|
|
[ο εθνικός ποιητής] Όσο για την ιδιάζουσα χρήση του όρου εθνικός, οφείλουμε και πάλι να καταλήξουμε στα γαλλικά πράγματα. Έχει δύο σημαινόμενα, τα όποια μπορεί κανείς να αναγάγει σε μιαν αρχή, αλλά πού τελικά χωρίζουν εντελώς. Είναι ο εθνικός, σε αντίθεση είτε προς κάποια έννοια διεθνική ή προς κάποια έννοια τοπική: ο εθνικός, πού εκφράζει την εθνότητα, ολόκληρη την εθνότητα, και μόνο την εθνότητα. Κάτι σαν κατάχρηση, υπέρχρηση, του λόγου, μπορεί να μας φέρει στον εθνικό ποιητή. Γιατί αυτό το κάτι είναι πού εκφράζει ακέρια την εθνότητα, η όποια, όπως ξέρουμε, συνοδεύεται με κάποια δυσμένεια, ή πάντως επιφυλακτική στάση απέναντι στις άλλες εθνότητες· μα είναι και ο ποιητής, που, με τον εμπνευσμένο λόγο του, διαδηλώνει τα πάθη και τα συναισθήματα ολόκληρου του λαού στον όποιο ανήκει. (Προσθέτω ότι, πάντως στην γλώσσα μας, ο όρος παρουσίασε μία ειδική πολυσημία, που κατέστησε ακόμη πιο ρευστή την χρήση του· εννοώ την σημασία του δημοτικού, όπου εθνικά ποιήματα = ποιήματα γραμμένα ή απομνημονευμένα στην δημοτική, την λαϊκή, εθνική γλώσσα, ή, ακόμη, δημοτικά τραγούδια· ανάλογη επέκταση, φυσικά, χωρεί και ως προς τον εθνικό ποιητή = τον ποιητή που γράφει ποιήματα σε δημοτική γλώσσα.) Βεβαίως, με την συναισθηματικότητα, τον στόμφο τον οποίο συνεπάγεται, με την έξαρση της εννοίας του έθνους, αυτή η διατύπωση δεν θα μπορούσε εύκολα να ανθίσει έξω από τον ρομαντισμό· και ακριβώς για ρομαντισμό μιλούμε σ’ αυτό το βιβλίο. Δεν είναι κακή η στιγμή να θυμηθούμε ότι κοντά στον Hugo και τον Λαμαρτίνο, αλλά ολίγο πιο εμπρός από τους δυο τους, στέκει, τόσο στην ευρωπαϊκή συνείδηση των καιρών εκείνων, όσο και στην γαλλική συνείδηση, δηλαδή στην ελληνική διπλά, στεκει πρώτος και ασύγκριτος ο Beranger. Στον θάνατο του (1857), ελέχθηκε από τον Ναπολέοντα ότι ήταν ο εθνικός ποιητής της Γαλλίας. Στην Ελλάδα, εθνικό ποιητή διαβάζουμε στα 1859, τον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη· με αυτό το επίθετο τον χαρακτηρίζει, άλλωστε, ο Κ.Δ. Παπαρρηγόπουλος το 1872. Στα 1863, 1864, ονοματίζεται έτσι ο Π. Σούτσος, γύρω στα 1870 ο Σολωμός, ύστερα ο Α. Παράσχος, ο Βασιλειάδης, άλλοι. Η καμπύλη μας ξεπερνάει τα πλαίσια της μελέτης μας· αλλά συχνά, για να γνωρίσουμε ακέριο το περιεχόμενο ενός όρου σε οποίο συγκεκριμένο σημείο της διαχρονικής τροχιάς του, απαιτείται αυτό το σημείο να το ξεπεράσουμε ή σε μία κατεύθυνση, να ιδούμε, δηλαδή, είτε τα προηγούμενα του είτε την απόληξη του, ή και στις δύο κατευθύνσεις: προς ό,τι προηγήθηκε από την στιγμή την όποια μελετούμε, και προς ό,τι ακολούθησε. Έτσι, για να ολοκληρωθεί το νόημα εθνικός ποιητής όπως διακινήθηκε μέσα στην ελληνική συνείδηση, ας σημειωθεί ότι ο νόμος ΓΦΝς' του 1910, περιέχει, ανάμεσα στις άλλες του διατάξεις, τα ακόλουθα: «Διορίζονται προς τούτοις διά Β. Διατάγματος τη προτάσει του Υπουργού των Στρατιωτικών εθνικοί ποιηταί προσενεγκόντες ανεγνωρισμένας έθνικάς υπηρεσίας και απηλλαγμένοι του ιδιώματος του μαλλιαρισμού προς εκτέλεσιν των χρεών του εθνοκήρυκος εν το στρατεύματι». Πραγματοποιείται, κατά τρόπο ιδιόρρυθμο αλλά συγκλονιστικό η παρακέλευση του Σπ. Ζαμπελίου (1859): «η πάτριος Εκκλησία και η Ποίησις· ιερεύς δε και λειτουργός ο εθνικός ποιητής».
Κ.Θ. Δημαράς, Κ. Παπαρρηγόπουλος, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2006, 88-89
[ο εθνικός ιστοριογράφος Κ.Δ. Παπαρρηγόπουλος]
Η μεγαλύτερη αύτη ανάλυση δεν αλλοιώνει, το βασικό σχήμα, που, επίμονα, ακολουθώντας δυτικά πρότυπα, αποδέχεται τρεις περιόδους της ιστορίας, πάλαιαν, μέσην και νεωτέραν. Αλλά, άμεσα αυτός σχετισμένος με την ζήτηση μας, ένας άλλος, ιδιόρρυθμος και μεγαλοφάνταστος ιστοριογράφος, τον όποιο ήδη γνωρίζουμε, ο Σπ. Ζαμπέλιος, είχε προλειάνει το έδαφος για την τελική, ιδεολογική πια, διαμόρφωση. Πράγματι, προϋπόθεση για το τρίσημο πλαίσιο της ελληνικής ιστορίας, όπως έχει θεσμοθετηθεί με την I.E.Ε. στην οριστική της μορφή, δηλαδή από τα 1860 και πέρα, είναι η αποκατάσταση του Βυζαντίου· την αποκατάσταση αυτήν εισηγήθηκε ρωμαλέα, ενωρίτερα, ο Σπ. Ζαμπέλιος. Ο στοχασμός, άλλωστε, του Λευκαδίτη ιστοριογράφου, νευρικός, θολερός, αμφιβολικός, τον έφερε πάντοτε, με δύσληπτο τρόπο και χωρίς την έλξη που απαιτείται για να επικρατήσει μια γνώμη στο ευρύτερο κοινό, τον έφερε προς μελέτες που αγγίζουν την θεωρία της ιστορίας, την φιλοσοφία της ιστορίας. Στον τομέα αυτόν, έπλασε τον όρο ιστοριονομία, ιστοριονομικός, σύμφωνο εντελώς προς τις νεολογικές αντιλήψεις τής εποχής του, και άξιο, στην βραχύτητά του, την μονολεκτικότητά του και την εκφραστικότητα του, να επιζήσει μέσα στην παιδεία μας. Με το τέλος της Εισαγωγής μας αυτής, αισθανόμαστε τον Κ.Δ. Παπαρρηγόπουλο να πλησιάζει. Όμως, για να διαθέτουμε, προκειμένου να αφηγηθούμε τα ιστορικά του, όσο γίνεται περισσότερα στοιχεία, καλό φαίνεται να τον εντάξουμε στην ιδιοτυπία του είδους, να γνωρισθούμε, δηλαδή, με τον ιστοριογράφο και με τον άνθρωπο. Ο ιστοριογράφος —ό,τι ελέχθηκε για τον ποιητή και για τον ρήτορα— γεννιέται. Δηλαδή, υπάρχει μία διάσταση του κόσμου, η οποία προσφέρεται, κατάλληλο έδαφος για κάποιες ιδιοφυίες ερευνητικές ή και συγγραφικές· η συνάντηση μιας τέτοιας ιδιοφυίας με τους ιδιαιτέρους εκείνους όρους οι όποιοι θα επιτρέψουν την συσχέτιση με την ιστορία, δημιουργεί τον γνήσιο ιστοριογράφο. Ας προσθέσουμε ότι γνήσιος ιστοριογράφος δεν είναι, αναγκαστικά, ο αποκλειστικός ιστοριογράφος· συχνά, μάλιστα, συμβαίνει, η ιστορία να τον έχει προσεγγίσει μέσα από άλλα ενδιαφέροντα, και από κοσμοθεωρίες άσχετες. Αλλά είναι εκείνος στον οποίο ενυπάρχει ζωντανή η αίσθηση του χρόνου, έστω και κατευθυνόμενη, όπως είπαμε, προς θέματα πού δεν ανήκουν οργανικά στην ιστορική επιστήμη. Για τούτο, για την πολλαπλότητα των δρόμων από τους οποίους μπορεί ο ειδικά προικισμένος άνθρωπος να προσπελάσει στην ιστοριογραφία, δεν είναι εύκολο να προσδιορίσει κανείς την φύση την οποία εκφράζει μέσα στην ιδιοσυγκρασία του όποιου ιστοριογράφου η ροπή του προς την ιστορία. Ίσως η ιστορική θέαση, η αίσθηση του γίγνεσθαι, η ανάγκη η οποία προκαλείται στις ιδιοφυίες αυτές να τοποθετούν την όποια τους γνώση σε μία κλίμακα διαχρονική, ανάμεσα, δηλαδή, στο πριν και στο μετά, να είναι η απλούστερη, και, κατά τούτο βαθύτερη, ιδιότητα του γεννημένου ιστοριογράφου.
|
|