|
|
Οι Έλληνες της Τουρκίας και το ανεξάρτητο ελληνικό κράτος
Όπως είδαμε, οι Marx και Engels πιστεύουν ότι οι Νοτιοσλάβοι των Βαλκανίων ήσαν, ήδη εξαιτίας της αριθμητικής τους υπεροχής, οι φυσικοί διάδοχοι των Τούρκων στην περιοχή που γύρω στα μέσα του 19ου αι. αποτελούσε την αποκαλούμενη ευρωπαϊκή Τουρκία· εύχονταν μόνο να πραγματώσουν οι Νοτιοσλάβοι αυτή τη φυσική τους αποστολή όχι ως όργανα της Ρωσσίας, παρά ως αντίπαλοι του αντεπαναστατικού επεκτατισμού της. Οι Έλληνες ως εθνικό σύνολο δεν θεωρούνται υπολογίσιμος παράγοντας για την εξέλιξη των πραγμάτων στον ίδιο χώρο, μολονότι κι αυτοί διαθέτουν ένα ελεύθερο κρατικό κέντρο, όπως οι Νοτιοσλάβοι διαθέτουν την Σερβία. Όταν ο Marx προβάλλει κάπου – παρεμπιπτόντως κι ολότελα υποθετικά – ως εναλλακτική λύση για την αναδόμηση της ευρωπαϊκής Τουρκίας την ίδρυση ή μιας ελληνικής επικράτειας ή μιας ομοσπονδίας σλαβικών κρατών, τότε ως προς το πρώτο σκέλος του διαζεύγματος δεν εκφράζει μια δική του θέση, παρά αναφέρεται σιωπηρά στην πρόταση του χαρτιστή Ε. Jones, που κι αυτός ήταν εναντίον του status quo, αλλά ως φιλέλληνας ήθελε να το αντικαταστήσει κατά κύριο λόγο με μια Μεγάλη Ελλάδα. Άλλωστε ο Marx παραθέτει αλλού επιδοκιμαστικά την άποψη, ότι ο μικρός αριθμός των Ελλήνων δεν επιτρέπει την δημιουργία μιας ελληνικής αυτοκρατορίας στα Βαλκάνια, χώρια που ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα συνεπαγόταν την δραστική αύξηση της ρωσσικής επιρροής. Υπάρχουν βέβαια περιοχές της ευρωπαϊκής Τουρκίας, στις όποιες οι Έλληνες αποτελούν την πλειοψηφία· ο Engels αναφέρει την Θεσσαλία και «ίσως» την Ήπειρο, όμως δεν θεωρεί αποφασιστικό το γεγονός αυτό, γιατί δεν έχει κατά νου τις δυνατότητες και τα όρια επέκτασης του ελληνικού κράτους, παρά την Βαλκανική στο σύνολο της. Η αποφασιστική σημασία της περιορισμένης αριθμητικής παρουσίας των Ελλήνων για τον καθορισμό του γενικότερου πολιτικού τους ρόλου στην περιοχή καταφαίνεται αρνητικά, αλλά επίσης ξεκάθαρα, από το γεγονός ότι ο Engels δεν τους αποδίδει άλλα μειονεκτήματα σε σύγκριση με τους Νοτιοσλάβους· απεναντίας τους διαφοροποιεί αισθητά από τους Αλβανούς π.χ. και επισημαίνει ότι είναι οι σημαντικότεροι έμποροι στα λιμάνια και σε πολλές μεσογειακές πόλεις, ότι η εμπορική τους δραστηριότητα πιάνει από την Μ. Ασία και φτάνει ως το Μάντσεστερ κι ότι η ελληνική κι η σλαβική αστική τάξη είναι γενικά οι φορείς της προόδου στην (ευρωπαϊκή) Τουρκία. Ακολουθώντας τον Fallmerayer, του όποιου γνωρίζουν καλά και υπολήπτονται το έργο, οι Marx και Engels πιστεύουν ότι ο σύγχρονος τους ελληνικός πληθυσμός είναι σλαβικής καταγωγής, που διατήρησε την ελληνική γλώσσα· αν εξαιρεθούν μερικές ευγενείς οικογένειες της Κωνσταντινούπολης και της Τραπεζούντας, λίγο καθαρό αίμα ελληνικό έμεινε στην Ελλάδα. Όπως τεκμαίρεται εύκολα από την σημασία που αποδίδουν οι Marx και Engels στους Σλάβους της Βαλκανικής, η ιδιότητα της σλαβικής καταγωγής δεν αποτελεί στα μάτια τους eo ipso κάποιο εγγενές στοιχείο κατωτερότητας· ωστόσο, και μολονότι η θέση του Fallmerayer επαναλαμβάνεται χωρίς ιδιαίτερη έμφαση και περισσότερο ως απλή εγκυκλοπαιδική πληροφορία, η υιοθέτηση της έχει μια ιδιαίτερη σημασία: υποδηλώνει την απόρριψη των οραμάτων του φιλελεύθερου φιλελληνισμού για ανάσταση της αρχαίας Ελλάδας στα χώματα της σύγχρονης – απόρριψη έντονη γιατί, όπως θα δούμε λίγο παρακάτω, κατά την εκτίμηση των Marx και Engels ο φιλελεύθερος φιλελληνισμός έπαιξε αφελώς το ρωσσικό παιγνίδι. Η ανυπαρξία φυλετικού χάσματος μεταξύ Ελλήνων και Νοτιοσλάβων και συνάμα η θρησκευτική τους κοινότητα στους κόλπους της ορθοδοξίας προσδίδει στην ονομασία «Έλληνας» νόημα υπερεθνικό, έτσι ώστε να σημαίνει τους ορθόδοξους Χριστιανούς, τους Ελληνορθόδοξους της οθωμανικής αυτοκρατορίας στην αντίθεση τους προς τους Μουσουλμάνους· ακολουθώντας τον Fallmerayer, ο Marx χρησιμοποιεί ρητά την λέξη «Έλληνας» με την θρησκευτική της μόνο σημασία και σημειώνει ιδιαίτερα, πότε αυτή χρησιμοποιείται όχι με την έννοια του μη ορθόδοξου Χριστιανού, παρά με την έννοια του μη Σλάβου. Η τελευταία αυτή χρήση γίνεται αναπόδραστη, όταν προβάλλονται (και γίνονται δεκτές) πληροφορίες, σύμφωνα με τις όποιες οι ελληνικοί πληθυσμοί μισούνται από τους υπόλοιπους χριστιανικούς λαούς τής Βαλκανικής, ότι τούτοι εδώ ζητούν την θρησκευτική τους αυτονόμηση κι ότι οπού την κέρδισαν έδιωξαν αμέσως όλους τους παπάδες ελληνικής καταγωγής. Μιλώντας για την κοινωνική οργάνωση των Ελλήνων της Τουρκίας ο Marx έχει ως αυτονόητη εννοιολογική του αφετηρία την αντίθεση Δύσης και Ανατολής, εκκοσμικευμένου φιλελευθερισμού και θεοκρατικής δεσποτείας, αντίθεση με βάση την όποια κατανόησε και το τουρκικό καθεστώς. Στην «Ανατολή», με την ιστορική και κοινωνιολογική σημασία του όρου, δεν ανήκει όμως μόνο η Τουρκία, αλλά εξίσου και το Βυζάντιο ή η Ρωσσία. Η βασική δομή δεν άλλαξε όταν οι Τούρκοι διαδέχθηκαν τους Βυζαντινούς, ούτε και θ’ αλλάξει, αν οι Ρώσσοι διαδεχθούν τους Τούρκους· στην τελευταία αυτή περίπτωση απλώς η «Ανατολή» θα γίνει επιθετικότερη. Ακρογωνιαίος λίθος της δομής αυτής είναι, καθώς γνωρίζουμε, η ενότητα Κράτους και Εκκλησίας, Πολιτικής και Θρησκείας ή Δημόσιου και Ιδιωτικού, μολονότι η χροιά και τα πρόσημα αλλάζουν όταν το ιερό βιβλίο δεν είναι το Κοράνι παρά το Ευαγγέλιο. Εξαιτίας αυτής της θεμελιώδους συνάφειας η παραπάνω ενότητα πέρασε αβίαστα και αυτούσια από το Βυζάντιο στην Τουρκία. Η κοινωνική οργάνωση των ραγιάδων απορρέει από το γεγονός, ότι έχουν δεχθεί να υποταγούν με συνθηκολόγηση, πράγμα που σύμφωνα με το Κοράνι τους εξασφαλίζει το δικαίωμα της ανοχής. Ακριβώς επειδή το Κοράνι θεωρεί ως θεμελιώδη διάκριση την θρησκευτική – εκείνη μεταξύ πιστών και απίστων –, ενώ παράλληλα αγνοεί την διάκριση Εκκλησίας και Κράτους, δίνει την πολιτική διοίκηση των ραγιάδων στον κλήρο τους, επιτρέπει δηλαδή την συνέχιση της βυζαντινής θεοκρατίας, αυτή την φορά όμως υπό την ηγεσία της Εκκλησίας κι όχι του αυτοκράτορα. Κάνοντας τον πατριάρχη αυτοκράτορα των Χριστιανών, μολονότι τον υπέταξαν ταυτόχρονα σ’ έναν αυτοκράτορα αλλόθρησκο, οι Τούρκοι εδραίωσαν ακόμα περισσότερο την ιερατική οργάνωση της κοινωνίας κι επέτρεψαν στην βυζαντινή θεοκρατία ν’ αναπτυχθεί σε έκταση που ούτε οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες δεν είχαν βάλει με το νου τους. Εφόσον η τουρκική κατάκτηση εξάλειψε την βυζαντινή στρατιωτικοπολιτική γραφειοκρατία, τώρα ένα μεγάλο μέρος των εργασιών και των απολαβών της τελευταίας – το μέρος δηλαδή που δεν κρατά για τον εαυτό του ο κατακτητής – περνά στα χέρια του κλήρου, με αποτέλεσμα την συγχώνευση πνευματικών και διοικητικών λειτουργιών ακριβώς την εποχή που στην Δύση αρχίζει ο χωρισμός τους χάρη στην ανάπτυξη ενός κρατικού μηχανισμού ικανού να εκτοπίσει την Εκκλησία από τον έλεγχο της κοινωνικής ζωής. Έτσι οι Τούρκοι, ξεκινώντας από όσα τους επέτασσε η ενότητα Θρησκείας και Πολιτικής, όπως την έβλεπαν από την σκοπιά του Κορανίου, ενισχύουν την ενότητα Θρησκείας και Πολιτικής μέσα στην μάζα όσων δέχονταν το Ευαγγέλιο, δεν περικόπτουν δηλαδή τα προνόμια του χριστιανικού κλήρου, παρά απεναντίας αφήνουν στην Εκκλησία τον ουσιαστικό έλεγχο της κοινωνικής ζωής. Αυτό είναι το παράδοξο, όσο και θεμελιώδες, σημείο για την κατανόηση της κοινωνικής οργάνωσης των ραγιάδων: ακριβώς επειδή ο κατακτητής τους ομολογεί πίστη στο Κοράνι, γι’ αυτό επικεφαλής τους βρίσκεται ο χριστιανικός κλήρος. Η κοινωνική οργάνωση των ραγιάδων δεν είναι λοιπόν κάτι το αυτοφυές ούτε αποτελεί συνέχεια του Βυζαντίου, η οποία θα επιζούσε οπωσδήποτε κάτω από οποιονδήποτε κατακτητή, παρά αναγκαία απόρροια τής τουρκικής κατάκτησης. Το Κοράνι επιβάλλει τη συνένωση πολιτικής και πνευματικής εξουσίας στους ραγιάδες· κι αν αυτό θυμίζει Βυζάντιο, ο λόγος είναι ότι Βυζάντιο και Κοράνι είναι εξίσου «Ανατολή» με την ιστορική και κοινωνιολογική έννοια. Αρνητική απόδειξη της ταυτότητας αυτής είναι ότι η εισαγωγή του Code Civil στην ευρωπαϊκή Τουρκία κι ο εκσυγχρονισμός της ζωής δεν θα σημάνουν μόνο την κατάρρευση της μουσουλμανικής, αλλά και της ελληνορθόδοξης θεοκρατίας. Όπως, τώρα, στον θεοκρατικό χαρακτήρα της οθωμανικής αυτοκρατορίας αντιστοιχεί μια στρατιωτικοπολιτική γραφειοκρατία ολότελα ξένη προς τους κανόνες συμπεριφοράς της σύγχρονης δυτικοευρωπαϊκής, το ίδιο και ο φορέας της ελληνορθόδοξης θεοκρατίας, ο χριστιανικός κλήρος, ασκεί τα πολιτικά και διοικητικά του καθήκοντα χωρίς να κάνει διάκριση προσώπου και αξιώματος, το αξίωμα δηλαδή χρησιμοποιείται κατά κανόνα και δημόσια για προσωπικό όφελος. Όπως ο κατακτητής πουλά τα ιερατικά αξιώματα σε χριστιανούς κληρικούς για όφελος δικό του, έτσι και οι ανώτεροι κληρικοί (μετα)πουλούν όσα αξιώματα μπορούν να διαθέσουν σε κατώτερους, ενώ όλος ο κλήρος εμπορεύεται τις πράξεις του λειτουργήματος του, δηλαδή τις ιεροτελεστίες· παράλληλα, οι (μεγάλες) μονές προσπαθούν να εξασφαλίσουν όσο το δυνατό πιο εκτεταμένη γαιοκτησία. Εξίσου εμπλεγμένη στο παιγνίδι της διαφθοράς, στο οποίο τον τόνο και το παράδειγμα δίνει η τουρκική αφρόκρεμα, είναι και η άλλη ηγετική ομάδα των Ελλήνων ραγιάδων, δηλαδή οι Φαναριώτες. Ο Engels τους αποκαλεί πανούργους και μηχανορράφους, διεφθαρμένο σινάφι μισθοφόρων, ενώ ο Marx ζωγραφίζει με ζοφερά χρώματα την διοίκηση τους στις παραδουνάβιες ηγεμονίες. Τα δώρα, με τα οποία οι οσποδάροι αγόραζαν το αξίωμά τους, ισοφαρίζονταν με φόρους επιβαλλόμενους αμέσως κατόπιν στους υπηκόους τους· αν η Πύλη τους άλλαζε ή τους σκότωνε, το έκανε για να φανεί ότι εισακούει τα παράπονα των δυσαρεστημένων, για να τους αρπάξει τα πλούτη ή για να τους τιμωρήσει επειδή συχνά έπαιζαν το παιγνίδι της Ρωσσίας. Ακόμα και οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες Φαναριωτών ηγεμόνων στον τομέα των αγροτικών σχέσεων έχουν κίνητρα ιδιοτελή: αν θέλουν να παραμερίσουν ως ένα βαθμό τους βογιάρους και να δώσουν γη στους αγρότες, περιορίζοντας την δουλοπαροικία, αυτό το κάνουν για να τους υπαγάγουν κατευθείαν στο κρατικό ταμείο και έτσι ν’ αυξήσουν το μερίδιο του κρατικού (του δικού τους) κορβανά στην εκμετάλλευση τους.
Παναγιώτης Κονδύλης, Εισαγωγή στο Κ. Μαρξ – Φρ. Ένγκελς, Η Ελλάδα, η Τουρκία και το Ανατολικό Ζήτημα, 1985, Αθήνα: Γνώση, σελ. 54-59
|
|