|
|
[η Μεγάλη Ιδέα και η «καθ’ ημάς Ανατολή»] Μετά την ανακήρυξη της απελευθερωμένης Ελλάδας σε ανεξάρτητο βασίλειο υπό την προστασία των τριών Μεγάλων Δυνάμεων, το κλίμα άρχισε να αλλάζει. Το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος του Γένους παρέμενε ακόμη υπόδουλο και ο αρκετά βίαιος εκδυτικισμός που επέβαλε στο νεοσύστατο βασίλειο η βαυαροκρατία έστρεψαν τα βλέμματα πολλών Ελλήνων στην Ανατολή και αναζωπύρωσαν τα παλαιά αντιδυτικά αισθήματα. Οι διαφωτιστές είχαν πλέον υπολογίσιμους αντιπάλους και έξω από τους συντηρητικούς εκκλησιαστικούς κύκλους. Ωστόσο, ένα άρθρο δημοσιευμένο ανωνύμως το 1842 με τον τίτλο «Τι είναι η Ελλάς; Ανατολή ή Δύσις;» αποφαινόταν:
ότι η Ελλάς κατά την φύσιν, κατά τον πολιτισμόν, κατά την ιστορικήν αυτής αποστολήν, είναι Δύσις και όχι Ανατολή· ότι εις τους χρόνους της παρακμής και διαφθοράς, επί των Βυζαντινών, εφάνη λησμονούσα εαυ-τήν και εις το αντίθετον εαυτής μετασχηματιζομένη· ότι όμως αναγεν-νηθείσα ήδη, επανέρχεται ως φωταγωγόν άστρον εις την αρχαίαν αυτής τροχιάν, και υπόσχεται να γίνη εκ νέου ο αρχηγός της Δύσεως εις την ηθικήν της Ανατολής κατάκτηση και ανάπλασιν.
Και το άρθρο κατέληγε απευθύνοντας στους ανατολικόφρονες την ακόλουθη πρόκληση: «Αν θέλετε, ω μικρόνοες, ν’ αντισταθήτε εις το μέγα της Δύσεως κύμα, πρέπει ν’ ανεγείρετε περί την Ελλάδα, της Κίνας το περιτείχισμα». Συντάκτης του δημοσιεύματος ήταν ένας εικοσιεπτάχρονος αρεοπαγίτης, ο Μάρκος Ρενιέρης, γιος ενός Κρητικού διπλωμάτη της Υψηλής Πύλης, γεννημένος στην Τεργέστη από μητέρα ιταλικής καταγωγής και σπουδασμένος στη Βενετία και την Πάντοβα, ο οποίος θα διέπρεπε αργότερα ως καθηγητής στο Πανεπιστήμιο και διοικητής της Εθνικής Τραπέζης.
Το κείμενο του νεαρού Ρενιέρη, αν και βασιζόταν σε απόλυτες και ιστορικά έωλες ερμηνείες του παρελθόντος, ήταν αρκετά ρεαλιστικό ως προς τον τρόπο με τον οποίο έβλεπε να συντελείται ο αναγκαίος εκσυγχρονισμός της νεοελληνικής κοινωνίας, η προίκιση της δηλαδή «με τας πλείστας των εσπερίων εθνών θεσμοθεσίας». Δύο χρόνια όμως μετά τη δημοσίευση αυτού του κειμένου, ο Κωλέττης, αγορεύοντας στην Εθνοσυνέλευση, χρησιμοποίησε την έκφραση «Μεγάλη Ιδέα», η οποία έμελλε να ορίσει τον άξονα της εθνικής πολιτικής, ερμηνευόμενη είτε ως πρόταγμα για την απελευθέρωση των αλύτρωτων Ελλήνων και την ανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας είτε, σε ηπιότερη εκδοχή, ως ιστορικός προορισμός της Ελλάδας να μεταλαμπαδεύσει τα φώτα από τη Δύση στην Ανατολή. Η Μεγάλη Ιδέα δεν υποδήλωνε κάποια εχθρότητα προς τη Δύση. Γι' αυτό την ενστερνίστηκε κατά κάποιο τρόπο και ο Ρενιέρης, ο οποίος το 1853 συνεργάστηκε με άλλους λογίους για την έκδοση ενός γαλλόφωνου περιοδικού, του Spectateur d' Orient, με στόχο την προάσπιση των εθνικών δικαίων. Είναι μια από τις ειρωνείες της ιστορίας το γεγονός ότι στη συντακτική ομάδα του περιοδικού ο βυζαντινομάχος συγγραφέας τού «Τι είναι η Ελλάς;» βρέθηκε μαζί με τον ομήλικό του Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο και ότι την ίδια χρονιά ο τελευταίος δημοσίευσε την επίτομη Ιστορία του ελληνικού έθνους, προ-είκασμα της κατοπινής πολύτομης, με την οποία θα αναδείκνυε τη συκοφαντημένη από τον Γίββωνα και τους Έλληνες διαφωτιστές Βυζαντινή Αυτοκρατορία σε ένδοξη περίοδο της εθνικής μας ιστορίας που διασφάλισε τη συνέχεια μεταξύ αρχαίου και νεότερου ελληνισμού. Η ιστορική αυτή αποκατάσταση του Βυζαντίου, στην οποία είχε συμβάλει ενωρίτερα και ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος, αναπτέρωσε, όπως ήταν φυσικό, τη Μεγάλη Ιδέα, αλλά στάθηκε κι ένα ανέλπιστο, θα έλεγα, δώρο στους εμφορούμενους από αντιδυτικό και αντιδιαφωτιστικό μένος.
Αν και δέχτηκε ένα ισχυρό πλήγμα με την ήττα του 1897, η Μεγάλη Ιδέα εγκαταλείφθηκε ουσιαστικά μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, σε όλες μάλιστα τις εκδοχές της, μαζί και εκείνης που είχαν πρόσφατα διατυπώσει ο Ίων Δραγούμης και ο Αθανάσιος Σουλιώτης-Νικολαΐδης. Την επαύριο ωστόσο της συμφοράς, η Ελλάδα, αν και παρέμενε μια χώρα με έκταση υπερδιπλάσια εκείνης των μέσων του προηγούμενου αιώνα, αν και είχε πλήρως σχεδόν εξευρωπαϊστεί, δεν μπορούσε και να απεμπολήσει τους παραδοσιακούς δεσμούς της με την Ανατολή, που είχαν άλλωστε ενισχυθεί με την εισδοχή των προσφύγων από τη Μικρασία και τον Πόντο. Οι δεσμοί αυτοί, μετά την αναδίπλωση του ελληνισμού στα όρια του εθνικού κράτους, αποτελούσαν ομολογουμένως και το μόνο ζωτικό στοιχείο που μπορούσε να συστήσει την όποια ιδιοπροσωπία της έναντι της συλλογικής ευρωπαϊκής μητρόπολης. Τότε είναι που καθιερώθηκε, αν δεν επινοήθηκε, ο όρος «καθ' ημάς Ανατολή», όρος γεωγραφικά μάλλον αόριστος, αλλά ιδεολογικά προσφυέστατος, αφού μας διαφοροποιούσε με το δεύτερο σκέλος του από τη Δυτική Ευρώπη και με το πρώτο από τους σφετεριστές των «χαμένων πατρίδων» Τούρκους.
Η νοηματοδότηση του όρου «καθ' ημάς Ανατολή», ο ακριβέστερος δηλαδή προσδιορισμός της πολιτισμικής μας ταυτότητας, ήταν το ζήτημα που ανέλαβαν να λύσουν, όχι μόνο θεωρητικά αλλά και με τη δημιουργική πρακτική τους, οι γενιές λογίων και καλλιτεχνών του '20 και του'30. Λόγω ηλικίας, οι διαπρεπέστεροι εκπρόσωποι τους μου είναι αρκετά οικείοι. Ορισμένους τους είχα δασκάλους στη διάρκεια των σπουδών μου. Αρκετούς άλλους ευτύχησα να τους συναντήσω προσωπικά. Και των περισσότερων γνώρισα τις ιδέες όταν οι ίδιοι βρίσκονταν ακόμη σε πλήρη δράση και τα ώριμα πονήματα τους στην επικαιρότητα της πνευματικής ζωής του τόπου. Διατηρώντας ζωηρές αναμνήσεις από το κλίμα της εποχής εκείνης, αλλά και με την όποια αποστασιοποίηση μου εξασφαλίζει το διάστημα που διέρρευσε, θα διακινδύνευα σήμερα να καταθέσω την ακόλουθη γενική κρίση. Οι λόγιοι και οι καλλιτέχνες που εμφανίστηκαν στη διάρκεια του μεσοπολέμου και που -οι περισσότεροι- παρέμειναν στο προσκήνιο μέχρι και τις δυο μετεμφυλιακές δεκαετίες, πεδικλωμένοι ανάμεσα στην έκδηλη δυτικοευρωπαϊκή παιδεία τους, με αφομοιωμένα μάλιστα αρκετά επιτεύγματα του ακμάζοντος τότε μοντερνισμού, και στο εύλογο ενδιαφέρον τους για τη διάσωση της ιδιαίτερης παράδοσης που διέκρινε την «καθ’ ημάς Ανατολή», κατόρθωσαν, μέσα από αμφιθυμίες, αντιφάσεις και μεταστροφές, να φτάσουν ο καθένας φυσικά με τον τρόπο του, σ’ έναν «τελέσφορο συγκερασμό».
Σάββας Κονταράτος, Η μυθοποίηση της «καθ’ ημάς ανατολής», στο συλλογικό τόμο, Μύθοι και ιδεολογήματα στη σύγχρονη Ελλάδα, (πρακτικά επιστημονικού συμποσίου, 23-24 Νοεμβρίου 2005), Εταιρεία Σπουδών, Αθήνα 2007, σελ. 138-141
|
|