|
|
Το ανατολικό ζήτημα στην προοπτική της ευρωπαϊκής επανάστασης […] Η εκάστοτε στάση των Marx και Engels απέναντι στο πρόβλημα της εδαφικής ακεραιότητας της τουρκικής αυτοκρατορίας καθορίζεται από το ποια βαθμίδα της κατιούσας κλίμακας εναλλακτικών λύσεων προκρίνεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση ανάλογα με το αν η περισσότερο ευκταία λύση θεωρείται προς το παρόν πραγματοποιήσιμη ή όχι. Αυτό θα δείξει η παρακάτω ανάλυση. Είναι γνωστό, ότι οι Marx και Engels θεωρούσαν την ύφεση του επαναστατικού κινήματος μετά τις ήττες του 1848/49 προσωρινή μόνο και προσδοκούσαν σύντομα ένα νέο διεθνές επαναστατικό κύμα - εσφαλμένα, όπως ομολόγησε ο Engels μερικές δεκαετίες αργότερα. Το κύμα αυτό, αν ήταν τόσο ορμητικό όσο αναμενόταν, θα σάρωνε ταυτόχρονα και την δυτική κεφαλαιοκρατία και την τσαρική απολυταρχία ανοίγοντας τον δρόμο της σοσιαλιστικής Ευρώπης των αδελφωμένων λαών. Σε μια τέτοια περίπτωση φυσικά το ανατολικό ζήτημα θα εξέλειπε αυτόματα, αφού και ο ρωσσικός επεκτατισμός θα εξανεμιζόταν και δεν θα είχαν λόγο ύπαρξης οι δυτικές προσπάθειες αναχαίτισης του, που συντηρούσαν άλλωστε την ετοιμόρροπη οθωμανική αυτοκρατορία. Ακριβώς μ’ αυτή την έννοια μιλά ο Marx το καλοκαίρι του 1853 για την επανάσταση που θα γκρεμίσει συνάμα την Ρώμη της Δύσης και την Ρώμη της Ανατολής και που θα κληρονομήσει - αυτή, κι όχι η τσαρική Ρωσσία - την Κωνσταντινούπολη. Στο ίδιο κείμενο επισημαίνεται το κοινό αντεπαναστατικό μέτωπο δυτικής κεφαλαιοκρατίας και τσαρικής απολυταρχίας. Ωστόσο από την επισήμανση αυτή προκύπτει μόνο ότι η αστική Δύση κι η ημιβάρβαρη Ανατολή συνασπίζονται αναγκαστικά όταν η ευρωπαϊκή επανάσταση φουντώνει, όχι και ότι μπορούν να ταυτιστούν κοινωνικά και πολιτικά σε περιόδους όπου η επανάσταση προσωρινά αποσύρεται στα παρασκήνια του θεάτρου της ιστορίας. Στην άμπωτη του επαναστατικού κινήματος δεν είναι διόλου αδιάφορο ποιος αντίπαλος αποτελεί το μικρότερο ή το μεγαλύτερο κακό και πως θα καταστρωθεί, με βάση την ιεράρχηση των στόχων και των έχθρων, η επαναστατική τακτική. Για τους Marx και Engels δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία στο σημείο αυτό: ο πρωταρχικός κι ασυμφιλίωτος εχθρός, ο μέγιστος κι έσχατος κίνδυνος είναι η κοινωνικά υπανάπτυκτη, άλλα πολιτικά και διπλωματικά εξαιρετικά δυναμική τσαρική Ρωσσία. Κάθε της ενίσχυση ή επέκταση, λοιπόν, δεν μπορεί παρά να σημαίνει ανάσχεση της ευρωπαϊκής επανάστασης και συρρίκνωση των δυνατοτήτων της. Και το πανευρωπαϊκής σημασίας αυτό ενδεχόμενο συνδέεται, πάλι, άμεσα με το ανατολικό ζήτημα, αφού ένας από τους προσφορότερους χώρους πιθανής εκδίπλωσης του ρωσσικού επεκτατισμού είναι ακριβώς η αποσυντιθέμενη ευρωπαϊκή Τουρκία. Υπάρχουν, επομένως, δύο δυνατές μορφές ανατροπής του status quo στην περιοχή τούτη, οι όποιες αντιτίθενται ριζικά ως προς τούς γενεσιουργούς συντελεστές και ως προς τις συνέπειες τους. Αν μια ανατροπή του status quo από τη νικηφόρα ευρωπαϊκή επανάσταση αποτελεί την ευπρόσδεκτη και πάγια ιστορική λύση του ανατολικού ζητήματος, η ανατροπή του προς όφελος της κατεξοχήν αντεπαναστατικής δύναμης, του τσαρισμού, σημαίνει ουσιαστική χειροτέρευση των επαναστατικών προοπτικών σε πανευρωπαϊκή κλίμακα και πρέπει να εμποδιστεί με κάθε τρόπο. Εφόσον δεν υπάρξει σαφής τρίτη διέξοδος ανάμεσα στην επαναστατική λύση και στην υπεράσπιση του status quo, η πρακτική ανυπαρξία της πρώτης στο παρόν, παρά την θεωρητική της βεβαιότητα στο μέλλον, συνεπάγεται υποχρεωτικά την πρακτική άσκηση της δεύτερης στο παρόν, παρά την φαινομενική της αντίθεση προς το θεωρητικό σχήμα που θα πραγματωθεί στο μέλλον. Και κάτι παραπάνω: ενώ από την σκοπιά της επαναστατικής λύσης, που νοείται ως ριζική κι οριστική ιστορική και ηθική κάθαρση, οι πολιτικοδιπλωματικές έριδες των Μεγάλων Δυνάμεων παρουσιάζονται ως ιδιοτελείς ενέργειες λιγότερο ή περισσότερο αρπακτικών ορνέων, η χρονική μετατόπιση της λύσης αυτής σ’ ένα μέλλον, αν όχι πολύ μακρινό, πάντως απροσδιόριστο, κάνει αναπόφευκτη την εμπλοκή στις διαμάχες και στα παιγνίδια των Δυνάμεων, εφόσον η πρακτική αδυνατότητα της επαναστατικής λύσης hic et nunc επιβάλλει την προώθηση ή τουλάχιστον την διαφύλαξη των επαναστατικών στόχων διαμέσου τακτικών υπολογισμών και παροδικών συμμαχιών με βάση τους πράγματι υπαρκτούς και δρώντες πολιτικοδιπλωματικούς παράγοντες. Αν η δυσμενής ιστορική συγκυρία επιτάσσει στην επαναστατική στρατηγική να περιοριστεί στην προάσπιση του minimum, δηλ. στην αποτροπή μιας αλλαγής του status quo προς όφελος της κατ’ εξοχήν αντεπαναστατικής Ρωσσίας, τότε θέλοντας και μη η επαναστατική στρατηγική οφείλει να συμπορευτεί κριτικά με όσες δυνάμεις αντιτίθενται έμπρακτα στην παραπάνω αλλαγή, ανεξάρτητα από το ποια κίνητρα τις ωθούν και ποιους σκοπούς επιδιώκουν. Αν η ηττημένη κι ακόμα ανίκανη γι’ αυτοτελή δράση επανάσταση συμπορεύεται με την Αγγλία και την Τουρκία, ο λόγος είναι ακριβώς ότι η ήττα της σήμανε την ισχυροποίηση του προμαχώνα της ευρωπαϊκής αντίδρασης, της Ρωσσίας. Η ταυτόχρονη κίνηση πάνω σ’ όλα τα επίπεδα αυτής της συλλογιστικής επιτρέπει στους Marx και Engels ν’ απορρίπτουν γενικά την θεωρία της υπεράσπισης του status quo ως διαρκούς διευθέτησης του ανατολικού ζητήματος και αμέσως κατόπιν να σχετικοποιούν την απόρριψη τους αυτή αναφερόμενοι σ’ ό,τι θεωρούν ως συγκεκριμένες δυνατότητες και απαιτήσεις της ιστορικής στιγμής. Στις πρώτες ιδιωτικές και δημόσιες αποφάνσεις τους πάνω στο ανατολικό ζήτημα κυριαρχεί η καταδίκη της θεωρίας του status quo. Προσδοκώντας την οριστική λύση από την επικείμενη επανάσταση, ο Engels δεν ενοχλείται από την καταπολέμηση του status quo έστω κι αν αυτή γίνεται προς το συμφέρον της Ρωσσίας. Η θεωρία του status quo του φαίνεται απτή απόδειξη της μυωπίας, της ατολμίας και της ένδειας της ευρωπαϊκής αστικής διπλωματίας, και ένα επιχείρημα που χρησιμοποιεί εναντίον της είναι ότι η παράταση της τουρκικής καταπίεσης δεν μειώνει, όπως νομίζουν πολλοί, άλλα αντίθετα εντείνει την επιρροή της Ρωσσίας, αφού οι καταπιεζόμενοι σ’ αυτήν προσβλέπουν ως σωτήρα· από δω συνέπεται, βέβαια, ότι μόνο η ανατροπή του status quo στην περιοχή της ευρωπαϊκής Τουρκίας μπορεί να εξουδετερώσει μακροπρόθεσμα τον ρωσσικό κίνδυνο. Ωστόσο λίγες μόλις εβδομάδες αφότου εκφράσθηκε για πρώτη φορά εναντίον της θεωρίας του status quo, ο Engels μετατοπίζει το κέντρο βάρους της επιχειρηματολογίας του και, μολονότι δεν αναιρεί την προγενέστερη θέση του, τώρα θεωρεί ως πρακτικά αποφασιστική την έξης εναλλακτική λύση: ή διατήρηση της τουρκικής ακεραιότητας ή, σε περίπτωση διάλυσης τής οθωμανικής αυτοκρατορίας, ματαίωση ρωσσικών προσαρτήσεων από την σκοπιά αυτής της εναλλακτικής λύσης αναφέρεται, για πρώτη φορά, στην σύμπτωση των (τακτικών) συμφερόντων της Αγγλίας και της ευρωπαϊκής επανάστασης. Η διαφορισμένη αυτή αντίληψη αντανακλάται στην πολεμική του Engels εναντίον της γραμμής δύο αγγλικών εφημερίδων στο ανατολικό ζήτημα: οι Times αντικρούουν ορθά την θεωρία του status quo, άλλα εσφαλμένα επιδιώκουν έτσι να υπηρετήσουν την Ρωσσία, ενώ η Daily News τονίζει ορθά ότι με τις δεδομένες συνθήκες ο διαμελισμός της Τουρκίας θα ωφελούσε την Ρωσσία, άλλα εσφαλμένα στηρίζει την αντιρωσσική της τοποθέτηση σε μιαν εξιδανίκευση του τουρκικού καθεστώτος. Αντίθετα στον θρύλο για την «τουρκοφιλία» των Marx και Engels μπορούμε, τώρα, να πούμε ότι έμειναν πάντοτε κατά βάση πιστοί σ’ αυτήν την άρνηση κοινωνικής ή πολιτικής εξιδανίκευσης της Τουρκίας. Όπως είναι ευνόητο, η τέτοια άρνηση γινόταν τόσο πιο ρητή κι έντονη όσο αποκρουόταν η θεωρία του status quo, ενώ, αντίστοιχα, θεωρούνταν προσεχής η κατάρρευση της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Συμβαίνει όμως και το αντίστροφο, όταν δηλαδή η (προσωρινή) υπεράσπιση της τουρκικής εδαφικής ακεραιότητας θεωρείται επιτακτική ανάγκη, τότε πολλές φορές γίνεται προσπάθεια να επισημανθούν στοιχεία ανθεκτικότητας ή και ευρωστίας στον κρατικό και κοινωνικό οργανισμό της Τουρκίας, κι η τάση τούτη επιδίδει όσο οι Marx και Engels βλέπουν την επανάσταση, και μαζί της την οριστική λύση του ανατολικού ζητήματος, ν’ απομακρύνεται στον ορίζοντα του μέλλοντος. Όπως όμως θα δούμε διεξοδικότερα στο δεύτερο μέρος της μελέτης μας, η α ή β ευμενής κρίση για την α ή β πλευρά της τουρκικής κοινωνίας δεν σημαίνει ποτέ αναθεώρηση της βασικής της κοινωνιολογικής και ιστορικής αποτίμησης, παρά αντίθετα συνοδεύεται όχι σπάνια από την υπόμνηση της ημιβαρβαρικής και ασιατικής της υφής. Έτσι η αναφορά στα συν και στα πλην της τουρκικής κοινωνίας, σε σχέση πάντα με την υπεράσπιση ή την απόρριψη του status quo, δεν είναι ισόρροπη, παρά αισθητά ανισομερής: η υπεράσπιση του status quo δηλαδή σημαίνει τον τονισμό δευτερευόντων πλεονεκτημάτων, ενώ η καταδίκη του αιτιολογείται με την υπογράμμιση πρωτευόντων και ανιάτων μειονεκτημάτων το ουσιαστικό αυτό γεγονός δεν μεταβάλλεται ούτε από τον κάποτε πολύ θερμό τόνο, με τον όποιο αναφέρονται τα δευτερεύοντα πλεονεκτήματα και ο όποιος συνήθως οφείλεται στην διάθεση των Marx και Engels να καταπολεμήσουν όχι μόνο τους θετικούς θρύλους γύρω απ’ την Τουρκία, αλλά και τους αρνητικούς. Αν τώρα οι Marx και Engels προτιμούν ανεπιφύλακτα την ημιβάρβαρη και ασιατική Τουρκία από την εξίσου – όπως θα δούμε – ημιβάρβαρη και ασιατική Ρωσσία, ο λόγος είναι ότι η πρώτη δεν κάνει επεκτατική πολιτική και δεν επηρεάζει τις κρίσιμες ευρωπαϊκές εξελίξεις, ενώ αντίθετα μια προώθηση της δεύτερης στα Βαλκάνια και στην Μεσόγειο θα είχε ολέθριες συνέπειες για τον συσχετισμό επαναστατικών κι αντεπαναστατικών δυνάμεων σ’ ολόκληρη την Ευρώπη. Πρέπει επιπλέον να σημειωθεί ότι η (τακτική) υποστήριξη της Τουρκίας και η (στρατηγική) υποστήριξη της επανάστασης διόλου δεν αποτελούσαν αντίφαση στα μάτια της τοτινής ευρωπαϊκής κοινής γνώμης, εφόσον στην διάρκεια του 19ου αι. πλήθος επαναστατών φυγάδων, ιδιαίτερα από την κεντρική κι ανατολική Ευρώπη, κατέφευγαν στην Τουρκία και κατατάσσονταν στον τουρκικό στρατό για να τους δοθεί έτσι η δυνατότητα να πολεμήσουν την υπ’ αρ. 1 αντεπαναστατική δύναμη, την Ρωσσία· η Τουρκία ήταν συνήθως έτοιμη να χρησιμοποιήσει τις υπηρεσίες των πολιτικών προσφύγων, ενώ μόνιμο αίτημα της Ρωσσίας ήταν η απέλαση τους από την τουρκική επικράτεια. Όταν λοιπόν ο Marx έγραφε, ότι η Τουρκία συμμαχεί αντικειμενικά με την επανάσταση στον βαθμό που συγκρούεται με την αντεπαναστατική Ρωσσία, μπορούσε να είναι βέβαιος ότι δεν ξένιζε τους πολιτικά ενήμερους αναγνώστες του. Ανάμεσα, τώρα, στις δύο παραπάνω ακραίες λύσεις του ανατολικού ζητήματος, δηλ. στην άριστη στρατηγική λύση (την επανάσταση) και στην τακτική λύση ανάγκης (την υπεράσπιση του status quo), παρεμβάλλεται ως ενδιάμεση λύση μια τροποποίηση του εδαφικού καθεστώτος στα Βαλκάνια, η όποια δεν προϋποθέτει βέβαια την πλήρη νίκη της ευρωπαϊκής επανάστασης, πάντως όμως απαιτεί την ανάσχεση της πολιτικής αντίδρασης και την ανεμπόδιστη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, του εμπορίου και των επικοινωνιών σε πανευρωπαϊκή κλίμακα. Η λύση αυτή είναι η δημιουργία μιας νοτιοσλαβικής ομοσπονδίας με πυρήνα και πόλο έλξεως την ήδη ανεξάρτητη Σερβία. O Engels θεωρεί φυσική την πρωτοκαθεδρία του σλαβικού στοιχείου στα Βαλκάνια, γιατί πιστεύει ότι σ’ ένα μικτό πληθυσμό μια φυλή απ’ όλες τελικά θα επικρατήσει· κι αφού οι Τούρκοι δεν φαίνονται ικανοί για κάτι τέτοιο, φυσικό είναι ο πρώτος ρόλος να περιέλθει στους Νοτιοσλάβους, που από τα 12 εκατομμύρια των Χριστιανών της ευρωπαϊκής Τουρκίας αποτελούν τα 7. Για να είναι υγιής, η λύση αυτή χρειάζεται, φυσικά, να είναι τα νέα ανεξάρτητα (ομόσπονδα) βαλκανικά κράτη ολότελα ανεξάρτητα από την Ρωσσία, και μάλιστα φραγμός στην εξάπλωση της επιρροής της. Ο Engels διατυπώνει την εικασία, ότι τα συμφέροντα του εμπορίου τους θα προσανατολίσουν τους Νοτιοσλάβους προς την Δύση και έτσι θα τους φέρουν σε αντίθεση προς την Ρωσσία. Αν όμως η σύγχρονη κοινωνικοοικονομική εξέλιξη, στην οποία μπαίνουν με την απόκτηση της ανεξαρτησίας τους, τους ωθεί προς την προηγμένη Δύση, η φυλετική τους καταγωγή και το θρήσκευμα της ελληνορθόδοξης μερίδας τους τούς έλκει προς την Ρωσσία, ενώ επιπλέον η αντίθεση της μερίδας αυτής προς την ρωμαιοκαθολική τούς διχάζει εσωτερικά. Η δημιουργία μιας αυτόνομης πολιτικής ύπαρξης των Νοτιοσλάβων ως λύση του προβλήματος του εδαφικού καθεστώτος της ευρωπαϊκής Τουρκίας – λύση, εννοείται, με αντιρωσσική αιχμή – δεν αποτελεί λοιπόν βεβαιότητα παρά δυνατότητα, που απειλεί κάθε στιγμή να κομματιαστεί μέσα σε μια διελκυστίνδα αντιφατικών δεδομένων. Έτσι, μολονότι η τέτοια λύση στο θεωρητικό επίπεδο εμφανίζεται πειστική και επικροτείται, στην πράξη η στάση απέναντι της και η ζέση, με την οποία επιδιώκεται, δεν καθορίζεται από τούτη την γενική θεωρητική ευμενή εκτίμηση, παρά από μια συγκεκριμένη πολιτική στάθμιση, η οποία μπορεί να ποικίλλει αισθητά από καιρό σε καιρό κι από συγκυρία σε συγκυρία. Το κρίσιμο ερώτημα παραμένει το εξής: ποιος και τι εγγυάται, ότι το νοτιοσλαβικό κράτος ή η νοτιοσλαβική ομοσπονδία κρατών, που θα προκύψει από μια μεταβολή του status quo προγενέστερη της ευρωπαϊκής επανάστασης, δεν θα υπαχθεί στην ρωσσική σφαίρα επιρροής; Αν η συγκεκριμένη στάθμιση των συντελεστών της εκάστοτε συγκυρίας δείξει ότι ο κίνδυνος εξάπλωσης της ρωσσικής επιρροής θα μεγαλώσει με την αυτονόμηση των Νοτιοσλάβων, τότε προκρίνεται και πάλι ως προσωρινή τακτική λύση η παραμονή στο status quo, του οποίου η ανατροπή επαφίεται και πάλι στην μελλοντική ευρωπαϊκή επανάσταση. Γυρίζουμε έτσι στην αρχική ιεραρχία προτεραιοτήτων και στην αρχική εναλλακτική λύση. […] Παναγιώτης Κονδύλης, Εισαγωγή στο Κ. Μαρξ – Φρ. Ένγκελς, Η Ελλάδα, η Τουρκία και το Ανατολικό Ζήτημα, 1985, Αθήνα: Γνώση, σελ. 17-24
|
|