|
|
Αυτόνομη Κρήτη 1899-1913
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε', Η ΖΩΗ ΣΤΗΝ ΑΥΤΟΝΟΜΗ ΚΡΗΤΗ
1. Συμμετοχή των Κ ρητών στο Μακεδονικό Αγώνα Με την ανακήρυξη της Αυτονομίας έληξε ουσιαστικά η περίοδος της τουρκοκρατίας στην Κρήτη. Η ελευθερία του λαού εξασφαλίστηκε με την εγγύηση των Μ. Δυνάμεων. Το μακροχρόνιο και δύσκολο Κρητικό Ζήτημα περνούσε πια στην τελευταία φάση του. Ο κρητικός λαός, έπειτα από μακρούς και σκοτεινούς αιώνες αιμάτων και δακρύων, γνώριζε επιτέλους ημέρες ελευθερίας, εσωτερικής γαλήνης και ασφάλειας. «Παραδειγματική και πρωτοφανής διά την Κρήτην τάξις επικρατεί καθ' όλην την νήσον», έγραφε με ενθουσιασμό ο Στ. Ξανθουλίδης (1909). Μια αξιοσημείωτη πτυχή της κρητικής Ιστορίας κατά τα πρώτα έτη της Αυτονομίας είναι η εθελοντική συμμετοχή των Κρητών στον αγώνα της Μακεδονίας (1903 - 1908). Πολλοί Κρήτες οπλαρχηγοί και επαναστάτες, που ζούσαν ακόμη με τον πυρετό της ελευθερίας και της εθνικής ιδέας, σχημάτισαν εθελοντικά σώματα και προσέτρεξαν στον αγώνα του μακεδονικού ελληνισμού, στον οποίο και πρωτοστάτησαν. Κρήτες επίσης αξιωματικοί του ελληνικού στρατού, όπως ο Γεώργιος Κατεχάκης (καπετάν Ρούβας) και Γεώργιος Τσόντος (καπετάν Βάρδας), ανέπτυξαν αξιοθαύμαστη δράση και συνέδεσαν το όνομα τους με τη μεγάλη εθνική υπόθεση του αγώνα της Μακεδονίας. Οι ιστορικοί τονίζουν ιδιαίτερα τη συμβολή των Κρητών και ο Β. Λαούρδας παρατηρεί: «...οι Κρητικοί ήταν εκείνοι, που μαζί με τους γηγενείς εσήκωσαν το βάρος του αγώνος και πλήρωσαν με το αίμα τους την υπεράσπιση του δικαίου της Μακεδονίας)). Στο επίσημο Αρχείο των Μακεδονομάχων, που καταρ¬τίστηκε το 1936, αναγράφονται τα ονόματα 494 Κρητών, από τους οποίους 136 νεκροί. Ο αριθμός όμως αυτός δεν είναι ακριβής, γιατί, όταν συντασσόταν το αρχείο, πολλοί Κρήτες Μακεδονομάχοι είχαν πεθάνει ή δεν ειδοποιήθηκαν να προσκομί¬σουν τα απαραίτητα δικαιολογητικά. Ο ακριβής αριθμός θα γίνει γνωστός όταν θα δημοσιευθεί το αρχείο του Γεωργίου Τσόντου - Βάρδα, που υπήρξε διάδοχος του Παύλου Μελά στη γενική αρχηγία του αγώνα. Ο Π. Γύπαρης, Μακεδονομάχος επίσης, αναφέρει ότι από τους 6.000 εθελοντές του μακεδονικού αγώνα οι μισοί ήταν Κρήτες, από τους οποίους 700 σκοτώθηκαν. Ο Π. Μελάς έγραφε σε επιστολή του προς τον Μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανό Καραβαγγέλη, (11 Ιουνίου 1903) για ένα μικρό σώμα Κρητών εθελοντών: «...είναι τέλειοι τύποι πολεμιστών. Γενναίοι, ευφυείς, τολμηροί, αποφασιστικοί, φιλόδοξοι, έχοντες ανεπτυγμένον το εΟνικόν αίσθημα, είμαι βέβαιος ότι θα ενισχύσωσι καταπληκτικώς τον αγώνα σας».
2. Πληθυσμός Η ανακούφιση του χριστιανικού στοιχείου της Κρήτης από τις καταπιέσεις και τις αυθαιρεσίες των μουσουλμάνων επηρέασε ευνοϊκά την κίνηση του πληθυσμού. Αντίθετα, οι Τουρκοκρήτες βρέθηκαν για πρώτη φορά σε θέση μειονεκτική, αποδυναμωμένοι και ανίκανοι να αυθαιρετούν. Ιδιαίτερα εξόργισε το μουσουλμανικό στοιχείο η άφιξη του Έλληνα Ύπατου Αρμοστή. Πολλοί φανατικοί Τουρκοκρήτες, μη μπορώντας πια να αντιδράσουν δυναμικά, αποφάσισαν να εγκαταλείψουν το νησί και να εγκατασταθούν σε άλλους τόπους. Παρά τις διακηρύξεις του Αρμοστή και τις προσφερόμενες εγγυήσεις των Μ. Δυνάμεων για πλήρη ασφάλεια και ισοτιμία των δύο στοιχείων της Κρήτης, σημειώθηκαν αθρόες μεταναστεύσεις Τουρκοκρητών στην Κωνσταντινούπολη και στη Μ. Ασία, κατά τα δύο πρώτα έτη της Αυτονομίας. Έτσι, ο τουρκοκρητικός πληθυσμός μειώθηκε κατά το ήμισυ και από 72.353 το 1881 κατέβηκε στους 33.496, κατά την απογραφή του 1900. Κατά το ίδιο αυτό διάστημα παρατηρήθηκε θεαματική αύξηση του χριστιανικού πληθυσμού, που έφτασε τους 270.047 το 1900, από 206.812 το 1881. Η μεγάλη μείωση του μουσουλμανικού στοιχείου είχε σημαντικές συνέπειες, κοινωνικές, ψυχολογικές και οικονομικές. Οι περισσότεροι από τους Τουρκοκρήτες, που εγκατέλειψαν την Κρήτη, ζούσαν στην ύπαιθρο. Έτσι, τα κρητικά χωριά ανακουφίστηκαν και οι χριστιανοί κάτοικοι τους βρέθηκαν έξαφνα με μεγάλη και γόνιμη περιουσία. Η κάθαρση της Κρήτης άρχιζε από την ύπαιθρο. Ο τουρκοκρητικός πληθυσμός, που παρέμεινε, κατοικούσε κυρίως στις πόλεις και στις πλησιόχωρες περιοχές. Αλλά και στις πόλεις το χριστιανικό στοιχείο, που ήταν ολιγάριθμο σε όλη την περίοδο της τουρκοκρατίας, ενδυναμώθηκε τώρα και έφτασε σχεδόν στο ύψος του μουσουλμανικού. Κατά την απογραφή του 1900, ο αστικός χριστιανικός πληθυσμός της Κρήτης ήταν 25.561, έναντι 26.509 του μουσουλμανικού. Αυτό βέβαια σήμαινε ότι και η αστική οικονομία (βιοτεχνία, εμπόριο, κλπ.) περνούσε πια στα χέρια των χριστιανών. Όπως παρατηρεί ο Κ. Σβολόπουλος «το ελληνικόν στοιχείον, ενισχυμένον αριθμητικώς και πολιτικώς, εύρισκεν εις τα αστικά κέντρα της νήσου τα στοιχεία εκείνα τα οποία επέτρεπον την περαιτέρω οικονομικήν και κοινωνικήν του ενδυνάμωσιν».
3. Οικονομία Η νεοπαγής Κρητική Πολιτεία άρχιζε το έργο της κάτω από δυσμενείς οικονομικές συνθήκες. Οι Προστάτιδες Δυνάμεις χορήγησαν δάνειο ύψους 4.000.000 γαλλικών φράγκων, αλλά τα προβλήματα που έπρεπε να αντιμετωπιστούν ήταν πολλά και μεγάλα. Η γενική, εξάλλου, οικονομική κρίση, που μάστιζε την Ευρώπη και ιδιαίτερα την Ελλάδα κατά τα πρώτα έτη του 20ού αιώνα, δεν επέτρεπε μεγάλα οικονομικά ανοίγματα στην Κρήτη, όπου τα πράγματα έγιναν δυσκολότερα, εξαιτίας της κακής εσοδείας, που για δύο συνεχή χρόνια (1900- 1901) παρατηρήθηκε στο νησί. Κάτω από τις συνθήκες αυτές, το οικονομικό πρόγραμμα της αρμοστειακής πολιτικής περνούσε σκληρότατη δοκιμασία. Σε χώρα κατεξοχήν γεωργική, όπως είναι η Κρήτη, η κυβερνητική μέριμνα όφειλε να στραφεί πρωτίστως στην ανάπτυξη και στον εκσυγχρονισμό των καλλιεργειών, και ιδιαίτερα στην εκμετάλλευση της μεγάλης και πλούσιας πεδιάδας της Μεσαράς. Για την επίτευξη όμως του στόχου αυτού έπρεπε να προγραμματιστούν και να εκτελεστούν και άλλα μεγάλα έργα υποδομής, και κυρίως ένα ικανοποιητικό οδικό δίκτυο και λιμενικά έργα. Το οδικό δίκτυο της Κρήτης ήταν σε κατάσταση υποτυπώδη. Τα λιμάνια της επίσης ήταν μικρά και δεν μπορούσαν να δέχονται τα μεγάλα πλοία της εποχής. Μόνο στο φυσικό λιμάνι της Σούδας μπορούσαν να προσορμίζονται πλοία. Στις άλλες πόλεις τα πλοία αγκυροβολούσαν στα ανοικτά και οι επιβάτες και τα εμπορεύματα μεταφέρονταν με βάρκες. Η Κρητική Κυβέρνηση προσκάλεσε ξένους εμπειρογνώμονες και τους ανέθεσε την εκπόνηση μελετών και σχεδίων για διάφορα μεγάλα έργα, η εκτέλεση των οποίων προσέκρουε σε αξεπέραστες οικονομικές αδυναμίες. Αρκεί να σημειωθεί ότι μόνο για το λιμάνι του Ηρακλείου το σχέδιο προέβλεπε δαπάνες ύψους 10.000.000 δραχμών και για την κατασκευή σιδηροδρομικής γραμμής Ηρακλείου - Μεσαράς 9.000.000, ποσά τεράστια και δυσεύρετα για έναν προϋπολογισμό, που δεν μπορούσε να διαθέσει περισσότερες από 450.000 δραχμές για δημόσια έργα σε όλη την Κρήτη. Μετά το 1905 η οικονομική κατάσταση άρχισε να βελτιώνεται αισθητά. Η εγχώρια παραγωγή και κυρίως του λαδιού αυξήθηκε και οι εξαγωγές ξεπερνούσαν κατά πολύ τις εισαγωγές. Και πάλι όμως η κρητική οικονομία δεν ήταν σε θέση να πραγματοποιήσει μεγάλα έργα και εξακολούθησε να στηρίζεται στις παραδοσιακές της βάσεις.
4. Παιδεία και πνευματική ζωή Η εκπαιδευτική πολιτική της Κρητικής Πολιτείας υπήρξε δραστήρια και αποτελεσματική. Η ιδιαίτερη μέριμνα για τη λαϊκή παιδεία φαίνεται σε σειρά νομοτεθημάτων, που έχουν ως πρότυπο ανάλογα νομοθετήματα άλλων χωρών. Με το πρώτο κρητικό Σύνταγμα (16 Απριλίου 1899) καθιερώθηκε η υποχρεωτική και δωρεάν παιδεία και για τα δύο φύλα. Η αύξηση του αριθμού των σχολείων, των μαθητών και των σχετικών δαπανών είναι εντυπωσιακή. Το σχολικό έτος 1899 - 1900 λειτουργούσαν σε όλη την Κρήτη 523 δημοτικά σχολεία, με 35.844 μαθητές. Το 1909 - 1910 τα σχολεία αυξήθηκαν σε 656 και οι μαθητές σε 40.559. Αντίστοιχα, οι δαπάνες για την παιδεία από 406.193 δρχ. το 1900 αυξήθηκαν σε 805.749 το 1910. Κατά την περίοδο αυτή λειτουργούσαν στην Κρήτη δύο τύποι δημοτικών σχολείων, τα τετρατάξια (κατώτερα) και τα εξατάξια (ανώτερα ή πλήρη). Για την μέση εκπαίδευση λειτουργούσαν πλήρη εξατάξια γυμνάσια στα μεγάλα κέντρα της νήσου και ημιγυμνάσια (με τρεις τάξεις) σε μικρότερα κέντρα. Ιδρύθηκαν επίσης ανώτερα παρθεναγωγεία με τρεις τάξεις στα Χανιά, στο Ρέθυμνο και στη Νεάπολη, καθώς και με πέντε τάξεις στο Ηράκλειο. Με το νόμο 485 του 1903 «Περί οργανώσεως της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως» ιδρύθηκε τριτάξιο διδασκαλείο στο Ηράκλειο, για τη μόρφωση δημοδιδασκάλων, και τετρατάξιο ιεροδιδασκαλείο στη μονή της Αγίας Τριάδας, στα Χανιά. Η εκπαιδευτική νομοθεσία της Κρητικής Πολιτείας ίσχυσε έως το 1914. Έκτοτε εφαρμόστηκε και στην Κρήτη η γενική εκπαιδευτική νομοθεσία του ελληνικού κράτους. Το σημαντικότερο πνευματικό γεγονός της περιόδου της Αυτονομίας είναι οι ανασκαφές των μινωικών κέντρων και η αποκάλυψη του μινωικού πολιτισμού. Με τις μεγάλες αυτές αρχαιολογικές έρευνες, που άρχισαν την άνοιξη του 1900, η Κρήτη βρέθηκε στο κέντρο του παγκόσμιου πνευματικού ενδιαφέροντος, ως λίκνο του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Οι έρευνες γίνονταν με την επιστημονική ευθύνη των ξένων αρχαιολογικών Σχολών και με διάσημους αρχαιολόγους, που είχαν την άδεια της Κρητικής Πολιτείας. Ήταν όμως ευτύχημα για την Κρήτη το γεγονός ότι δύο λαμπροί Κρήτες επιστήμονες είχαν αναλάβει το τεράστιο και υπεύθυνο έργο της εποπτείας των ξένων αρχαιολόγων και της προστασίας των κρητικών αρχαιοτήτων. Είναι οι Διόσκουροι της κρητικής αρχαιολογίας, ο γιατρός Ιωσήφ Χατζηδάκης (1848 - 1936) και ο αρχαιολόγος Στέφανος Ξανθουδίδης (1864 - 1928). Στον ιερό, ζήλο και στον πατριωτισμό των ανθρώπων αυτών οφείλεται η ίδρυση του Αρχαιολογικού Μουσείου Ηρακλείου και η διάσωση πολλών ευρημάτων, που σήμερα θα βρίσκονταν ίσως σε μουσεία ξένων χωρών. Αξιόλογη πνευματική κίνηση παρατηρείται κατά την περίοδο αυτή σε όλες τις πόλεις της Κρήτης. Υπάρχουν δραστήριοι φιλολογικοί σύλλογοι και λειτουργούν σπουδαίες βιβλιοθήκες, όπως η «Αθηνά» του Φιλολογικού Συλλόγου «Χρυσόστομος» των Χανίων και η Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη στο Ηράκλειο. Η σημαντική αυτή βιβλιοθήκη οφείλει το όνομα της στο διαπρεπή λόγιο Δημήτριο Βικέλα, ο οποίος δώρισε την πολύτιμη προσωπική του βιβλιοθήκη στο Δήμο Ηρακλείου (1908), ενθουσιασμένος από τις αρχαιολογικές ανακαλύψεις στην Κνωσό. Στην περιοχή της επιστήμης, διαπρέπει κατά την περίοδο αυτή ο Στεφ. Ξανθουδίδης, αρχαιολόγος, φιλόλογος, ιστορικός, λαογράφος. Με τις πολλές και σοβαρές επιστημονικές μελέτες του αναδείχθηκε πράγματι ο πατριάρχης των κρητολογικών μελετών. Μεγάλης σημασίας πνευματικό γεγονός είναι η πρώτη μεγάλη κριτική έκδοση του «Ερωτοκρίτον» (1915), που πραγματοποίησε στο Ηράκλειο ο Ξανθουδίδης, σε συνεργασία με το λόγιο εκδότη Στ. Αλεξίου. Δεν είναι χωρίς ενδιαφέρον η πληροφορία ότι ήδη από το 1886 η Βουλή των Κρητών είχε αναθέσει την έκδοση του ενδοξότερου λογοτεχνικού έργου της Κρήτης στον καθηγητή Αντώνιο Γιάνναρη, στον οποίο μάλιστα είχε χορηγήσει και σημαντικό χρηματικό ποσόν. Μετά το θάνατο του Αντ. Γιάνναρη (1909) ανέλαβε το μέγα αυτό πνευματικό έργο ο Ξανθουδίδης, ο οποίος συνέχισε την εκδοτική προσπάθεια του και με άλλα έργα της κρητικής λογοτεχνίας, όπως του «Φορτουνάτον» και της «Ερωφίλης». Την ίδια εποχή ο λόγιος αρχιμανδρίτης Αγαθάγγελος Ξηρουχάκης, ο μετέπειτα επίσκοπος Κυδωνιάς, εξέδωσε στην Τεργέστη (1908) τον «Κρητικό Πόλεμο», με τα ποιήματα του Ανθίμου Διακρούση και του Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή. Αξιόλογη κίνηση παρουσιάζεται και στον τομέα των περιοδικών. Ο λόγιος και δραστήριος μητροπολίτης Κρήτης Ευμένιος Ξηρουδάκης ίδρυσε το 1912 το περιοδικό «Χριστιανική Κρήτη» (Creta Christiana), με την επιστημονική εποπτεία και επιμέλεια του Στ. Ξανθουδίδη. Πρόκειται για το πρώτο αξιόλογο επιστημονικό βήμα των κρητολογικών μελετών. Στους δύο τόμους, που δημοσιεύτηκαν (1912, 1913- 1915) περιλαμβάνονται σημαντικές μελέτες και άρθρα για τη βενετοκρατία και την τουρκοκρατία. Την ίδια εποχή εκδόθηκε στο Ηράκλειο το βραχύβιο λαογραφικό περιοδικό «Κρητικός Λαός» (1909). Ο λόγιος δημοσιογράφος και ιστορικός της Κρήτης Ιωάννης Μουρέλλος ίδρυσε το αξιόλογο περιοδικό «Κρητική Στοά» (Ηράκλειο, 1909 - 1911). Στα Χανιά εκδιδόταν επίσης το περιοδικό «Κρητικός Αστήρ» (1906- 1911). Ιδιαίτερη λογοτεχνία δεν έχει η Κρήτη κατά την περίοδο αυτή. Οι λογοτέχνες ακολουθούν τα ρεύματα της αθηναϊκής λογοτεχνίας. Ο σημαντικότερος Κρητικός λογοτέχνης της εποχής αυτής είναι ο Ιωάννης Κονδυλάκης (1861 - 1920), ο απαράμιλλος ηθογράφος και χρονογράφος, ο «Πατέρας» του ελληνικού χρονογραφήματος. Στα έργα του «Ο Πατούχας» και «Όταν ήμουν δάσκαλος», ο Κονδυλάκης μας έδωσε λαμπρές εικόνες του βίου και των ηθών της κρητικής υπαίθρου κατά τους τελευταίους χρόνους της τουρκοκρατίας. Μέσα στο κοινωνικό και πνευματικό αυτό κλίμα γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Νίκος Καζαντζάκης (1878 - 1957), η μεγάλη λογοτεχνική δόξα της νεότερης Κρήτης. Την Κρήτη των τελευταίων χρόνων της τουρκοκρατίας ζωντάνεψε αργότερα με τρόπο αριστουργηματικό στο μυθιστόρημα του «Καπετάν Μιχάλης». Το κρητικό ήθος της εποχής εκείνης διαμόρφωσε και σφράγισε αποφασιστικά το χαρακτήρα του. Θεοχάρης Δετοράκης, Ιστορία της Κρήτης, Ηράκλειο 1990, σ. 457-463
|
|