ιστορικό δημοσιεύσεων

Καλώς ήρθατε! στον προσωπικό δικτυακό τόπο του Βασίλη Συμεωνίδη

αρχική

 

φιλολογικά

 
έκθεση α΄ λυκείου
 
έκθεση β΄ λυκείου
 
έκθεση γ΄ λυκείου
 

λογοτεχνία

 

αρχαία

 

ιστορία σχολική

 

ιστορία

 

φιλοσοφία
 
εκτός ύλης
 
συζητώντας
 
εργασίες συναδέρφων
 
ιδέες διδασκαλίας
 
επικοινωνία

.................................

Βασίλης Συμεωνίδης

δικτυακός τόπος

με εκπαιδευτικό και διδακτικό σκοπό

 

 

η αντιγραφή είναι ελεύθερη με την υπενθύμιση ότι η αναφορά στην πηγή τιμά αυτόν που την κάνει

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

 

 
 
 

τεχνική υποστήριξη

Σταυρούλα Φώλια

[εξαρχαϊσμός και εθνωνυμία]

 

Ωστόσο, από όσα επροηγήθηκαν, είμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε ένια από τα ζητήματα που απασχολούν την ιστορία μας στην περίοδο του χρόνου την οποία μελετούμε. Πρώτιστα αναφέρομαι στον εξαρχαΐσμό: εξαρχαϊσμός του λεξιλογίου, γραμματικός εξαρχαϊσμός. Εύκολο, αλλά και επιβαλλόμενο είναι να συσχετίσουμε το όλο αυτό ζήτημα με την ελληνική συνείδηση όπως την βλέπουμε διαμορφωμένη σ' εκείνα τα χρόνια. Στις προηγούμενες σελίδες συναντούμε επανειλημμένα τις ροπές προς την αξιοποίηση της προγονικής κληρονομιάς, προς τον εξαρχαΐσμό των ονομάτων και των όρων. Μέσα, άλλωστε, στον ίδιο παλμό, έχουμε, βαθμιαία πάντοτε, την ανέλευση των όρων Έλλην, ελληνικός, ως ονομάτων εθνικών. Παλαιότερα, οι όροι αυτοί, αναγόμενοι άμεσα σε θρησκευτικά βιώματα αλλότρια από των χριστιανισμό, δηλαδή στην συσχέτιση τους με την ειδωλολατρία, παρουσιάζουν σπανίως την εθνική χρήση· ενώ τώρα, η χρήση αυτή ολοένα πυκνώνει. Ξέραμε ότι ελληνικά, ελληνική γλώσσα, σ’ εκείνα τα χρόνια, κάτω από την γραφίδα των λογίων, αναφέρονται αποκλειστικώς στήν αρχαιότητα. Προκειμένου για το εθνώνυμο τότε, μπορούμε να αρχίσουμε από τον αντίστοιχο χαρακτηρισμό της γλώσσας· κοινή, ρωμέικη, γραικική. Έτσι, για να εξασφαλίσουμε τον διαφορισμό τους από τα αρχαία, έχουμε πρώτα τούς αρμοδίους τεχνικούς ορούς: κοινή, πού έχει αποβάλει την αρχαία ειδική γλωσσική σημασία της, ή, ακόμη, πεζή· το ρήμα πεζεύω εκφράζει την μετάφραση από τα αρχαία στα νεότερα ελληνικά, ό,τι ονομάσθηκε στους καιρούς μας, από τον Σεφέρη, μεταγραφή. Τα υπόλοιπα προϋποθέτουν τις εθνικές ονομασίες, τα εθνικά Ρωμαίος (Ρωμιός), Γραικός. Η συζήτηση για την εθνωνυμία διαγράφεται αρκετά ενωρίς μέσα στο φάσμα των προβλημάτων όσα θέτει ο Διαφωτισμός· σκέπτομαι τον Ευγένιο Βούλγαρη, στα 1768, ο οποίος αποφεύγει το Έλληνες, «διά την έμφασιν της ειδωλοθρησκείας», και το Ρωμαίοι, για να μην γίνεται σύγχυση με την δυτική ορολογία. Ο Δ. Καταρτζής, στην έφεση του προς την λαλουμένη, αποδέχεται το Ρωμιοί· «πως είχαμε προγόνους τούς Έλληνες, τιμή μεγαλώτατη, χωρίς να πρετεντέρουμε τ’ όνομα». Αυτά, γύρω στα 1783. Η διαφορά με την άποψη του Κοραή, εκφρασμένη το 1805, φανερώνει την έντονη ανέλευση του όρου ελληνικός: αποκλείει («μη δια τούς οικτιρμούς του Θεού Ρωμαίος») δηλαδή το Ρωμιός, δέχεται το Γραικός· «επρόκρινα το, Γραικοί, επειδή ούτω μας ονομάζουσι και όλα τα φωτισμένα έθνη της Ευρώπης». Από εδώ κι εμπρός το Έλλην, Έλληνες, ελληνικός και λοιπά, θα υποκατασταθεί σε όλα τα άλλα, με συνδήλωση την εθνική καταγωγή από την αρχαιότητα. Φυσικά, το προβάδισμα το έχει η λογιοσύνη· ξεκαθαρίζει μία καινούρια έννοια για την εποχή: την οικουμενικότητα του Ελληνισμού. Ωραία εκφράζει ο Νεόφυτος Δούκας, επανειλημμένως, «Έλληνας δε εννοώ, όταν προφέρω το γλυκύ τούτο και πράγμα και όνομα, ουχί μόνον τους ολίγους εκείνους τους κατοικουντας την αρχαίαν Ελλάδα, αλλ’ απλώς πάσαν την έκτασιν εν η ομιλείται αύτη η νεωτέρα των Ελλήνων διάλεκτος δι’ ης καλλιεργείται και φθάνει έκαστος εις το ίδιον τέλος· τοιούτοι δε είναι οι από του Προύθου ποταμού μέχρι του Νείλου πάντες σχεδόν οι μεταξύ κατοικούντες». Αυτά έγραφε το 1811.

 Αργότερα, στα 1816, βλέπουμε πάντοτε την έμφαση του ελληνικού. Ήταν οι καιροί όπου επιχειρήθηκε στην Πόλη η έκδοση του μεγάλου λεξικού, πού ονοματίσθηκε Κιβωτός της ελληνικής γλώσσης· τότε, ανώνυμος σχολιαστής έγραφε ότι τούτο θα είναι εντελέστατο έργο, «Ελληνικόν υπό Ελλήνων δι’ Έλληνας» παρασκευασμένο.

Εδώ, όμως, φαίνεται η στιγμή κατάλληλη για να αναφερθούμε στα σχετικά με τους κοινούς τόπους, με τους όποιους κλείνει το κεφάλαιο μας αυτό. Θα δούμε έτσι, για άλλη μια φορά, να σμίγουν οι μεταγενέστερες μορφές της παιδείας, με τα παραδοσιακά σχήματα. Ο παλαιότερος κλασικισμός, πράγματι, δεν εθήρευε την πρωτοτυπία· αντιθέτως, είχε θεσμοθετήσει, ανάμεσα στους θεμελιακούς κανόνες του, την μίμηση: οι μαθητευόμενοι λόγιοι, στο Βυζάντιο, στην Τουρκοκρατία, διδάσκονται να συνάγουν από τους καλούς συγγραφείς εκφράσεις που να τους φαίνονται χρήσιμες για κάποιες περιπτώσεις, και να τις εντάσσουν, όταν τους δίνεται η ευκαιρία, μέσα στα κείμενα τους. Εξασφάλιζε κανείς έτσι όχι μόνο μία ωραία διατύπωση, αλλά και, για τους μυημένους, εχέγγυα λογιοσύνης. Η χρήση κοινοτοπιών, δηλαδή, αποτελούσε τίτλο τιμής· και η μεθόδευση αυτή συνεχίζεται ως τον αιώνα τον όποιο μελετούμε. Έχουμε, λοιπόν, κάθε λόγο να πιστεύουμε ότι το κείμενο αυτό που παραθέσαμε, το σχόλιο για την Κιβωτό, με την επιγραμματική του διατύπωση, επέρασε κάποτε από τα χέρια του Δούκα, απομνημονεύθηκε, και εφανερώθηκε πάλι στην ώρα του, προκειμένου να τιμηθεί ό Γρηγόριος Κωνσταντάς, που, με την έκδοση την όποια έκανε, των επιστολών του Συνεσίου, παρουσίασε πρώτος «Έλλην πρός Έλληνας Έλληνα συγγραφέα». Στους κοινούς, άλλωστε, τόπους της εποχής, ανήκει και «το γλυκύ τούτο και πράγμα και όνομα».

Είναι αυτά μία ένδειξη για να διαπιστωθεί η τροπή προς την αρχαιότητα· αλλά υπάρχουν και άλλες πολλές: καλό είναι να μνημονευθούν δύο τουλάχιστον γενικές αρχές της εποχής, οι όποιες άγουν προς τον γλωσσικό αρχαϊσμό. Την μία την ξαναβρίσκουμε αργότερα χωρίς καμία ανανέωση: είναι η επιθυμία να γίνει αισθητό στους ξένους ότι οι σημερινοί Έλληνες, όντας απόγονοι των αρχαίων, μιλούν αρχαία ελληνικά.

 

Κ.Θ. Δημαράς, Κ. Παπαρρηγόπουλος, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2006, 80-83

Ερασιτεχνική δημιουργία τον Οκτώβριο του 2004.  Τελευταία ενημέρωση:  Κυριακή, 08 Μαρτίου 2015.