|
|
Η άνοδος και η πτώση του ποντιακού ελληνισμού Ένα από τα πιο εντυπωσιακά φαινόμενα στη νεότερη ιστορία μας είναι η μεγάλη οικονομική και πολιτισμική ανάπτυξη των Ποντίων το 19ο και τις αρχές του 20ού αιώνα. Βέβαια οι Έλληνες του Πόντου δεν ήταν ξεχωριστό τμήμα από το υπόλοιπο σώμα του μικρασιατικού Ελληνισμού, αλλά η ανάδυση τους και ο γενικότερος δυναμισμός τους παρουσιάζει -για λόγους γεωγραφικούς κυρίως- αρκετές ιδιομορφίες. Σημειώνουμε καταρχήν ότι ήταν το πιο απομονωμένο κομμάτι του ελληνικού στοιχείου σε ολόκληρη την οθωμανική αυτοκρατορία, ότι ζούσε σε μια χώρα μάλλον φτωχή και οπωσδήποτε εγκαταλειμμένη από το οθωμανικό κράτος, ότι αποτελούσε σταθερά τη μειοψηφία μέσα σ' ένα πλήθος αλλόθρησκων και αλλόγλωσσων λαών και ότι είχε τις λιγότερες προσβάσεις, εξαιτίας της μακρινής απόστασης, προς τα δυτικοευρωπαϊκά εκείνα κέντρα από όπου ο υπόλοιπος ελληνικός κόσμος αντλούσε πολιτισμικά, ιδεολογικά και οικονομικοκοινωνικά στοιχεία. Και όμως, παρ’ όλα αυτά, οι Έλληνες του Πόντου κατά τον τελευταίο αιώνα της ιστορίας τους, πριν από τη Μικρασιατική καταστροφή και τον ξεριζωμό, κατάφεραν: α) να εξασφαλίσουν κυρίαρχη οικονομική θέση στα μεγάλα αστικά κέντρα των ποντιακών παραλίων και του ανατολικού Ευξείνου· β) να εμφανίσουν ένα ιδιόμορφο δημογραφικό δυναμισμό, που τους επέτρεψε να κάνουν αισθητή την αριθμητική τους παρουσία στον Πόντο και να εποικίσουν παράλιες ή μεσογειακές περιοχές του Καυκάσου, της Κριμαίας και της ρωσικής ενδοχώρας· γ) να προβάλουν μια αξιοζήλευτη πολιτισμική (και εκπαιδευτική κυρίως) δραστηριότητα• και δ) τέλος, να διεκδικήσουν ανεξάρτητη κρατική υπόσταση ή αυτονομία κατά τη λήξη του α' παγκόσμιου πόλεμου, μέσα στα πλαίσια μιας Ποντοαρμενικής Δημοκρατίας. Τα αίτια αυτής της ανόδου δεν είναι ακόμα ξεκαθαρισμένα. Αναμφισβήτητο ρόλο έπαιξε η οικονομική σημασία που απόκτησε κατά καιρούς η περιοχή: Πρώτα με την εκμετάλλευση των μεταλλείων (κυρίως της Αργυρόπολης), στη συνέχεια με την ανάπτυξη του εμπορικού δρόμου Τραπεζούντας-Ταυρίδας και αργότερα (από την εποχή του Κριμαϊκού Πολέμου, 1853-56) με την ανάπτυξη των εμπορικών ανταλλαγών ανάμεσα στα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας (προπάντων της Κριμαίας) και της δυτικής Ευρώπης. Σημαντικό ρόλο έπαιξε οπωσδήποτε και η γειτνίαση του Πόντου (από τις αρχές του 19ου αιώνα) με την ορθόδοξη Ρωσία, γεγονός που έγινε βέβαια αφορμή για αλλεπάλληλες ταλαιπωρίες του πληθυσμού (μετακινήσεις, πολεμικές περιπέτειες, σφαγές, λεηλασίες κλπ.), αλλά που ταυτόχρονα έδωσε πρωτόγνωρες ευκαιρίες πλουτισμού, κοινωνικών διαφοροποιήσεων και πολιτισμικής ανόδου. Τέλος, ευνοϊκές επιπτώσεις είχαν και οι οθωμανικές μεταρρυθμίσεις, που άρχισαν να εφαρμόζονται εκεί (με ευρωπαϊκή πίεση και με τη βοήθεια ξένων, θρησκευτικών κυρίως, αποστολών) από το 1839 και περισσότερο από το 1856 και ύστερα. Η οικονομική ανάκαμψη συνδυάστηκε με δημογραφική άνοδο. Αρχικά βέβαια το ελληνορθόδοξο στοιχείο του Πόντου υπέστη μια καθίζηση (από 215 χιλ. ψυχές το 16ο αιώνα σε 160 χιλ. τον επόμενο, ίσως εξαιτίας των εξισλαμισμών, της κακοδιοίκησης και των μεταναστεύσεων, μετά το κλείσιμο των μεταλλείων της Αργυρόπολης). Στο 19ο αιώνα όμως παρουσίασε εντυπωσιακή αύξηση (260 χιλ. στα 1865, 330 χιλ. στα 1880), προπάντων στα αστικά κέντρα (ο ελληνικός πληθυσμός της Τραπεζούντας υπερδιπλασιάστηκε μεταξύ 1820 και 1870). Αξιοσημείωτη είναι η πολιτισμική άνοδος του ποντιακού Ελληνισμού. Η εκπαίδευση εκεί ήταν και πλατιά και προοδευτική. Γύρω στα 1860 οι Έλληνες του Πόντου διέθεταν πάνω από 100 σχολεία. Στις παραμονές της καταστροφής (1919) ο αριθμός των σχολείων τους είχε ανεβεί στα 1401 (και οι μαθητές σε 85.890!). Οι Πόντιοι (στη γενέτειρα ή στις αποικίες της Ρωσίας) διέθεταν επίσης τυπογραφεία, λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες (πάνω από 20 στα 1920), θέατρα, λέσχες, ευαγή ιδρύματα κλπ. O δυναμισμός αυτός οδήγησε αναπόφευκτα σε πολιτικές και εθνικές φιλοδοξίες. Έτσι, μετά την κατάρρευση της οθωμανικής αυτοκρατορίας (αλλά και της τσαρικής), ηγετικά στελέχη, κυρίως των ποντιακών κοινοτήτων του Ευξείνου και της δυτικής Ευρώπης, οραματίστηκαν κάποιας μορφής εθνική αποκατάσταση. Συνέδρια (με αποκορύφωμα το Παμποντιακό του 1919), ενώσεις, ψηφίσματα, παραστάσεις και υπομνήματα προς το Συνέδριο της Ειρήνης (με πρωτεργάτη τον Πόντιο της Μασσαλίας Κωνστ. Κωνσταντινίδη), διαπραγματεύσεις του δραστήριου μητροπολίτη Τραπεζούντας Χρύσανθου Φιλιππίδη, (με Ρώσους, Άγγλους, Αρμένιους και Τούρκους) όλα αυτά δείχνουν ακριβώς την ευρωστία και την υπερβολική οπωσδήποτε αυτοπεποίθηση που χαρακτήριζε το ποντιακό στοιχείο την εποχή εκείνη των μεγάλων και απροσδόκητων εθνικών και εδαφικών ανακατατάξεων. Όλα βέβαια τα σχέδια εκείνα ναυάγησαν εξαιτίας των ανυπέρβλητων εγγενών δυσκολιών, αλλά και της νέας τροπής που πήραν τα πράγματα σε βάρος των Αρμενίων και των Ελλήνων, ύστερα από την κατάρρευση των πρώτων, το φθινόπωρο του 1920, και, τέλος, μετά την ελληνική ήττα του 1922.
Βιβλιογραφία: Οδ. Λαμψίδης, Ποντιακαί έρευναι. 1: Οι Έλληνες του Πόντου υπό τους Τούρκους (1461Ί922), ΑΘ. 1957. Αλ. Αλεξανδρής, «Η ανάπτυξη του εθνικού πνεύματος των Ελλήνων του Πόντου (1918-1922). Ελληνική εξωτερική πολιτική και τουρκική αντίδραση», στον τόμο «Μελετήματα γύρω από τον Βενιζέλο και την εποχή του», Αθήνα 1980, σ. 427-474. Θέματα Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας από τις πηγές, Αθήνα 1994, ΟΕΔΒ, σ. 313-315
|
|