τρεις παράγοντες έδωσαν την πρώτη ώθηση: η εφαρμογή του πρώτου συστηματικού προγράμματος δημοσίων έργων, η εισροή ξένων κεφαλαίων και, τέλος, η θέσπιση προστατευτικών τελωνειακών δασμών. Και πάλι, όμως, κυρίως θα πρόκειται για βιομηχανίες καταναλωτικών ειδών -ειδικότερα υφαντουργικές βιομηχανίες-οι οποίες εισάγουν από το εξωτερικό το μεγαλύτερο μέρος από τις πρώτες ύλες που επεξεργάζονται.

Στον μεσοπόλεμο, η βιομηχανική ανάπτυξη ευνοείται από την άφιξη των προσφυγών και την ενισχυμένη δασμολογική προστασία και γίνεται αισθητά ταχύτερη τη δεκαετία 1930-1940. Η αποδιοργάνωση των διεθνών ανταλλακτικών σχέσεων επιβάλλει τότε στην Ελλάδα μια πολιτική οικονομικής αυτάρκειας, που έχει ως αποτέλεσμα την ένταση της ανοδικής αυτής πορείας. Πάντως, παρά την επίτευξη ουσιώδους προόδου, η ελληνική βιομηχανία παραμένει, με πολύ λίγες εξαιρέσεις, στο στάδιο της ικανοποίησης της εσωτερικής ζήτησης και του κεφαλαιουχικού κατακερματισμού σε πολύ μικρές μονάδες, με ασθενή εξοπλισμό και μέτρια αποτελεσματικότητα: υπολογίζεται ότι, κατά ποσοστό ανώτερο από το 90% του συνόλου, οι βιομηχανίες είναι στην πραγματικότητα απλά εργαστήρια, που απασχολούν πολύ περιορισμένο αριθμό εργατών (1-15 άτομα) και χρησιμοποιούν μικρές ποσότητες ενέργειας. Μεταξύ των σοβαρότερων κενών, ας σημειώσουμε την ανεπάρκεια της βιομηχανίας μηχανικών κατασκευών, που δεν κατορθώνει να ριζώσει γερά την εποχή εκείνη και της οποίας η μεγάλη μετριότητα αποτέλεσε σημαντικό εμπόδιο για την καθολική βιομηχανική ανάπτυξη.

Φυσικός είναι ο προβληματισμός πάνω στις αιτίες αυτής της καθυστέρησης. Η ανεπάρκεια των φυσικών πόρων αποτελείτο συνηθέστερο επιχείρημα: ωστόσο, στην πραγματικότητα εκτός από λίγες αλλοδαπές εταιρείες, που εκμεταλλεύονταν συγκεκριμένες περιοχές (όπως το Λαύριο), δεν φαίνεται να επιχειρήθηκε ποτέ μια συστηματική έρευνα των πλουτοπαραγωγικών πηγών. Έχει προβληθεί επίσης η προτίμηση των Ελλήνων κεφαλαιούχων για την εμπορική κερδοσκοπική δραστηριότητα, δηλαδή για επιχειρήσεις που μπορούν να αποδώσουν ουσιώδη κέρδη σε σχετικά βραχύ χρονικό διάστημα. Μια διαπίστωση ενισχύει την παρατήρηση αυτή: η ικανότητα που έδειξαν σε όλες τις εποχές οι Έλληνες να εισχωρούν στο ανταλλακτικό κύκλωμα, και ιδιαίτερα στις ανταλλαγές που ακολουθούν τον θαλάσσιο δρόμο.

Ας επισημάνουμε έναν τελευταίο παράγοντα μεγάλης σημασίας: την ανεπάρκεια της οικονομικής πολιτικής που ακολούθησαν οι περισσότερες κυβερνήσεις και την ανικανότητα τους να δημιουργήσουν, στις αναγκαίες διαστάσεις, τα απαραίτητα ποικίλα όργανα και φορείς μιας εκτεταμένης βιομηχανικής ανάπτυξης. Είναι γεγονός ότι ο μέσος Έλληνας πολιτικός δεν υπήρξε ποτέ πολύ ενήμερος των απαιτήσεων της οικονομικής ανάπτυξης, ίσως μάλιστα να μην έδειξε ποτέ μεγάλο ενδιαφέρον για προβλήματα αυτής της μορφής.

Όσο διαρκεί αυτή η περίοδος, η γεωργία παραμένει η ουσιαστική βάση της οικονομικής δραστηριότητας και είναι παραδεδεγμένο ότι την παραμονή του Δευτέρου παγκοσμίου πολέμου το 60% περίπου του πληθυσμού συντηρούνταν από τη γεωργία. Οι αναδασμοί της γης, που μεσολάβησαν, δημιούργησαν μια πολυάριθμη τάξη μικροϊδιοκτητών. Ο αγροτικός αυτός κόσμος υποφέρει από την πυκνότητα του γεωργικού πληθυσμού και οι αρχές προσπαθούν να αμβλύνουν τις συνέπειες της με την εκτέλεση εγγειοβελτιωτικών έργων (όπως τα αποστραγγιστικά και αντιπλημμυρικά έργα του 1920 στη Μακεδονία). Η γεωργική παραγωγή πραγματοποιεί προόδους, εξαιτίας όμως του ανεπαρκούς εξοπλισμού της (1.500 μόνο τρακτέρ για ολόκληρη την Ελλάδα το 1940), οι αποδόσεις μένουν σε μέτρια επίπεδα.

Η ελληνική γεωργία χαρακτηρίζεται, επιπλέον, από την έλλειψη αντιστοιχίας μεταξύ των κατηγοριών των προϊόντων που παράγει και εκείνων που είναι απαραίτητα για τη διατροφή του πληθυσμού της χώρας. Παράγει, σε σημαντικές ποσότητες, προϊόντα των οποίων η διάθεση απαιτεί εξαγωγή (κορινθιακή σταφίδα, ελιές και ελαιόλαδο, καπνά), αλλά είναι ελλειμματική στην παραγωγή βασικών διατροφικών προϊόντων (δημητριακά και κτηνοτροφικά προϊόντα). Η Ελλάδα είναι συνεπώς υποχρεωμένη να πουλάει στο εξωτερικό αρκετά από τα πρώτα, ώστε να καλύπτει συμψηφιστικά το επισιτιστικό της έλλειμμα, και να πληρώνει τις απαραίτητες για τη βιομηχανία της πρώτες ύλες. Τα προϊόντα, όμως, που έχει τη δυνατότητα να εξάγει ανταποκρίνονται σε πολυτελείς ή ημιπολυτελείς καταναλωτικές ανάγκες, των οποίων το επίπεδο αποτελεί αναγκαστικά συνάρτηση των διακυμάνσεων της διεθνούς οικονομικής συγκυρίας.

Η πρόοδος της γεωργικής και βιομηχανικής παραγωγής, όσο αργή και περιορισμένη και αν είναι, συνοδεύεται συνήθως από μια ανάπτυξη της εμπορικής δραστηριότητας και των άλλων τομέων που συνδέονται με αυτήν. Είναι γνωστό, επίσης, ότι οι υπανάπτυκτες χώρες παρουσιάζουν μια τάση υπερτροφίας του εμπορικού δυναμικού. Η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση στον γενικό αυτόν κανόνα, όμως στο σημείο αυτό επωφελείται από ένα ιδιαίτερο συγκριτικό πλεονέκτημα: τη συμμετοχή της στην παγκόσμια ναυτιλιακή κίνηση. Μια ορισμένη ιστορική στιγμή, υπήρξε φόβος μήπως η εμφάνιση της ατμήλατης ναυτιλίας καταφέρει στην ελληνική ναυτιλία μοιραίο χτύπημα, αλλά, ήδη από τα πρώτα χρόνια του αιώνα μας, η τάση ανατρέπεται χάρη στην αποφασιστική, είναι αλήθεια, συμβολή των κεφαλαίων των Ελλήνων της αλλοδαπής.

Ένα από τα σπουδαιότερα αποτελέσματα των μετασχηματισμών αυτών θα είναι η ανάπτυξη των μεσαίων στρωμάτων που θα ενταθεί μετά τους Βαλκανικούς πολέμους. Το φαινόμενο αυτό δεν είναι βέβαια νέο για το ελληνικό έθνος, ποικίλες περιστάσεις πολιτικοοικονομικής μορφής είχαν προκαλέσει την ανάπτυξη και το ρίζωμα της κοινωνικής αυτής κατηγορίας στο πλαίσιο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα. Η εμπορική δραστηριότητα αποτελεί τη βάση των τάξεων αυτών, ωστόσο η μέτρια βιομηχανική ανάπτυξη που σημειώνεται στις αρχές του 20ού αιώνα θα διευρύνει την οικονομική αυτή βάση. Για πρώτη φορά στην ιστορία, η ανάπτυξη των μεσαίων ελληνικών στρωμάτων παύει να στηρίζεται αποκλειστικά σε επιχειρήσεις με αμιγή εμπορικό χαρακτήρα.

Πρέπει εξάλλου να δεχθούμε ότι η έκφραση «μεσαίες τάξεις» -και μάλιστα, αν ο όρος ληφθεί με την έννοια του αγγλικού middle class- δεν είναι σαφής και μπορεί να οδηγήσει σε ερμηνευτικά σφάλματα. Στους κόλπους των λεγόμενων μεσαίων στρωμάτων υπάρχουν αφενός αυθεντικά μεγαλοαστικά στοιχεία, που προορίζονται να παίξουν ουσιώδη ρόλο στη διεύθυνση της εθνικής ζωής, και αφετέρου μια μάζα προσώπων πολύ μετριότερου κοινωνικού και επαγγελματικού βαθμού. Ένα σημείο διευκολύνει τη σύγχυση: η τάση των σχετικά υποδεέστερων αυτών στρωμάτων να συνδέουν την τύχη τους, και ιδιαίτερα στον πολιτικό τομέα, με την τύχη των στοιχείων που βρίσκονται στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας. Η ανατομία της ευρείας αυτής κατηγορίας θα είχε ασφαλώς μεγάλη χρησιμότητα, αλλά δεν διαθέτουμε τις απαραίτητες για το σκοπό αυτό κοινωνιολογικές μελέτες. Έχουμε, όμως, το δικαίωμα να πούμε, εάν τουλάχιστον οι λέξεις γίνονται δεκτές με το ισχυρότερο εννοιολογικό τους περιεχόμενο, ότι κατά τη διάρκεια της πρώτης αυτής φάσης κοινωνικοοικονομικών μετασχηματισμών (1890-1940) η εμφάνιση μιας μεγαλοαστικής εμπορικής και βιομηχανικής τάξης δεν συντελείται παρά με βραδύτητα.

Πολύ σύντομα, καθώς θα δούμε διεξοδικά στα επόμενα, το ειδικό βάρος των νέων αυτών στρωμάτων θα γίνει αισθητό στην πολιτική ζωή. Η αλλαγή αυτή απολήγει σε μια αμφισβήτηση του μονοπωλίου της εξουσίας από τους κλασικούς διακατόχους του -εκείνους που οι Έλληνες συγγραφείς ονομάζουν ολιγαρχία των «τζακιών» και των οποίων η δύναμη στηρίζεται στους κύκλους των γαιοκτημόνων. Από πολλές σκοπιές τα στρώματα αυτά θα γίνουν η κινητήρια δύναμη για το παραμελημένο έως τότε έργο του εκσυγχρονισμού. Εν συνεχεία, σύμφωνα με έναν γνωστό μηχανισμό, οι πρώτοι ευνοούμενοι της ανάπτυξης θα γίνουν παράγοντες επιτάχυνσης και διεύρυνσης της. Αλλά η αποδοχή των ιδεών και των επιταγών της βιομηχανικής επανάστασης από τον παλαιό ελληνικό πολιτικό κόσμο αποτελούσε μακρόπνοο έργο, και θα ήταν ανακρίβεια να δεχθούμε ότι το έργο αυτό έχει ήδη ολοκληρωθεί.

Ανάμεσα στις σοβαρότερες δυσκολίες που συναντούν οι οπαδοί του εκσυγχρονισμού πρέπει να υπογραμμισθεί η υπερβολική οικονομική εξάρτηση της Ελλάδας από τους ξένους. Η παρατήρηση έχει κατ' αρχήν σημασία για το εμπόριο. Υποχρεωμένη να εξάγει για να συντηρηθεί και μην έχοντας να προσφέρει παρά μια πολύ περιορισμένη κλίμακα προϊόντων, η χώρα δοκιμάζει σοβαρότατες δυσχέρειες μόλις μία και μόνη από τις σημαντικές αγορές της φανερώσει την τάση να κλείσει τις θύρες της ή να περιορισθεί ουσιαστικά. Έτσι, το 1893 η μεγάλη πτώση των εισαγωγών κορινθιακής σταφίδας στη Γαλλία (όταν η χώρα αυτή υιοθέτησε δασμολογικά προστατευτικά μέτρα) επέφερε μεγάλη συμφορά.

Ωστόσο, η εξάρτηση έχει και δεύτερη όψη, όχι λιγότερο σοβαρή: την ανάγκη προσέλκυσης ξένου κεφαλαίου για τη συμπλήρωση των κενών που αφήνει ακάλυπτα η εθνική συσσώρευση. Επανειλημμένα η Ελλάδα θα υποχρεωθεί να πληρώσει με βαρύτατο τίμημα την εξάρτηση της από το ξένο τραπεζικό κεφάλαιο, του οποίου τις παρασιτικές αξιώσεις οι μεγάλες δυνάμεις υποστήριξαν πάντοτε με μέσα που εποίκιλλαν ανάλογα με την εποχή. Το αυστηρό εκ πρώτης όψεως επίθετο «παρασιτικές» δικαιολογείται από το γεγονός ότι οι χώρες, των οποίων η οικονομική καχεξία καθιστά αναγκαία την προσφυγή στη χρηματαγορά του εξωτερικού, υποχρεούνται συνήθως να καταβάλουν μόνο σε τόκους ποσά αισθητώς ανώτερα από εκείνα τα οποία πράγματι τους χορηγήθηκαν.

Η Ελλάδα θα δοκιμάσει την εκμετάλλευση αυτή στην περίοδο 1880-1890, κατά την οποία πραγματοποιείται η πρώτη μαζική εισροή διεθνούς τραπεζικού κεφαλαίου στη χώρα. Όπως παρατηρείται συνήθως στις περιπτώσεις μεγάλης δυσαναλογίας δυνάμεων μεταξύ δανειστή και οφειλέτη, η ονομαστική αξία των δανείων -δηλαδή το ποσό του οποίου ο δανειζόμενος γνωρίζει ότι είναι οφειλέτης- είναι πολύ υψηλότερη από τα ποσά τα οποία πράγματι εισέπραξε (μαζικές παρακρατήσεις πραγματοποιούνται από τις τράπεζες ως προμήθεια των ποικίλων μεσολαβήσεων τους, καθορισμός τιμών έγγραφης υπό το άρτιον). Οι συνέπειες οι οποίες παρατηρήθηκαν και σε πολλές άλλες χώρες προέκυψαν σχεδόν αμέσως και στην περίπτωση της Ελλάδας: αφιερώνεται στην υπηρεσία του δανείου σημαντικό τμήμα των πόρων του δημοσίου, χρησιμοποιούνται τα κεφάλαια του δανείου στην κάλυψη τρεχουσών δαπανών ή στην εξυπηρέτηση προηγούμενων δανείων, για παραγωγικά έργα δεν απομένει παρά μικρό μόνο μέρος των ποσών που εισέρρευσαν, υπάγεται τέλος η κυβερνητική δραστηριότητα στις συμβουλές ή απαιτήσεις των ξένων τραπεζιτών. Ένας παράγων επιδεινώνει ακόμη περισσότερο την κατάσταση: η υποχρέωση που επιβλήθηκε στην Ελλάδα να καταβάλει στους Τούρκους ποσό 4.000.000 λιρών Αγγλίας μετά την έκβαση της άτυχης εκστρατείας του 1897.

Η διαδικασία αυτή καταλήγει στην εγκατάσταση στην Αθήνα μιας επιτροπής διεθνούς οικονομικού ελέγχου, στην οποία ανατίθεται η επίβλεψη των ελληνικών δημοσιονομικών πραγμάτων, με δικαίωμα απευθείας εισπράξεως ορισμένων δημόσιων εσόδων (τα έσοδα των κρατικών μονοπωλίων και οι δασμοί του λιμένος Πειραιώς). Έτσι η Ελλάδα καταδικάζεται, όπως τόσα άλλα κράτη της εποχής εκείνης, σε καθεστώς αποικιακού σχεδόν τύπου.

Η κατοπινή βιομηχανική ανάπτυξη θα εξακολουθήσει να συνοδεύεται από μια βαριά υποχρέωση έναντι της αλλοδαπής. Στις παραμονές του Δεύτερου παγκοσμίου πολέμου, το εξωτερικό χρέος φθάνει σε σημαντικά επίπεδα και στη συνέχεια, αν και η χώρα καταστράφηκε από μια δεκαετία εξωτερικών και εμφύλιων πολέμων, οι ενδιαφερόμενες μεγάλες δυνάμεις θα κατορθώσουν να επιτύχουν νέα έναρξη της εξυπηρέτησης του χρέους κάτω από ευνοϊκότατες για τους κομιστές των τίτλων συνθήκες. Έτσι, οι σημερινοί Έλληνες φορολογούμενοι υποχρεώνονται, έναντι ποσών που καταποντίσθηκαν στις διαδοχικές συμφορές που έζησε η χώρα τους, να καταβάλλουν μια «δεκάτη» που περιέρχεται κατά το πλείστον σε μερικές από τις ευπορότερες χώρες του κόσμου. Θα ήταν, αλήθεια, δύσκολο να ανακαλυφθεί ένα επεισόδιο περισσότερο εκφραστικό των δεσμεύσεων, την αποδοχή των οποίων επιβάλλει η λύση της προσφυγής στους ξένους για τη διασφάλιση της ανάπτυξης της εθνικής οικονομίας. Αυτός, ωστόσο, είναι ο δρόμος που διάλεξαν και πάλι, και κατά τρόπο μαζικό, οι σημερινές ελληνικές κυβερνήσεις.

 

Jean Meynaud (Π. Μερλόπουλος – Γ. Νοταράς) Οι πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα, 1946-1965, Αθήνα: Σαββάλας, 2002 (36-41)

 

Ερασιτεχνική δημιουργία τον Οκτώβριο του 2004.  Τελευταία ενημέρωση:  Κυριακή, 08 Μαρτίου 2015.