|
|
Το τέλος του Κριμαϊκού Πολέμου: επιπτώσεις και μεταρρυθμίσεις στην Οθωμανική Αυτοκρατορία
Τον Ιανουάριο του 1856, ο Κριμαϊκός Πόλεμος έλαβε απρόσμενη τροπή όταν η Αυστρία αποφάσισε να αναμιχθεί. Πιο συγκεκριμένα, προειδοποίησε τη Ρωσία ότι εάν δεν δεχόταν τον τερματισμό των εχθροπραξιών και δεν προσερχόταν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, θα αναλάμβανε στρατιωτική δράση εναντίον της. Στο μεταξύ, οι ρωσικές δυνάμεις αντιμετώπιζαν ήδη δυσκολίες στην αναμέτρηση τους τόσο με τους Οθωμανούς όσο και με τους Αγγλογάλλους. Το ενδεχόμενο ενός τριμέτωπου πολέμου, που μπορούσε να έχει ολέθριες επιπτώσεις για τη Ρωσία, οδήγησε τον τσάρο σε συμβιβασμό. Τον Μάρτιο του 1856, στο Παρίσι τα αντιμαχόμενα μέρη υπέγραψαν συνθήκη ειρήνης, η οποία μεταξύ άλλων προέβλεπε: την αποστρατιωτικοποίηοη του Εύξεινου Πόντου και τον ελεύθερο διάπλου του από τους εμπορικούς στόλους όλων των κρατών. Με το ίδιο κείμενο, οι εμπλεκόμενες πλευρές αναγνώριζαν την εδαφική ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ενώ η Ρωσία υποχρεωνόταν να παραιτηθεί από το ρόλο της «προστάτιδας» των χριστιανών υπηκόων του σουλτάνου. Η Συνθήκη του Παρισιού στην ουσία προσπάθησε να ικανοποιήσει τα αιτήματα όλων των πλευρών. Και εν μέρει τα κατάφερε. Οι Ρώσοι πέτυχαν την ανεμπόδιστη έξοδο τους στη Μεσόγειο. Οι Άγγλοι και οι Γάλλοι κατόρθωσαν να περισώσουν τη σύμμαχο αυτοκρατορία και μαζί της τα προνόμια που αυτή τούς παρείχε, ενώ οι Οθωμανοί κατάφεραν να απαλλαγούν από τη ρωσική παρεμβατικότητα στα εσωτερικά τους. Ο Κριμαϊκός Πόλεμος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ορόσημο. Η έκρηξη του έκλεινε τις εκκρεμότητες μιας εποχής, ενώ η λήξη του άνοιγε το κεφάλαιο μιας άλλης. Για τους χριστιανικούς πληθυσμούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σηματοδότησε την αρχή μιας περιόδου, κύριο χαρακτηριστικό της οποίας υπήρξαν οι μεγάλες αντιθέσεις. Οι «εθνικοί οραματισμοί» και επιδιώξεις πέρασαν σε δεύτερη μοίρα. Για τους Έλληνες υπηκόους του σουλτάνου δε, τα πράγματα ξεκαθάρισαν ακόμα περισσότερο. Η μεταστροφή της ρωσικής πολιτικής έναντι τους δεν άφηνε περιθώρια για παρερμηνείες. Στο εξής, δεν θα μπορούσαν να συνδέουν τις προσδοκίες τους αλλά και να αναμένουν τη βοήθεια από το «ξανθό γένος». Αυτό κατέστη ακόμα πιο ξεκάθαρο όταν, σχεδόν μια εικοσαετία αργότερα, οι Ρώσοι φάνηκε να ευνοούν τις βουλγαρικές διεκδικήσεις. Οι ελληνικές εξεγέρσεις του 1853-54, η έκταση τους, η συμμετοχή του ελληνικού κράτους, τους έπεισαν πως για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους στη Βαλκανική, χρειάζονταν έναν πιο ελέγξιμο σύμμαχο. Γι' αυτό και στράφηκαν προς τους Βούλγαρους. Το ελληνικό στοιχείο, πολυπληθέστερο, διέθετε ήδη σημείο αναφοράς -την Ελλάδα- και κάθε κίνηση που θα προκαλούσε την ενεργοποίηση του, μπορούσε να αναζωπυρώσει πάθη, η διαχείριση των οποίων δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Αν ο ελληνισμός θεωρηθεί ένας γίγαντας εν υπνώσει -λόγω αριθμητικής έκτασης και διασποράς του σε όλη την οθωμανική επικράτεια- οι Ρώσοι -και όχι μόνο αυτοί- φρόντιζαν να τον κρατούν κοιμισμένο, τουλάχιστον στο βαθμό που δεν τους ήταν χρήσιμος.
α) Το ιστορικό των αλλαγών στο οθωμανικό κράτος
Στο εσωτερικό της οθωμανικής αυτοκρατορίας, το τέλος του Κριμαϊκού Πολέμου έθεσε τις βάσεις για την ολοκλήρωση μιας σειράς μεταρρυθμίσεων που είχαν ξεκινήσει 15 χρόνια νωρίτερα και έμειναν στην Ιστορία γνωστές ως Τανζιμάτ. Με τον όρο αυτό περιγράφονται τα δύο διατάγματα που εκδόθηκαν από την Υψηλή Πύλη (ένα το 1839 και ένα το 1856, αμέσως μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο) και στόχευαν στην αναδιοργάνωση του κράτους σε όλα τα επίπεδα: πολιτικό, στρατιωτικό, κοινωνικό και οικονομικό. Είναι γεγονός ότι από μια εποχή και έπειτα, οι σουλτάνοι άρχισαν να αντιλαμβάνονται σημάδια κόπωσης στη λειτουργία του κράτους. «Ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα, το Παλάτι και η γραφειοκρατία του, καθώς και τα διάφορα συστατικά της οθωμανικής κοινωνίας, αδυνατούσαν να αναπαραγάγουν το αυτοκρατορικό σύστημα, έτσι όπως είχε εγκαθιδρυθεί και καθιερωθεί εδώ και αιώνες. «Πέρα από την απώλεια εδαφών της αυτοκρατορίας, που το σύνθημα της ήταν "Πάντα νικηφόρα", η κρίση εκδηλωνόταν με μια έλλειψη αυτοπεποίθησης και ένα αίσθημα παρακμής» αναφέρει ο ιστορικός Hamit Bozarslan. Προκειμένου να αναστραφεί το συγκεκριμένο κλίμα, προκρίθηκαν μια σειρά από προτάσεις που στόχευσαν κυρίως στην αναδιοργάνωση του στρατεύματος. Η ανασύσταση, ωστόσο, της άλλοτε ισχυρής οθωμανικής πολεμικής μηχανής έπρεπε να περάσει μέσα από γενικότερες αλλαγές και μεταρρυθμίσεις στο διοικητικό σύστημα της αυτοκρατορίας. Η πίεση που άρχισε σταδιακά να ασκείται τόσο από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις, που εποφθαλμιούσαν τμήματα της οθωμανικής επικρατείας, όσο και από τις διάφορες εθνότητες που διεκδικούσαν την ανεξαρτησία τους, συνετέλεσε στη λήψη μέτρων. Το 1839, ο σουλτάνος Αβδούλ Μετζίτ Α' ανήγγειλε με σχετικό διάταγμα που εκδόθηκε τη 2α Νοεμβρίου μια καινούργια περίοδο «αναδιοργανώσεων» (όπως σημαίνει στα αραβικά ο όρος «Τανζιμάτ»). Το συγκεκριμένο διάταγμα (Χάτι Σερίφ) έβαζε τα θεμέλια για την καθιέρωση της ισότητας και την απόκτηση βασικών δικαιωμάτων για όλους τους Οθωμανούς υπηκόους, αδιακρίτως θρησκεύματος ή φυλής. Ήταν η πρώτη φορά στην Ιστορία της αυτοκρατορίας που θεσπιζόταν κάτι τέτοιο. Το πλαίσιο που επιχειρούσε να διαμορφώσει το Χάτι Σερίφ, έφερε τη σφραγίδα της Δύσης. Οι μεταρρυθμίσεις που ευαγγελιζόταν, εντελώς ξένες ως προς τη μέχρι τότε ισχύουσα νοοτροπία, άνοιγαν το δρόμο για τη χρησιμοποίηση ευρωπαϊκών προτύπων διοίκησης από τους Οθωμανούς. Είναι γεγονός ότι την εποχή που άρχισε να συζητιέται το θέμα των μεταρρυθμίσεων στην αυτοκρατορία, τέθηκε το δίλημμα εάν αυτή θα έπρεπε να επιστρέψει σε απολυταρχικές πρακτικές ή εάν θα έπρεπε -προκειμένου να λύσει τα προβλήματα που την ταλάνιζαν στο εσωτερικό της- να ακολουθήσει ευρωπαϊκές ιδέες και μεθόδους. Το ερώτημα απαντήθηκε από τις ίδιες τις περιστάσεις. Και η πορεία που πήραν τα πράγματα καθορίστηκε από τις διεθνείς ισορροπίες και τη σχέση της Πύλης με τις Μεγάλες Δυνάμεις. Σε μια περίοδο που η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν αρκετά αδύναμη, οι αλλαγές δεν μπορούσαν παρά να υπαγορευθούν από τις ευρωπαϊκές χώρες και τις επιδιώξεις τους. Τα δύο, λοιπόν, διατάγματα του Τανζιμάτ, το Χάτι Σερίφ και το Χάτι Χουμαγιούν (που συνόδευσε τη λήξη του Κριμαϊκού Πολέμου) σχετίζονται άμεσα με «το Ανατολικό Ζήτημα, την αντίθεση δηλαδή (...) της Ρωσίας και της Αγγλίας για τη διαμόρφωση του μέλλοντος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σύμφωνα με τη ρωσική πολιτική, ο "άρρωστος άνθρωπος της Ευρώπης"» έπρεπε να πεθάνει και τα υπάρχοντα του να περιέλθουν άμεσα στις Μεγάλες Δυνάμεις ή έμμεσα με την απονομή του σε κράτη-πελάτες των Δυνάμεων. Αντίθετα η Αγγλία, μια θαλάσσια δύναμη χωρίς την ηπειρωτική γειτνίαση με τους Οθωμανούς, προτιμούσε να διατηρηθεί ο άρρωστος στη ζωή με μεταρρυθμιστικές μεταγγίσεις. Οι Οθωμανοί, με το να στέκονται εμπόδιο στη ρωσική έξοδο στο Αιγαίο, εξασφάλιζαν έμμεσα την απρόσκοπτη αγγλική κυριαρχία στη Μεσόγειο. Παράλληλα οι φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις διαμόρφωναν στην οθωμανική επικράτεια θεσμούς δυτικότροπους που διευκόλυναν την ξένη διείσδυση. «Η αγγλική πολιτική (...) πρόσφερε σημαντική ενίσχυση στους εισηγητές και διεκπεραιωτές των μεταρρυθμίσεων, ιδιαίτερα όσων είχαν σχέση με τη βελτίωση της θέσεως των χριστιανών της αυτοκρατορίας» γράφει ο Θ. Βερέμης. Το Χάτι Σερίφ του 1839, λοιπόν, πήρε σάρκα και οστά, υπό αυτές τις συνθήκες. Αφορμή για την κατάρτιση και την έκδοση του έδωσε ένας τουρκο-αιγυπτιακός πόλεμος και η δεινή θέση στην οποία είχε περιέλθει το οθωμανικό κράτος έπειτα από μια σειρά αποτυχημένες στρατιωτικές αναμετρήσεις. Το σύνθημα που επικράτησε ήταν «αλλαγή εδώ και τώρα» προκειμένου να αποφευχθούν τα χειρότερα και να σταματήσει η αποσύνθεση. Η αγγλική διπλωματία έβαλε το χέρι της, μετέδωσε πείρα και τεχνογνωσία. Οι διατάξεις του Χάτι Σερίφ έθεσαν τις βάσεις για την καθιέρωση της ανεξιθρησκίας, έκαναν λόγο για προστασία της ζωής και της τιμής όλων των Οθωμανών και υποσχέθηκαν κατάργηση φόρων και διαφόρων άλλων υποχρεώσεων που βάρυναν, ως επί το πλείστον, τους αλλόθρησκους υπηκόους του σουλτάνου. Αυτό που έμελλε να αποδειχτεί ήταν εάν ένα τόσο φιλόδοξο σχέδιο μπορούσε να εφαρμοστεί στην πράξη. Τα προβλήματα εξ αρχής υπήρξαν μεγάλα. Οι αλλαγές που συνεπαγόταν το Χάτι Σερίφ διατάρασσαν ισορροπίες αιώνων και επιχειρούσαν να ανατρέψουν παγιωμένες πρακτικές. Οι ίδιοι οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί δεν είδαν με καλό μάτι την προσπάθεια εξίσωσης τους με τους μέχρι πρότινος «ραγιάδες». Γι' αυτό, και παρά το γεγονός ότι το διάταγμα υπήρξε περισσότερο προϊόν μιας εσωτερικής προσπάθειας για ανασυγκρότηση, εκλήφθηκε ως αποτέλεσμα επέμβασης του ξένου παράγοντα. Αυτή η αντίληψη ενισχυόταν και από το ότι τόσο οι πρώτες μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ (1839) όσο και οι δεύτερες (1856) είχαν προκύψει έπειτα από πολεμικές συρράξεις και ήττες. Έτσι, οι σουλτάνοι εμφανίζονταν να υποτάσσονται σε ευρωπαϊκά προστάγματα. Βεβαίως, αυτό είχε μια δόση αλήθειας αλλά δεν απεικόνιζε το σύνολο της πραγματικότητας. Το Χάτι Σερίφ και μετέπειτα το Χάτι Χουμαγιούν ήταν συλλήψεις αρκετά εμπνευσμένων Οθωμανών συμβούλων της Υψηλής Πύλης. Μέσα από μια διαδικασία εκσυγχρονισμού ενός παρηκμασμένου συστήματος διοίκησης, οι άνθρωποι αυτοί επιχειρούσαν να φτιάξουν ένα κράτος που να ανταποκρίνεται στα πρότυπα της εποχής του. Και ο λόγος ήταν καθαρά υπαρξιακός. Η φυσική νομοτέλεια θέλει τα είδη που δεν μπορούν να προσαρμοστούν σε καινούργιες συνθήκες να εξαφανίζονται. Περίπου το ίδιο θα μπορούσε να πει κανείς και για τους κρατικούς σχηματισμούς. Επομένως, εάν η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν μπορούσε να συμβαδίσει με τις επιταγές του καιρού της, ήταν καταδικασμένη να πεθάνει. Το Τανζιμάτ προσπάθησε να της δώσει το φιλί της ζωής. Οι χριστιανοί υπήκοοι του σουλτάνου αντιμετώπισαν θετικά τις αλλαγές που προωθούσε το Χάτι Σερίφ. Και γιατί να μην το κάνουν άλλωστε, από τη στιγμή που μέσω αυτού αποκτούσαν υπόσταση και δικαιώματα. Ωστόσο, ευρισκόμενοι πλέον υπό την επιρροή του εθνικισμού -ιδιαίτερα στις βαλκανικές περιοχές- είδαν τις μεταρρυθμίσεις σαν ένα σκαλοπάτι για την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού. Και πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, όταν για αιώνες οι μη μουσουλμάνοι θεωρούνταν «πολίτες β' κατηγορίας». Είχαν γαλουχηθεί με την αντίληψη ότι ήταν κατακτημένοι, όπως αντίστοιχα και οι Τούρκοι ότι ήταν κατακτητές. Η πολιτική διαχωρισμού των «εριφίων από τα πρόβατα» που ακολουθούνταν έως τότε είχε δημιουργήσει δύο κόσμους μέσα στην αυτοκρατορία, οι δρόμοι των οποίων είχαν χαράξει εξ αρχής διαφορετική πορεία. Καμιά πρόνοια, κανένα μέτρο δεν είχε παρθεί προκειμένου αυτοί οι δύο δρόμοι να συναντηθούν κάποια στιγμή. Έτσι, όταν έκανε την εμφάνιση του το Χάτι Σερίφ ήταν αδύνατον οι χριστιανοί να το εκλάβουν ως μια διαδικασία αναβάθμισης της εσωτερικής λειτουργίας ενός κράτους του οποίου ήταν υπήκοοι, ακριβώς επειδή δεν αισθάνονταν ως τέτοιοι. Επιπροσθέτως, το διάταγμα, όσο φιλελεύθερο κι αν ήταν για τα δεδομένα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, εξακολουθούσε να μην αναγνωρίζει ατομικά πολιτικά δικαιώματα. Οι διακηρύξεις του δεν απευθύνονταν σε μονάδες, δεν αφορούσαν τον κάθε υπήκοο χωριστά. Το Χάτι Σερίφ επαγγελλόταν όχι την ισότητα ανάμεσα στα άτομα αλλά την ισότητα ανάμεσα στις θρησκευτικές κοινότητες. Και αυτό ακριβώς ήταν το λάθος του. Όταν οι σουλτάνοι έδωσαν υπόσταση στις συγκεκριμένες εθνο-θρησκευτικές ομάδες που υπήρχαν στο οθωμανικό κράτος στόχευαν στην ενσωμάτωση τους. Δεν περίμεναν ότι η κίνηση αυτή θα θεωρούνταν από τα μέλη τους -τους χριστιανούς δηλαδή- προάγγελος της αυτονόμησης τους. Εκείνο που δεν είχε υπολογιστεί προφανώς ήταν η επίδραση των εθνικισμών. Ενδεικτικό της σύγχυσης που άρχισε να επικρατεί στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας είναι το ακόλουθο παράδειγμα: Σύμφωνα με τις φορολογικές του διατάξεις, το Χάτι Σερίφ προχωρούσε στην κατάργηση του ισχύοντος συστήματος «ενοικίασης φόρων». Μέχρι τότε, οι προεστοί των διαφόρων περιοχών είχαν αναλάβει να εισπράττουν τους φόρους. Με σημερινούς όρους, θα λέγαμε ότι διαδραμάτιζαν έναν ρόλο εργολάβου-μεσάζοντα. Στο εξής η συγκεκριμένη διαδικασία περνούσε στην αρμοδιότητα κρατικών υπαλλήλων. Βασική επιδίωξη του μέτρου ήταν πρώτον, να περιορίσει τη δύναμη των τοπικών προυχόντων και δεύτερον, η κεντρική εξουσία (Πύλη) να έχει απευθείας σχέση με τη συλλογή των εσόδων. Με πιο απλά λόγια, η αυτοκρατορία χρειαζόταν λεφτά και για να τα βρει έπρεπε να φτιάξει ένα καλύτερο και πιο αποτελεσματικό φορολογικό σύστημα. Αυτό, όμως, λίγο ενδιέφερε τους μη μουσουλμανικούς πληθυσμούς. Βασισμένοι σε προηγούμενες εμπειρίες είδαν με καχυποψία την αλλαγή στον τρόπο υπολογισμού του φόρου που καλούνταν να πληρώσουν. Κι ας υποσχόταν μια πιο δίκαιη κατανομή των βαρών. Έτσι, δεν άργησαν να στραφούν κατά των υπαλλήλων που κλήθηκαν να υλοποιήσουν τις διατάξεις του Χάτι Σερίφ. Ταυτόχρονα δε, εκμεταλλευόμενοι την αποδυνάμωση των προκρίτων που προωθούσε η Πύλη, υιοθέτησαν ανυπάκουη στάση έναντι τους, εκδηλώνοντας ενίοτε ανοιχτά την αμφισβήτηση της εξουσίας τους. Μέσα σε αυτό το κλίμα δεν έλειψαν και εκείνοι από τους χριστιανούς που μετείχαν ή και ακόμα πρωτοστάτησαν σε επαναστατικές ενέργειες. Παρ' όλα τα μειονεκτήματα και τα προβλήματα του όμως, το Χάτι Σερίφ ευνόησε τους αλλόθρησκους υπηκόους του οθωμανικού κράτους, κυρίως επειδή δημιούργησε τις συνθήκες για να έρθουν στο προσκήνιο της κοινωνικής δράσης. Πώς συνέβη αυτό; Μέσω της οικονομίας και της παιδείας. Οι μεταρρυθμίσεις παρείχαν την ευκαιρία στις εθνο-θρησκευτικές κοινότητες να αποκτήσουν οντότητα. Το επόμενο βήμα είναι η ανάπτυξη. Στα αστικά κέντρα, οι χριστιανοί -αλλά και άλλοι όπως π.χ. οι Εβραίοι- χρησιμοποιούν τις νέες ρυθμίσεις για να ισχυροποιήσουν τη θέση τους στην οθωμανική οικονομία. Και τα καταφέρνουν. Ευνοεί σε πολλές περιπτώσεις και η προνομιακή τους σχέση με τις ευρωπαϊκές χώρες. Σημειώνεται αύξηση των εμπορικών τους δραστηριοτήτων, η οποία, όπως είναι φυσικό, φέρνει χρήμα. Και το τελευταίο δίνει τη δυνατότητα για την έκδοση βιβλίων, για την ίδρυση σχολών, για τη μεταλαμπάδευση νέων ιδεών. Οι χριστιανικοί πληθυσμοί βρίσκονται ένα βήμα πιο μπροστά από τους μουσουλμανικούς. Και θα προχωρήσουν ακόμη περισσότερο με τη θέσπιση και του δεύτερου, ριζοσπαστικότερου διατάγματος του Τανζιμάτ που θα ακολουθήσει τον Κριμαϊκό Πόλεμο. Κλείνοντας την αναφορά στο Χάτι Σερίφ ας κρατηθεί σαν επισήμανση η δυσαρέσκεια των Τούρκων. Αυτή η διακήρυξη, ότι οι μεταρρυθμίσεις «αφορούν όλους τους υπηκόους» και «η απόλαυση» τους «θα είναι χωρίς καμία απολύτως εξαίρεση», δεν βρίσκει σύμφωνους τους πάντες. Αντιδράσεις είναι βέβαιο πως θα εκδηλωθούν. Και εκδηλώνονται. Από ανασφάλεια και συντηρητισμό. Κάποια από τα νέα μέτρα θα ανακληθούν λόγω της δυσφορίας που προκαλούν στο μουσουλμανικό πληθυσμό και προς αποφυγή διακοινοτικών ενίοτε διενέξεων. Παράλληλα όμως είχε προλάβει να κυλήσει ήδη αρκετό νερό στο αυλάκι. Η εφαρμογή του πρώτου κύματος των αλλαγών άφησε πίσω της μια αξιοποιήσιμη εμπειρία. Κατέστησε σαφές ότι για να σωθεί η αυτοκρατορία απαιτούνταν «ουσιαστικότερη αλλαγή από τον απλό εκσυγχρονισμό (...) της γραφειοκρατίας. (...) Στο εξής, το ενδεχόμενο πραγματοποίησης των σχεδίων που προέρχονταν από το Κέντρο (Υψηλή Πύλη) εξαρτιόταν από τη συναίνεση των Οθωμανών "υπηκόων", οι οποίοι έπρεπε πρώτα να επινοηθούν και έπειτα να καταστούν υπεύθυνοι. Η φράση που αποδίδεται (...) σ' έναν από τους αρχιτέκτονες του Tanzimat, συνοψίζει με σαφήνεια αυτή την κατάσταση: "Εκείνο που χρειάζεται αυτό το κράτος είναι ένα έθνος"» (Η. Bozarslan). Ο Κριμαϊκός Πόλεμος θα επέσπευδε τις ενέργειες για την επίτευξη αυτού του σκοπού.
β) Το Χάτι Χουμαγιούν και η επίδραση του στους χριστιανούς υπηκόους του σουλτάνου
Το Χάτι Χουμαγιούν εκδόθηκε τον Φεβρουάριο του 1856. Περίπου ένα μήνα πριν από την υπογραφή της Συνθήκης του Παρισιού. Οι διατάξεις του θεωρήθηκαν άμεση απόρροια της πίεσης που άσκησε στο σουλτάνο ο Κριμαϊκός Πόλεμος. Όπως έχει προαναφερθεί, η συμφωνία που συνάφθηκε στη γαλλική πρωτεύουσα ανάμεσα στις αντιμαχόμενες ευρωπαϊκές χώρες, αφαιρούσε από τη Ρωσία το δικαίωμα παροχής «προστασίας» στους χριστιανικούς πληθυσμούς της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Για να συμβεί αυτό όμως, χρειάστηκε να δοθούν εγγυήσεις από την πλευρά της Κωνσταντινούπολης ότι οι αλλόθρησκοι θα τύχαιναν στην πράξη ισότιμης μεταχείρισης με τους μωαμεθανούς. Γι' αυτό, τόσο η Αγγλία όσο και η Γαλλία χρησιμοποίησαν την επιρροή τους στην Πύλη για να προχωρήσει στη δεύτερη πιο βαθιά μεταρρύθμιση του Τανζιμάτ. Έτσι, όταν η τουρκική αντιπροσωπεία προσήλθε στις συνομιλίες είχε στα χέρια της ένα ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί, το οποίο οι σύμμαχοι της φρόντισαν να αξιοποιήσουν καταλλήλως. Πέρα όμως από τη συμμετοχή ή τη συμβολή των δυνάμεων της Δύσης στην όλη διαδικασία, και οι ίδιοι οι Οθωμανοί συντάκτες του Χάτι Χουμαγιούν κατανοούσαν την αναγκαιότητα του. Η σωτηρία του κράτους περνούσε υποχρεωτικά μέσα από μια διαδικασία εκσυγχρονισμού. Το φιλελεύθερο πνεύμα που διέπνεε τα κείμενα του νέου διατάγματος φανέρωνε την ειλικρινή διάθεση των ιθυνόντων να κινηθούν προς αυτή την κατεύθυνση. Κύριος στόχος τους να μεταγγίσουν στην αυτοκρατορία, έστω και καθυστερημένα, βασικές αρχές της πολιτισμένης Ευρώπης. Είναι χαρακτηριστικό ότι το επιχείρημα με το οποίο αιτιολογούν τις μεταρρυθμίσεις είναι το κλίμα της «εποχής» και «η πρόοδος των ιδεών των διαφωτιστών». Εισάγοντας, λοιπόν, το πλαίσιο για την αναδιοργάνωση του κράτους με βάση τα ευρωπαϊκά πρότυπα το Χάτι Χουμαγιούν προέβλεπε σε γενικές γραμμές: Ισότητα: Συνεχίζοντας το δρόμο που άνοιξε το Χάτι Σερίφ, το Χάτι Χουμαγιούν προχωρούσε ένα βήμα πιο μπροστά. Γινόταν πιο σαφές. Θέσπιζε συγκεκριμένα μέτρα που καθιέρωναν την ισότητα στη φορολόγηση, στην ανάληψη κρατικών αξιωμάτων, στη φοίτηση σε στρατιωτικές ακαδημίες, ακόμα και στην εκπλήρωση της στρατιωτικής θητείας. Ενώ μέχρι πρότινος υποχρέωση και δικαίωμα στράτευσης είχαν μόνο οι μωαμεθανοί της αυτοκρατορίας, τα πράγματα άλλαξαν. Πλέον όλοι οι Οθωμανοί υπήκοοι καλούνταν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στο κράτος. Αντιπροσώπευση: Αυτή ήταν μια εντελώς καινούργια πρακτική: η συμμετοχή λαϊκών σε όργανα λήψης αποφάσεων. Δεδομένης της έλλειψης σχετικής εμπειρίας στο παρελθόν, το πράγμα αποκτούσε ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Θα μπορούσαν οι κοινωνικές δυνάμεις, αντίπαλες κάποιες φορές μεταξύ τους, και οι διάφοροι θεσμικοί παράγοντες να συνεργαστούν; Η εφαρμογή των διατάξεων που σχετίζονταν με την αντιπροσώπευση ερχόταν σε αντίθεση με πλήθος παγιωμένων νοοτροπιών. Ακόμη μια παράμετρος που εισήγαγε το Χάτι Χουμαγιούν ήταν η φιλελευθεροποίηση της οικονομικής λειτουργίας του κράτους. Η ίδρυση τραπεζών, η αναμόρφωση του εμπορικού δικαίου και η προσέλκυση ξένων επενδύσεων αποτέλεσαν ορισμένα από τα θεσμοθετημένα μέτρα που κινήθηκαν προς αυτή την κατεύθυνση. Στη συνέχεια θα γίνει εκτενέστερος λόγος για κάποιες από τις μεταρρυθμίσεις που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση ενός νέου περιβάλλοντος για τους χριστιανούς. Σε επίπεδο διοικητικό: Είναι γεγονός ότι και μόνο η ύπαρξη του πλαισίου εκείνου που κατοχύρωνε τα δικαιώματα των μη μουσουλμάνων καθώς και τη δυνατότητα τους να λαμβάνουν θέσεις στη διοίκηση του οθωμανικού κράτους αποτελούσε μία μεγάλη αλλαγή. Το πέρασμα όμως από τη θεωρία στην πράξη δεν ήταν κάτι εύκολο. Σκοντάφτε μονίμως στις αντιδράσεις των μουσουλμάνων. «Έτσι, παρά τις πιέσεις της κεντρικής εξουσίας, οι μαρτυρίες των μη μουσουλμάνων στα δικαστήρια συνέχισαν εν πολλοίς να μη γίνονται δεκτές, ο υβριστικός χαρακτηρισμός γκιαβούρ gavur: άπιστος) συνέχισε να τους αποδίδεται και η συμμετοχή τους στη διοίκηση της αυτοκρατορίας παρέμεινε γενικά χαμηλή» αναφέρει ο Ε. Κεχριώτης (βλ. βιβλιογραφία). Σε επίπεδο οικονομικό: Ιδιαίτερη σημασία έχει η αλλαγή που παρατηρήθηκε στη φιλοσοφία του φορολογικού συστήματος. Παρά την προσπάθεια που είχε καταβληθεί με το προηγούμενο Χάτι Σερίφ, οι αντιδράσεις των διαφόρων τοπικών παραγόντων είχαν αναστείλει την εφαρμογή αρκετών από τις διατάξεις του. Το νέο Χάτι Χουμαγιούν ερχόταν τώρα να διορθώσει τα πράγματα (τουλάχιστον μέχρι κάποιο σημείο). Από τη στιγμή που ο σουλτάνος επιθυμούσε πράγματι την ισότητα ανάμεσα στους υπηκόους του, η κατάργηση κάθε φόρου που δήλωνε υποτέλεια ήταν περισσότερο από επιβεβλημένη. Έτσι, ο περίφημος κεφαλικός φόρος που καταβαλλόταν από τους αλλόθρησκους πέρασε στην Ιστορία. Σε επίπεδο εθνο-θρησκευτικό: Εδώ σημειώθηκαν οι σημαντικότερες εξελίξεις. Πρόκειται ουσιαστικά για την αναδιοργάνωση του εσωτερικού τρόπου λειτουργίας των διαφόρων θρησκευτικών κοινοτήτων (γνωστές και ως millet) της αυτοκρατορίας, αλλά και τον επαναπροσδιορισμό των σχέσεων τους με την κεντρική εξουσία. Πιο αναλυτικά: το Χάτι Χουμαγιούν καλούσε τις κοινότητες να συντάξουν κανονισμούς διοίκησης, να ορίσουν αρμοδιότητες, να διευθετήσουν ζητήματα οργάνωσης τους. Οι συγκεκριμένοι κανονισμοί, που στη συνέχεια θα επικυρώνονταν από το σουλτάνο, έπρεπε να προκύψουν με τη σύμφωνη γνώμη των μελών των μιλέτ. Για το λόγο αυτό, οι κοινότητες έπρεπε να συγκαλέσουν γενικές συνελεύσεις με τη συμμετοχή κληρικών και λαϊκών. Μια πρωτόγνωρη διαδικασία για τα μέχρι τότε δεδομένα. Ας σημειωθεί ότι μέχρι τότε οι μη μουσουλμάνοι απλώς εκπροσωπούνταν από το θρησκευτικό ηγέτη τους (πατριάρχη, ραβίνο κ.λπ.) στην Υψηλή Πύλη. Επομένως, γίνεται άμεσα αντιληπτό το μέγεθος της αλλαγής που συντελέστηκε από την αναγνώριση και μόνο των κοινοτήτων, πολύ δε περισσότερο με τη θεσμοθέτηση ρυθμίσεων για τον καθορισμό της λειτουργίας τους. Δεύτερη και εξίσου σημαντική καινοτομία ήταν η συμμετοχή λαϊκών στη διαδικασία λήψης αποφάσεων των μιλέτ. Αυτό συνέβη προκειμένου να υπάρξει ξεκάθαρη διάκριση ανάμεσα στις αρμοδιότητες των κληρικών και τα αμιγώς διοικητικά ζητήματα που απασχολούσαν τις κοινότητες. Πρόκειται δηλαδή για μια μεταρρύθμιση που με σημερινούς όρους θα τη χαρακτηρίζαμε ως ένα είδος διαχωρισμού θρησκείας-κράτους. Όπως ήταν φυσικό, μια τόσο μεγάλη ανατροπή δημιουργούσε προστριβές μέσα στα ίδια τα μιλέτ. Είναι χαρακτηριστικό ότι τόσο το ελληνορθόδοξο όσο και το αρμένικο μιλέτ αντιμετώπισαν σοβαρές αντιδράσεις στο εσωτερικό τους μέχρι να φτάσουν στις αρχές της δεκαετίας του 1860 να καταρτίσουν και να παραδώσουν στην Υψηλή Πύλη τους «Γενικούς Κανονισμούς» τους. Ακόμα χειρότερα ήταν τα πράγματα στους κόλπους των Εβραίων. Παρ' όλα αυτά, οι κοινότητες ωφελήθηκαν ποικιλοτρόπως από τις αλλαγές που θέσπισε το Χάτι Χουμαγιούν. Σταδιακά το νέο σύστημα τις βοήθησε να αναπτύξουν δυναμική. Με τον καιρό τα μιλέτ έμαθαν να καθορίζουν τα του οίκου τους, απέκτησαν σχετική αυτονομία. «Οι κοινότητες αναλαμβάνουν την αμοιβή των ιερέων, των διδασκόντων, ασχολούνται με τα ζητήματα υγιεινής, δημόσιας τάξης και κοινωνικής πρόνοιας, δημιουργούν καινούργιες νεροπηγές, συντηρούν τους ναούς, τα σχολεία και τους δρόμους. Δεν έχουν δικαίωμα να εισπράττουν φόρους χωρίς τη συμφωνία του Τούρκου προϊσταμένου τους, αλλά πολλαπλασιάζουν τους βοηθητικούς τους πόρους: δωρεές πλούσιων προυχόντων, σύνδεσμοι και σωματεία ιδρυμένα από μετανάστες του χωριού στην Κωνσταντινούπολη (Ζ. Νταλέγκρ)». Όλες οι αλλαγές που επαγγέλθηκε το Χάτι Χουμαγιούν, ανεξάρτητα από το πώς κατέληξαν, είχαν έναν σκοπό: το μετασχηματισμό της ανατολικής - απολυταρχικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε κράτος βασισμένο στα δυτικά ευρωπαϊκά πρότυπα. Για να γίνει κάτι τέτοιο όμως, εκτός από τη διοικητική φιλελευθεροποίηση, χρειαζόταν ακόμα ένα συστατικό: «εθνική» συνείδηση. Πλήθος διεργασιών συντελέστηκαν προκειμένου να καλλιεργηθεί ο λεγόμενος «οθωμανισμός». Τι σήμαινε αυτό; Το οθωμανικό κράτος επιχειρούσε να φτιάξει μια «εθνική» ιδεολογία, να δώσει ένα είδος «εθνικής» ταυτότητας στους υπηκόους του. Η αυτοκρατορία ήταν πολυπολιτισμική. Σε μια περίοδο έξαρσης των εθνικισμών κάτι τέτοιο τής προξενούσε πλήθος προβλημάτων. Εσωτερικές επαναστάσεις, επεμβάσεις ξένων χωρών με πρόσχημα την προστασία των ομοφύλων ή ομοθρήσκων τους κ.λπ. Προκειμένου να απαλλαγεί από τέτοιου είδους «πονοκεφάλους» προκρίθηκε ως λύση η δημιουργία του «οθωμανικού έθνους». Είναι χαρακτηριστικό ότι για την εξυπηρέτηση αυτού του σκοπού, το 1869 (δέκα και πλέον χρόνια μετά τη θέσπιση του Χάτι Χουμαγιούν) η Υψηλή Πύλη εφάρμοσε έναν νέο περί υπηκοότητας νόμο. Η καλλιέργεια και η ενίσχυση της ιδέας ότι όλοι οι κάτοικοι της αυτοκρατορίας ήταν μέλη της ίδιας οικογένειας, θεωρητικά τουλάχιστον δημιουργούσε ένα κλίμα συνοχής. Ήταν όμως έτσι στην πραγματικότητα; «Οι μεταρρυθμίσεις», υποστηρίζει ο Bozarslan, «έφεραν αντίθετα αποτελέσματα από τις προσδοκίες των μεταρρυθμιστών. Οι διάφορες μη μουσουλμανικές κοινότητες, αντί να αφεθούν να μεταμορφωθούν σε συστατικά ενός οθωμανικού "έθνους", θεωρούσαν όλο και περισσότερο τον εαυτό τους ως "έθνη" καταπιεζόμενα από τα "ασιατικά σκότη"». Την ίδια στιγμή και οι μωαμεθανοί δεν έδειχναν να συμμερίζονται τις επιδιώξεις της Πύλης. Ωστόσο, θα πρέπει να επισημανθεί πως εκτός από τους απώτερους στόχους που περιέκλειε όλη αυτή η υπόθεση, είναι γεγονός πως ο δρόμος για τη δημιουργία ενός σύγχρονου με βάση τα δεδομένα της εποχής κράτους περνούσε μέσα από την «εθνική» ομοιομορφία. Αυτό συνέβαινε στην Ευρώπη και αυτό προσπάθησαν να μεταφέρουν στην αυτοκρατορία οι συντάκτες του Χάτι Χουμαγιούν. Καλώς ή κακώς όμως, ένα τέτοιο εγχείρημα δεν ήταν προορισμένο να ευδοκιμήσει. Οι κατά τόπους εθνικισμοί το είχαν προλάβει. Για μία εικοσαετία, πλήθος νόμων ήρθαν να συμπληρώσουν τις μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ. Παρά τις δυσχέρειες, οι διατάξεις εφαρμόστηκαν. Μπορεί στις περισσότερες των περιπτώσεων να μην πέτυχαν το 100% του σκοπού τους, κατάφεραν όμως να επιδράσουν στα ήθη του οθωμανικού κράτους. Το 1876, οι αλλαγές έφτασαν στο αποκορύφωμα τους. Τη χρονιά εκείνη μέσα από μία αρκετά παρασκηνιακή διαδικασία, ανέβηκε στο θρόνο της αυτοκρατορίας ο Αβδούλ Χαμίτ Β'. Ο νέος σουλτάνος ακολούθησε την πολιτική των προκατόχων του. Ήδη από το πρώτο διάστημα της βασιλείας του ήρθε αντιμέτωπος με το ενδεχόμενο ενός νέου ρωσο-τουρκικού πολέμου. Ο ίδιος πίστεψε (λανθασμένα όπως εκ των υστέρων αποδείχτηκε) ότι εάν κατέφευγε σε πρακτικές αντίστοιχες με αυτές που είχαν υιοθετήσει οι προηγούμενοι σουλτάνοι, θα μπορούσε να αποφύγει τη στρατιωτική αναμέτρηση με τους Ρώσους. Έτσι, επανέφερε την ιδέα προώθησης των μεταρρυθμίσεων προκειμένου να καταργήσει τα επιχειρήματα των Ρώσων που επιθυμούσαν και πάλι παρέμβαση στα εσωτερικά της χώρας του (αξιοποιώντας τους Βούλγαρους αυτή τη φορά). Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί ότι ήδη ένα χρόνο νωρίτερα τόσο η αγγλική όσο και η ρωσική διπλωματία είχαν εντείνει τις πιέσεις για εκχώρηση περισσότερων δικαιωμάτων στους χριστιανούς. Ταυτόχρονα, ευνοούσαν την απόσπαση εδαφών από την αυτοκρατορία. Ο Αβδούλ Χαμίτ θέλησε να ανατρέψει το σκηνικό, αιφνιδιάζοντας τις ευρωπαϊκές δυνάμεις και προτείνοντας την κατάρτιση και εκχώρηση Συντάγματος. Αυτή θεωρήθηκε η τρίτη, ριζοσπαστικότερη και τελευταία φάση του Τανζιμάτ. Τον Δεκέμβριο του 1876, ο σουλτάνος επικύρωσε το πρώτο Σύνταγμα στην οθωμανική Ιστορία. Στο κείμενο επαναλαμβάνονταν όσες από τις εγγυήσεις είχαν δοθεί τόσο με το Χάτι Σερίφ όσο και με το Χάτι Χουμαγιούν. Βασική του διαφορά με τα προηγούμενα ήταν η αναγνώριση της οθωμανικής ως μοναδικής εθνικότητας. Η αυτοκρατορία αποκτούσε κοινοβουλευτικούς θεσμούς. Το Σύνταγμα προέβλεπε τον καθορισμό εκπροσώπων μέσα από εκλογική διαδικασία στην οποία θα μετείχε ο ανδρικός πληθυσμός. Μία επιπλέον καινοτομία ήταν ο καθορισμός ως υποχρεωτικής της φοίτησης στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές δεν είχαν καμιά τύχη ωστόσο. Έμειναν κενό γράμμα. Ο ίδιος ο Αβδούλ Χαμίτ σε λιγότερο από χρόνο κατάργησε το δημιούργημα του και επανέφερε τις απολυταρχικές μεθόδους διοίκησης. Αφορμή για αυτή την εξέλιξη στάθηκε η άσχημη τροπή που πήραν οι ρωσο-τουρκικές σχέσεις. Ο σουλτάνος πείστηκε πλέον ότι κανένα μέτρο, καμιά μεταρρύθμιση δεν θα ικανοποιούσε τους Ευρωπαίους. Λίγο καιρό αργότερα η οθωμανική αυτοκρατορία έχανε τις περιοχές της Ρουμανίας και της Σερβίας και αναγνώριζε την αυτονομία της Βουλγαρίας. Την προστασία των χριστιανικών πληθυσμών της αναλάμβανε πλέον η Γαλλία. Η κατάσταση αυτή δεν άφηνε καμιά αμφιβολία στον Αβδούλ Χαμίτ ότι ήταν αποτέλεσμα των καταστροφικών συνεπειών του Τανζιμάτ. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο ίδιος διέταξε τη σύλληψη και εξορία ενός εκ των σημαντικότερων αρχιτεκτόνων του. Με τον τρόπο αυτό έληξε οριστικά μια περίοδος που διήρκεσε περίπου σαράντα χρόνια. Ανεξαρτήτως αποτελέσματος, οι μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ ανέπτυξαν τη δυναμική τους και καθόρισαν τη ζωή της αυτοκρατορίας για τέσσερις δεκαετίες. Το εγχείρημα εμπεριείχε εξ αρχής το ρίσκο και την επικινδυνότητα. Θα ήταν αφέλεια να υποστηρίξει κανείς ότι μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα θα μπορούσε να συντελεστεί το θαύμα. Οι νοοτροπίες, βαθιά ριζωμένες για αιώνες, δεν μπορούσαν να αλλάξουν από τη μια στιγμή στην άλλη. Και η αυτοκρατορία δεν είχε την πολυτέλεια της υπομονής. Δεν είχε το χρόνο να περιμένει να αποδώσουν. Η ύπαρξη της παιζόταν «κορόνα-γράμματα».
Συμπερασματικά
«Όλες αυτές οι αποφάσεις (...) δεν παύουν να είναι ο καρπός μιας επανάστασης "εκ των άνω", που πραγματοποιήθηκε από την άρχουσα τάξη κάτω από την πίεση των δυνάμεων της Δύσης κι από τον εξευρωπαϊσμό τους, και -οποία αντίφαση, αλήθεια!- αποσκοπούν όλες στη δημιουργία ενός Οθωμανού υπηκόου χωρίς θρησκευτική διάκριση, αλλά ενισχύουν τις διαφορετικές υποστάσεις των μιλετιών (millet) που βασίζονται σ' αυτήν ακριβώς τη διάκριση» (Ζ. Νταλέγκρ). Στην παραπάνω φράση συμπυκνώνεται όλο το νόημα αλλά και η προβληματική των διατάξεων του Τανζιμάτ. Από την πρώτη στιγμή φάνηκε πως το πέρασμα από τη θεωρία στην πράξη θα ήταν δύσκολο. Η εφαρμογή των αλλαγών συνάντησε πλήθος εμποδίων στην πορεία της. Πώς μετατρέπεις μιας απολυταρχική διοίκηση σε φιλελεύθερο κράτος; Πώς μεταμορφώνεις «ραγιάδες» και «απίστους» σε ισότιμους υπηκόους με τους μουσουλμάνους; Πώς καταργείς διαχωριστικές γραμμές σε κοινωνίες που έστησαν τις ζωές τους βάσει αυτών; Οι μωαμεθανοί είδαν το Τανζιμάτ με εχθρικότητα. Σαν ένα συμβιβασμό. Μια παραχώρηση της αυτοκρατορίας στις επιταγές της αδηφάγας Δύσης. Δεν είχαν άδικο από μία πλευρά. Αν εξετάσει κανείς το ζήτημα από οικονομικής σκοπιάς εύκολα θα συνταχθεί με την άποψη αυτή. Τα ανοίγματα της δυσκίνητης, φεουδαρχικής αυτοκρατορίας στην ελεύθερη, δυτικού τύπου αγορά τής στοίχισαν. Άμεση συνέπεια του Τανζιμάτ υπήρξε, για παράδειγμα, ο περιορισμός των τελωνειακών τελών στα εισαγόμενα είδη. Το οθωμανικό κράτος γέμισε με προϊόντα της ευρωπαϊκής βιομηχανικής παράγωγης, γεγονός που προκάλεσε το μαρασμό της ντόπιας βιοτεχνίας. Οι μόνοι που ωφελήθηκαν από αυτή την κατάσταση ήταν οι αλλόθρησκοι, και δη όσοι κατοικούσαν στις πόλεις. Εκεί όπου το εμπόριο αποτελούσε την κύρια απασχόληση τους. Ελληνορθόδοξοι, Αρμένιοι, Εβραίοι, καθολικοί επιδίδονται με ιδιαίτερη επιτυχία στις οικονομικές δραστηριότητες που ευνοεί η συγκυρία. Και αυτό φέρνει πλούτο. Ο πλούτος με τη σειρά του οδηγεί στη μόρφωση. Έτσι χτίζεται, κυρίως στις περιοχές της Μικράς Ασίας, μία αστική τάξη. Υπάλληλοι ξένων οίκων, γιατροί, δικηγόροι, επιστήμονες διαφόρων ειδικοτήτων απαρτίζουν τις μη μουσουλμανικές κοινότητες. Το 1864 θα ιδρυθεί το Χρηματιστήριο της Κωνσταντινούπολης. Καθοριστική στη διοίκηση του θα είναι η συμμετοχή των μη μουσουλμάνων. Το 1867 με τη θέσπιση μιας κτηματολογικής διάταξης οι αλλόθρησκοι θα αποκτήσουν το δικαίωμα γαιοκτησίας. Πολλά τσιφλίκια θα περάσουν στα χέρια των χριστιανών. Γρήγορα δημιουργείται μια κάστα ανθρώπων που κινείται επιχειρηματικά σε όλη τη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, «λύνει και δένει», έχει προνομιακές σχέσεις με το Λονδίνο ή το Παρίσι. «Είναι η ομάδα του Γαλατά -Έλληνες, Εβραίοι, Αρμένιοι- που το 1864 εγκαινιάζει τη Γενική Εταιρεία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Ζαρίφης, Ράλλης, Καραπάνος, Ζωγράφος), ιδρύει την Τράπεζα της Κωνσταντινούπολης και την Τράπεζα της Αλεξάνδρειας, που έχουν πρακτορεία στο Λονδίνο, το Παρίσι, την Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, τη Χίο, την Αλεξάνδρεια, τη Μασσαλία. Το σύνολο λειτουργεί ως δίκτυο μέχρι την Καλκούτα» (Ζ. Νταλέγκρ). Οι χριστιανοί εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο τις ευκαιρίες που τους παρείχαν οι μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ. Επένδυσαν σε νέους τομείς και ακολούθησαν το ρεύμα της εποχής. Συγκέντρωσαν χρήμα και δύναμη, αναπτύχθηκαν εκπαιδευτικά και πολιτιστικά. Βεβαίως θα πρέπει να τονιστεί ότι αυτό δεν ίσχυσε παντού με τον ίδιο τρόπο ή με την ίδια ένταση. Ούτε βεβαίως σημαίνει ότι από τις νέες συνθήκες επωφελήθηκαν όλοι εξίσου. Γεγονός πάντως είναι ότι οι αλλαγές συνέβαλαν αρκετά στην καλυτέρευση της θέσης των αλλοφύλων στο εσωτερικό του οθωμανικού κράτους. Θεωρητικά, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι ύστερα από όλα αυτά οι χριστιανοί υπήκοοι του σουλτάνου θα ήταν δυνατόν να αισθανθούν αλληλέγγυοι με το οθωμανικό κράτος. Σ' αυτό βασιζόταν άλλωστε και το Τανζιμάτ. Καλώς ή κακώς, όμως, τα πράγματα ακολούθησαν εντελώς αντίθετη κατεύθυνση. Οι αποσχιστικές ή αυτονομιστικές τάσεις σε αρκετές περιοχές ενισχύθηκαν ακόμα περισσότερο. Και βεβαίως πάντοτε υπάρχει η παράμετρος: μουσουλμάνοι-Τούρκοι που αντιλαμβάνονται τους αλλόθρησκους σαν υπονομευτές της ακεραιότητας της αυτοκρατορίας. Οι χριστιανοί είναι αυτοί που «δίνουν πάτημα» στους Ευρωπαίους αποικιοκράτες να επεμβαίνουν, να ελέγχουν, να εκμεταλλεύονται. Οι ξένες εταιρείες διαχειρίζονται τον πλούτο της χώρας. Οι ξένες εταιρείες είναι αυτές που αναλαμβάνουν την υλοποίηση μιας σειράς μεγάλων έργων: σιδηρόδρομοι, οδικό δίκτυο, τηλεγραφική επικοινωνία. Η αυτοκρατορία υποχρεώνεται να δανειστεί για να τα χρηματοδοτήσει. Οι εισαγωγές σταδιακά καταλαμβάνουν μεγάλο κομμάτι από την πίτα της οθωμανικής αγοράς. Το έλλειμμα αυξάνεται. Το 1875, η οικονομία του οθωμανικού κράτους υπόκειται σε ευρωπαϊκό έλεγχο. Όσοι κράτησαν εξ αρχής εχθρική στάση απέναντι στην παραχώρηση δικαιωμάτων στους χριστιανούς δικαιώνονται. Το Τανζιμάτ απέτυχε και πλέον υπάρχει η απτή πραγματικότητα που το αποδεικνύει. Είναι λογικό τα βέλη να στρέφονται πρωτίστως κατά των μη μουσουλμανικών πληθυσμών. Εκείνοι είναι που έχουν βγει κερδισμένοι από την όλη υπόθεση. Αυτή όμως είναι η μισή αλήθεια. Δεν ανήκουν όλοι οι χριστιανοί στις οικονομικά εύρωστες αστικές κοινότητες της Κωνσταντινούπολης ή της Σμύρνης. Χιλιάδες άλλοι είναι αγρότες. Ζουν στην ύπαιθρο και αντιμετωπίζουν δυσκολία στην επιβίωση και καταπίεση. Σ' αυτούς ελάχιστα πράγματα προσέφεραν οι μεταρρυθμίσεις και καμιά ευκαιρία δεν τους δόθηκε από τα ανοίγματα της οθωμανικής οικονομίας. Αντίθετα, πολλές ορεινές κοινότητες που είχαν αναπτύξει κάποια βιοτεχνική παραγωγή ζημιώθηκαν ανεπανόρθωτα από την αθρόα εισροή των βιομηχανικών προϊόντων της Δύσης. Αυτά όμως ήταν ψιλά γράμματα, ειδικά σε μια περίοδο μεταβατική όπως ήταν η συγκεκριμένη που διένυε η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Την κατάργηση του Συντάγματος του 1876 ακολούθησε μια εποχή επιβολής αυταρχικών μέτρων. Οι χριστιανικοί πληθυσμοί επλήγησαν πολύ σοβαρά από τη νέα πολιτική. Στο μεταξύ, δυνάμεις με πιο εθνικιστικά χαρακτηριστικά ξεπηδούσαν από τους κόλπους των μουσουλμανικών κοινοτήτων. Η ρητορική τους έκανε λόγο για τη συγκρότηση ενός κράτους βασισμένου στη θρησκευτική ομοιομορφία. Και οι χριστιανοί «υπονομευτές» δεν είχαν θέση στην υπό διαμόρφωση οντότητα. Μέσα σ' αυτό το πλαίσιο και αρκετά χρόνια πριν από την ευθεία εκδήλωση του τουρκικού εθνικισμού, έλαβαν χώρα και οι πρώτες οργανωμένες εκκαθαρίσεις μεταξύ των ετών 1894-1896 (εναντίον των Αρμενίων). Οι μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ, όσο γενναίες κι αν ήταν, δεν κατάφεραν να σταματήσουν τα εθνικά κινήματα. Ήρθαν αργά, όταν πλέον οι εθνότητες που απάρτιζαν την αυτοκρατορία είχαν βρει ταυτότητα. Οι Τούρκοι μπήκαν απλώς «τελευταίοι στο χορό». Μια σειρά από εμπόδια κατέστησαν την εμπέδωση του Τανζιμάτ αδύνατη: η δυσκίνητη και απρόθυμη κρατική μηχανή, η εχθρότητα και η καχυποψία ανάμεσα στις εθνο-θρησκευτικές κοινότητες, η υπερβολική διείσδυση της Ευρώπης με ό,τι αυτή σήμαινε και συνεπαγόταν. Ωστόσο, είναι αμφίβολο εάν οι μεταρρυθμίσεις θα μπορούσαν να αναστρέψουν την πορεία της παραπαίουσας αυτοκρατορίας. Όπως και αν εξετάσει κανείς τα πράγματα, δεν μπορεί παρά να καταλήξει στην άποψη πως τόσο η εφαρμογή όσο και η κατάργηση του Τανζιμάτ (δύο διαδικασίες εκ διαμέτρου αντίθετες) οδηγούσαν στο ίδιο ακριβώς αποτέλεσμα. Και ακόμα περισσότερο επιτάχυναν τις διαδικασίες. Μοναδικό αξιοσημείωτο γεγονός είναι οι επιπτώσεις που προκάλεσε, θετικές και αρνητικές, στις ζωές χιλιάδων χριστιανών που κατοικούσαν στο οθωμανικό κράτος. Αυτές επιχειρήθηκε να εξεταστούν στο παρόν κείμενο.
Μαρία Σαμπατακάκη, «Ρωσοτουρκικές πολεμικές αναμετρήσεις. Ο Κριμαϊκός πόλεμος και οι συνέπειές του για τους χριστιανικούς πληθυσμούς της οθωμανικής Αυτοκρατορίας» στο Η Ιστορία της Μικράς Ασίας, τμ 5, Ελευθεροτυπία, 2011, σ. 139-156
|
|