|
|
Γεώργιος Θεοτόκης, Η τέταρτη πρωθυπουργία, και πάλι η Κρήτη
Γεωργίου Ι Ράλλη, Γεώργιος Θεοτόκης, Ο πολιτικός του μέτρου, εκδ. ευρωεκδοτική, σελ. 276-284
Μόλις έκλεισε η Βουλή, στις αρχές Ιουλίου, το ζεύγος Θεοτόκη εγκαταστάθηκε στους Λουκάδες, για να επιβλέψει ο Γεώργιος από κοντά τις επισκευές και προσθήκες, που είχαν αρχίσει στην έπαυλη πριν από δύο χρόνια και καθυστερούσαν να τελειώσουν. Ο Τζών βρισκόταν στην Αθήνα, γιατί είχε αρραβωνιαστεί τη Μαρία, το γένος Καμπά, και η απουσία του υποχρέωνε τον πατέρα του να επισκέπτεται τακτικά το Ρόππα, για την παρακολούθηση των εργασιών στο κτήμα. Τη διαδρομή αυτή την έκανε συνήθως έφιππος· κάποια μέρα, όμως, ειδοποίησε τη γυναίκα του ότι φοβεροί πόνοι τον είχαν καθηλώσει στο κρεβάτι και δεν μπορούσε να επιστρέψει στους Λουκάδες, γιατί δεν άντεχε να υποστεί το τράνταγμα της άμαξας που θα τον μετέφερε. Η Αμαλία ειδοποίησε τον ανεψιό τους Πίπη Μάρμορα, που βρισκόταν για διακοπές στην Κέρκυρα, και έσπευσε και αυτή στο Ρόππα. Π Μάρμορας διαπίστωσε ισχυρή οσφυαλγία και συνέστησε πλήρη ανάπαυση και, αφού περάσουν οι πόνοι, ιαματικά λουτρά στην Ιταλία. Η πρώτη αντίδραση του Θεοτόκη ήταν αρνητική, γιατί ήθελε να παρακολουθήσει τις εργασίες στους Λουκάδες. Η Αμαλία όμως επέμενε και του βρήκε συντροφιά το βουλευτή Καυτατζόγλου, που έφευγε σε λίγο για την Μπατάλια της Ιταλίας για λουτρά. Έτσι, στις αρχές Αυγούστου, ο Θεοτόκης επιβιβάστηκε στο αυστριακό πλοίο της γραμμής, που περνούσε από την Κέρκυρα, και με τον Καυτατζόγλου πήγαν πρώτα στη Βενετία. Από εκεί έγραψε στη γυναίκα του, στις 11 Αύγουστου, ότι επισκέφτηκε την έκθεση, που είχε πολλούς εξαιρετικούς πίνακες. Οι περισσότεροι είχαν πουληθεί και πολλούς τους είχε αγοράσει η βασιλική οικογένεια της Ιταλίας. «Είναι ένας ευπρεπής τρόπος για να ενισχύσουν τους καλλιτέχνες· κρίμα πού ή δική μας βασιλική οικογένεια ποτέ δεν έχει ενθαρρύνει, με αυτό τον τρόπο, τους δικούς μας ζωγράφους και γλύπτες», σημείωνε. Της γράφει επίσης ότι, εκτός από τα μπάνια και το μασάζ, δεν ξέρει κανείς πώς να περάσει την ώρα του και παραπονείται για την πληκτική μονοτονία. Προσθέτει ότι ακόμη και οι γυναίκες, που βρίσκονται εκεί για θεραπεία, είναι όλες άσχημες και δεν υπάρχει καμία με την οποία θα κουβέντιαζε ευχαρίστως, ενώ με δέος αναλογίζεται ότι θα πρέπει να μείνει σ' αυτό το ερημητήριο άλλες είκοσι ημέρες, αφού του απομένουν ακόμη 15 μπάνια. Ευτυχώς, μια εβδομάδα πριν από το ταξίδι της επιστροφής, έφτασε απρόοπτα ο Άθως Ρωμανός. Είχε μάθει τυχαία πως βρισκόταν εκεί και ήλθε να τον επισκεφτεί. Του είπε πολλά ενδιαφέροντα, σχετικά με τη διεθνή πολιτική. Οι συζητήσεις όμως που είχε μαζί του ο Θεοτόκης ήταν μελαγχολικές, όπως γράφει, αφού συμφώνησαν στη διαπίστωση ότι η Ελλάδα, αντίθετα από την Τουρκία και τη Βουλγαρία, ήταν εντελώς απομονωμένη σε διεθνή κλίμακα. Αναφέρει σχετικά: «Πέρσι, όταν ζήτησα να αυξηθεί ή φορολογία για να μπορέσουμε να διαθέσουμε μεγαλύτερες πιστώσεις για τον εξοπλισμό του στρατού, με καταψήφισαν. Τώρα ο Ρωμανός διαπίστωσε από μια συζήτηση, που είχε με τον Πόλ Καμπόν, το Γάλλο πρέσβη στο Λονδίνο, ότι δε μας λογαριάζουν γιατί είμαστε αδύνατοι. Παρακάλεσα το Ρωμάνο να επιδιώξει συνάντηση στο Παρίσι και στο Λονδίνο, όπου είναι πολύ γνωστός, με όσους κινούν τα νήματα της εξωτερικής πολιτικής. Να τους πείσει ότι με το πρόγραμμα αναδιοργανώσεως του στρατού μας που θα εφαρμόσω μετά τις προσεχείς εκλογές, τις όποιες είναι βέβαιο ότι θα κερδίσουμε, η Ελλάδα θα πρέπει να υπολογίζεται όχι μόνο για τη στρατιωτική της ισχύ, αλλά και εξαιτίας της θάλασσας, και θα είναι πολύτιμη σύμμαχος για τους Γάλλους και τους Άγγλους». Επιστρέφοντας από την Ιταλία, έμεινε ακόμη ένα μήνα περίπου στην Κέρκυρα και φαίνεται ότι η διαμονή εκεί ήταν ιδιαίτερα ευχάριστη, αφού ο Νικόλαος, γράφοντας στη μητέρα του ότι είχε πολύ καιρό να λάβει από τον πατέρα ένα τόσο αισιόδοξο γράμμα, σημειώνει: « Η παραμονή στην Κέρκυρα, που πραγματικά λατρεύει, του έκαμε καλό και έδιωξε μακριά τις μαύρες σκέψεις και τη δυσθυμία, που τον ταλαιπωρούσαν τον τελευταίο καιρό». Στις 20 Οκτωβρίου, έγινε στην Αθήνα ο γάμος του Τζών με τη Μαρία Καμπά και ο Γεώργιος ήταν ενθουσιασμένος, γιατί η νύφη του αγαπούσε πολύ την Κέρκυρα και έτσι ο γιος του θα εξακολουθούσε να περνάει τον περισσότερο καιρό στο νησί και να ασχολείται με τα κτήματα. Με το άνοιγμα της Βουλής, το Νοέμβριο, επιβεβαιώθηκαν οι φήμες ότι ο Μαυρομιχάλης, που ήταν ο στυλοβάτης της κυβερνήσεως Ράλλη, δε βρισκόταν σε καλές σχέσεις με τον πρωθυπουργό και αφού ναυάγησαν όλες οι προσπάθειες συμφιλιώσεώς τους, ο Ράλλης υπέβαλε στο βασιλέα την παραίτηση του. Οι συνεννοήσεις για τη λύση της κρίσεως κράτησαν δέκα μέρες. Ο Θεοτόκης, στην αρχή επέμενε να διαλυθεί η Βουλή και να προκηρυχτούν εκλογές, οι βουλευτές όμως δεν είχαν διάθεση για νέο εκλογικό αγώνα μέσα στην καρδιά του χειμώνα και ο βασιλεύς προτίμησε να αναβληθεί για αργότερα ή εκλογική αναμέτρηση. Έτσι, στις 8 Δεκεμβρίου 1905, ο Θεοτόκης σχημάτιζε την τέταρτη και τελευταία κυβέρνηση του. σ. 276-278
Στην Κρήτη, μετά την επανάσταση στο Θέρισσο και τη στάση του Βενιζέλου, είχαν σημειωθεί εξελίξεις. Η νέα Βουλή στην πρώτη της συνεδρίαση, στις Απριλίου του 1905, ανάγγειλε την κατάργηση της Κρητικής Πολιτείας και την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Γνώριζαν οι βουλευτές ότι οι Δυνάμεις με κανένα τρόπο δεν ήταν διατεθειμένες να συμφωνήσουν, αυτοί όμως δεν ήταν δυνατό να πράξουν διαφορετικά μετά την ενωτική διακήρυξη των επαναστατών στο Θέρισσο, γιατί, σε μια τέτοια περίπτωση, κινδύνευαν να χαρακτηριστούν εθνικοί μειοδότες. Μετά την άρνηση των Δυνάμεων να αποδεχτούν το αίτημα της ενώσεως, ο Βενιζέλος, που δεν εννοούσε να αφήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων στους αντιπάλους του, ζήτησε να τροποποιηθεί το καθεστώς της Κρήτης σύμφωνα με το πρότυπο της Ανατολικής Ρωμυλίας και Βουλγαρίας. Και πρόβαλλε αυτό το αίτημα, μολονότι γνώριζε ότι ο βασιλεύς της ανεξάρτητης και κυρίαρχης Ελλάδας δεν μπορούσε να είναι ταυτόχρονα και ηγεμόνας της Κρήτης κάτω από την επικυριαρχία του Σουλτάνου. Οι Δυνάμεις απάντησαν και πάλι αρνητικά στο νέο αίτημα, διευκρινίζοντας ότι μόνο οι μεταρρυθμίσεις πού αφορούσαν τα εσωτερικά πράγματα μπορούσαν να γίνουν δεκτές. Η αρνητική απάντηση των Δυνάμεων δεν έθεσε τέρμα στην εξέγερση· αντίθετα, η ανωμαλία διευρυνόταν κάθε μέρα και περισσότερο, σε σημείο ώστε ο πρίγκιπας, που δεν ήθελε να χρησιμοποιήσει βία για να καταστείλει τη στάση, εκδήλωσε την πρόθεση να παραιτηθεί. Ο Δηλιγιάννης όμως, και αργότερα ο Ράλλης που τον διαδέχτηκε, τον απέτρεψε, γιατί φοβόταν μήπως οι Δυνάμεις δεν όριζαν άλλον Έλληνα πρίγκιπα ως διάδοχο του Γεωργίου. Στις 18 Ιουνίου (1905), ο Ράλλης, σε απάντηση του προς τον πρίγκιπα, έγραφε τα ακόλουθα: «Ό,τι και αν συμβή και οιαιδήποτε και αν είναι αι αποφάσεις των πολιτικών κομμάτων, η Αυτού Υψηλότης οφείλει να μείνη πιστή εις την εντολήν της... η υμετέρα εξοχότης δεν έχει άλλην ιδιότητα από την του εντολοδόχου των μεγάλων Δυνάμεων και οφείλει να εκτελή την εντολήν της μέχρι τέλους επ’ εθνικώ οφέλει. Εναπόκειται εις τας μεγάλας Δυνάμεις να αποφασίσωσι ποια θα είναι τα αναγκαία μέτρα διά την αποκατάστασιν της τάξεως. Υμείς και η Κυβέρνησις δεν έχει κανένα βάσιμον λόγον να ζητήση από τας Δυνάμεις την καταστολήν ενός κινήματος το όποιον, καιτοι προδήλως στασιαστικόν, αποκρύπτεται όπισθεν των πτυχών της εθνικής σημαίας της προσαρτήσεως». Η στάση του Θερίσσου αιφνιδίασε και τις μεγάλες Δυνάμεις. Το συμβούλιο των πρεσβευτών, που συνεδρίασε στη Ρώμη, εισηγήθηκε να δηλώσουν και πάλι οι Δυνάμεις την απόφαση τους να διατηρήσουν το «status quo», να καλέσουν τους επαναστάτες να επανέλθουν στη νομιμότητα και να υποβάλουν κανονικά στους αντιπροσώπους των μεγάλων Δυνάμεων, στη Ρώμη, σχέδια μεταρρυθμίσεως του πολιτεύματος. Ταυτόχρονα, οι πρόξενοι στα Χανιά έλαβαν εντολή να αναπτύξουν μεγαλύτερη δραστηριότητα, για να επιτευχτεί η συμφιλίωση ανάμεσα στις δύο αντιμαχόμενες μερίδες. Με την πάροδο του χρόνου, η τακτική που ακολουθούσε ο Βενιζέλος αποδείχτηκε περισσότερο εύστοχη από εκείνη του πρίγκιπα. Βέβαια οι επιτυχίες της Βενιζελικής παρατάξεως είχαν μάλλον αρνητικό χαρακτήρα, αφού κανένα από τα αιτήματα τους δεν έγινε τελικά δεκτό· όμως, κάθε μέρα και περισσότερο εδραιωνόταν στη συνείδηση των ξένων προξένων στην Κρήτη και στην ελληνική κυβέρνηση η πεποίθηση, ότι η αδιαλλαξία του αρμοστή καθιστούσε αδύνατη τη συνεννόηση ανάμεσα στις δύο αντιμαχόμενες μερίδες. Ο αρχηγός των γαλλικών δυνάμεων στην Κρήτη, συνταγματάρχης Λουμπάνσκι, μετά τη συνάντηση που είχαν οι πρόξενοι με το Βενιζέλο και τους συνεργάτες του στις Μουριές, τον Ιούλιο του 1905, πληροφορούσε το γαλλικό υπουργείο Στρατιωτικών ότι ο πρίγκιπας, παρ’ όλη την επιδείνωση της καταστάσεως, δεν εννοεί να αποχωρήσει, ενώ από την άλλη μεριά, οι επαναστάτες δε θα καταθέσουν τα όπλα όσο διατηρείται το σημερινό καθεστώς. Ο Λουμπάνσκι περιέγραφε ακόμη το βαθύ μίσος του Βενιζέλου εναντίον του πρίγκιπα και κατέληγε στο συμπέρασμα ότι ή συμφιλίωση ήταν αδύνατη. Στο τέλος Αυγούστου, ο πρωθυπουργός Ράλλης εκδήλωνε την απογοήτευσή του προς τον ύπατο αρμοστή, γιατί η κρητική Βουλή αντιδρούσε και δεν ψήφιζε τις μεταρρυθμίσεις, που υπαγόρευαν οι περιστάσεις και η στοιχειώδης λογική. Όταν τελικά ο πρίγκιπας και η κρητική Βουλή συμμορφώθηκαν με τις υποδείξεις της ελληνικής κυβερνήσεως, ήταν αργά. Την ίδια εποχή, οι Δυνάμεις άρχισαν να συζητούν, και τελικά αποδέχτηκαν, το αίτημα του Βενιζέλου να συσταθεί ειδική εξεταστική επιτροπή, για να μελετήσει τις μεταρρυθμίσεις που έπρεπε να γίνουν δεκτές. Σε επιστολή του προς το Ράλλη, στις 19 Σεπτεμβρίου του 1905, ο ύπατος αρμοστής διατύπωνε παράπονα, γιατί το «αντιπατριωτικόν» κίνημα του Θερίσσου εξακολουθούσε να παραμένει άκαμπτο, μολονότι η κρητική Βουλή είχε δεχτεί τις τροποποιήσεις και είχε προβεί στην αναθεώρηση ορισμένων άρθρων του Συντάγματος, σύμφωνα με τις επιθυμίες των επαναστατών. Με το ίδιο γράμμα του, ο αρμοστής πρότεινε να σταλεί στην Κρήτη ανεπίσημα αντιπροσωπεία από επιφανείς πολιτευτές από την Ελλάδα, που θα εκπροσωπούσαν όλα τα κόμματα. Η αντιπροσωπεία θα μπορούσε να εξετάσει ανεπηρέαστα όσα συνέβαιναν στην Κρήτη και να διαφωτιςει την ελληνική Βουλή και το λαό, ώστε να σταματήσει η εντελώς άδικη, όπως έλεγε ο πρίγκιπας, εναντίον του κατακραυγή μερικών αθηναϊκών εφημερίδων και να μη δηλητηριάζεται η κοινή γνώμη με αναλήθειες που «μόνον κακόν δύνανται κατά της όλης εθνικής εργασίας εν Κρήτη». Αν η πρόταση αυτή του πρίγκιπα είχε διατυπωθεί ενωρίτερα, προτού αρχίσουν οι συναντήσεις των προξένων με τους επαναστάτες, θα ήταν ίσως διαφορετική η εξέλιξη της καταστάσεως. Τη στιγμή όμως που υποβλήθηκε ήταν πλέον αργά, γιατί δεν μπορούσαν να συνυπάρξουν στην Κρήτη δύο εξεταστικές επιτροπές, η μία από Έλληνες βουλευτές και η άλλη από αντιπροσώπους των Δυνάμεων, και βέβαια ήταν φυσικό να αποφασιστεί η αποστολή της δεύτερης επιτροπής. Οι επαναστάτες εκμεταλλεύτηκαν προς όφελος τους το γεγονός της συστάσεως διεθνούς εξεταστικής επιτροπής, ενώ ο αρμοστής θεώρησε —και δικαιολογημένα— ότι αυτό αποτελούσε πλήγμα κατά του κύρους του. Όταν το Δεκέμβριο ό Θεοτόκης ανέλαβε και πάλι την πρωθυπουργία, κατάλαβε ότι, εξαιτίας του κλίματος που είχε επικρατήσει, ήταν αδύνατη η παράταση για πολύ καιρό της παραμονής του πρίγκιπα Γεωργίου στην Κρήτη. Ο Νικόλαος, απαντώντας από το Παρίσι σε γράμμα του πατέρα του, έγραφε το Μάρτιο του 1906: «Έχεις δίκιο να υποστηρίζεις ότι μια κυβέρνηση, που δεν κατόρθωσε να εξουδετερώσει αμέσως την ανταρσία, είναι καταδικασμένη. Σου υπενθυμίζω ότι, όταν υπηρετούσα στη Σόφια, σου είχα γράψει, πριν από τα γεγονότα στο Θέρισσο, πώς η μόνη διέξοδος ήταν η παραίτηση του πρίγκιπα. Μολονότι η πρόβλεψη μου φαίνεται να επιβεβαιώνεται από τις εξελίξεις, αφού και συ πιέζεις προς την κατεύθυνση αυτή, λυπούμαι γιατί, όπως πιστεύω, οι προθέσεις της Αυτού Υψηλότητος ήταν καλές. Με όλη του την ψυχή προωθούσε την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα και η φιλοδοξία του ήταν να πραγματοποιηθεί στις ήμερες που ήταν αρμοστής. Φαντάζομαι πόσο θα λυπήθηκε ο βασιλεύς, όταν του είπες τις σκέψεις σου για την ανάγκη αποχωρήσεως του γιου του».
Στο τέλος Ιανουαρίου, ο Άγγλος πρόξενος Χάουαρντ, σε αναφορά που υπέβαλε στον υπουργό Εξωτερικών Γκρέι, αναγκαζόταν τώρα να αναθεωρήσει τις απόψεις του, γιατί είχε διαπιστώσει πως ο πρίγκιπας είχε τορπιλίσει όλες τις προσπάθειες του Βενιζέλου για την αποκατάσταση της εσωτερικής ομαλότητας. Ο Άγγλος πρόξενος, καταλήγοντας σ’ αυτό το συμπέρασμα, αγνοούσε —θεληματικά ή αθέλητα— το γεγονός ότι δεν ήταν μόνο ο αρμοστής αντίθετος με το συμβιβασμό, αλλά δεν τον ήθελαν και οι ηγέτες της φιλοπριγκιπικής μερίδας —περισσότερο από όλους ο Κούνδουρος— που απειλούσαν ότι θα αντιδρούσαν έντονα, σε περίπτωση συμβιβασμού. Λίγο αργότερα, ό Εδουάρδος Λω, σε συνομιλίες που είχε στη Ρώμη και στην Αθήνα, έλεγε σχεδόν ανοιχτά ότι ο πρίγκιπας είχε διαπράξει σοβαρά σφάλματα και την ίδια εποχή είχε αρχίσει να συζητείται, σε ευρύτερους κύκλους, το ενδεχόμενο τερματισμού της αποστολής του. Με επιστολή του προς το μόνιμο υφυπουργό Εξωτερικών της Αγγλίας Χάρντινγκ, τον Απρίλιο του 1906, ο Λω, για να μη μειωθεί το γόητρο της ελληνικής δυναστείας, πρότεινε να παραχωρηθεί στον Έλληνα βασιλέα το δικαίωμα να υποδεικνύει και να μεταθέτει τον ύπατο αρμοστή Κρήτης, ύστερα από έγκριση των Δυνάμεων. Στις 10 Απριλίου, επισκέφτηκε την Αθήνα, για να παραστεί στους Ολυμπιακούς Αγώνες, ο βασιλεύς Εδουάρδος, τον όποιο συνόδευε ο Χάρντινγκ. Κατά τη διάρκεια της τετραήμερης επίσκεψης, συζητήθηκε το πρόβλημα της Κρήτης. Ο Έλληνας βασιλεύς και η ελληνική κυβέρνηση συμφώνησαν, κατ’ αρχήν, για την αποχώρηση του αρμοστή, με τον όρο ότι θα συνδυαζόταν με την ενίσχυση των εθνικών θέσεων στην Κρήτη, η δε υπόδειξη του διαδόχου του θα γινόταν από τον Έλληνα βασιλέα, υστέρα από έγκριση των Δυνάμεων. (Την ίδια εποχή, ο Θεοτόκης, σε συνέντευξη του στην ιταλική εφημερίδα «Ζωή» υποστήριζε ότι μόνο η ένωση θα τερμάτιζε την ανωμαλία στην Κρήτη και ώσπου να πραγματοποιηθεί, θα ήταν σκόπιμο να αντικατασταθούν τα εκεί ξένα στρατεύματα με ελληνικά. Στην ίδια συνέντευξη, ο πρωθυπουργός διατύπωνε παράπονα για τις ανθελληνικές ενέργειες των Ιταλών προξένων στην Ήπειρο, καθώς και για τη στάση τους στο Κουτσοβλαχικό. Ελάχιστοι, δήλωσε ο Θεοτόκης, είναι οι ρουμανίζοντες, ενώ όλοι οι άλλοι —περίπου τα 9/10 σύμφωνα με τους υπολογισμούς του— είναι φανατικοί Έλληνες, που μιλούν μια ιδιαίτερη γλώσσα, ένα γλωσσικό ιδίωμα, όπως συμβαίνει και σε περιοχές της Γαλλίας και της Ιταλίας). Η αγγλική πρόταση δεν έγινε αμέσως αποδεκτή από τις τρεις άλλες Δυνάμεις· ο κίνδυνος όμως νέων περιπλοκών στην Κρήτη και η εμμονή του Χάρντινγκ στο σχέδιο που είχε υποβάλει ανάγκασε τις υπόλοιπες τρεις Δυνάμεις να το αποδεχτούν. Η ανακοίνωση του σχεδίου προκάλεσε την αγανάκτηση της πλειοψηφίας της κρητικής συνελεύσεως. Ο Θεοτόκης, με την ελπίδα ότι θα επωφελούνταν από αυτή την αγανάκτηση, αν συμφωνούσαν οι συμπολιτευόμενοι και οι αντιπολιτευόμενοι βουλευτές και αντιδρούσαν ενωμένοι στις αποφάσεις των Δυνάμεων, έστειλε τον πρόεδρο της ελληνικής Βουλής Μπουφίδη —που συνδεόταν προσωπικά με το Βενιζέλο— για να τον πείσει να συνταχτεί με την πλειοψηφία των βουλευτών. Πίστευε ο Θεοτόκης ότι ήταν δυνατό να εξαναγκαστούν οι Δυνάμεις σε περισσότερες παραχωρήσεις, αν έβλεπαν την παγκρήτια αντίδραση εναντίον των αποφάσεων τους. Ο Βενιζέλος όμως φοβήθηκε ότι η απόρριψη των ευρωπαϊκών προτάσεων θα δημιουργούσε δυσμενείς εντυπώσεις στην Ευρώπη, ενώ παράλληλα η αγγλική κυβέρνηση διαμαρτυρήθηκε εντονότατα και ζήτησε από την ελληνική να ανακαλέσει τον Μπουφίδη. Ύστερα από τις εξελίξεις αυτές, η ελληνική κυβέρνηση συμφώνησε με τις προτάσεις και ο Γεώργιος αποδέχτηκε την παραίτηση του γιου του και τον αντικατέστησε με τον Αλέξανδρο Ζαΐμη, για τον όποιο είχε συμφωνήσει προηγουμένως και ο Βενιζέλος. Οι περισσότεροι Κρήτες όμως έβλεπαν με πόνο την αποχώρηση του Γεωργίου και ετοιμάζονταν να αντιδράσουν δυναμικά. Ο Θεοτόκης πληροφορήθηκε όσα σχεδίαζαν και με τηλεγραφήματα του συνέστησε στον αρμοστή να επιβάλει την ειρηνική αποδοχή της λύσεως. Ο Γεώργιος, βαθύτατα πατριώτης, αντιλαμβανόμενος ότι κάθε δυναμική αντίδραση των οπαδών του μπορούσε να δημιουργήσει προβλήματα, έλαβε όλα τα μέτρα ώστε η αποχώρηση του να μη συνοδευτεί από οποιαδήποτε έκτροπα. Έτσι, στις 12 Σεπτεμβρίου, έφευγε ο Γεώργιος και έξι μέρες αργότερα έφτανε στην Κρήτη ο Ζαΐμης με ρωσικό πλοίο. Αυτό ήταν το τέλος της περιπέτειας, που είχε κρατήσει σχεδόν έξι χρόνια.
|
|