ιστορικό δημοσιεύσεων

Καλώς ήρθατε! στον προσωπικό δικτυακό τόπο του Βασίλη Συμεωνίδη

αρχική

 

φιλολογικά

 
έκθεση α΄ λυκείου
 
έκθεση β΄ λυκείου
 
έκθεση γ΄ λυκείου
 

λογοτεχνία

 

αρχαία

 

ιστορία σχολική

 

ιστορία

 

φιλοσοφία
 
εκτός ύλης
 
συζητώντας
 
εργασίες συναδέρφων
 
ιδέες διδασκαλίας
 
επικοινωνία

.................................

Βασίλης Συμεωνίδης

δικτυακός τόπος

με εκπαιδευτικό και διδακτικό σκοπό

 

 

η αντιγραφή είναι ελεύθερη με την υπενθύμιση ότι η αναφορά στην πηγή τιμά αυτόν που την κάνει

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

 

 
 
 

τεχνική υποστήριξη

Σταυρούλα Φώλια

Ερχομός Γεωργίου Α΄και προσάρτηση Ιονίων, Διοικητικές μεταρρυθμίσεις στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, Συνθήκη του Βερολίνου
 

 

Ιωάννης Σ. Κολιόπουλος, Ιστορία της Ελλάδος από το 1800, τεύχος Β', Η διαμόρφωση και η άσκηση της εθνικής πολιτικής, Θεσσαλονίκη, Βάνιας

  

Ερχομός Γεωργίου Α΄, προσάρτηση Ιονίων

 

Στο διάγγελμα του προς τους Έλληνες επί τη αφίξει του στην νέα του πατρίδα τον Οκτώβριο του 1863, ο Γεώργιος υποσχέθηκε να σεβασθή το σύνταγμα και τους νόμους του κράτους, ώστε να καταστή η Ελλάς «πρότυπον βασίλειον εν τη Ανατολή».

Ο Γεώργιος, ελεύθερος από τις δουλείες που εβάρυναν τον προκάτοχο του αλλά και χωρίς την πείρα του, μπορούσε να ελπίζει ότι θα καταστήσει την Ελλάδα «πρότυπον βασίλειον» στην Ανατολή. Εβασίλευσε επί μισόν αιώνα (1863-1913), επειδή είχε την πρόνοια να κρατηθή, κατά τις μεγάλες κρίσεις που συγκλόνισαν την χώρα κατά την μακρά βασιλεία του, σε απόσταση ασφαλείας από το πολιτικό σύστημα της χώρας και από αυτούς που το διακονούσαν· και εάν δεν κατέστη η Ελλάς επί των ημερών του «πρότυπον βασίλειον» στην Ανατολή, αυτό οφειλόταν σε παράγοντες και δυνάμεις κατά πολύ ισχυρότερες από τις πράγματι γενναίες του προσπάθειες να συμβάλει στην μεταρρύθμιση του πολιτικού συστήματος της χώρας και στην προσαρμογή των διακρατικών της σχέσεων στο σύστημα ασφαλείας της εποχής.

Η προσάρτηση των Ιονίων Νήσων, η μόνη προσθήκη εδαφών μετά τον Αγώνα και με διαδικασίες που γεννούσαν ερωτηματικά ως προς την αποτελεσματικότητα των αλυτρωτικών επιδρομών, επιβεβαίωσε τις εκτιμήσεις εκείνων των Ελλήνων οι όποιοι έκριναν ότι, υπό τις υφιστάμενες συνθήκες και ώσπου να διαφανή αλλαγή αυτών των συνθηκών, ή Ελλάς θα έπρεπε να πολιτεύεται, στο ζήτημα της ενσωματώσεως των επαρχιών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που διεκδικούσε, με όση ευελιξία επέβαλλαν οι περιστάσεις και ταυτόχρονα να προωθεί την ανάπτυξη της οικονομίας και της κοινωνίας και την στερέωση των νόμων και του συντάγματος της χώρας. Η Αγγλία παρεχώρησε τα Επτάνησα για τους λόγους πού προαναφέρθηκαν, αλλά και επειδή έκρινε ή κυβέρνηση της πώς ή κατοχή τους δεν αποτελούσε πλέον ζωτικό συμφέρον της χώρας, η δε παραχώρηση τους ορίσθηκε, με την σύμφωνη γνώμη και των άλλων τεσσάρων μεγάλων δυνάμεων που «είχαν συνυπογράψει την Συνθήκη των Παρισίων της 5ης Νοεμβρίου 1815 (Ρωσία, Αυστρία, Πρωσία και Γαλλία), ως παραίτηση της Αγγλίας από το δικαίωμα προστασίας των νήσων που είχε αναλάβει με την συνθήκη αυτή. Η παραχώρηση, με άλλα λόγια, είχε την μορφή πράξεως των μεγάλων δυνάμεων, περιεβλήθη δε με το κύρος επίσημης ευρωπαϊκής πράξεως, την Συνθήκη του Λονδίνου της 14ης Νοεμβρίου 1863, την οποία υπέγραψαν οι ίδιες πέντε μεγάλες δυνάμεις και αφού είχε συναινέσει η Ιόνιος Βουλή με ψήφισμα της, την 5η Οκτωβρίου του ίδιου έτους. Το μήνυμα για την Ελλάδα ήταν σαφές: η χώρα ήταν υποχρεωμένη να κινείται εντός των ορίων της νομιμότητας, όπως όριζαν την νομιμότητα οι μεγάλες δυνάμεις που ερύθμιζαν και το σύστημα ασφαλείας, οποιαδήποτε δε αλλαγή στα διεθνή της σύνορα έπρεπε να είναι αποτέλεσμα της συνεννοήσεως των μεγάλων δυνάμεων και να περιβληθή με το κύρος διεθνούς πράξεως.

Οι μεγάλες δυνάμεις που συνήνεσαν για την παραχώρηση των Επτανήσων από την Αγγλία στην Ελλάδα, διαπραγματεύθηκαν με την Αγγλία για να εξασφαλίσουν, η καθεμιά χωριστά, τα συμφέροντα τους. Η Ρωσία εξασφάλισε να κηρυχθή η Ανατολική Ορθόδοξος Εκκλησία στα Επτάνησα, όπως στην υπόλοιπη Ελλάδα, ως επικρατούσα θρησκευτική αρχή, η Γαλλία κατοχύρωσε τα δικαιώματα πού απολάμβανε η Καθολική Εκκλησία των νήσων και η Αυστρία, με την υποστήριξη της Πρωσίας που δεν είχε ιδιαίτερα συμφέροντα, κατοχύρωσε τα εμπορικά πλεονεκτήματα που απολάμβαναν οι υπήκοοι της, ιδίως δε αυτά της ατμοπλοϊκής εταιρίας του Αυστριακού Λόϋδ πού εξυπηρετούσε μεγάλο μέρος των θαλάσσιων συγκοινωνιών της Ανατολικής Μεσογείου.

Στην σύναψη της Συνθήκης της 14ης Νοεμβρίου 1863 προσπάθησε να μετάσχει και η Πύλη η οποία, αν και δεν είχε συνυπογράψει την Συνθήκη των Παρισίων του 1815, είχε αναγνωρίσει το 1819 την βρετανική προστασία των Επτανήσων και διεκδικούσε τώρα συμμετοχή στην νέα ρύθμιση του ζητήματος. Δεν ικανοποίησαν βέβαια οι μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης αυτήν την αξίωση της Πύλης, αλλά αποδέχθηκαν την άποψη της ότι τα Επτάνησα, λόγω της γειτνιάσεως τους με τις κτήσεις του Σουλτάνου στην περιοχή, θα παρέμεναν στο διηνεκές ουδέτερα και θα κατεδαφίζονταν τα φρούρια στην Κέρκυρα. Οι όροι αυτοί θεωρήθηκαν επαχθείς από την Ελληνική Κυβέρνηση, η οποία διά του Χαριλάου Τρικούπη που ορίσθηκε πληρεξούσιος της Ελλάδος και ύστερα από επίπονες διαπραγματεύσεις με τους πληρεξουσίους των τριών μεγάλων εγγυητριών δυνάμεων, κατόρθωσε να επιτύχει την οριστική Συνθήκη Ενώσεως των Επτανήσων την 29η Μαρτίου 1864, με την οποία περιορίσθηκε ή ουδετερότητα στην Κέρκυρα και τους Πάξους. Τέλος, την 2α Ιουνίου του ίδιου έτους, η Ελλάς προσάρτησε επίσημα τα Επτάνησα στην επικράτεια της.

 

 

διοικητικές μεταρρυθμίσεις στην Οθωμανική Αυτοκρατορία

 

Άλλη αξιοσημείωτη εξέλιξη της ίδιας εποχής αποτελούσαν οι διοικητικές μεταρρυθμίσεις στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, τις όποιες εγκαινίασε το σουλτανικό διάταγμα του 1856 που προαναφέρθηκε. Προϊόν αυτής της μεταρρυθμιστικής κινήσεως υπήρξε ειδικός νόμος το 1864 που προέβλεπε σημαντικές αλλαγές στην επαρχιακή διοίκηση, με στόχο να δημιουργηθούν αυτοδιοικούμενες επαρχίες και διοικητικά διαμερίσματα, ελεγχόμενα από την κεντρική κυβέρνηση. Βασικά στοιχεία της νέας επαρχιακής διοικήσεως ήσαν α) η δημιουργία συμβουλίων σε όλα τα επίπεδα της διοικήσεως από συμβούλους διοριζόμενους από την κεντρική κυβέρνηση στα υψηλότερα επίπεδα και με συμβουλευτικές αρμοδιότητες, β') η ανάδειξη εκλεγμένων συμβουλίων σε κοινοτικό επίπεδο και γ') η ενίσχυση της κοσμικής εκπροσωπήσεως στα συμβούλια εις βάρος της θρησκευτικής. Η τελευταία αυτή καινοτομία, σε συνδυασμό με την εξαγγελθείσα αρχή της ισονομίας προς όλους τους υπηκόους του Σουλτάνου, προκάλεσε την σφοδρή αντίδραση του μουσουλμανικού ιερατείου που προσπάθησε να υπονομεύσει με κάθε μέσο τις μεταρρυθμίσεις, έγινε δε δεκτή με έκδηλη ανησυχία από το χριστιανικό ιερατείο, για τον λόγο ότι υπονόμευε την εξουσία του προς όφελος της κοσμικής εκπροσωπήσεως των Ορθοδόξων Χριστιανών της αυτοκρατορίας. Μείζονος σημασίας για τους Χριστιανούς υπηκόους του Σουλτάνου ήσαν και οι «Γενικοί Κανονισμοί», που συντάχθηκαν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, κατά την περίοδο 1858-1860, ανταποκρινόμενο στις μεταρρυθμίσεις του 1856. Οι κανονισμοί εξομοίωσαν το σύστημα διοικήσεως των κοινοτήτων διά των καταστατικών πού καθόριζαν τα καθήκοντα των κοινοτικών αρχόντων .

Οι μεταρρυθμίσεις στην Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν ανέκοψαν τις αλυτρωτικές ενέργειες των Ελλήνων, τόσο της Ελλάδος όσο και των κτήσεων του Σουλτάνου, για τον λόγο ότι οι ενέργειες αυτές, όπως ήδη εξηγήθηκε άλλου, μικρή μόνον σχέση είχαν με τις εξελίξεις στις κτήσεις του Σουλτάνου, αποτελούσαν δε οργανικό τμήμα της πολιτικής ζωής της Ελλάδος. Επιβεβαίωση αυτής της πλευράς του αλυτρωτισμού αποτελεί η επανάσταση των Κρητών το 1866, η οποία εκδηλώθηκε μετά την εισαγωγή των μεταρρυθμίσεων που προαναφέρθηκαν και άλλων ειδικών για την Κρήτη. Κυριώτερη αιτία της επαναστάσεως στην Κρήτη δεν ήταν οι αυθαιρεσίες της τουρκικής διοικήσεως, τις όποιες δεν είχαν παύσει να καταγγέλλουν οι κατά καιρούς εκπρόσωποι των Κρητών, αλλά η πρόσφατη προσάρτηση των Επτανήσων που είχε προκαλέσει γενικότερη έξαψη των πνευμάτων μεταξύ των Ελλήνων που ζούσαν στις κτήσεις του Σουλτάνου. Η εκδήλωση της επαναστάσεως στην Κρήτη είχε όλα τα γνωρίσματα ανάλογων ενεργειών στα αλύτρωτα μέρη: σχηματισμός επαναστατικής επιτροπής, συνεννοήσεις με επιτροπές Κρητών προσφύγων στην Αθήνα, επαφές με εκπροσώπους της Ελληνικής Κυβερνήσεως, αναφορά στα δεινά που προκαλούσε ή τουρκική κακοδιοίκηση και το αίτημα των Κρητών για την ένωση της νήσου με την Ελλάδα και προκήρυξη με την απόφαση του «λαού» της νήσου για την ένωση με την Ελλάδα.

 σ. 118-121

 

 Συνθήκη του Βερολίνου

 

Ως προς τη Βουλγαρία, η Συνθήκη του Βερολίνου προέβλεπε την ίδρυση βουλγαρικής ηγεμονίας βορείως του Αίμου. Προς νότον της ηγεμονίας ιδρύθηκε επαρχία αυτόνομη με την ονομασία Ανατολική Ρωμυλία και νότιο σύνορο τη Ροδόπη. Τέλος, η Θράκη και η Μακεδονία παρέμειναν όπως και πριν τμήματα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η ρύθμιση αυτή απέτρεψε τη δημιουργία μεγάλου βουλγαρικού κράτους και ικανοποίησε όλες τις χώρες που είχαν λόγους να ανησυχούν για τη δημιουργία ενός τέτοιου μεγάλου κράτους στην περιοχή, αλλά και προδιέγραψε τους στόχους της εθνικής πολιτικής του νεοϊδρυθέντος εθνικού κράτους των Βουλγάρων. Στο εξής στόχος της Βουλγαρίας υπήρξε η αναθεώρηση της Συνθήκης του Βερολίνου και η «ανάκτηση» των εδαφών που της είχε επιδικάσει η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου.

 Η κατοχή της Βοσνίας και της Ερζεγοβίνης από την Αυστρία, μολονότι εκ πρώτης όψεως δεν φαίνεται πως θα ήταν δυνατό να επηρεάζει τις διακρατικές σχέσεις της Ελλάδος, προκάλεσε εντούτοις τέτοιες αντιδράσεις στην ευρύτερη περιοχή ώστε δικαιολογημένα να θεωρείται ένα από τα μείζονα ζητήματα των διεθνών σχέσεων της εποχής. Η παρουσία των Αψβούργων στη Νοτιοανατολική Ευρώπη επέδρασε ως καταλύτης στο βορειοδυτικό τμήμα της. Η στρατιωτική διοίκηση και, από το 1908, η κυριαρχία των Αψβούργων στις νοτιοσλαβικές αυτές περιοχές επηρέασαν σοβαρά την εξωτερική πολιτική της Σερβίας· της οποίας οι διακρατικές σχέσεις -και, φυσικά, οι σχέσεις της με την Ελλάδα- επηρεάζονταν από τον αποκλεισμό των εθνικών της διεκδικήσεων στις αψβουργικές πλέον νοτιοσλαβικές χώρες. Η Σερβία, αν και δεν εγκατέλειψε ποτέ τον στόχο να απελευθερώσει και τις χώρες αυτές και δεν έπαυσε ποτέ να τις θεωρεί αλύτρωτους νοτιοσλαβικούς τόπους που περίμεναν την απελευθέρωση τους από τους Σέρβους, εκ των πραγμάτων ήταν αναγκασμένη να στρέψει τους στόχους της προς νότον και να συγκρουσθή κυρίως με τη Βουλγαρία και δευτερευόντως με την Ελλάδα και την Αλβανία.

 Η εκχώρηση της Κύπρου στην Αγγλία, το τίμημα που κλήθηκε να καταβάλει η Πύλη για την υποστήριξη της Αγγλίας στη διευθέτηση της κρίσεως το 1878, δεν είχε άμεσες επιπτώσεις στις ελληνοβρετανικές σχέσεις. Δεν είχε ακόμη συμπεριληφθή η Κύπρος στις άμεσες εθνικές διεκδικήσεις της Ελλάδος, αν και δεν είχε παύσει ποτέ να θεωρείται η μεγαλόνησος ελληνικός αλύτρωτος τόπος. Άλλωστε, η εκχώρηση της Κύπρου σε μία μεγάλη ευρωπαϊκή δύναμη, η οποία μάλιστα προσφάτως είχε προσφέρει στην Ελλάδα τα Επτάνησα, κάθε άλλο παρά απώλεια για την Ελλάδα θεωρήθηκε αυτή η αλλαγή κυριαρχίας στη μεγαλόνησο. Προβλήματα, και μάλιστα σοβαρά, προέκυψαν αργότερα, κατά τον Κ' αιώνα.

 Σε χωριστό πρωτόκολλο, το ΙΓ΄, το όποιο αποτέλεσε οργανικό τμήμα της Συνθήκης του Βερολίνου, αποφασίσθηκε η «διαρρύθμιση» των ελληνοτουρκικών συνόρων. Με τη συγκατάθεση όλων των αντιπροσώπων των μεγάλων δυνάμεων και την αποχή των αντιπροσώπων της Πόλης, έγινε δεκτό το πρωτόκολλο, το όποιο ανέθετε στην Ελλάδα και την Τουρκία να συμφωνήσουν σε μία «διαρρύθμιση των συνόρων στη Θεσσαλία και την Ήπειρο», υποδείκνυε δε τα νέα σύνορα να ακολουθήσουν την κοιλάδα του Πηνειού. Το άρθρο 24 τής Συνθήκης του Βερολίνου προέβλεπε ακόμη ότι, σε περίπτωση που τα δύο μέρη δεν κατόρθωναν να συμφωνήσουν, οι μεγάλες δυνάμεις που είχαν πάρει μέρος στο συνέδριο αναλάμβαναν να μεσολαβήσουν για να διευκολύνουν τις διαπραγματεύσεις.

Το γεγονός έσπευσε να χαιρετίσει η κυβέρνηση του Κουμουνδούρου ως μείζον επίτευγμα της ελληνικής διπλωματίας για να εκτονώσει την κατάσταση στην ελληνική πρωτεύουσα, η κοινή γνώμη της οποίας αγωνιούσε για την έκβαση των εργασιών του συνεδρίου και τα πνεύματα είχαν εξαφθή στο έπακρον.

 σ. 160-161

Ερασιτεχνική δημιουργία τον Οκτώβριο του 2004.  Τελευταία ενημέρωση:  Κυριακή, 08 Μαρτίου 2015.