|
|
Αρχαιολογία στις αρχές του 19ου αι Γιάννης Χαμηλάκης, Το έθνος και τα ερείπιά του, Αρχαιότητα, αρχαιολογία και εθνικό φαντασιακό στην Ελλάδα, μτφρ Νεκτάριος Καλαϊτζής, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2012
Ανασυλλέγοντας τα σπαράγματα της εθνικής μνήμης […] Έκτοτε, η υιοθέτηση μέτρων για τη δημιουργία νέων αρχαιολογικών θεσμών θα επιταχυνόταν, αρχικά υπό τον πρώτο κυβερνήτη της Ελλάδας, τον Ιωάννη Καποδίστρια (1828-1831), και κατόπιν υπό τον πρώτο βασιλιά της Ελλάδας Όθωνα (1833-1862). Το πρώτο εθνικό αρχαιολογικό μουσείο λειτούργησε στην Αίγινα το 1829, η ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία συστάθηκε το 1833, ενώ το επόμενο έτος τέθηκε σε ισχύ ο πρώτος συστηματικός αρχαιολογικός νόμος, τον οποίο είχε καταρτίσει ο βαυαρός Von Maurer, και το επίσημο περιοδικό της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, η Εφημερίς Αρχαιολογική, άρχισε να εκδίδεται το 1837. Τον ίδιο χρόνο ιδρύθηκε η Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία, ένας οργανισμός που επέπρωτο να διαδραματίσει καίριο ρόλο στην αρχαιολογική συγκρότηση του έθνους. Η σημασία των αρχαιοτήτων για το νέο κράτος τονιζόταν κατ’ επανάληψη από πολιτικούς και διανοούμενους, όπως ο πρώτος πρόεδρος της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας Ιάκωβος Ρίζος-Νερουλός, ο οποίος, σε συνεδρίαση της εταιρείας πάνω στην Ακρόπολη, το 1838, διακήρυξε ότι «εις αυτούς τους λίθους χρεωστούμεν κατά μέγα μέρος την πολιτικήν ημών αναγέννησιν» (παρατίθεται στο Κόκκου 1977: 16), και ο πολιτικός Ιωάννης Κωλέττης, ο οποίος, σε μια από τις επίσημες αναφορές του το 1844, τη χρονιά που έγινε πρωθυπουργός, αποφάνθηκε ότι «η Ελλάς είναι προωρισμένη να πολιτισθή αυτή δι’ εαυτής, διά των συγγραφέων της, διά των αναμνήσεων της και διά των τεχνικών λειψάνων της». [Ο ίδιος πολιτικός, ο Κωλέττης, πρότεινε το 1831 (ως υπουργός των Εσωτερικών) τη διοργάνωση Πανελληνίων Αγώνων κατά τα αρχαία πρότυπα (με αρματοδρομίες, κ.ο.κ.) για να εορταστεί η συμπλήρωση δέκα χρόνων από την Επανάσταση του 1821. Τέτοιου είδους αναβιώσεις και τελετές στις οποίες κυριαρχούσαν κλασικά αρχαιοελληνικά θέματα φαίνεται ότι ήτα συχνές κατά τα πρώτα χρόνια του κράτους, μια τάση η οποία θα συνεχιζόταν και τα μετέπειτα χρόνια. Στην ίδια πρόταση, ο Κωλέττης διαιρεί την ιστορία της Ελλάδας σε δύο περιόδους· την αρχαία φάση (όπου χρησιμοποιεί το βιολογικό μοντέλο και κάνει λόγο για νεότητα, ωριμότητα, κ.ο.κ.), την οποία ακολουθεί ο θάνατος, μέχρι το 1821, όταν η Ελλάδα έγινε το πρώτο έθνος που αναστήθηκε εκ νεκρών]. Η κλασική αρχαιότητα εξελισσόταν ραγδαία σε κεντρικό σημείο αναφοράς του εθνικού φαντασιακού του νέου κράτους, μια τάση η οποία θα εδραιωνόταν με τη μεταφορά, το 1834, της πρωτεύουσας από το Ναύπλιο στη μικρή και γεωπολιτικά ασήμαντη Αθήνα, και με την απόφαση να ανοικοδομηθεί στην αρχαία θέση της η Σπάρτη, μια πόλη την οποία κάποιοι οραματίζονταν ως δεύτερο κέντρο του βασιλείου. Παρατηρούμε, λοιπόν, μια σημαντική αλλαγή στη στάση απέναντι στις αρχαιότητες κατά τις δεκαετίες από τα τέλη του 18ου μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα. Εξελληνισθέντες επιστήμονες και διανοούμενοι, από κοινού με ας κινητήριες δυνάμεις του νέου κοσμοπολίτικου εμπορικού κεφαλαίου και υπό την επίδραση των ιδεών του δυτικού ελληνισμού, στράφηκαν στο κλασικό παρελθόν και σε μια νέα, πεφωτισμένη κοσμοθεωρία η οποία ευνοούσε την εκκοσμικευμένη φαντασιακή κοινότητα του έθνους αντί εκείνης του χριστιανισμού. Υπό την καταλυτική επίδραση της Γαλλικής Επανάστασης, η θεολογική κοσμοαντίληψη δέχτηκε επίθεση από την κοσμική, που προήγε την εθνική χειραφέτηση και μια νέα πολιτική τάξη πραγμάτων. Μόλις το νέο κράτος επινοήθηκε, εγκολπώθηκε τις ιδέες της δυτικής νεωτερικότητας, στις ποίες συμπεριλαμβανόταν ο μετασχηματισμός των αρχαιοτήτων από αντικείμενα της καθημερινής ζωής, που συχνά είχαν επενδυθεί με μεταφυσικές δυνάμεις και νοήματα, σε μνημεία, δηλαδή υλικά σημαίνοντα της εθνικής μνήμης, και συγχρόνως σε δημιουργήματα του χρυσού αιώνα συνόλου του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Αυτή η νέα κατηγορία αντικειμένου (το αρχαιολογικό μνημείο) έπρεπε να διαχωριστεί από τον ιστό της καθημερινής ζωής, να προστατευθεί, να συγκεντρωθεί σε ειδικά ιδρύματα (τα μουσεία) και να εκτεθεί προς δημόσια οπτική (μάλλον παρά πλήρως ενσώματη) κατανάλωση. Ωστόσο, αυτός ο μετασχηματισμός δεν ήταν τόσο ριζικός όσο φαίνεται. Για τη συντριπτική πλειονότητα των απλών ανθρώπων, ο χριστιανισμός εξακολουθούσε να αποτελεί την οργανωτική αρχή του κόσμου, και προφανώς αυτή η αντίληψη επηρέαζε τον τρόπο με τον οποίο έβλεπαν τις αρχαιότητες. Όμως ακόμα και για τις μορφωμένες ομάδες, το νέο, νεωτερικό, εθνικό νοηματικό πλαίσιο συγκεράστηκε, μέσω μιας διαδικασίας πολιτισμικού συγκρητισμού, με τις προγενέστερες θρησκευτικές αντιλήψεις, με το προνεωτερικό ιδεολογικό υπόστρωμα - την επιρροή και τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του ορθόδοξου χριστιανισμού, με τα τελετουργικά στοιχεία του και τη λατρεία των ιερών εικόνων, και τον φόβο και τον σεβασμό προς τις αρχαιότητες, μεταξύ άλλων. Η προσπάθεια για την επινόηση του νέου κράτους, που κορυφώθηκε με την Επανάσταση του 1821, χαρακτηρίστηκε ως «Παλιγγενεσία», όρος που, ενώ εκφράζει την αναβίωση των «περασμένων μεγαλείων» της κλασικής Ελλάδας, παραπέμπει επίσης στη χριστιανική ιδέα της Ανάστασης μετά την Πτώση. Κατά συνέπεια, η ιδέα της Πτώσης, του θανάτου και της ανάστασης, που κυριαρχεί στη χριστιανική παράδοση, επιβιώνει και αποκτά εξέχουσα θέση στην εθνική αφήγηση· μετά την Πτώση, το έθνος ανασταίνεται και αποκαθίσταται στο πρωτινό μεγαλείο του. Δεν είναι σύμπτωση που η πιο σημαντική εθνική επέτειος, κατά την οποία γιορτάζεται η «Εθνική Παλιγγενεσία» (η 25η Μαρτίου) αποτελεί και μια από τις πιο σημαντικές ημέρες του ορθόδοξου εορτολογίου. Όσο για τις αρχαιότητες, ο θαυμασμός, ο φόβος και ο σεβασμός εν μέρει διατηρήθηκαν και εν μέρει μετατράπηκαν σε λατρεία των προγόνων. Το φαινόμενο αυτό μοιάζει να επιβεβαιώνει το συμπέρασμα του Benedict Anderson ότι ο εθνικισμός πρέπει να νοείται όχι ως μια πολιτική ιδεολογία, αλλά ως ένα πολιτισμικό σύστημα, το οποίο μοιάζει πολύ με εκείνα που αντικατέστησε, με πιο σημαντικό ίσως τη θρησκεία. Για τον Anderson, η ανάδυση του εθνικισμού στην Ευρώπη του 18ου αιώνα συνέπεσε με την παρακμή των θρησκευτικών συστημάτων σκέψης. Κατ' αυτόν, «στην Ευρώπη ο δέκατος όγδοος αιώνας σηματοδοτεί όχι μόνο την αυγή της εποχής του εθνικισμού αλλά και τη δύση των θρησκευτικών τρόπων σκέψης». Πολλοί άλλοι μελετητές του εθνικισμού έχουν επισημάνει τους στενούς δεσμούς και τη συγγένεια μεταξύ θρησκείας και εθνικισμού, και έχουν επισημάνει τις ομοιότητες ανάμεσα στις τελετουργίες του έθνους και στις πολιτικές ιεροτελεστίες του εθνικισμού, τις ενσώματες αναμνηστικές τελετές που αναπαριστούν και υμνούν τον ιδρυτικό μύθο του έθνους. Η περίπτωση της Ελλάδας, ωστόσο, δείχνει ότι το επιχείρημα του Anderson σχετικά με την αντικατάσταση ενός πολιτισμικού συστήματος από ένα άλλο μάλλον χρειάζεται κάποια τροποποίηση, πιθανώς επειδή, όταν έγραφε τις πιο πάνω γραμμές, είχε υπόψη του κυρίως τη δυτική Ευρώπη. Εκείνο που συνέβη στην Ελλάδα δεν ήταν τόσο η αντικατάσταση της συμβατικής θρησκείας με την κοσμική θρησκεία του εθνικισμού, όσο μια συνθετική και συγκρητική σύμμειξη θρησκευτικών και εθνικιστικών στοιχείων. σ. 109-112
Το παράδοξο της εθνικής αρχαιολογίας […] Αυτές οι προγραμματικές δηλώσεις εκφράζουν την κύρια επιστημολογική αρχή που ακολούθησε η ελληνική αρχαιολογία καθ' όλο τον 19ο και τον 20ο αιώνα, και η οποία, παρά τις αλλαγές οι οποίες συντελέστηκαν, εξακολουθεί να ασκεί σημαντική επίδραση στα αρχαιολογικά τεκταινόμενα μέχρι σήμερα· την αρχή του εμπειρισμού, ή αυτού ο οποίος στα μετέπειτα χρόνια θα αποκληθεί θετικισμός. Κατά την άποψη αυτών των συγγραφέων, τα αρχαιολογικά κείμενα δεν πρέπει να επεκτείνονται στη διατύπωση υποθέσεων, απόψεων και ερμηνειών εκείνο που έχει προπάντων σημασία είναι η πιστότητα και η ακρίβεια. Τα υλικά ίχνη του παρελθόντος πρέπει να αναπαράγονται με θρησκευτική, ούτως ειπείν, ευλάβεια. Μόλις γίνει αυτό, πρέπει να τα αφήνουμε να μιλούν μόνα τους, γιατί μπορούν, με την παρουσία τους και μόνο, να αφηγηθούν την ιστορία του παρελθόντος. Η αρχαιολογική πρακτική ως εθνικό καθήκον παράγει υλικά δεδομένα απλώς με το να αναπαράγει πιστά και να καθιστά ευρέως γνωστά τα μνημεία του παρελθόντος. Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, τα μνημεία έχουν αυθύπαρκτο κύρος· δεν χρειάζονται τον αρχαιολόγο για να τους δώσει φωνή. Βέβαια, αυτοί οι θεράποντες της αρχαιολογίας εργάζονταν μέσα στο σύμπαν που είχαν κατασκευάσει οι αρχαίοι συγγραφείς και ιδίως τα κλασικά τοπογραφικά κείμενα, όπως οι περιηγήσεις του Παυσανία. Το παρελθόν ήταν ήδη γνωστό· δεν περίμενε τους αρχαιολόγους για να το ανακτήσουν. Η ιστορία είχε ήδη γραφτεί. Όμως, οι αρχαιολόγοι και οι άλλοι επιστήμονες που μελετούσαν τα αρχαία μνημεία είχαν μολαταύτα να διαδραματίσουν έναν καίριο ρόλο: μπορούσαν να φωτίσουν αυτή την ήδη υπάρχουσα αφήγηση περί του παρελθόντος με αντικείμενα, τέχνεργα, μνημεία· μπορούσαν να ανακαλύψουν νέα κείμενα που θα συμπλήρωναν τα όποια τυχόν κενά· αλλά, κυρίως, μπορούσαν να αντικειμενικοποιήσουν το παρελθόν, δηλαδή να του προσδώσουν την υλική, αντικειμενική πραγματικότητα την οποία τα κείμενα δεν διέθεταν, και που τα τέχνεργα και τα μνημεία, με τον δεσμό τους με την πάτρια γη και το εθνικό έδαφος, με την υλικότητά τους και την αύρα της αυθεντικότητας που απέπνεαν, μπορούσαν να παράσχουν. Δεν είναι τυχαίο ότι στις πρώτες δεκαετίες του νέου κράτους, η συντριπτική πλειονότητα των αντικειμένων που δημοσιεύθηκαν στη μοναδική επίσημη αρχαιολογική επιθεώρηση ήταν πέτρινες επιγραφές. Μάλιστα, η αναζήτηση αρχαίων ελληνικών επιγραφών ήταν ένα από τα επιχειρήματα που προβάλλονταν για την κατεδάφιση μετακλασικών κτισμάτων και για ένα μεγάλο μέρος της αρχαιολογικής δραστηριότητας της εποχής, και είχε τύχει ειδικής μνείας στους αρχαιολογικούς νόμους. Αυτή η έμφαση στις επιγραφές δεν εξηγείται απλώς από τον ρόλο της ελληνικής γλώσσας ως απόδειξης εθνικής συνέχειας, ούτε από το ότι οι μελετητές που τις δημοσίευαν είχαν λάβει κυρίως φιλολογική παιδεία. Θα υποστήριζα ότι οφείλεται μάλλον στον συνδυασμό της πρόδηλης υλικότητας, μονιμότητας και απτότητας του μέσου (της πέτρας), με τον ανακλητικό και μεστό περιεχομένου ρόλο του μηνύματος, δηλαδή το γεγονός ότι επρόκειτο για λέξεις, γραμμένες με ελληνικά γράμματα, τις οποίες μπορούν να διαβάσουν οι μορφωμένοι Νεοέλληνες. Οι επιγραφές αυτές δεν ήταν απλώς υλικά μνημεία, αλλά τα ιερά κείμενα της νέας θρησκείας, τα οποία ήταν κυριολεκτικά «αιώνια», αφού είχαν σωθεί χαραγμένα πάνω στην ανθεκτική πέτρα. Διέθεταν κύρος όχι απλά ως γραπτός λόγος αλλά και ως ο μόνιμος, αντικειμενικοποιημένος, και άρα φυσικοποιημένος, λόγος των προγόνων. Μέσα από αυτές τις επιγραφές οι Νεοέλληνες μπορούσαν όχι μόνο να διαλεχθούν άμεσα με τους ένδοξους προγόνους τους, αλλά και να ανεύρουν το νήμα της εθνικής αφήγησης και να συνεχίσουν το γράψιμο της. Αυτές οι επιγραφές τα πρώτα χρόνια απλώς αντιγράφονταν και μεταγράφονταν (και άλλα μνημεία απλώς αναπαράγονταν σε σχέδια και, αργότερα, σε φωτογραφίες), γεγονός που δείχνει ότι οι θεράποντες της αρχαιολογίας θεωρούσαν ότι ο ρόλος τους συνίστατο, εν πολλοίς όπως ο ρόλος των μοναχών στα μοναστήρια του Μεσαίωνα, στο να μεταφέρουν με πιστότητα τις ιερές λέξεις και εικόνες στο χαρτί, ούτως ώστε αυτές να γίνουν ευρέως γνωστές. Πρόκειται, ασφαλώς, για μια παράδοξη αντιμετώπιση, αν σκεφτεί κανείς ότι, την ίδια εποχή που γράφονταν τα ανωτέρω αποσπάσματα, οι ξένοι και οι ντόπιοι αρχαιολόγοι οι οποίοι επιμελούνταν τα αρχαία ελληνικά μνημεία δεν αρκούνταν απλώς στην πιστή και ακριβή καταγραφή του παρελθόντος, αλλά, μάλλον, όπως είδαμε προηγουμένως, παρήγαν ένα νέο παρελθόν, επιλέγοντας ορισμένες όψεις του, κατεδαφίζοντας, και γενικά εξαλείφοντας, τα ανεπιθύμητα μνημεία που θεωρούσαν ότι μίαιναν την καθαρότητα του, και ανοικοδομώντας τα επιλεγμένα μνημεία όπως αυτοί τα φαντάζονταν. Σε αυτό ακριβώς έγκειται ένα από τα θεμελιώδη παράδοξα της εθνικής αρχαιολογίας· επικαλείται συχνά ως αρχές της την αντικειμενικότητα, την ουδετερότητα, την ακρίβεια και την πιστότητα, προκρίνει την εμπειρική παρατήρηση αντί της εξήγησης και της ερμηνείας, ωστόσο την ίδια στιγμή, φανερά ή συγκεκαλυμμένα, δημιουργεί ένα εθνικό παρελθόν και μια εθνική αρχαιολογική μαρτυρία επιλέγοντας σκόπιμα ορισμένα στοιχεία του παρελθόντος, αποχωρίζοντας τα από το ευρύτερο πλαίσιο τους, αποστειρώνοντας τα και προβαίνοντας σε μια αναδημιουργία του παρελθόντος, συχνά με μεγάλη δόση φαντασίας. Επικαλείται τις υλικές αλήθειες του έθνους για να αποδείξει δεσμούς και συνέχειες, κι ωστόσο συγκαλύπτει το γεγονός ότι αυτή η ίδια αναδημιουργεί και αναπαριστά την υλική «πραγματικότητα» του εθνικού χρυσού αιώνα, ότι αυτή η ίδια παράγει τα επιτόπια αρχαιολογικά γεγονότα. Αν το καλοσκεφτεί κανείς, αυτό το εκ πρώτης όψεως παράδοξο φαινόμενο τελικά δεν είναι παράδοξο· είναι απλώς η αναγκαία συνθήκη για την αρχαιολογική παραγωγή της υλ(η)-(πραγματ)ικότητας του έθνους, η αποτελεσματικότητα της οποίας εξαρτάται από τη συγκάλυψη και την παραγνώριση του κομβικού ρόλου που διαδραματίζει η αρχαιολογία στην παραγωγή μάλλον παρά απλώς στη μεταγραφή και κατάδειξη της υλ(η)-(πραγματ)ικότητας του εθνικού κοινού τόπου. Μόνο μέσα από την εμμονή στην αντικειμενικότητα αυτή η διαδικασία παραγωγής μπορεί να παραγνωριστεί και να παρουσιαστεί ως κάτι άλλο από αυτό που πραγματικά είναι, προσδίδοντας αξιοπιστία και νομιμοποίηση στο εθνικό αρχαιολογικό εγχείρημα και στο έθνος γενικότερα. σ. 127-129
Το παρελθόν ως διαφιλονικούμενη παρακαταθήκη […] Μεταξύ των κυριοτέρων πολέμιων της ιδέας ήταν ο Ιωάννης Κωλέττης, ίσως να μην είναι τυχαίο ότι εκείνο το διάστημα (1833) κατείχε τη θέση του υπουργού επί των Ναυτικών. Ο Κωλέττης επέμενε ότι όποια πόλη και αν επιλεγόταν ως πρωτεύουσα του νέου κράτους, θα ήταν προσωρινή, αφού η μί νιμη πρωτεύουσα της Ελλάδας θα ήταν η Κωνσταντινούπολη. Επιπλέον θεωρούσε την Αθήνα εντελώς ακατάλληλη για πρωτεύουσα, ακριβώς λόγω των μνημείων της: Η Αθήνα είναι η πόλη που θαυμάζουν όλοι και η πόλη που ενθουσιάζει ολόκληρο τον κόσμο, όχι τόσο για την σημερινή της όψη, όσο για την παλιά της αίγλη, κυρίως δε για τα αριστουργήματα που είναι θαμμένα στη γη της. Δεν αρκεί που ο βαρβαρισμός επί αιώνες σκέπαζε τα υπολείμματα αυτά του παλιού της μεγαλείου με άκομψα κτίσματα, αποσκοπώντας το λιγότερο με τον τρόπο αυτό να εξασθενήσει τις μνήμες των επερχόμενων γενεών, πρέπει εμείς οι ίδιοι τώρα να τα θάψουμε για δεύτερη φορά για να χαθεί για μας, για τους δικούς μας και για τους ξένους, η ελπίδα ανάδειξης τους σε πρότυπο των μελλοντικών γενεών ενισχύοντας τη δόξα του εθνικού πνεύματος; Αντί να υποστηρίξουμε την επιλογή της Αθήνας ως πρωτεύουσας, δεν θα ήταν πιο πατριωτικό, πιο πολιτικό και πιο αντάξιο του χαρακτήρα μας αν αποφασίζαμε την υπογραφή ενός διατάγματος, ώστε να εμποδιστεί άμεσα η δόμηση σε πόλεις και σε τόπους που η ιστορία μαρτυρεί την ταφή των αρχαίων μας μνημείων, καθώς και ενός άλλου διατάγματος σχετικού με την αναγκαιότητα ανασκαφών στους τόπους αυτούς, προκειμένου να αποκαλυφθούν τα αρχαία έργα τέχνης; Τα τελευταία αυτά, εκτεθειμένα σε ένα μουσείο κατασκευασμένο για τον σκοπό αυτό θα το καθιστούσαν σπουδαίο αντικείμενο θαυμασμού, αλλά και τόπο που η θρησκευτική ευλάβεια θα προσέλκυε τον πολιτισμένο κόσμο. Στο πλαίσιο της ενασχόλησης μας, Κύριοι, με το ζήτημα της πρωτεύουσας του Βασιλείου, δεν πρέπει να βλέπομε την Ελλάδα όπως ήταν στην αρχαιότητα, ούτε πρέπει να επηρεαζόμαστε από αγορεύσεις. Αντίθετα την Ελλάδα πρέπει να τη δούμε στην σημερινή της κατάσταση και όπως θα έπρεπε να είναι. παρατίθεται στο Παπαδοπούλου-Συμεωνίδου (1996: 51-52) Η εφημερίδα Αθηνά έγραψε για το ίδιο θέμα: Όσοι περιφρονούν τας προσδοκίας του έθνους, ολιγωρούντες τας ευχάς του, ζητούν να μας δώσουν αντί καθέδρας πλούσιας, λαμπράς και εμπορικής την ευτελή και άγονον Αττικήν, την οποίαν όλος ο Ελληνικός κόσμος, διδαγμένος από πολυχρόνιον επανάστασιν και όχι από αρχαιολογικά φαντάσματα, αποκρούει ομοθυμαδόν. παρατίθεται στο Φωτιάδης (1988:207) Εν προκειμένω διακρίνουμε κάποιες σημαντικές εντάσεις: κατά πρώτον, τη σύγκρουση ανάμεσα στο τεράστιο συμβολικό κεφάλαιο της κλασικής αρχαιότητας αφ' ενός, και στα οικονομικά μελήματα του μικρού βασιλείου αφ’ ετέρου. Κατά δεύτερον, το γεγονός ότι τα φαντασιακά όρια του έθνους ήταν πολύ πιο ευρέα από τα εδαφικά σύνορα του νέου κράτους (οι περισσότεροι άνθρωποι που αυτοαποκαλούνταν Έλληνες ζούσαν οπωσδήποτε εκτός Ελλάδος), εξ ου και το όνειρο να ενοποιηθούν όλα τα θεωρούμενα ως ελληνικά εδάφη σε ένα κράτος, ένα όνειρο που θα γινόταν γνωστό στο δεύτερο ήμισυ του αιώνα ως Μεγάλη Ιδέα (ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1844 από τον Κωλέττη, όθεν και ο ισχυρισμός του ότι η μόνιμη πρωτεύουσα του βασιλείου θα ήταν η Κωνσταντινούπολη). Και κατά τρίτον, την απόσταση ανάμεσα στα όνειρα των ξένων ηγετών και λογίων, που δική τους επίνοια ήταν η νεοπαγής, ετεροτοπική, σύγχρονη κλασική γη, και στα μελήματα πολλών από τους ντόπιους ηγέτες και λογίους, που έπρεπε να ζήσουν με αυτήν. Το απόσπασμα από την εφημερίδα Αθηνά εκφράζει με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο αυτή την ένταση· το όνομα της εφημερίδας -που αποτίνει φόρο τιμής στη θεά Αθηνά- μαρτυρεί την υιοθέτηση από τους Νεοέλληνες του αρχαιοελληνικού ονείρου, αλλά το περιεχόμενο του άρθρου εκφράζει την απογοήτευση από την πραγματικότητα αυτού του ονείρου. Τελικά, ως πρωτεύουσα επιλέχθηκε η Αθήνα, ένας μνημειακός τόπος, προορισμένος να θυμίζει το κλασικό πνεύμα, μακριά από τις πραγματικές ανάγκες και την πρακτική σκοπιμότητα ενός λιμανιού, και των συναφών εμπορικών και οικονομικών δραστηριοτήτων. Στην αρχή του παρόντος κεφαλαίου δείξαμε ότι το συμβολικό κεφάλαιο της αρχαιότητας χρησιμοποιήθηκε επίσης ως μηχανισμός νομιμοποίησης του Όθωνα, του βαυαρού μονάρχη τον οποίο είχαν διαλέξει οι ευρωπαϊκές δυνάμεις για την Ελλάδα. Ο αρχιτέκτονας της βαυαρικής Αυλής Leo von Klenze, που, όπως είδαμε, διαδραμάτισε κομβικό ρόλο στην κατασκευή της ελληνικής εθνικής ετεροτοπίας, κατά την ομιλία του στην Ακρόπολη παρουσίασε τον Όθωνα ως άξιο διάδοχο του κλασικού μεγαλείου, μπροστά στους μάλλον επιφυλακτικούς Αθηναίους. Όμως ήδη πριν από εκείνη την τελετή, η άφιξη του Όθωνα στο Ναύπλιο, την πρώτη πρωτεύουσα της Ελλάδας, πανηγυρίστηκε με το στήσιμο μιας θριαμβικής αψίδας, κοσμημένης με στίχους του Ομήρου και άλλων αρχαίων συγγραφέων που μιλούσαν για κραταιούς και δίκαιους ηγέτες. Τα σχέδια που υπέβαλε ο Karl Friedrich Schinkel το 1834 (τη χρονιά που η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα) για τη δημιουργία ενός ανακτόρου-οχυρού πάνω στην Ακρόπολη, από το οποίο, μάλιστα, δεν θα έλειπε και ένα υπερμέγεθες άγαλμα της θεάς Αθηνάς Προμάχου, μπορεί να θεωρηθούν ως άλλη μία νομιμοποιητική στρατηγική. Η κατασκευή ενός βασιλικού ανακτόρου πάνω στον επιβλητικό και περίοπτο βράχο της Ακρόπολης, με τις προφανείς υποδηλώσεις του, θα παρείχε μια άμεση σύνδεση της μοναρχίας με την κλασική κληρονομιά. Ενώ οι έμποροι, οι διανοούμενοι και οι επιστήμονες που συνετέλεσαν στην παραγωγή της ελληνικής εθνικής αφήγησης είδαν ως κατευθυντήριο δύναμη τους το κλασικό παρελθόν και από κάποιες απόψεις προσδιόρισαν το όνειρο τους κατ αντιδιαστολή προς πιο πρόσφατες όψεις του παρελθόντος, όπως το Βυζάντιο, με τις υποδηλώσεις της θεοκρατίας και της απολυταρχικής εξουσίας, ο Όθων και ο κύκλος του είχαν διαφορετική άποψη. Παρότι το κλασικό παρελθόν μπορούσε να αποτελέσει ένα σημαντικό έρεισμα νομιμοποίησης για τον πρώτο μονάρχη της Ελλάδας, το Βυζάντιο του προσέφερε εξίσου καίρια συμβολικά όπλα. Υπάρχουν τωόντι κάποιες ιστορικές ενδείξεις ότι, παρά το επικρατούν κλίμα του κλασικισμού, ο Όθων και ο κύκλος του υποστήριξαν το βυζαντινό υλικό παρελθόν. Στα σχετικά παραδείγματα συμπεριλαμβάνονται το ήδη αναφερθέν διάταγμα που εξέδωσε η Αντιβασιλεία το 1834, το οποίο προέβλεπε την προστασία των εκκλησιών (καθώς και άλλων νεότερων κτισμάτων), το βασιλικό διάταγμα του 1837 που επιχείρησε να σταματήσει την καταστροφή βυζαντινών αρχαιοτήτων, και οι διαμαρτυρίες αρκετών βαυαρών αξιωματούχων του κύκλου του Όθωνα οσάκις τέτοιες αρχαιότητες καταστρέφονταν. Είναι επίσης ενδιαφέρον ότι ο κλασικιστής και μη ορθόδοξος Λουδοβίκος της Βαυαρίας (ο πατέρας του Όθωνα) ήταν εκείνος που παρενέβη για να σωθεί η μεταβυζαντινή εκκλησία της Παναγίας Καπνικαρέας στην Αθήνα, την οποία σκόπευε να γκρεμίσει ο Leo von Klenze, επειδή, στο πολεοδομικό του σχέδιο, έπεφτε στο μέσον της οδού Ερμού. Η μοναρχία έβλεπε σαφώς στο Βυζάντιο ένα απολυταρχικό σύστημα πολιτικής διακυβέρνησης, το οποίο πλησίαζε πολύ περισσότερο στην οθωνική βασιλεία από ό,τι το σύστημα της πόλης-κράτους της κλασικής εποχής. Για έναν μη ορθόδοξο βασιλιά ο οποίος κυβερνούσε ανθρώπους το πρωταρχικό σημείο αναφοράς των οποίων ήταν η χριστιανική ορθόδοξη πίστη, το Βυζάντιο, με αυτή την υποδήλωση της μοναρχικής θεοκρατίας και της ορθοδοξίας, πρόσφερε ένα ακόμα σημαντικό πλεονέκτημα. Αυτή η οθωνική αμφιθυμία σηματοδοτεί συγχρόνως την απαρχή μιας περαιτέρω εξέλιξης, η οποία θα γίνει πιο αισθητή από τα μέσα του αιώνα και μετά: του σταδιακού μετασχηματισμού του ελληνικού εθνικισμού σε ένα εγχώριας κατασκευής αμάλγαμα ελληνο-χριστιανικού εθνικισμού, το οποίο θα εξετάσουμε στο επόμενο υποκεφάλαιο. σ. 133-137
|
|