|
|
Γεωργίου Ι. Ράλλη, Γεώργιος Θεοτόκης, Ο πολιτικός του μέτρου, εκδ. ευρωεκδοτική, σελ.
[το πρόβλημα ύδρευσης της Αθήνας]
[…] Στον πρώτο υπουργικό συμβούλιο, που έγινε την επομένη της ορκωμοσίας, ο Θεοτόκης ανέπτυξε το κυβερνητικό του πρόγραμμα και επέμενε ιδιαίτερα στην ανάγκη αναδιοργανώσεως του στρατεύματος και εξυγιάνσεως των οικονομικών. «Χωρίς ισχυρό στρατό», είπε στους υπουργούς του, «ποτέ δε θα γίνουμε κράτος ανεξάρτητο και, αν τα οικονομικά μας δε βελτιωθούν, ποτέ δε θα αποκτήσουμε ισχυρό στρατό και ναυτικό». Ο πόλεμος του 1897 είχε πείσει το Θεοτόκη ότι, ενώ το θάρρος και η αυταπάρνηση στρατιωτών και αξιωματικών έπρεπε να μας κάνουν υπερήφανους, ο στρατός μας, εξαιτίας της κακής προπαρασκευής και του ανεπαρκούς εξοπλισμού, δεν μπορούσε να συγκριθεί με τους στρατούς των άλλων ευρωπαϊκών εθνών και ιδιαίτερα τής Τουρκίας, η οποία τα τελευταία χρόνια είχε σημειώσει σημαντικά βήματα προόδου. χάρη στους Γερμανούς εκπαιδευτές. Την έλλειψη σχεδίων επιστρατεύσεως την είχε διαπιστώσει προσωπικά, στην Κέρκυρα, όπου βρισκόταν την ήμερα τής κηρύξεως του πολέμου, και τις πρώτες του αυτές εντυπώσεις τις επιβεβαίωσαν αργότερα συζητήσεις, που είχε με αξιωματικούς, στην κρίση των οποίων είχε εμπιστοσύνη, όπως ο Σμολένσκης και ο Βίκτωρ Δούσμανης. Την ανεπαρκή οργάνωση της υγειονομικής υπηρεσίας την είχε επισημάνει νωρίτερα, το Μάρτιο, όταν έγραφε από την Αθήνα στην Αμαλία: «Ευτυχώς, πολλές κυρίες ετοιμάζουν εδώ ασθενοφόρα οχήματα και μερικά από αυτά, άρτια εξοπλισμένα και πλαισιωμένα με εθελόντριες αδελφές, έχουν φύγει ήδη για τη Θεσσαλία. Χάρηκα μαθαίνοντας ότι εσύ και οι κυρίες Σκαραμαγκά και Καποδίστρια ετοιμάζετε κάτι ανάλογο στην Κέρκυρα. Είμαι απογοητευμένος από την έλλειψη οργανώσεως και την ανεπαρκή δραστηριότητα των κρατικών υπηρεσιών, και ελπίζω στην ιδιωτική πρωτοβουλία, για την αντιμετώπιση των εν γένει αναγκών του πολέμου». Όταν, μετά το σχηματισμό της κυβερνήσεως Ράλλη, ο Θεοτόκης επισκέφτηκε το μέτωπο, μαζί με τον Τσαμαδό, πληροφορήθηκε ότι, σε πολλές περιπτώσεις, οι δικοί μας αντιμετώπισαν με επιτυχία πολύ υπέρτερες εχθρικές δυνάμεις. Στο φυλλάδιο που δημοσίευσαν φίλοι του βουλευτές, το 1910, και που αναδημοσιεύτηκε συμπληρωμένο με τις κρίσεις του Τύπου ένα χρόνο αργότερα, αναφέρεται μια τέτοια χαρακτηριστική περίπτωση. Πρόκειται για την άμυνα δώδεκα λόχων, που υποστήριζαν δύο ορειβατικές πυροβολαρχίες και κράτησαν τις θέσεις τους στο μέτωπο της Μελούνας επί δύο εικοσιτετράωρα, μολονότι εναντίον τους είχε εξαπολυθεί επίθεση από σαράντα δύο τουρκικά τάγματα πεζικού και δεκαοχτώ πυροβολαρχίες. Οι συζητήσεις που είχε ο Θεοτόκης, κατά τη διετία 1897 - 1899, με μορφωμένους αξιωματικούς, καθώς και οι αναφορές για τον πόλεμο που είχε μελετήσει, τον έπεισαν ότι η έλλειψη σχεδίου επιστρατεύσεως, η ανυπαρξία σχεδίου επιχειρήσεων, και ο κακός εξοπλισμός του ελληνικού στρατού ήταν οι κύριοι παράγοντες της ήττας. Διαπίστωσε ακόμη ότι η τακτική του στρατού μας ήταν ξεπερασμένη. Η προσκόλληση μας στο σύστημα της στατικής άμυνας και της αποκρούσεως των επιθέσεων μόνο με πυρά είχε εγκαταλειφτεί, μετά το γαλλογερμανικό πόλεμο του 1870, ακόμη και από τους Γάλλους, που είχαν πληρώσει ακριβά αυτό το στρατηγικό δόγμα. Και όμως, εμείς, μολονότι είχαν περάσει εικοσιπέντε χρόνια από τότε, εξακολουθούσαμε να πιστεύουμε σε ένα δόγμα που στην πράξη είχε χρεοκοπήσει. Και ενώ αυτά ήταν τα συμπεράσματα από τον πόλεμο, και με βάση αυτά θα έπρεπε να χαραχτεί η μελλοντική πολιτική στα πολεμικά υπουργεία, οι περισσότεροι αναζητούσαν ευθύνες για το παρελθόν και πολλοί προσπαθούσαν να επιρρίψουν την ευθύνη τής ήττας στον αρχιστράτηγο διάδοχο Κωνσταντίνο. Και, βέβαια, ο αρχιστράτηγος δεν κατόρθωσε να εποπτεύσει στην έγκαιρη αναδιάρθρωση της άμυνας. Οι ευθύνες του όμως, για την παράλειψη αυτή, ήταν πολύ ελαφρότερες από εκείνες της κυβερνήσεως Δηλιγιάννη, η οποία, στα δύο χρόνια από τις εκλογές, ως την κήρυξη του πολέμου, δεν είχε λάβει κανένα μέτρο, για τη βελτίωση τής καταστάσεως. ' Εξάλλου, και ή αντιπολίτευση δέν ήταν άμοιρη ευθυνών, γιατί όφειλε νά γνωρίζει την ανεπαρκή προπαρασκευή του στρατού μας και να μην ωθεί την κυβέρνηση στην υιοθέτηση αγέρωχης πολιτικής, η οποία τελικά μας οδήγησε στον πόλεμο και στην ήττα. Ο Θεοτόκης είχε το ελαφρυντικό ότι ήταν αντίθετος με τις ενέργειες της «Εθνικής Εταιρείας» και δεν πίστευε στις δυνατότητες των άτακτων ομάδων, όπως πίστευαν ο Δηλιγιάννης και ο Ράλλης. Δεν προσπάθησε όμως να επικαλεστεί αυτό το γεγονός, για να μειώσει τις ευθύνες του. Αντίθετα, μιλώντας στη Βουλή, την 1η Ιουνίου του 1899 και στις 12 Ιουλίου του ίδιου χρόνου, άφησε να εννοηθεί ότι, κατά την πεποίθηση του, όλοι έχουν τις ευθύνες τους για τον ατυχή πόλεμο.
Διαμαρτυρήθηκε, μάλιστα, γιατί ορισμένοι προσπαθούσαν να επιρρίψουν τις ευθύνες των ατυχιών του πολέμου στον αρχιστράτηγο και να απαλλάξουν τους πραγματικούς υπευθύνους. Και έσπευσε να προσθέσει ότι σε κανέναν δεν αποδίδει πρόθεση να βλάψει την πατρίδα και κανέναν δεν κατηγορεί για έλλειψη πατριωτισμού. Θεώρησε ότι είναι ακόμη νωπά τα γεγονότα, ώστε να υπάρξει γι’ αυτά ανεπηρέαστη κρίση και διατύπωσε τη γνώμη ότι καλό θα ήταν «να αφήσωμεν την ιστορίαν... να δικάση μεταξύ υμών και ημών». Για τους ίδιους λόγους, τάχτηκε εναντίον της προτάσεως για τη σύσταση εξεταστικής των πραγμάτων επιτροπής και κατά τη συνεδρίαση της 1ης Ιουνίου του 1899, τόνισε: «Εκ τον διορισμού εξεταστικής επιτροπής η πατρίς ουδεν θα ωφεληθή. Η πατρίς θα ωφεληθή αν όλοι, συναισθανόμενοι τα κακά τα όποια ο πόλεμος επέφερε, σπεύσωμεν εις την βελτίωσιν των κακώς εχόντων, από κοινού εργαζόμενοι, όπως συντελέσωμεν εις την βελτίωσιν αυτών». Μετά όμως από την προκλητική αγόρευση του Δηλιγιάννη, ο Θεοτόκης αναγκάστηκε να δεχτεί τη σύσταση της επιτροπής, για να μη δημιουργηθεί ή εντύπωση ότι εναντιώνεται, επειδή ό ίδιος φοβάται το πόρισμα της. Η κυβέρνηση μελέτησε με την επιβαλλόμενη σοβαρότητα τα μέτρα, που έπρεπε να ληφθούν για τη βελτίωση της στρατιωτικής καταστάσεως, και εισηγήθηκε στη Βουλή δύο βασικά στρατιωτικά νομοσχέδια, που έγιναν νόμοι του κράτους, παρ’ όλη τη σφοδρή εναντίον τους πολεμική ολόκληρης της αντιπολιτεύσεως. Ο πρώτος νόμος ήταν ο ΒΧΜ της 15ης Ιουλίου του 1900 «Περί προσκλήσεως αλλοδαπών αξιωματικών διά τον οργανισμόν του στρατού ξηράς και τον πολεμικού ναυτικού». Δυστυχώς, ο νόμος αυτός δεν έγινε δυνατό να εφαρμοστεί, ίσως γιατί καθεμιά από τις μεγάλες δυνάμεις διεκδικούσε για τον εαυτό της την προτίμηση της αποστολής των εκπαιδευτών αξιωματικών στην Ελλάδα. Ο νόμος αυτός καταργήθηκε μέ νόμο του Ιουλίου του 1903, πού ψηφίστηκε από την κυβέρνηση Δημητρίου Ράλλη. Ο άλλος νόμος ήταν ό ΒΨ της 25ης Μαρτίου του 1900 «Περί οργανισμού του στρατού», με βάση τον όποιο ολόκληρη η χώρα αποτέλεσε μία στρατιωτική περιφέρεια και καθιερώθηκε ο θεσμός τής γενικής διοικήσεως, στην οποία υπαγόταν όλος ο στρατός. Γενικός διοικητής ανέλαβε ο τότε διάδοχος Κωνσταντίνος, ο όποιος, σύμφωνα με τον ίδιο νόμο, ήταν ταυτόχρονα και γενικός επιθεωρητής του στρατού. Βασικός αντικειμενικός στόχος του θεσμού της γενικής διοικήσεως ήταν ο καλύτερος συντονισμός, καθώς και η απαλλαγή του στρατού από τις πολιτικές και κομματικές επιρροές, που τον είχαν οδηγήσει σε δυσάρεστες για τον τόπο καταστάσεις. Κατά τη συζήτηση του νομοσχεδίου στη Βουλή, η αντιπολίτευση επιτέθηκε με δριμύτητα εναντίον του Θεοτόκη, τον οποίο χαρακτήρισε αυλόδουλο. Ο Θεοτόκης όμως, ατάραχος, απάντησε: « Αποβλέπω εις τον βασιλέα, όστις έσωσεν ημάς, τας στιγμάς του κινδύνου, από βεβαίας καταστροφής και όστις, υπέρ πάντα άλλον, συνετέλεσεν εις το να λυθή, ως ελύθη, το Κρητικόν ζήτημα». Αλλά και στο στρατό ο νόμος προκάλεσε αντιδράσεις πολλών αξιωματικών, που φοβήθηκαν ότι η νέα μορφή του στρατεύματος θα έβλαπτε την εξέλιξη τους. Συγκρότησαν μάλιστα και τριμελή επιτροπή, για την προστασία των συμφερόντων τους. Όταν ο πρωθυπουργός πληροφορήθηκε την αντιπειθαρχική αυτή ενέργεια, κάλεσε τα μέλη της επιτροπής και, αφού τους μίλησε αυστηρά, τους έθεσε σε διαθεσιμότητα, ενώ τιμώρησε και μετέθεσε τους πρωταιτίους. Με την αστραπιαία αυτή ενέργεια του Θεοτόκη, επανήλθε η ηρεμία στο στράτευμα και έπαυσαν όλες οι αντιπειθαρχικές κινήσεις ορισμένων αξιωματικών. Κατά την περίοδο της πρώτης πρωθυπουργίας, ιδρύθηκε το ταμείο του εθνικού στόλου, πού απέβη σπουδαίος παράγοντας για τη μετέπειτα ενίσχυση των ναυτικών δυνάμεων της χώρας, και υπογράφηκε η σύμβαση για την κατασκευή του σιδηροδρόμου Πειραιά - συνόρων, η οποία πολύ εξυπηρέτησε τις στρατιωτικές μεταφορές. Το έργο για την αναδιοργάνωση του στρατεύματος διακόπηκε με την πτώση της πρώτης κυβερνήσεως Θεοτόκη. Για να μη διασπαστεί όμως η ενότητα παρουσιάσεως του έργου αυτού, θεωρώ ότι επιβάλλεται να ιστορηθεί εδώ η πολιτική του Γεωργίου Θεοτόκη στο στρατιωτικό τομέα, όπως ολοκληρώθηκε στην τρίτη πρωθυπουργία του (Δεκέμβριος 1903 - Δεκέμβριος 1904) και στην τέταρτη πρωθυπουργία (τέλος 1905 - Ιούλιοι 1909). Στις 6 Δεκεμβρίου 1903, ο Γεώργιος Θεοτόκης ανέλαβε για τρίτη φορά την πρωθυπουργία, στην οποία παρέμεινε ως στις 16 Δεκεμβρίου 1904. Στην κυβέρνηση του εκείνη διόρισε υπουργό των Στρατιωτικών τον ήρωα του πολέμου του 1897 Κωνσταντίνο Σμολένσκη και μολονότι η παραμονή της κυβερνήσεως στην εξουσία ήταν δωδεκάμηνη, η εργασία στο στρατιωτικό τομέα υπήρξε πολύ παραγωγική. Η κυβέρνηση επεξεργάστηκε και υπέβαλε για ψήφιση στη Βουλή μια σειρά από δεκαπέντε στρατιωτικά νομοσχέδια (αφορούσαν στο στρατό ξηράς και στο πολεμικό ναυτικό), μαζί με τα νομοσχέδια για την εξασφάλιση των απαιτούμενων σχετικών πιστώσεων. Τελικά, οχτώ μόνο από τα δεκαπέντε έγιναν νόμοι του κράτους. Συγκεκριμένα, ψηφίστηκαν τα νομοσχέδια: «Περί συστάσεως και οργανισμού σώματος γενικών επιτελών», «Περί καταρτισμού στελέχους αξιωματικών εφεδρείας του κατά γην στρατού», «Περί έφεδρων αξιωματικών υγειονομικού και φαρμακευτικού κλάδου», «Περί τροποποιήσεως διατάξεων του νόμοι τής στρατολογίας», «Περί συστάσεως ταμείου εθνικής αμύνης». «Περι οργανισμού τον στρατού», «Περί δυνάμεως τον κατά γήν στρατού κατά τό 1904» και «Περί τακτικής δυνάμεως του κατά θάλασσαν στρατού κατά το 1904». Μολονότι τα υπόλοιπα νομοσχέδια, καθώς και εκείνα που πρόβλεπαν την εξασφάλιση των πιστώσεων, δεν ψηφίστηκαν, οι νόμοι αυτοί υπήρξαν σωστικοί για το στράτευμα. Ιδιαίτερη σημασία είχε για την εξέλιξη του στρατού, ο νόμος για το Ταμείο Εθνικής Αμύνης και ο νόμος περί οργανισμού του στρατού. Το μέγα όμως έργο του Θεοτόκη στο στρατιωτικό τομέα συντελέστηκε κατά την τελευταία πρωθυπουργία του, από το Δεκέμβριο του 1905 ως το θέρος του 1909, όταν ο Θεοτόκης, θέλοντας να δώσει ιδιαίτερη έμφαση στην προετοιμασία του στρατεύματος, κράτησε ό ίδιος το υπουργείο των Στρατιωτικών. Λίγους μήνες μετά την ανάληψη του υπουργείου, δημοσίευσε το νέο οργανισμό του στρατού, με τον όποιο αναστελλόταν ο οργανισμός του 1904, που είχε προετοιμάσει η τρίτη κυβέρνηση του με τη συνεργασία των στρατιωτικών. Η αναστολή ορισμένων διατάξεων του παλαιότερου οργανισμού βασιζόταν στην πείρα, η οποία είχε αποδείξει ότι ούτε χρόνος αρκετός υπήρχε, ούτε τα απαιτούμενα χρηματικά μέσα, για να εφαρμοστεί αμέσως ο πολύ φιλόδοξος εκείνος οργανισμός, Έκρινε, λοιπόν, ο πρωθυπουργός ότι έπρεπε να μεταρρυθμιστεί το παλαιότερο έργο του και προτίμησε τη δημοσίευση του οργανισμού του 1906, χάρη στον όποιο η κυβέρνηση κατόρθωσε να παρασκευάσει μια δύναμη 30.000 ανδρών, τέλεια εξοπλισμένη με τα όπλα πού αγοράστηκαν από τις πιστώσεις του Ταμείου Εθνικής Αμύνης. Τον Ιούνιο του 1909, με τα μέτρα που είχαν στο μεταξύ ληφθεί, και με την παραλαβή νέων όπλων και πυροβόλων, η ετοιμοπόλεμη δύναμη αυξήθηκε σε 60.000 άνδρες, ένα χρόνο δε μετά την απομάκρυνση του Θεοτόκη από την εξουσία, την άνοιξη του 1910, η Ελλάδα ήταν σε θέση να παρατάξει 100.000 άνδρες, πού μπορούσαν να επιστρατευτούν μέσα σα οχτώ ημέρες, ενώ άλλοτε ή επιστράτευση, για πολύ μικρότερη δύναμη, απαιτούσε δύο και πλέον μήνες. Μια αδυναμία του οργανισμού του 1904 ήταν ότι πρόβλεπε τη διάθεση κληρωτών στην αστυνομία, στη χωροφυλακή, στα μεταβατικά αποσπάσματα, ακόμη και στη δασοφυλακή και στην τελωνοφυλακή. Η δύναμη των αποσπασμένων υπολογίστηκε, τον Αύγουστο του 1905, σε 5.170 άνδρες, στους οποίους έπρεπε να προστεθούν 3.000 ακόμη κληρωτοί, που αποσπώνταν από το στρατό στη χωροφυλακή. Με τα μέτρα που έλαβε ο Θεοτόκης, οι αποσπάσεις περιορίστηκαν σε 2.500 μόνο, ενώ με νόμο πού είχε ψηφιστεί, ο στρατός με την πάροδο του χρόνου απαλλασσόταν εντελώς από την υποχρέωση να διαθέτει κληρωτούς στη χωροφυλακή. Η αλλαγή του οπλισμού είχε αποφασιστεί παλαιότερα· εντούτοις, μόνο η κυβέρνηση Ράλλη είχε παραγγείλει 60.000 τουφέκια Μάνλιχερ χωρίς τα απαιτούμενα φυσίγγια, που δεν είχε αρχίσει η κατασκευή τους. Η κυβέρνηση της περιόδου 1905 - 1909 αύξησε την παραγγελία κατά 47.000 τουφέκια και παράγγειλε 36.000.000 φυσίγγια γι’ αυτά, καθώς και 168 νέα πυροβόλα με τα πυρομαχικά τους. Τα όπλα παραδόθηκαν, μέσα στις προβλεπόμενες προθεσμίες. Για τις παραγγελίες αυτές, δαπανήθηκαν 22.000.000 δραχμές, ενώ παρέμειναν άλλα 32.000.000 δραχμές, υπόλοιπα στο Ταμείο Εθνικής Αμύνης, όταν το 1909 η κυβέρνηση Θεοτόκη υπέβαλε την παραίτηση της. Ως το 1905, ο στρατός ήταν διασκορπισμένος σε διάφορες πόλεις και κωμοπόλεις, γιατί δεν υπήρχαν ούτε τα απαραίτητα κτίρια για το στρατωνισμό του, ούτε οι αποθήκες για τη φύλαξη των υλικών επιστρατεύσεως. Ο Θεοτόκης κατασκεύασε 11 αποθήκες υλικού επιστρατεύσεως καθώς και τα κτίρια για τη στέγαση των συνταγμάτων του πεζικού. Άρχισε, επίσης, κατά την τέταρτη πρωθυπουργία του, η κατασκευή στρατώνων, για τα συντάγματα ιππικού, καθώς και ή εξασφάλιση κτηνών για το ιππικό και για το ορειβατικό πυροβολικό . Τέλος, ιδιαίτερη προσοχή δόθηκε στην εκγύμναση των εφέδρων. Το 1907 και το 1908, έγιναν μεγάλες ασκήσεις, στις όποιες μετείχαν περίπου 40.000 άνδρες που ανήκαν στο πεζικό, στους σχηματισμούς ευζώνων και στο μηχανικό, και έτσι, όλη η μάχιμη έφεδρη δύναμη της εποχής είχε διδαχτεί με πληρότητα το χειρισμό και τη βολή του νέου επαναληπτικού όπλου Μάνλιχερ. Τα στελέχη, αξιωματικοί και υπαξιωματικοί, μετείχαν και αυτά σε ασκήσεις επί χάρτου και σε ασκήσεις με στράτευμα, που αποτελούσαν στοιχείο κρίσεως των αξιωματικών. Όσοι απέδιδαν, παρέμεναν στο στράτευμα και προβιβάζονταν, ενώ εκείνοι που αποτύγχαναν στις ασκήσεις έμεναν στάσιμοι και αποστρατεύονταν. Παρ’ όλο το σημαντικό αυτό έργο, που περιληπτικά αναφέρθηκε προηγουμένως, βρέθηκαν μερικοί πού ισχυρίστηκαν ότι η κυβέρνηση Θεοτόκη δεν είχε ενδιαφερθεί για τα στρατιωτικά πράγματα της χώρας. Τους στενόκαρδους επικριτές τους διέψευσε ή ιστορική πραγματικότητα, αφού το έργο των κυβερνήσεων Θεοτόκη στο στρατό αποτέλεσε την πολύτιμη υποδομή για την αποτελεσματική προπαρασκευή και ετοιμότητα μας, χάρη στις όποιες μπορέσαμε να αντιμετωπίσουμε νικηφόρα τους αντιπάλους μας, κατά τους δύο βαλκανικούς πολέμους 1912 - 1913. Ο αντιστράτηγος Σπύρος Γεωργούλης, ένας από τους καλύτερους επιτελικούς αξιωματικούς της περιόδου 1940- 1950, που χρημάτισε και υφυπουργός Στρατιωτικών της κυβερνήσεως Παπάγου στην περίοδο 1952 - 1955, σε περισπούδαστο άρθρο του για την ελληνική στρατηγική, σημειώνει τα ακόλουθα, για τις προσπάθειες του Θεοτόκη στο στρατό: «Ως προς το στρατιωτικών πρόβλημα, εγκαίρως αντελήφθη ότι τρεις ήσαν οι δυσμενώς επιδρώντες παράγοντες: η έλλειψις ενιαίας διοικήσεως τον στρατού, η επέμβασις της πολιτικής εις τα πράγματα τον στρατού και η ανάμιξις τον στρατού εις την πολιτικήν». Και, αφού αναφέρεται στα σημαντικά μέτρα των κυβερνήσεων Θεοτόκη για την οργάνωση, την ανασυγκρότηση και τον εξοπλισμό του στρατεύματος, καθώς και στα σοβαρά έργα υποδομής, που καθιστούσαν τις εθνικές μας δυνάμεις ετοιμοπόλεμες και άμεσα κινητοποιήσιμες, υπογραμμίζει ιδιαίτερα: «Κατά το 1907 το πεζικόν εφωδιάσθη με το τελειότερον έπαναληπτικόν όπλον της εποχής του, το τυφέκιον Μάνλιχερ, το δε πυροβολικόν με πυροβόλα Σνάιδερ διά το πεδινόν, και Σνάιδερ - Δαγκλή διά το ορειβατικόν». Και ο Γεωργούλης καταλήγει: « Η σοβαρή αυτή οργανωτική προσπάθεια της κυβερνήσεως Θεοτόκη θα είχεν αποδώσει σπουδαιότερα και ταχύτερα αποτελέσματα, εάν δεν ανεχαιτίζετο υπό της δημαγωγικής αντιπολιτεύσεως του Θ. Δηλιγιάννη, όστις προσεπάθησε να την ματαίωση κατά τον ίδιον τρόπον καθ’ ον προ δεκαετίας είχε κατορθώσει να ματαίωση την οργανωτικήν προσπάθειαν του Χ. Τρικούπη».
σ. 198-205
[πάνω]
Ο πρωθυπουργός, όταν έμεινε σύμφωνος με τους υπουργούς του για την πολιτική, που θα ακολουθούσε η κυβέρνηση στους διάφορους τομείς, ζήτησε να ενημερώσει το βασιλέα. Ο Γεώργιος είχε προγραμματίσει να συναντηθεί στην Κέρκυρα, τη Μεγάλη Εβδομάδα, με την αδελφή του Αλεξάνδρα, πριγκίπισσα της Ουαλλίας και επειδή επιθυμούσε να έχει μια άνετη, από άποψη χρόνου, συζήτηση με τον πρωθυπουργό, τον κάλεσε να ταξιδέψει μαζί του. Η βασιλική θαλαμηγός «Αμφιτρίτη» ξεκίνησε από τον Πειραιά τα μεσάνυχτα της Πέμπτης προς Παρασκευή 9 Απριλίου (1899;), και διά μέσου της διώρυγας της Κορίνθου, έφτασε στην Κέρκυρα το μεσημέρι του Σαββάτου. Στο ταξίδι, ο πρωθυπουργός ενημέρωσε το βασιλέα για τα σχέδια του. σχετικά με την αναδιοργάνωση του στρατεύματος και την αποκατάσταση της δημόσιας ασφάλειας, που είχε διαταραχτεί ιδιαίτερα στην επαρχία. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, ο Θεοτόκης ανέπτυξε στο βασιλέα το σχέδιο του να διευκολύνει τη μετανάστευση εκείνων των ανέργων που, εξαιτίας της ζωηρότητας και του απείθαρχου χαρακτήρα τους, ταλαιπωρούσαν τις επαρχιακές πόλεις, παριστάνοντας τους παλικαράδες και υπογράμμισε: «Αν δε διευκολύνουμε την έξοδο τους από τη χώρα, Μεγαλειότατε, τα κρούσματα των μικροπαραβάσεων θα πολλαπλασιαστούν και υπάρχει κίνδυνος, αντί για τα σημερινά 150.000 πταίσματα και ελαφρά πλημμελήματα, σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Δικαιοσύνης, να έχουμε στο μέλλον σοβαρότερες παραβάσεις». Όταν ο βασιλεύς εξέφρασε φόβους, μήπως η Ελλάδα κακοχαρακτηριστεί γι’ αυτό το μέτρο, ο Θεοτόκης τον καθησύχασε, λέγοντας ότι δεν πρόκειται να επιτρέψει την έξοδο κακοποιών, παρά μόνο των ταραχοποιών, οι όποιοι, όταν θα έβρισκαν εργασία στη νέα τους πατρίδα, ήταν βέβαιος ότι θα μεταβάλλονταν σε φιλόνομους και φιλήσυχους πολίτες. Η πρόβλεψη του Θεοτόκη επαλήθευσε εντυπωσιακά. Όλοι αυτοί οι μετανάστες, που δε γνώριζαν τη γλώσσα της νέας τους πατρίδας, που δεν είχαν τα εφόδια γιατί οι περισσότεροι ήταν εντελώς αγράμματοι, ούτε τα χρήματα που θα τους επέτρεπαν μια στοιχειώδη πρώτη εγκατάσταση, κατόρθωσαν, μέσα σε λίγα χρόνια, με την αδάμαστη θέληση και εργατικότητα τους, να προκόψουν και να γίνουν περιζήτητοι από τους ντόπιους εργοδότες. Σχεδόν όλοι αυτοί οι μετανάστες παντρεύτηκαν γυναίκες που τις κάλεσαν από την Ελλάδα, ανάθρεψαν τα παιδιά τους με την ορθόδοξη πίστη και θεώρησαν καθήκον τους με τις οικονομίες τους να φτιάξουν στο χωριό τους μια βρύση, να χτίσουν ένα καμπαναριό ή να δωρίσουν ένα εικονοστάσιο. Αργότερα, όσοι από αυτούς πλούτισαν, έφτιαξαν στην Ελλάδα σχολεία, εκκλησίες, ακόμη και ιατρεία ή νοσοκομεία, για τους συγχωριανούς τους. Σαράντα χρόνια μετά την εγκατάσταση τους στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, οι ίδιοι αυτοί μετανάστες, ή οι απόγονοι τους, βοήθησαν τον πολεμικό αγώνα της πρώτης τους πατρίδας, με τις εισφορές τους, και τον καιρό της κατοχής, έστελναν τρόφιμα και ρουχισμό, για να ανακουφίσουν τους συμπατριώτες τους πού λιμοκτονούσαν. σ. 206-207
[πάνω]
[το πρόβλημα ύδρευσης της Αθήνας] Λίγο καιρό μετά την ανάληψη των πρωθυπουργικών καθηκόντων, ο Θεοτόκης φάνηκε αποφασισμένος να προωθήσει τη ριζική λύση του προβλήματος υδρεύσεως των Αθηνών, που ταλαιπωρούσε τους κατοίκους. Έθεσε υπόψη του υδραυλικού πραγματογνώμονα Μπέχμαν μελέτη για τη διοχέτευση των υδάτων της Στυμφαλίας στην Αθήνα, που είχε εκπονήσει ο Γάλλος ειδικός τεχνικός Κελενέκ, το 1890, με εντολή της κυβερνήσεως Τρικούπη. Ο Μπέχμαν επαίνεσε τη μελέτη του Κελενέκ, τη θεώρησε όμως απραγματοποίητη, εκτιμώντας ότι η ελληνική οικονομία, εκείνη την περίοδο, δεν είχε τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει τις μεγάλες δαπάνες που συνεπαγόταν. Άλλωστε, από μεταγενέστερες πιο ακριβείς υδρομετρήσεις, διαπιστώθηκε ανεπάρκεια των υδάτων της Στυμφαλίας, με αποτέλεσμα να εγκαταλειφθεί οριστικά ή ιδέα αυτή. Η σοβαρότητα των προθέσεων της κυβερνήσεως Θεοτόκη, για τη λύση του προβλήματος υδρεύσεως των Αθηνών, καταφαίνεται και από το γεγονός ότι ο ίδιος ο πρωθυπουργός, ως υπουργός των Εσωτερικών, κατέθεσε στη Βουλή, στις 14 Ιουνίου 1899, νομοσχέδιο «Περί κυρώσεως της συμβάσεως υδρεύσεως Αθηνών - Πειραιώς - προαστίων και περί κατασκευής και εκμεταλλεύσεως υπονόμων εις την πόλιν των Αθηνών». Μαζί με το κείμενο της συμβάσεως, κατατέθηκε στη Βουλή και η συγγραφή υποχρεώσεων της αναδόχου Εταιρείας Γενικών Εργοληψιών Α. Μάτσα - Ν. Βλάγκαλη. Την ήμερα που συζητήθηκε στη Βουλή (7 Ιουλίου τού 1899) η σύμβαση για τη Στυμφαλία, μερικοί υπάλληλοι της Εταιρείας Εργοληψιών μαζί με πολίτες, που πίστευαν, ιδίως αυτοί οι τελευταίοι, ότι η σύμβαση τους θίγει, γιατί θα έπαυαν να πωλούν με τα βυτία τους νερό στους Αθηναίους, συγκεντρώθηκαν στην Ομόνοια και επιχείρησαν διαδήλωση με πορεία προς τη Βουλή. Ο πρωθυπουργός, μιλώντας για το συλλαλητήριο, είπε ότι έδωσε εντολή στην αστυνομία να αφήσει ελεύθερους τους πολίτες να συγκεντρωθούν και να εκφράσουν τη γνώμη τους, μετά το τέλος όμως του συλλαλητηρίου, οι διαδηλωτές θα έπρεπε να διαλυθούν και μόνο μια επιτροπή να υποβάλει στον πρόεδρο της Βουλής το ψήφισμα που θα είχε εγκριθεί. Όταν πληροφορήθηκε ότι οι συγκεντρωθέντες δε συμμορφώθηκαν και πορεύονται στην οδό Σταδίου, με σκοπό να φτάσουν στη Βουλή, ο Θεοτόκης έδωσε εντολή να διαλυθούν «οι φωνασκούντες και οι ασχημονούντες, διότι δεν δύνανται να επηρεάσωσι την Βουλήν εις την απόφασίν της». σ. 209-210 [πάνω]
|
|