|
|
Δράμα, 1870-1929 Δημογραφικές αλλαγές – Διοίκηση Η Δράμα στα τέλη του 19ου αιώνα. Η άφιξη του σιδηροδρόμου Μικρασιατική καταστροφή: Η Δράμα και η περιοχή της μετά το '22 Καπνός, παραγωγή και επεξεργασία Το περιεχόμενο της «ελληνικότητας»
Δημογραφικές αλλαγές – Διοίκηση
Σε δημογραφικό επίπεδο η φυσιογνωμία των πόλεων τροποποιήθηκε από σημαντικές εξελίξεις. Συνολικά, υπάρχει η εντύπωση ότι ο πληθυσμός της Δράμας κατά τον 19ο αιώνα προοδεύει. Στις αρχές του 1870 ο Maling εκτιμούσε ότι ο πληθυσμός της έχει 8.000 κατοίκους. Μία δεκαετία αργότερα ο Ματαράγκας σημείωνε ότι, παρά την ερήμωση της πόλης από τους χριστιανούς κατοίκους, οι οποίοι είτε μετανάστευσαν «για να διαφύγουν την τουρκικήν μαχαίραν», είτε εξισλαμίσθηκαν, η Δράμα έχει 7.000 χριστιανούς, αριθμός που φαίνεται υπερβολικός. Από αυτούς το 1/4 είναι χριστιανοί Έλληνες που ήρθαν από άλλες περιοχές, για χάρη του εμπορίου. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, στα τέλη του 19ου αιώνα, οι Έλληνες της Καβάλας συναγωνίζονται σε αριθμό το μουσουλμανικό πληθυσμό, ενώ στις αρχές του 20ού αντιπροσωπεύουν το 45-50% του συνολικού πληθυσμού. Στη Δράμα, παρόλο που ο χριστιανικός πληθυσμός συνιστούσε μία μικρή κοινότητα στα μέσα του 19ου αιώνα, το 1906 αντιπροσωπεύει το 31% του πληθυσμού. Αν, παρά την πτώση της κύριας παραδοσιακής παραγωγικής δραστηριότητας και τις δημογραφικές αλλαγές, ο πληθυσμός της Δράμας κατόρθωσε να διατηρηθεί και να αυξηθεί, αυτό οφείλεται, εκτός από την προσέλευση των μεταναστών, στο διοικητικό καθεστώς της πόλης. Την εποχή των μεταρρυθμίσεων η πόλη αποτελεί το κέντρο του ομώνυμου σαντζακίου, που ανήκει στο βιλαέτι Θεσσαλονίκης. Έχει τότε αρμοδιότητα σε μια έκταση 2.500 τετρ. γεωγραφικών μιλίων ή 1.300.000 εκταρίων και πληθυσμό 156.300 κατοίκους, σε μια περιοχή που περιλαμβάνει έξι καζάδες: Δράμας, Πραβίου, Καβάλας, Σαρή Σαμπάν, Γενιτσέ και Γκιουμουλτζίνας. Κατά μήκος της παραθαλάσσιας ακτής υπάρχουν τρία κατάλληλα λιμάνια: της Καβάλας, της Κεραμωτής και του Πόρτο Λάγο.
Κορνηλία Τρακοσοπούλου-Τζήμου, Η αρχιτεκτονική του (1866-1929) στη Δράμα και την ευρύτερη περιοχή της, Δράμα 2002-2003, Δήμος Δράμας-ΔΕΚΠΟΤΑ, ΤΕΕ-ΑΜ, σελ. 24
Η Δράμα στα τέλη του 19ου αιώνα. Η άφιξη του σιδηροδρόμου
Στο τέλος του αιώνα τοποθετείται ένα γεγονός αποφασιστικό για το μέλλον της πόλης, η άφιξη του σιδηροδρόμου. Για μία αναπτυσσόμενη περιοχή, η οποία βασίζεται στο εμπόριο, το δίκτυο μεταφορών ήταν μεγάλης σημασίας και ύψιστης προτεραιότητας. Ιδιαίτερα για την εμπορική κοινότητα της Δράμας, που είχε άμεση σχέση με το εξαγωγικό εμπόριο, η βελτίωση της σύνδεσης με τα αστικά κέντρα και τους οικισμούς της ενδοχώρας, ήταν απολύτως αναγκαία. Τον Σεπτέμβρη του 1892, η κατασκευή της «ενωτικής γραμμής» (Jonction Line) Θεσσαλονίκης-Δεδέαγατς παραχωρείται στον René Beaudouy, γάλλο τραπεζίτη, στην Κωνσταντινούπολη. Τα εγκαίνια των εργασιών πραγματοποιούνται στις 22 Ιουνίου του επομένου έτους και ολοκληρώνονται το Μάρτιο του 18966. Οι περιοχές από τις οποίες περνά η νέα σιδηροδρομική γραμμή είναι εξαιρετικά γόνιμες, κατοικημένες και καλλιεργήσιμες. Περιλαμβάνουν πολυάριθμες ακμάζουσες πόλεις και κεφαλοχώρια, οι κάτοικοι των οποίων ασχολούνται ενεργητικά με αγροτικές και εμπορικές δραστηριότητες και παράγουν πλούσια σοδειά καπνού, δημητριακών, καπνού, κρασιού κ.ά. Η κύρια γραμμή έχει μήκος 415 χιλιόμετρα. Το αρχικό σχέδιο προέβλεπε διακλάδωση προς το λιμάνι της Καβάλας. Ωστόσο, η σιδηροδρομική γραμμή, για στρατηγικούς λόγους, πλησιάζει το Αιγαίο, μόνο σε δύο άκρα: ανατολικά στο Δεδέαγατς και δυτικά στη Θεσσαλονίκη. Η χάραξη της, σε απόσταση από τις ακτές, ήταν απόλυτα δικαιολογημένη. Τα στρατεύματα μπορούν να μετακινηθούν από τη θάλασσα του Μαρμαρά μέχρι τα ελληνικά σύνορα, διά μέσου μιας γραμμής, η οποία διέσχιζε το βορειοελλαδικό χώρο και, σπάνια, ήταν ορατή από τη θάλασσα, Η μη θέαση της γραμμής από τη θάλασσα ήταν ο λόγος που η διακλάδωση προς την Καβάλα δεν πραγματοποιήθηκε τελικά. Παρόλο που ο στόχος της γραμμής ήταν κυρίως στρατιωτικός και όχι εμπορικός, αυτή βοήθησε, ουσιαστικά, στην ανάπτυξη των πόλεων και των οικισμών της ενδοχώρας. Δύο τρένα την εβδομάδα εκτελούσαν το δρομολόγιο Θεσσαλονίκη-Κωνσταντινούπολη και μέσω αυτών η σύνδεση με τη Βιέννη και τις άλλες ευρωπαϊκές πόλεις έπαψε να είναι όραμα. Η πόλη της Δράμας αλλά και η ευρύτερη περιοχή σταδιακά και σταθερά εγκαταλείπουν την απομόνωση τους. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Lewis, για μια ολόκληρη νεότερη γενιά κατοίκων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το τρένο ήταν η σύνδεση με την Ευρώπη και οι τοπικοί σιδηροδρομικοί σταθμοί, οι προθάλαμοι προς την ελευθερία και το νεωτερισμό.
Κορνηλία Τρακοσοπούλου-Τζήμου, Η αρχιτεκτονική του (1866-1929) στη Δράμα και την ευρύτερη περιοχή της, Δράμα 2002-2003, Δήμος Δράμας-ΔΕΚΠΟΤΑ, ΤΕΕ-ΑΜ, σελ. 26-26
Μικρασιατική καταστροφή: Η Δράμα και η περιοχή της μετά το '22
Στις αρχές της τρίτης δεκαετίας του 20ού αιώνα, η μικρασιατική καταστροφή αποτελεί γεγονός αποφασιστικής σημασίας για την εξέλιξη της Δράμας και της περιοχής της, όπως και για ολόκληρη την Ελλάδα. Με τη συνθήκη της Λωζάνης το 1923 ανταλλάσσονται οι πληθυσμοί και οι περιουσίες ανάμεσα στα νέα ελληνικά και τουρκικά εδάφη. Έτσι, η Ελλάδα περιορίστηκε στα σημερινά της σύνορα και 1.222.000 πρόσφυγες, οι μισοί από τη Μ. Ασία, έρχονται να εγκατασταθούν σ' αυτήν. Η έκταση της χώρας διπλασιάστηκε, ο πληθυσμός τριπλασιάστηκε και ο αστικός πληθυσμός αυξήθηκε σημαντικά. Μετά το 1923 το πιο σημαντικό πρόβλημα στην Ελλάδα ήταν η οικονομική και κοινωνική αφομοίωση των προσφύγων. Στην ανατολική Μακεδονία, οι περιοχές της Δράμας και της Καβάλας είναι αυτές που συγκεντρώνουν το μεγαλύτερο αριθμό προσφύγων. Στη Δράμα και την Καβάλα το ποσοστό των προσφύγων ξεπερνά το 50%. Οι πρόσφυγες εγκαθίστανται σε αγροτικές περιοχές αλλά και σε αστικά κέντρα, γύρω από τις πόλεις και κυρίως στα προάστια της Καβάλας. Αυτό συνετέλεσε στη δημιουργία ενός αστικού προλεταριάτου, για πρώτη φορά στην περιοχή. Ο αριθμός των χωριών της ανατολικής Μακεδονίας διπλασιάζεται μέσα σε τρία χρόνια: 138 χωριά πριν από τη μετανάστευση και 317 μετά (1926). Το 1928 αυξάνεται σημαντικά ο αστικός πληθυσμός και επανέρχεται στα ποσοστά του 1905 ο αγροτικός πληθυσμός, όπως φαίνεται από τον πίνακα που ακολουθεί.
Πληθυσμιακή εξέλιξη
Κορνηλία Τρακοσοπούλου-Τζήμου, Η αρχιτεκτονική του (1866-1929) στη Δράμα και την ευρύτερη περιοχή της, Δράμα 2002-2003, Δήμος Δράμας-ΔΕΚΠΟΤΑ, ΤΕΕ-ΑΜ, σελ. 75-76
Καπνός, παραγωγή και επεξεργασία
Η αύξηση της παραγωγικότητας και η γρήγορη μετά το '24 αγροτική ανάπτυξη (αύξηση καλλιεργημένων εκτάσεων) βασίζεται όχι μόνο στα υδραυλικά έργα και την εισαγωγή γεωργικών μηχανών, αλλά και στην ύπαρξη ενός σημαντικού αγροτικού πληθυσμού. Η αναχώρηση των τούρκων καπνοπαραγωγών δημιούργησε αρχικά φόβους για μείωση της παραγωγής, που όμως δεν επαληθεύτηκαν, λόγω του προσφυγικού εποικισμού. Ο J. Ancel παρατηρεί ότι η αύξηση της παραγωγικότητας οφείλεται, εκτός των άλλων, και στις ειδικές επιδεξιότητες των νεοαφιχθέντων προσφύγων. Ανάμεσα σ' αυτούς, οι καλλιεργητές καπνού αποτελούν τη δεύτερη σε σημασία κατηγορία. Στην περιοχή της Δράμας εγκαθίστανται 9.563 οικογένειες, οι οποίες φέρνουν μαζί όχι μόνο τις παραδόσεις τους, αλλά και σπόρους φυτών από τη Μ. Ασία που αναμιγνύονται με τα ήδη γνωστά φυτά του Δοξάτου, της Δράμας, της Καβάλας, του Πραβίου κ.ά. Η καλλιέργεια και επεξεργασία του καπνού, για το χρονικό διάστημα από το Μάρτιο μέχρι το Δεκέμβρη, απαιτεί άφθονο αγροτικό δυναμικό τόσο στην ύπαιθρο, όσο και στο σπίτι. Στη συνέχεια, και μετά τη συλλογή απαιτείται μεγάλος αριθμός εργατικού δυναμικού" σ' ένα μεγάλο αστικό κέντρο, όπως η Καβάλα, απαιτούνται περισσότερα από 75.000 άτομα (αριθμός καπνεργατών στην Καβάλα το Δεκέμβρη του 1928, μήνα διαλογής και συσκευασίας), ενώ στα πιο μικρά κέντρα, όπως της Δράμας, περισσότερα από 2.200. Οι καλλιεργητές δεν πουλούν πάντα αμέσως τη συγκομιδή τους: αποθηκεύουν τον καπνό στα σπίτια τους και περιμένουν καλύτερες προσφορές, συχνά μέχρι την αρχή του καλοκαιριού. Για τον ίδιο λόγο κατασκευάζονται μεγάλα κτίρια καπναποθηκών σε πολλά χωριά. Τα ξεραμένα φύλλα καπνού αποθηκεύονται σ' αυτά, περιμένοντας καλύτερες προσφορές, χωρίς να κινδυνεύουν από την κακοκαιρία.
Κορνηλία Τρακοσοπούλου-Τζήμου, Η αρχιτεκτονική του (1866-1929) στη Δράμα και την ευρύτερη περιοχή της, Δράμα 2002-2003, Δήμος Δράμας-ΔΕΚΠΟΤΑ, ΤΕΕ-ΑΜ, σελ. 77 μικρές καπνεργάτριες
Το περιεχόμενο της «ελληνικότητας»
Ωστόσο, η αναζήτηση της «ελληνικότητας» δεν εμφανίζεται τώρα για πρώτη φορά. Μετά το 1900 είχε συζητηθεί ως αντίδραση στην ήττα του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Διάφοροι συγγραφείς είχαν αγωνιστεί για μια ερμηνεία της «ελληνικότητας» που θα ανταποκρινόταν καλύτερα στη νέα κατάσταση της χώρας. Ανάμεσα σ' αυτούς ο Ι. Δραγούμης, δημοτικιστής και διπλωμάτης, απαιτούσε από τον ελληνικό λαό ν’ αποκτήσει συνείδηση της ταυτότητας του «επιστρέφοντας στις ρίζες», έτσι ώστε να δημιουργηθεί ο νέος ελληνικός πολιτισμός. Ο ίδιος, προσπαθώντας να ορίσει τα «νέα καλούπια» του πολιτισμού αυτού, αποκλείει την αρχαιομανία ενώ, σε ό,τι αφορά άμεσα στην αρχιτεκτονική, περιγράφει τις δραστηριότητες του ιδανικού αρχιτέκτονα ως εξής: «ένας φωτισμένος αρχιτέκτονας περιδιαβάζει στις ελληνικές πολιτείες και στα χωριά σπουδάζοντας τη βυζαντινή αρχιτεκτονική στις εκκλησίες (...) στα σπίτια, στα κάστρα (...) όχι για να ξαναυτειάση τα ίδια (...) παρά για να (...) προσπαθήση να βγάλη τη νέα ελληνική αρχιτεχτονική».
Ο Π. Γιαννόπουλος, στο βιβλίο του Η ελληνική γραμμή (1904), αναφέρεται ιδιαίτερα στο αστικό τοπίο και περιβάλλον. Επιδιώκει να διατυπώσει μια νέα αισθητική στην ελληνική τέχνη υμνώντας την ελληνική φύση, το ελληνικό τοπίο. Παράλληλα, τονίζει ότι για να καταλάβουμε την ομορφιά των αρχαίων αγαλμάτων πρέπει πρώτα να θαυμάσουμε το σώμα του σημερινού χωρικού. Στόχος του είναι να χτυπήσει την παντοδυναμία της ευρωπαϊκής αισθητικής αντίληψης της εποχής του. Τόσο ο Π. Γιαννόπουλος όσο και ο I. Δραγούμης επικεντρώνουν την προσοχή τους στα χωριά και στους ανθρώπους τους, που είχαν διαμορφώσει έναν ιδιαίτερο τρόπο ζωής, μέσα σ' ένα χώρο με συγκεκριμένες αισθητικές αξίες. Και οι δύο στρέφονται στο παρελθόν και στη μελέτη του, από την οποία προσπαθούν να αντλήσουν και να διατυπώσουν μια νέα πρόταση για το μέλλον. Ωστόσο, η αστική κοινωνία που δημιουργείται για πρώτη φορά μετά το ’22 στις πόλεις και κυρίως στα προάστια τους, όπου για πρώτη φορά, όπως ήδη τονίστηκε, συγκεντρώνεται ένας σημαντικός αριθμός προλεταριάτου, αποτελεί μια νέα κατάσταση, ασαφή ακόμη και δυσνόητη για τους διανοούμενους. Για το λόγο αυτό, εκτός από την πραγματικότητα που εκπροσωπούσε το χωριό και η οποία έθεσε τις βάσεις στις τέχνες για το κίνημα «επιστροφή στις ρίζες», η υπόλοιπη ελληνική κοινωνία, μετά το ’22, χαρακτηριζόταν από μια ρευστή κατάσταση. Στο πλαίσιο αυτό, μια συνεπής αρχιτεκτονική ιδεολογία ήταν αδύνατο να δημιουργηθεί. Αντίθετα, οι διαφορετικές αρχιτεκτονικές τάσεις που παρουσιάστηκαν μετά το ’22 αντανακλούν την κατακερματισμένη κοινωνική πραγματικότητα της εποχής.
Κορνηλία Τρακοσοπούλου-Τζήμου, Η αρχιτεκτονική του (1866-1929) στη Δράμα και την ευρύτερη περιοχή της, Δράμα 2002-2003, Δήμος Δράμας-ΔΕΚΠΟΤΑ, ΤΕΕ-ΑΜ, σελ. 80-81
|
|