|
|
Νίκος Γιαννιός (αποσπάσματα από το: Παναγιώτης Νούτσος, Νίκος Γιαννιός, Αθήνα, τυπωθήτω/ Γιώργος Δαρδανός, 1997)
[ίδρυση του ΣΕΚΕ, οι διανοούμενοι και η σοσιαλιστική σκέψη] [Νίκος Γιαννιός: οι σταθοί της βιογραφίας του] [ο Νίκος Γιαννιός και το "Σοσιαλιστικό Κέντρο Αθηνών"]
[ο Νίκος Γιαννιός και ο Πάνος Δ. Ταγκόπουλος]
[ίδρυση του ΣΕΚΕ, οι διανοούμενοι και η σοσιαλιστική σκέψη]
Από την πλευρά του ΣΕΚΕ, στο ιδρυτικό συνέδριο του οποίου είχε προταθεί (από οπαδό του Γιαννιού) η άποψη να μην ονομασθεί «εργατικόν διότι έτσι αποκλείονται οι διανοούμενοι», ασκείται μια ευρεία πολιτική προσέλκυσης και προς τα δύο επίπεδα: υπενθυμίζεται το χρέος των «διανοουμένων» με τη στενή σημασία και συνάμα προβάλλεται η ανάγκη οργάνωσης των «προλεταρίων διανοουμένων». Στην πρώτη περίπτωση τεκμηριώνεται η απαίτηση να μορφωθούν οι εργάτες στα πλαίσια ενός εκπαιδευτικού εγχειρήματος που εγκαινιάζεται με τη σύσταση «Σχολής προς μελέτην και διάδοσιν των αρχών του Σοσιαλισμού», διατυμπανίζεται η σημασία του «Μανιφέστου» της Clarté και, στη συνέχεια, γνωστοποιούνται οι θέσεις της Κομμουνιστικής Διεθνούς, όπως τις εκφράζουν ο Λουνατσάρσκι και ο Ζηνόβιεφ, για τους διανοούμενους. Στη δεύτερη περίπτωση αντιμετωπίζεται ο «κοινωνικός σκλάβος της άλλης πλευράς» και ο «ημερομίσθιος εργάτης του πνεύματος» με το πρίσμα της επαγγελματικής τους οργάνωσης που εντελώς παροδικά, στο παράδειγμα των δημοδιδασκάλων, έγινε στους κόλπους της ΓΣΕΕ και βιώσιμα στη δημιουργία συλλόγων των δημοσίων υπαλλήλων. Και στις δύο πάντως προσεγγίσεις υπογραμμίζεται η «μικροαστική ψυχολογία» των διανοουμένων, εφιστάται προσοχή στη στρατολόγηση τους και προβλέπεται την είσοδο τους στο κόμμα να εγκρίνουν «τρεις πεπειραμένοι σύντροφοι» της Κεντρικής Επιτροπής. Η σοσιαλιστική σκέψη στην Ελλάδα, ως την ίδρυση του ΣΕΚΕ και του ΣΕΚΕ(Κ), εκφράζεται από επώνυμους διανοούμενους που δρουν μέσα σε συλλογικά μορφώματα πολιτικής συμπεριφοράς, άλλοτε ευλύγιστα και άλλοτε άκαμπτα. Σ' αυτά ακριβώς τα σχήματα, τα όποια λειτουργούν με τη σειρά τους ως «συλλογικοί διανοούμενοι», προσλαμβάνονται, κωδικοποιούνται και χρησιμοποιούνται οι ιδέες του σοσιαλισμού, έχοντας μια γονιμότητα που τους επιτρέπει να εμφανίζονται όχι μόνο ως προϊόντα αλλά και ως πηγές διαμόρφωσης των φορέων τους. Με επίκεντρο την αναγκαιότητα οικονομικής και πολιτικής οργάνωσης της εργατικής τάξης οι «διανοούμενοι», και με τις δύο σημασίες του όρου, αποκτούν την ταυτότητα τους ως σοσιαλιστές στο βαθμό που εντάσσονται ή απλώς συντάσσονται με τις ποικίλες (και συχνά αντιτιθέμενες) μορφές του ομώνυμου κοινωνικού κινήματος, ακόμη κι όταν βιώνουν την εμπειρία των extra muros ή κατατρίβονται με μικρές ομάδες ιδεολογικής ζύμωσης (πού προτιμούσε ο Σκληρός τόσο στη Γερμανία όσο και στην Αίγυπτο). Η επιλογή της συμπόρευσης, που τελείται με καίριες διαβαθμίσεις, με το Κόμμα των Φιλελευθέρων κατά την πρώτη δεκαετία του βίου του δεν άφορα μεμονωμένες προσωπικότητες του σοσιαλιστικού πεδίου, άλλα υποδεικνύει τον τρόπο δημιουργίας των «οργανικών» διανοουμένων ενός καθεστώτος που αποσκοπεί στον εκσυγχρονισμό των δομών της ελληνικής κοινωνίας. Όταν έπαιρνε τις αποστάσεις του, με οξύτερη πια ευκρίνεια, από το γεγονός αυτό ο Γιαννιός θα γράψει για τον Σκληρό, στοιχειοθετώντας ένα επαρκές άλλοθι όχι μόνο για τον συγγραφέα των Συγχρόνων προβλημάτων του Ελληνισμού, ότι «θέλησε να επαινέσει τον Βενιζέλο, μόνο σ' όσα σημεία επιτρέπεται να τον επαινέσει ένας σοσιαλιστής».
σ. 20-22
ΝΙΚΟΣ ΓΙΑΝΝΙΟΣ : ΟΙ ΣΤΑΘΜΟΙ ΤΗΣ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑΣ ΤΟΥ
Ο Νίκος Γιαννιός (Άνδρος 1885 - Αθήνα 1958), καθηγητής της Γαλλικής (πτυχιούχος της Σορβόννης, γραμματέας του Ψυχάρη από το 1903 ως το 1905), εμφανίζεται ως λογοτέχνης στον Νουμά και παρεμβαίνει στη συζήτηση για το Κοινωνιχόν μας ζήτημα απαιτώντας να τεθεί ό Σκληρός «επικεφαλής» του αγώνα για την επικράτηση των «νέων ιδεών» (ο ίδιος εξομολογείται ότι έγινε «μαλλιαρός γιατί ποθούσε τ' όνειρο το σοσιαλιστικό»* «Ό Νουμάς σ’ ένα χρόνο», 3). Εγκαθίσταται στην Κωνσταντινούπολη και το 1908 πρωτοστατεί στην ίδρυση του «Αδερφάτου της Εθνικής Γλώσσας», αναλαμβάνοντας την αρχισυνταξία του δημοσιογραφικού του οργάνου Ο Λαός. Το 1909 συμβάλλει στη σύσταση του «Σοσιαλιστικού Κέντρου της Τουρκίας» που κυκλοφορεί δύο φορές τον μήνα τον τετράγλωσσο Εργάτη (τη διεύθυνση τής ελληνικής έκδοσης είχε ο ίδιος και ο Στ. Παπαδόπουλος). Μετά την καταδίωξη του (στο τέλος του 1910) από τις τουρκικές Αρχές καταφεύγει στην Αθήνα, όπου θα συνεργασθεί με τον Δρακούλη (με τον όποιο ήδη διατελούσε «έν αλληλογραφία»• Μπεναρόγιας, Ή πρώτη, 75) ως γραμματέας του «Συνδέσμου των Εργατικών Τάξεων της Ελλάδος» και ως «διαχειριστής» της εφημερίδας Έρευνα. Καθοδηγεί την απεργία των τροχιοδρομικών της πρωτεύουσας (προφυλακίζεται και αθωώνεται από το Καχουργοδικείο* πρβλ. Κορδάτος, Ιστορία, 195-198) και σύντομα θα αποδεσμευθεί από τον «Σύνδεσμο» για να συγκροτήσει το «Σοσιαλιστικό Κέντρο Αθηνών» (Μάιος 1911) που, σε συμφωνία με τις αποφάσεις των «διεθνών σοσιαλιστικών συνεδρίων», αποσκοπούσε στη διάδοση των σοσιαλιστικών ιδεών στην Ελλάδα, στην οργάνωση των εργατών σε «συνδικάτα σοσιαλιστικά» και στην πραγματοποίηση «προς το παρόν» ενός «μεταρρυθμιστικού προγράμματος». Το ΣΚΑ αναζωογονείται το 1914, μετά τη λήξη των Βαλκανικών πολέμων, και το επόμενο έτος η δράση του θα επηρεασθεί από τη δίνη του «Διχασμού», με την ευμενή στάση τού Γιαννιού υπέρ της Entente που θα διωχθεί για τη συμμετοχή του στην απεργία των ηλεκτροτεχνιτών και θα καταφύγει (7-5-1917) στη Θεσσαλονίκη, όπου η κυβέρνηση Βενιζέλου τον διορίζει επιθεωρητή εργασίας και κοινωνικής πρόνοιας στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας. Όταν επανέρχεται, ένα μήνα αργότερα, στην Αθήνα ο Γιαννιός αναλαμβάνει την αρχισυνταξία του Ριζοσπάστη (23-7-1917), μετέχει διακριτικά στην ενοποίηση των σοσιαλιστικών οργανώσεων της χώρας και λόγω των διαφωνιών του για την εξωτερική πολιτική που θα έπρεπε να ασκηθεί επανιδρύει το «Σοσιαλιστικό Κέντρο Αθηνών» και επανεκδίδει τον Σοσιαλισμό (26-11-1917) ως όργανο, αύτη τη φορά, του «Σοσιαλιστικού Κόμματος της Ελλάδος». Παρά τη συμμετοχή του «Σοσιαλιστικού Κέντρου» στις εργασίες του ιδρυτικού συνεδρίου του ΣΕΚΕ η ομάδα του Γιαννιού θα συνεχίσει να δρα ως Σοσιαλιστικό Κόμμα της Ελλάδος (με ημερήσιο δημοσιογραφικό όργανο την Κοινωνία) πού στη συνέχεια θα συνδεθεί με την «Ένωση των Σοσιαλιστικών Κομμάτων» και τη Σοσιαλιστική Εργατική Διεθνή.
σ. 23-24
Ο ΝΙΚΟΣ ΓΙΑΝΝΙΟΣ ΚΑΙ ΤΟ «ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΑΘΗΝΩΝ»
Ο Νίκος Γιαννιός διατέλεσε για ένα μικρό χρονικό διάστημα, μετά την απέλαση του από την Κωνσταντινούπολη (όπου εξέδιδε τον Λαό και τον Εργάτη), γραμματέας του «Συνδέσμου των Εργατικών Τάξεων της Ελλάδος» και αρχισυντάκτης της εφημερίδας Έρευνα. Έχοντας ήδη διαμορφωμένη σοσιαλιστική συνείδηση, σύμφωνα με το ιδεολογικό περίγραμμα της Διεθνούς, συγκρούεται με τον Δρακούλη για τον τρόπο ανάπτυξης του προπαγανδιστικού έργου της κίνησης. Τον Μάιο του 1911 ιδρύει το «Σοσιαλιστικό Κέντρο Αθηνών» προσελκύοντας ορισμένα στελέχη του «Συνδέσμου» και στρατολογώντας μέλη από τις επαγγελματικές ενώσεις των Αθηνών και του Πειραιά, ιδίως από «ελεύθερα επαγγέλματα» και τους διανοούμενους. Θεμελιώδης επιδίωξη του «Κέντρου» ήταν η πολιτική και η οικονομική οργάνωση της εργατικής τάξης για να κατακτήσει έτσι την εξουσία και να «εθνικοποίηση» τα μέσα της παραγωγής, μετατρέποντας τη «σημερινή κεφαλαιοκρατική κοινωνία σε κοινωνία σοσιαλιστική». Κατά το πρότυπο των σοσιαλδημοκρατικών προγραμμάτων, που αφορμώνται από το πρόγραμμα της Ερφούρτης, διακρίνεται το maximum από το «μεταρρυθμιστικό» πρόγραμμα που καλύπτει πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά θέματα. Τα κυριότερα σημεία αυτού του τριπτύχου αφορούν τα πολιτικά δικαιώματα ανδρών και γυναικών, το εκλογικό σύστημα της «αναλογικής αντιπροσωπείας», την αποχή από κάθε επιθετικό πόλεμο, τη σύμπηξη «δημοκρατικής Βαλκανικής Ομοσπονδίας», την ανεξιθρησκία, την αναγνώριση της Δημοτικής ως επίσημης γλώσσας, τον πολιτικό γάμο, την κατάργηση της θανατικής ποινής, την άρση των έμμεσων φόρων, την «προοδευτική αναλογική φορολογία των κεφαλαίων», την εθνικοποίηση των σιδηροδρόμων, των μεταλλείων και των τραπεζών, τη συμμετοχή του κράτους στα κέρδη των «μεγάλων μονοπωλίων», την κατάσχεση από μέρους του κράτους της θεσσαλικής και της μακεδονικής γης και την ενοικίαση της στους κολλήγους, το οχτάωρο εργασίας και την ίδρυση εθνικού συστήματος ασφάλισης των εργατών. σ. 31-32
[ο Νίκος Γιαννιός και ο Πάνος Δ. Ταγκόπουλος]
Ο Πάνος Δ. Ταγκόπουλος (Αθήνα 1895-1931), γιος του διευθυντή του Νουμά (συνεργάτης του περιοδικού αυτού από το 1912 και διευθυντής του από το 1923 και κατά την ύστερη περίοδο του, από το 1929 ως το 1931), έφηβος έλκεται από τις σοσιαλιστικές ιδέες (βλ. επιστολή του στον Νουμά, Η', 1910, 447, που απορρίπτει τη στοχοθεσία του Εργατικού Κέντρου Αθηνών ως συμβιβαστική) και κατά το πρώτο εξάμηνο του 1914 γίνεται και τυπικά μέλος του «Σοσιαλιστικού Κέντρου Αθηνών», αναλαμβάνοντας να εισηγηθεί το θέμα «Δημοτική Γλώσσα και Σοσιαλισμός» στις κυριακάτικες διαλέξεις του καθώς και την πρωτοβουλία ανασύστασης του «Σοσιαλιστικού Ομίλου της Ελληνικής Νεολαίας» που θα κινηθεί στην ίδια τροχιά με τη «Διεθνή Σοσιαλιστική Νεολαία» (Εργασία μίας εξαμηνίας, 12, 2, 7). Όσο διαρκούσε η ένταξη του στο «Σοσιαλιστικό Κέντρο Αθηνών» θα παρουσιάζει συχνά ο Νουμάς τη μορφωτική του δράση και τις απόψεις του Γιαννιού, μολονότι ο Δημ. Ταγκόπουλος κρατούσε τις αποστάσεις του από τη «μονομέρεια» τους («Παραγραφάκια», Ο Νουμάς, ΙΓ', 1915,153). Τότε θα πρωτοστατήσει στη συγκρότηση της «Οργάνωσης των Νέων» (Φ. Γιοφύλλης, Ρ. Γκόλφης, Λ. Κουκούλας, Κλ. Παράσχος κλπ. βλ. Ο Νουμάς, ΙΒ', 1914, 168, και Ν. Λαπαθιώτης, «Μανιφέστο», Ο Νουμάς, ΙΒ', 1914,103) πού είχε χαλαρό όργανωτικό σύνδεσμο με το «Σοσιαλιστικό Κέντρο Αθηνών», όταν με τη γραφίδα του Γιαννιού καλούνταν οι «φιλολογούντες νέοι» να ξεριζώσουν τη «μπακαλοσύνη από τη νεοελληνική τέχνη» («Τέχνη και Σοσιαλισμός», 14-19). Βέβαια στο πικρόχολο σχόλιο τού Νουμά («Παραγραφάκια», ΙΓ', 1915,272) για την είδηση τής έκδοσης των Σοσιαλιστικών Φύλλων (θα τα «γράφει ο ίδιος, χωρίς συνεργάτες») ο Γιαννιός θα υπερασπισθεί την ομοιογένεια του περιεχομένου του σε αντίθεση με την «ελευθεροβηματίζουσα» αρθρογραφία του «δραματογράφου σοσιαλιστή αλλά κι ανακτορικού ποιητή» («Τα ζητήματα μας». Σοσιαλιστικά Φύλλα, άρ. 2, Αύγ. 1915,24). Πάντως στο περιοδικό του Γιαννιού θα αναδημοσιευθεί από τον Νουμά (ΙΓ', 1915, 327-328) η βιβλιοκρισία του Γκόλφη για τα πρακτικά της δίκης του Ναυπλίου (άρ. 3, Σεπτ. 1915,21-22), με αφορμή το αναθεωρημένο απόσπασμα του Σκληρού από το Κοινωνικόν μας ζήτημα (Νέα Ζωή, Χ, 1915,31-46, και Ο Νουμάς, ΙΑ', 1916, 193-196, 205-209, 227-229) επικρίνονται οι «χαρακτήρες των Ελλήνων διανοουμένων» και φιλοξενούνται επιστολές του Δ. Ταγκόπουλου που ανανεώνει την πίστη του στο δημοτικισμό (άρ. 6-7, Σεπτ. 1916, 19-20 και 21-22, και άρ. 10, Νοέμβρ. 1916, 18-19). Τότε βέβαια ό Πάνος Ταγκόπουλος έχει απομακρυνθεί από την επιρροή του Γιαννιού, θα έχει διωχθεί ως υβριστής του Κωνσταντίνου («Παραγραφάκια», ΙΓ', 1915, 223 και 232) και κατά τη διακοπή της έκδοσης του Νουμά, θα διευθύνει τον Πυρσό (1917), Όταν επανεκδίδεται ο Νουμάς και ο ιδεολογικός του προσανατολισμός παρακολουθεί τις επιλογές του ΣΕΚΕ, ο Π. Ταγκόπουλος θα επιτεθεί στον «εγωπαθή» Γιαννιό που ελάχιστα υποβοήθησε την «κίνηση των νέων ιδεών» στην Ελλάδα («Σοσιαλισμός και διανοούμενοι», 383* πρβλ. «Φαινόμενα και πράγματα», ΙΖ, 1920, 253, και ΙΣΤ', 1918/1919, 121, 373,376,403,430,440).
σ. 50-51
|
|