|
|
[«τι είναι η Ελλάς;» η απάντηση του Μάρκου Ρενιέρη, η έννοια του εθνισμού]
Όμως, και πάλι από ενωρίς, η εθνική συνείδηση εξεδήλωσε κάποιες ανησυχίες εμπρός στην βεβαιότητα μιας λογίας μερίδας του Ελληνισμού, επί δύο σχετικών σημείων: πρώτον, ότι η δυτική Ευρώπη εδέχθηκε και αφομοίωσε την ελληνική κληρονομιά, και, δεύτερον ότι, συνεπώς, οι Έλληνες, πηγαίνοντας προς την Δύση και παίρνοντας από εκείνην οδηγίες, συνθήματα, ιδεολογίες, ανακτούν απλώς την προγονική τους περιουσία. Μιλούμε για λογίους, αλλά το πράγμα σ' αυτήν την έκφανση του, δεν είναι νέο: όταν ο Κολοκοτρώνης ήταν παιδί, οι οικείοι του ονειρεύονταν την ώρα όπου η Ελλάδα θα εγινόταν φράγκικο. Έτσι τοποθετεί το σχήμα της μεταγενέστερης ελληνικής ιστορίας ο Μάρκος Ρενιέρης, τον οποίο γνωρίζουμε κιόλας από την συγγραφική του απασχόληση με την φιλοσοφία της ιστορίας. Ένα έτος υστέρα από την έκδοση του βιβλίου του εκείνου, δηλαδή πια στα 1842 (κοντά πολύ στους καιρούς όπου συμβατικά έχουμε βάλει την τομή μιας νέας εποχής της ελληνικής ιστοριογραφίας με τον Κ.Δ. Παπαρρηγόπουλο), δημοσιεύει ανώνυμα ο Ρενιέρης ένα άλλο δοκίμιο: «Τι είναι η Ελλάς;»· ο τίτλος του αναλύεται αμέσως απαρχής με έναν υπότιτλο: «Τι είναι η Ελλάς; Ανατολή ή Δύσις;». Ο Ρενιέρης έχει λύσει το ζήτημα στην συνείδηση του, όταν θέτει το ερώτημα. Η έκταση του προβλήματος είναι γι' αυτόν ξεκάθαρη: ...«φανερόν ότι ούσης της Ελλάδος Ανατολής και ο εθνισμός αυτής είναι ανατολικός· ότι επομένως ο δυτικός πολιτισμός είναι προς αυτήν αντίθετος και πολέμιος». Αν δεχθούμε την αντίθετη λύση, ...«αί συνέπειαι θέλουν εισθαι εκ διαμέτρου εναντίαι. Δεχόμενη η Ελλάς... τον δυτικόν πολιτισμόν... δεν απαρνείται τον εθνισμόν της, αλλά πληροί αυτόν». Η απάντηση του Ρενιέρη είναι ότι οι Έλληνες είναι δυτικοί. Με σαρκασμό θυμίζει τα λόγια του Λουκά Νοταρά: «κρείττον εστίν ιδείν εν μέσω της πόλεως φακιόλιον βασιλευον Τούρκων ή καλύπτραν λατινικήν», και τα επακόλουθα, άμεσα και απώτερα, της νοοτροπίας αυτής για τα ελληνικά πράγματα. Πάντως, μας ενδιαφέρουν και η θέση του προβλήματος, όπως παρέχεται από τον Ρενιέρη, η λύση, βέβαια, την οποία μας προτείνει, αλλά και ένας όρος τον οποίο χρησιμοποιεί, και που μας χρειάζεται πολύ: εθνισμός. Οι έννοιες, σ' εκείνα ακόμη τα χρόνια, μέσα στον ελληνικό πνευματικό χώρο δεν είναι πάντοτε αποσαφηνισμένες, και, συνεπώς, οι όροι οι όποιοι χρησιμοποιούνται δεν μας οδηγούν με ασφάλεια προς αυτές· άλλωστε, και των ιδίων των όρων ο μεγάλος συνδηλωτικός στέφανος δεν συντελεί καθόλου στην επακρίβωση των εννοιών. Στην περίπτωση αυτήν, του όρου εθνισμός, πρόκειται για νεολογισμό, ο όποιος τότε παρουσιάζει μία άξια λόγου πυκνότητα στην χρήση: ο Σ. Α. Κουμανούδης, πολύ χαρακτηριστικά, στην Συναγωγή του, διαπιστώνει κιόλας την έλλειψη σαφήνειας που έχει η λέξη: στα λεξικά της εποχής την βρίσκει ερμηνευμένη με τρεις γαλλικές λέξεις, οι όποιες δεν είναι ταυτόσημες· έχουμε: esprit national, patriotisme, nationalité. H τριπλή αυτή απόδοση φαίνεται ορθή· ωστόσο μας χρειάζεται και άλλη μία έννοια: τα εθνικά χαρακτηριστικά, η εθνική Ιδιοσυστασία, η εθνική χαρακτηρολογία, σε αντιδιαστολή με ό,τι διαπιστώνεται σε άλλες εθνότητες. Η πυκνή χρήση του όρου και η πολυσημία του εκφράζουν, βέβαια, την ακμή των αντιστοίχων εννοιών άλλωστε, θα είχαμε, νομίζω, και άλλο ένα νοούμενο, την εθνική συνείδηση. Ωστόσο, η επικρατέστερη αποδοχή του στους καιρούς που μας απασχολούν, φαίνεται να είναι η αναφερομένη στην εθνική χαρακτηρολογία. Ολόκληρο το ελληνικό της εποχής, στην πνευματική του υπόσταση, ασχολείται με το θέμα της ελληνικής χαρακτηρολογικής ταυτότητας. Στην γενναία διατύπωση του Ρενιέρη, έχουμε δύο ειδών διαφορετικές στάσεις να αντιπαραθέσουμε. Πρώτον, την ροπή προς την Ανατολή, φαινόμενο σπάνιο, και δεμένο ιδίως με τα θρησκευτικά πράγματα του Ελληνισμού, την Ανατολική Εκκλησία, την Ανατολική Αυτοκρατορία, και, πιο ήπια, την Ελληνική Ανατολή, ή, όπως εσυνηθιζόταν τότε η έκφραση, την καθ’ ημάς Ανατολή. Η επέκταση αυτής της επιλογής προς την ταύτιση με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, δεν μπορούσε, τουλάχιστον μέσα στον ελλαδικό πνευματικό χώρο, να αποτελέσει καλόδεκτη απάντηση στο ερώτημα του Ρενιέρη· πολύ αργότερα έχουμε να προσέξουμε μία αντίδραση του Κ.Δ. Παπαρρηγόπουλου σ' αυτήν την στάση, προτεινομένη από Δυτικούς: την αποβάλλει σαν μία καινούρια περιττή παραδοξολογία. Δεύτερη, πολύ πιο ουσιαστική τοποθέτηση, γιατί εκφράζει προφανώς μια βαθιά έφεση του Ελληνισμού, διαδηλώνει την πεποίθηση ότι το γένος αποτελεί ένα ιδιότυπο, ιδιόρρυθμο, φαινόμενο, που δεν είναι ούτε Δύση ούτε Ανατολή, κρίκος που ενώνει, ή χωρίζει, τα δύο. Ας μην ξεχνούμε ότι πολύ κοντά στους καιρούς όπου βρισκόμαστε τώρα εδώ, σ' αυτήν την αφήγηση, έρχεται η αγόρευση του Ιωάννη Κωλέττη, στην Εθνοσυνέλευση, 14 Ιανουαρίου του 1844, όπου ακούεται λόγος προορισμένος σε μεγάλη, εξέχουσα μοίρα, η Μεγάλη Ιδέα. Μία από τις σαφέστερες έννοιες του πολύσημου αυτού όρου, τονίζει ότι ο Ελληνισμός στρέφεται συνάμα προς τις δύο κατευθύνσεις, προς την Ανατολή και προς την Δύση. Η έννοια, άλλωστε, αυτή αποτελούσε, σε όλη την δεκάχρονη περίοδο που προηγείται, κοινό τόπο μέσα στον χώρο των ελληνικών προβληματισμών. Τρίσημο σχήμα: Δύση- Ελλάδα- Ανατολή.
Κ.Θ. Δημαράς, Κ. Παπαρρηγόπουλος, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2006, σ. 64-67
|
|