ιστορικό δημοσιεύσεων

Καλώς ήρθατε! στον προσωπικό δικτυακό τόπο του Βασίλη Συμεωνίδη

αρχική

 

φιλολογικά

 
έκθεση α΄ λυκείου
 
έκθεση β΄ λυκείου
 
έκθεση γ΄ λυκείου
 

λογοτεχνία

 

αρχαία

 

ιστορία σχολική

 

ιστορία

 

φιλοσοφία
 
εκτός ύλης
 
συζητώντας
 
εργασίες συναδέρφων
 
ιδέες διδασκαλίας
 
επικοινωνία

.................................

Βασίλης Συμεωνίδης

δικτυακός τόπος

με εκπαιδευτικό και διδακτικό σκοπό

 

 

η αντιγραφή είναι ελεύθερη με την υπενθύμιση ότι η αναφορά στην πηγή τιμά αυτόν που την κάνει

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

 

 
 
 

τεχνική υποστήριξη

Σταυρούλα Φώλια

[για την εθνική χειραφέτηση, τα ιστορικά και τα μη-ιστορικά έθνη]

 

Όπως βλέπουμε, λοιπόν, η κύμανση της εκάστοτε στάθμισης των πολιτικών τάσεων και δυνατοτήτων των Νοτιοσλάβων είναι τακτικής υφής και διόλου δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως ασυνέπεια σε θέμα αρχής. Για να κατανοηθεί βαθύτερα το σημείο αυτό   ν για να εξηγηθεί δηλ. γιατί ή εθνική χειραφέτηση των βαλκανικών λαών δεν αποτελεί αυταξία πού οφείλει να επιτευχθεί μέ κάθε τίμημα, παρά αντιμετωπίζεται με ευρύτερα και υπέρτερα κριτήρια, πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι για τους Marx και Engels ο εθνικισμός με την σημερινή τρέχουσα έννοια (αίτημα πολιτικής αυτοδιάθεσης κάθε εθνικά ομοιογενούς ομάδας ανεξάρτητα από τον όγκο και το πολιτισμικό της επίπεδο) διόλου δεν αποτελεί θέμα αρχής· απεναντίας μάλιστα. Υποστηρίζουν με έμφαση την απόλυτη προτεραιότητα του επαναστατικού κινήματος (άρα και των στρατηγικών και τακτικών στόχων του) απέναντι σε οποιοδήποτε εθνικό κίνημα, κι αυτό για δύο λόγους, ένα λόγο αρχής κι ένα λόγο πολιτικής τακτικής. Ο λόγος αρχής είναι ότι το αίτημα του εθνικού κράτους, τουλάχιστον όπως αρθρώνεται στην ευρωπαϊκή πραγματικότητα του 19ου αι., δεν είναι προλεταριακό ως προς την ύφη και την προέλευση του, παρά αστικό και φιλελεύθερο, αποσκοπεί δηλ. στην πολιτική και οικονομική ενοποίηση ορισμένου χώρου διαμέσου της υπέρβασης του φεουδαλικού κατακερματισμού του. Αν όμως ο εθνικός χώρος ενοποιείται έτσι προς τα μέσα, υψώνει φράγματα προς τα έξω, φράγματα που γεννούν την εντύπωση ότι οι κάθετες αντιθέσεις ανάμεσα στα έθνη είναι βαθύτερες και ιστορικά σημαντικότερες από τις οριζόντιες αντιθέσεις ανάμεσα στις τάξεις. Σ’ αυτή την εντύπωση, που η άρχουσα τάξη κάθε έθνους καλλιεργεί κι εκμεταλλεύεται για λογαριασμό της, αντιτίθεται διαμετρικά ο διεθνής και διεθνιστικός χαρακτήρας του επαναστατικού κινήματος. Γι’ αυτό και ή νίκη του θα σημάνει αυτόματα όχι μόνο την κατάλυση των φραγμών ανάμεσα στα έθνη, αλλά και την χειραφέτηση όσων εθνών δεν έχουν ακόμη αποκρυσταλλωθεί με την μορφή κράτους. Αν η επανάσταση ήταν εθνική, τότε η νίκη της δεν θα σήμαινε και την λύση του εθνικού ζητήματος για όλα τα έθνη· η λύση αυτή αναμένεται ως βέβαιη ακριβώς επειδή θεωρείται ότι η επανάσταση, αν είναι ριζική και οριστική, δεν μπορεί παρά να έχει διεθνή και διεθνιστικό χαρακτήρα. Ανάμεσα στον προλεταριακό διεθνισμό (με την έννοια που είχε η έκφραση στον 19ο αι.) και στο πρωτείο της κοινωνικής επανάστασης απέναντι σε κάθε εθνικισμό υφίσταται πρωτογενής κι αδιάρρηκτη σχέση. Με βάση αυτή την συλλογιστική θυμίζει ο Engels, ότι ο εθνικισμός είναι έννοια φιλελεύθερη κι οποίος ξεκόβει από τον φιλελευθερισμό ξεκόβει κι από τον εθνικισμό.

Ο λόγος πολιτικής τακτικής, τώρα, που υπαγορεύει εξίσου την υπαγωγή των εθνικών κινημάτων στις διεθνείς ανάγκες της από την φύση της διεθνούς και διεθνιστικής επανάστασης, έχει τις ρίζες του στις αποφασιστικές για τούς Marx και Engels εμπειρίες του 1848/9. Τους εντυπωσίασε και τους εξόργισε το γεγονός, ότι ορισμένες εθνικότητες, και μάλιστα οι Νοτιοσλάβοι της Αυστροουγγαρίας, δεν δίστασαν να συμμαχήσουν με την φεουδαλική αντίδραση εναντίον της αστικοδημοκρατικής επανάστασης της Ουγγαρίας λ.χ., προκειμένου να πραγματώσουν τις στενές δικές τους επιδιώξεις. Το δίδαγμα για το μέλλον και για το ανατολικό ζήτημα ήταν ότι η επανάσταση θα έπρεπε να φοβάται κάθε στιγμή μια συμμαχία ορισμένων βαλκανικών εθνικοτήτων με την αντιδραστική Ρωσσία, συμμαχία που θα είχε ως αποτέλεσμα την ενίσχυση της αντεπανάστασης σε μεγάλη κλίμακα ακριβώς διαμέσου της ικανοποίησης εθνικιστικών αιτημάτων σε κλίμακα μικρή. Αν μεταφερθεί στο επίπεδο της θεωρητικής γενίκευσης, ο συλλογισμός αυτός σημαίνει ότι δεν υπάρχει καμμία αναγκαία σχέση ανάμεσα στην επίτευξη εθνικών στόχων σαν τέτοιων και στην πρόοδο του επαναστατικού κινήματος· το εντελώς αντίθετο δεν θα ήταν κάτι τι σπάνιο ή παράδοξο.

Γι’ αυτό και στην σκέψη των Marx και Engels διόλου δεν κυριαρχεί κάποια αναγκαστική και απαρέγκλιτη κλιμάκωση πολιτικών προτεραιοτήτων, σύμφωνα με τις επιταγές της οποίας η χειραφέτηση όλων ανεξαίρετα των εθνικοτήτων θα αποτελούσε προϋπόθεση για την διεθνή λύση του κοινωνικού προβλήματος· αντίθετα, όπως είδαμε, η έσχατη λύση του εθνικού προβλήματος σε όσα έθνη δεν χειραφετήθηκαν ακόμη ως έθνη αναμένεται από την επαναστατική λύση του κοινωνικού προβλήματος στα μεγαλύτερα και πιο προηγμένα έθνη. Από την σκοπιά της επαναστατικής στρατηγικής, που θέλει να στηρίζεται στα ουσιώδη αντικειμενικά δεδομένα της ιστορικής εξέλιξης, είναι λοιπόν κρίσιμη η διάκριση ανάμεσα στα πρωτοπόρα και στα βραδυπορημένα ή, όπως λέει ο Engels, ανάμεσα στα ιστορικά και στα μη ιστορικά έθνη. Αν η κρατική αυτοτέλεια των πρώτων αποτελεί όρο της ιστορικής προόδου, διόλου δεν είναι απαραίτητη η αντίστοιχη αυτοτέλεια των δεύτερων – ίσως μάλιστα να είναι και επιζήμια. Ήδη στα 1849 μιλά ο Engels για τα «απορρίμματα λαών», που είναι έτοιμα κάθε στιγμή να υποστηρίξουν την αντεπανάσταση, ενώ ακριβώς δέκα χρόνια αργότερα, απ’ αφορμή τον ιταλικό ενωτικό αγώνα, εκθέτει με σαφήνεια τις αντιλήψεις του για την επαναστατικά επιθυμητή διαμόρφωση του ευρωπαϊκού χάρτη. Κάθε μόνιμη ρύθμιση, λέει, πρέπει «ν’ αποδίδει όλο και περισσότερο στα μεγάλα και βιώσιμα ευρωπαϊκά έθνη τα φυσικά τους σύνορα, ... ενώ συνάμα τα συντρίμμια λαών, που βρίσκονται εδώ κι εκεί και δεν είναι πια ικανά για μιαν εθνική ύπαρξη, θα παραμείνουν ενσωματωμένα στα μεγαλύτερα έθνη». Από την γενική αυτή τοποθέτηση προκύπτει, πως όταν οι Marx και Engels προτείνουν στα 1853 τη νοτιοσλαβική λύση στα Βαλκάνια δεν το κάνουν επειδή αποδέχονται κι εφαρμόζουν την αρχή των εθνικοτήτων, παρά επειδή προάγουν τους Νοτιοσλάβους, και μάλιστα τους Σέρβους, στην κατηγορία των ιστορικών εθνών. Όπως ξέρουμε, όμως, η προαγωγή αυτή τελούσε αδιάκοπα υπό αίρεση και στο τέλος μάλλον ανακλήθηκε.

Το γεγονός, ότι η πιστή και απαρέγκλιτη εφαρμογή της αρχής των εθνικοτήτων δεν βρίσκεται σε καμμιά αναγκαία σχέση με την υπόθεση της κοινωνικής προόδου και της κοινωνικής επανάστασης, επιβεβαιώνεται στα μάτια των Marx και Engels από το χαμηλό πολιτισμικό επίπεδο των «μη ιστορικών» λαών. Ένα από τα λαμπρότερα γνωρίσματα της προσωπικότητας και της πνευματική ιδιοσυστασίας των Marx και Engels, δηλ. η απουσία κάθε επαρχιωτισμού, εκδηλώνεται στην απερίφραστη άρνηση τους να εξιδανικεύσουν με οποιονδήποτε τρόπο, φολκλοριστικό, ρομαντικό ή φιλανθρωπικό, τους «κατά φύσιν λαΐσκους», που όχι μόνο δεν πρόσφεραν τίποτε στην ευρωπαϊκή εξέλιξη, αλλά και την εμπόδισαν, παραμένοντας στην κοινωνική μορφή της αγροτικής ή κτηνοτροφικής πατριαρχικής μεγαλοοικογένειας και αναμιγνύοντας τις επιδόσεις τους στην παλληκαριά με τις επιδόσεις τους στην ζωοκλοπή και στην ληστεία. Το κοινωνικό τους επίπεδο τους απαγορεύει, έτσι, να παίξουν οποιοδήποτε ουσιαστικό ρόλο στις νέες εξελίξεις· στον βαθμό που η βιομηχανία κερδίζει διεθνώς έδαφος, αυτοί θα ενταχθούν στο σύστημα της σε δευτερεύουσες θέσεις κι επιπλέον θα υποχρεωθούν να αποβάλουν τα «ρομαντικά» τους χαρακτηριστικά· και τούτο θα γίνει όχι μόνο αν κληθούν να ζήσουν κάτω από εξουσία αστική ή αυταρχική, αλλά και κάτω από εξουσία επαναστατική. Αν είναι έτσι, τότε η φιλελεύθερη εξιδανίκευση των «κατά φύσιν λαΐσκων» με πλαίσιο την αδιαφόριστη και ανιστορική εφαρμογή της αρχής των εθνικοτήτων στην πράξη ευνοεί την επέκταση της ρωσσικής επιρροής.

Παναγιώτης Κονδύλης, Εισαγωγή στο Κ. Μαρξ – Φρ. Ένγκελς, Η Ελλάδα, η Τουρκία και το Ανατολικό Ζήτημα, 1985, Αθήνα: Γνώση, σελ. 26-32

Ερασιτεχνική δημιουργία τον Οκτώβριο του 2004.  Τελευταία ενημέρωση:  Κυριακή, 08 Μαρτίου 2015.