|
|
Θάνος Βερέμης, Από το εθνικό κράτος στο έθνος δίχως κράτος (ο ιδιόμορφος εθνικισμός του Δραγούμη και του Σουλιώτη στις αρχές του 20ου αι)
Κανείς άλλος δεν αντιπροσώπευσε καλύτερα τη γενιά που δοκίμασε την ταπείνωση του 1897 και την απειλή του 1903 απ' ό,τι ο Ίων Δραγούμης και ο Αθανάσιος Σουλιώτης-Νικολαΐδης. Διπλωμάτης ο ένας και αξιωματικός του ελληνικού στρατού ο άλλος, έγιναν οι πιο σφοδροί επικριτές του κράτους και τελικά αποπειράθηκαν να διαχωρίσουν το πεπρωμένο του έθνους των από αυτό που θεωρούσαν ως απελπιστική ανικανοτητα του ελληνικού βασιλείου. Αναζητώντας μια εναλλακτική λύση στο αλυτρωτικό πνεύμα που είχε οδηγήσει στο 1897, οι δύο άντρες στράφηκαν προς το εύπορο ελληνικό μιλέτ (έθνος) της οθωμανικής επικράτειας και στήριξαν τις ελπίδες τους για τον Ελληνισμό σε ένα πολυεθνικό κράτος, στο πλαίσιο του οποίου θα παρέχονταν ίσα δικαιώματα σε όλους τους πολίτες, χωρίς διάκριση θρησκευτικής πίστης και φυλής. Ο ιδιόμορφος εθνικισμός του Ίωνα Δραγούμη δεν έχει ενταχθεί ακόμη στο δυτικό του πλαίσιο. Γόνος επιφανούς οικογενείας που είχε να επιδείξει αρκετά δημόσια πρόσωπα, άνηκε σε μια κοινωνική ελίτ, διακριτικό γνώρισμα της οποίας ήταν μάλλον η εκπαίδευση παρά ο πλούτος. Μιλούσε αρκετές γλώσσες, ταξίδεψε στη Δυτική Ευρώπη και διατηρούσε αλληλογραφία με διασημότητες του καιρού του. Θιασώτης της νιτσεϊκής εξέγερσης κατά του ορθολογισμού, Δραγούμης αναφέρεται συχνά στα ημερολόγια του στον Ιππόλυτο Ταίν, τον Χέρμπερτ Σπένσερ και τον Μωρίς Μπαρρές. Η λατρεία του ατόμου, ο σεβασμός προς τη θέληση και τη δύναμη, ο αρχέγονος αγώνας για επιβίωση και οι μυστικές ιδιότητες του εδάφους και του κλίματος αποτελούν στοιχεία τα οποία δανείστηκε από τους δυτικούς του μέντορες. Από το έργο του απουσιάζει ο ρατσιστικός τόνος του Μπαρρές και των συγχρόνων του. Αντίθετα, ο Δραγούμης έδινε έμφαση στη δύναμη του πολιτισμού ως πρωταρχικού παράγοντα που καθόριζε τη συμπεριφορά μιας κοινότητας. Παρόλο που υπήρξε επικριτής του δυτικού ορθολογισμού, ή εθνικιστική του αντίδραση στις ευρωπαϊκές επιρροές υπήρξε σε μεγάλο βαθμό προϊόν της Δύσης, αν όχι και μία αναγνώριση της θετικής της συνεισφοράς. Ο Μακεδονικός Αγώνας και η εθνικιστική διαπάλη ενέπνευσαν στον Δραγούμη μια αίσθηση αποστολής και αποτέλεσαν την οδό διαφυγής του από την απραξία και τη μετριότητα της απασχόλησης στο Δημόσιο. Η έντονη ανάμειξη του στη Μακεδονία, ωστόσο, και η ενεργός παρουσία του σε όλα τα εθνικά ζητήματα δεν τον κράτησαν σε αρμονία με την εποχή του. Ποθούσε μια επιστροφή στη φύση σε μια χώρα που δεν υπέφερε από τις αρνητικές επιπτώσεις τής εκβιομηχάνισης αλλά από αγροτική υπανάπτυξη. Επιδίωξε να αναβιώσει παραδόσεις κοινοτικής ζωής που είχαν προπολλού καταργηθεί κάτω από τη συγκεντρωτική επίδραση του σύγχρονου κράτους. Στις πεποιθήσεις του Δραγούμη διαπιστώνει κανείς σημαντική κινητικότητα και αλλαγή. Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως θιασώτης του παραδοσιακού αλυτρωτισμού, άλλα βαθμιαία άρχισε να αντιλαμβάνεται ότι η ισχύς του έθνους δεν ήταν συνώνυμη με τη μεγέθυνση του κράτους. Η θητεία του στη Μακεδονία τον έπεισε ότι το κράτος, εκπρόσωπος του οποίου ήταν και ο ίδιος, δεν ήταν σε θέση να ενοποιήσει το έθνος πού κινδύνευε, και κάκισε τούς αλύτρωτους Έλληνες ότι τα περίμεναν όλα από το κράτος. Αντί να επιχειρεί να αναστήσει την αρχαία Ελλάδα και τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, πίστευε ότι το κράτος όφειλε να χαράξει τα όριά του ως εκεί που έφτανε το έθνος. Μετά το 1908, σημείωσε στο ημερολόγιο του ότι «καταργείται τέλος πάντων ή Μεγάλη Ιδέα, και πολιτική αποκατάσταση του Ελληνισμού είναι ή ένωση της φυλής σε ένα κράτος πιο συμμαζεμένο από το βυζαντινό». Παρόλο που δεν είναι σαφές τι εννοούσε ο Δραγούμης με τον όρο «πιο συμμαζεμένο» κράτος, το βέβαιο είναι ότι μετά από την εμπειρία του στην Κωνσταντινούπολη άρχισε να κινείται πλησιέστερα στο πολυεθνικό ανατολικό Ιδεώδες του Σουλιώτη. Τον ανησυχούσε πάντως το ενδεχόμενο μήπως η υπαγωγή σε ένα πολυεθνικό κράτος σήμαινε την απώλεια εθνικής συνείδησης, όπως έδειχνε το παράδειγμα των «λεβαντίνων» πού κατοικούσαν στα λιμάνια τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η φυγή του Δραγούμη από τον αλυτρωτισμό που είχε ως κινητήρια δύναμη το κράτος δεν τον οδήγησε στον εναγκαλισμό της πνευματικής εξουσίας του Πατριάρχη της Κωνσταντινουπόλεως ως εναλλακτικού ηγετικού πόλου για τους "Έλληνες. Ο σεβασμός του για την Εκκλησία περιοριζόταν σε μία σχέση πολιτισμικής συγγένειας, ενώ ο κοσμικός εθνικισμός του ερχόταν σε αντίθεση με το οικουμενικό πνεύμα του ορθόδοξου Γενάρχη. «Οι δεσποτάδες δεν είναι Έλληνες, είναι χριστιανοί», έγραφε. Ενώ ο Ιωακείμ Γ' αντιμετώπιζε ολόκληρο τον ορθόδοξο λαό ως ποίμνιο του, ο Δραγούμης, όπως και ο Σουλιώτης, πίστευαν ότι οι Έλληνες ήταν περισσότερο «συμβατοί» με τους μουσουλμάνους Τούρκους παρά με τους ορθόδοξους Βούλγαρους. Ο Αθανάσιος Σουλιώτης, αξιωματικός με ρομαντική έφεση στην περιπέτεια, πέρασε τα περισσότερα χρονιά του στην ενεργό υπηρεσία ιδρύοντας μυστικές οργανώσεις, πρώτα στη Θεσσαλονίκη και έπειτα στην Κωνσταντινούπολη. Τον απασχολούσε κυρίως η αντιμετώπιση της σλαβικής απειλής για τον Ελληνισμό και πίστευε ότι Έλληνες και Τούρκοι θα μπορούσαν να συνεργαστούν σε μία πολυεθνική αυτοκρατορία για να ανακόψουν τη σλαβική πλημμυρίδα. Στις αρχές του 1908, πήγε με εντολή του Ανατολικού Τμήματος του Μακεδονικού Κομιτάτου της Αθήνας στην οθωμανική πρωτεύουσα, για να συντονίσει τις ελληνικές δραστηριότητες κατά του Βουλγάρικου Κομιτάτου στη Θράκη. Την ίδια εκείνη χρονιά, ο ανεξάρτητα σκεπτόμενος αξιωματικός, παριστάνοντας τον ασφαλιστικό πράκτορα, ίδρυσε με τη βοήθεια της Αθήνας την Οργάνωση Κωνσταντινουπόλεως και σταδιακά κατέστρωσε το δικό του σχέδιο δράσης.
Θάνος Βερέμης, «Από το εθνικό κράτος στο έθνος δίχως κράτος», στο Βερέμης Θάνος (επιμ.) Εθνική ταυτότητα και εθνικισμός στη νεότερη Ελλάδα, Αθήνα, 2003, ΜΙΕΤ, σελ. 32-35
Οι επιστολές του Χρυσοστόμου, Μητροπολίτη Δράμας, προς τον Ίωνα Δραγούμη, το 1908, αποτελούν δείγμα της πιο εύγλωττης μορφής εξέγερσης εναντίον του Πατριάρχη και μαρτυρούν την επιθυμία του Χρυσοστόμου να ακολουθήσει οδηγίες από το «εθνικό κέντρο» παρά την αυθεντία των ανωτέρων του. Οι απαντήσεις του Δραγούμη παραμένουν άγνωστες στον συγγραφέα του παρόντος, αλλά ο μητροπολίτης υπέθετε χωρίς αμφιβολία ότι ο φίλος του ήταν πιστός θεράπων του κράτους το όποιο εκπροσωπούσε. Η πίστη του Δραγούμη προς το κράτος ήταν, τουλάχιστον με φιλοσοφικούς όρους, αμφίβολη, όχι όμως και η αφοσίωση του προς το έθνος. Ο Δραγούμης αναζήτησε στον Ιωακείμ τα στοιχεία που έρχονταν σε αντίθεση με τις δικές του εθνικιστικές επιταγές και έκανε τις ακόλουθες παρατηρήσεις για τον ποιμένα των ελληνορθόδοξων: «Δεν ταυτίζει τον εαυτό του με τον Ελληνισμό, παρά όσο χρειάζεται για να βασταχθή πατριάρχης. Έχει δικές του ιδέες μεγαλομανείς. Είναι πατριάρχης των ορθοδόξων, έχει όλη την ορθοδοξία δική του ή θέλει να την κάμη δική του πνευματικώς. Είναι βυζαντινός Έλληνας. Για να βασταχθή πατριάρχης μπορεί πολλά ελληνικά συμφέροντα να θυσιάση, χωρίς λύπη». Έτσι, ο ανταγωνισμός ανάμεσα στον εθνικισμό και το οικουμενικό πνεύμα, που ενσάρκωνε ο θεσμός του Πατριαρχείου, απειλούσε να διαιρέσει τους Οθωμανούς Έλληνες ακόμη βαθύτερα, αν οι ίδιοι οι Νεότουρκοι, άθελα τους, δεν λειτουργούσαν ως παράγοντας που βαθμιαία εξανάγκασε τις περισσότερες μερίδες να ενωθούν. Η αδιαλλαξία του Κομιτάτου «Ένωση και Πρόοδος» ήταν τελικά υπεύθυνη για την προσέγγιση μεταξύ του Πατριαρχείου και της Οργάνωσης Κωνσταντινουπόλεως. Το καλοκαίρι του 1908 η Οργάνωση Κωνσταντινουπόλεως συνέστησε τον Ελληνικό Πολιτικό Σύνδεσμο για να προωθήσει ανοιχτά τους στόχους της και να προετοιμάσει τους Έλληνες για τις πρώτες οθωμανικές εκλογές το φθινόπωρο του ίδιου έτους. Το έργο του Συνδέσμου ήταν να υποστηρίξει συγκεκριμένους υποψηφίους και να αφυπνίσει τους ψηφοφόρους σχετικά με τα δικαιώματα τους. Η χειραφέτηση των Οθωμανών Ελλήνων από τη νοοτροπία του ράγια δεν ήταν εύκολο έργο. Επιπλέον, παρασκηνιακές ενέργειες και μέθοδοι εκφοβισμού από την πλευρά του Νεοτουρκικού Κομιτάτου και, ως ένα βαθμό, η συμμόρφωση των εθνικών κοινοτήτων απέληξαν σε ένα προκατασκευασμένο εκλογικό αποτέλεσμα. Κατά τη διάρκεια των εκλογών, ο Σύνδεσμος κατόρθωσε να αποτρέψει την αποχή των Οθωμανών Ελλήνων ψηφοφόρων, ενώ ο Ιωακείμ διακήρυξε την αμεροληψία του και παρέπεμψε το Νεοτουρκικό Κομιτάτο στο Σύνδεσμο για συνεννόηση. Από τούς 253 βουλευτές του οθωμανικού κοινοβουλίου, που συνήλθε τον Δεκέμβριο του 1908, 23 είχαν ελληνική εθνική καταγωγή, και από αυτούς 15 ήταν μέλη τής Οργάνωσης Κωνσταντινουπόλεως. Συναντούσαν τον Σουλιώτη στο γραφείο του ή στα διπλανά γραφεία του Συνδέσμου και εκεί αντάλλασσαν απόψεις με τον Δραγούμη μέχρι την αναχώρηση του, τον Φεβρουάριο του 1909. Παρόλο που τόσο ο Σουλιώτης όσο και ο Δραγούμης ήταν υπάλληλοι του ελληνικού κράτους, κάθε άλλο παρά φερέφωνα του μπορούν να θεωρηθούν. Το γεγονός ότι ο Έλληνας υπουργός των Εξωτερικών δεν απάντησε στη σύσταση τους, καθώς και η υποψηφιότητα του ιστορικού Παύλου Καρολίδη για βουλευτική έδρα στη Σμύρνη αποτελούν ενδείξεις της φθίνουσας απήχησης τους στο εθνικό κέντρο. Διασημότητα του ακαδημαϊκού κόσμου της Ελλάδας, ο Καρολίδης επελέγη από το ελληνικό υπουργείο των Εξωτερικών για να εκπροσωπήσει τις απόψεις του στο οθωμανικό κοινοβούλιο. Αφού απέτυχε να κατανοήσει την οθωμανική πραγματικότητα, ο ισχυρογνώμων και εγωκεντρικός Καρολίδης ελάχιστα προώθησε τις επιδιώξεις του υπουργείου και απλώς παρενέβαλε προσκόμματα στο έργο της Οργάνωσης Κωνσταντινουπόλεως. Κατά καιρούς υποστήριξε την εκτελεστική εξουσία του σουλτάνου, ένα συγκεντρωτικό οθωμανικό κράτος και το Κομιτάτο «Ένωση και Πρόοδος», ενώ αντιτάχθηκε σε μια ελληνοβουλγαρική συμμαχία, στη συγκρότηση ελληνικού πολιτικού κόμματος στο οθωμανικό κοινοβούλιο και στη συνεργασία με τούς φιλελευθέρους.
Θάνος Βερέμης, «Από το εθνικό κράτος στο έθνος δίχως κράτος», στο Βερέμης Θάνος (επιμ.) Εθνική ταυτότητα και εθνικισμός στη νεότερη Ελλάδα, Αθήνα, 2003, ΜΙΕΤ, σελ. 41-43
|
|