|
|
Επίστρατοι Γιώργος Θ. Μαυρογορδάτος, εθνικός διχασμός και μαζική οργάνωση. Οι επίστρατοι του 1916, Αλεξάνδρεια 1996
η υποκίνηση
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης η πολύ μεταγενέστερη εκτίμηση τού Γιάνη Κορδάτου, μολονότι συνήθως, δεν κατονομάζονται συγκεκριμένες πηγές. «Η γένεση του επιστρατισμού δεν είναι έργο του Μεταξά. Ο επιστρατισμός σαν πρώτη ιδέα ξεκίνησε από τούς στρατώνες». Όχι μόνο ως αποτέλεσμα της προπαγάνδας των βασιλικών αξιωματικών και ως αντίδραση στις πιέσεις των Αγγλογάλλων, αλλά και από το «ένστικτο αυτοσυντήρησης και επιβίωσης» των εφέδρων, πού δεν ήθελαν πόλεμο. «Οι πρώτοι λοιπόν πυρήνες των επιστρατικών συλλόγων είχαν καθαρά αντιπολεμική ιδεολογία. ... Οι επιστρατικοί όμως σύλλογοι δεν μπόρεσαν να κρατήσουν την αυτοτέλειά τους. Ανάμεσα στους επιστράτους δεν υπήρχαν ηγετικές φυσιογνωμίες πού να βάλουν σε καλό δρόμο τον επιστρατισμό». Έτσι, πήραν τελικά «στραβό δρόμο». Μολονότι γίνεται στη συνέχεια ρητή σύνδεση με τα όργια των «εθνικοφρόνων» το 1945, διακρίνει κανείς στον Κορδάτο μία θέση κατανόησης, αν όχι οικειοποίησης, των Επιστράτων ως αρχικά αυθόρμητου αντιπολεμικού κινήματος. Ίσως η διάθεση αυτή επηρεάζεται από τη μεταγενέστερη εμπειρία τού αριστερού κινήματος των Παλαιών Πολεμιστών μετά το 1922.
Μένει να δούμε τι λέει ο ίδιος ο Μεταξάς για την ανάμιξη του. Στο άρθρο τού 1934 πού προαναφέρθηκε, δεν περιορίστηκε να εξάρει την αυθόρμητη γένεση των Επιστράτων:
Ο κ. Βενιζέλος με κατηγόρησε και με κατηγορεί σήμερον, ότι υπήρξα ό οργανωτής της κινήσεως ταύτης. 'Αλλ' αυτό το θεωρώ εγώ τιμήν μου. Ναι! την κίνησιν εδημιούργησε μόνη της ολόκληρος ή ελληνική νεολαία της εποχής εκείνης. Και εγώ έτέθην εις την υπηρεσίαν αυτής και ήγωνίσθην μετά πλήθους άλλων αλησμόνητων συνεργατών, όπως λάβη ωργανωμένην μορφήν. Την ελάμβαναν άλλως τε και μόνη της.
Περισσότερο εύγλωττη είναι μία επιστολή του προς τη γυναίκα του με ημερομηνία 2 Δεκεμβρίου 1920 από την Κεφαλληνία, πού επισκέφθηκε αμέσως μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα:
Ευχαριστήθηκα δι' ένα πράγμα. Ευρήκα τον ελληνικόν λαόν, δηλαδή τον μικρόν κοσμάκην πολύ, πάρα-πολύ ανώτερον από ό,τι τον ενόμιζα και από ό,τι τον παρίστανον α! μορφωμένοι τάξεις. Ιδίως η κυρία ζύμη του, θαυμάσια ζύμη, είναι οι Επίστρατοι. Και θα είναι αιωνία δόξα μου η οργάνωσίς των. Δόξα, την οποίαν δεν ειμπορούν να μου κλέψουν, αφού μου την αναγνωρίζει η απόφασις που με κατεδίκασεν εις θάνατον. σελ. 34-36
η εξάπλωση
Για τον ακριβή αριθμό των οργανωμένων μελών, μόνον εκτιμήσεις μπορούν να γίνουν. Σε συνέντευξη του προς Άγγλο ανταποκριτή μετά τη διάλυση τού ΠΣΕ, ο Σαγιάς έκανε λόγο για 200.000 μέλη (ΝΗ 12-1-17). Τον αριθμό αυτό είχαν αναφέρει οι Επίστρατοι τής συνοικίας Βάθης ήδη από τα μέσα Ιουλίου (ΝΗ 18-7-16). Ο Σκοπετέας αναφέρει τον παραπλήσιο αριθμό 180.000. Τους Επίστρατους πιθανότατα εννοεί ο Μεταξάς όταν γράφει στη γυναίκα του από την Αθήνα, στις 11 Νοεμβρίου 1920: «ήσαν 120.000 δικοί μας εναντίον 2.000 βενιζελικών». Ακόμη και αν δεχθούμε την κατώτερη αυτή εκτίμηση, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρόκειται για πρωτοφανές σε όγκο μαζικό κίνημα. Αρκεί να σημειωθεί ότι σήμερα το μεγαλύτερο πολιτικό κόμμα (το ΠΑΣΟΚ) έχει τον ίδιο περίπου αριθμό οργανωμένων μελών, αλλά σε πληθυσμό έξη έως οκτώ φορές πολλαπλάσιο (αφού συμπεριλαμβάνονται και οι γυναίκες). Με άλλα λόγια, δεν ενδιαφέρουν μόνο οι απόλυτοι αριθμοί, αλλά προπαντός η οργανωτική «πυκνότητα», δηλ. το ποσοστό τού πληθυσμού (ειδικότερα των στρατευσίμων) πού εντάχθηκε στους επιστρατικούς συνδέσμους. Από τις λίγες δυστυχώς περιπτώσεις όπου αναφέρονται αριθμοί μελών (βλ. Παράρτημα 1), προκύπτει ότι η πυκνότητα αυτή υπήρξε εντυπωσιακή - όχι τόσο στις πόλεις, όσο στα χωριά, όπου συχνά προσέγγιζε το 100%. σελ. 51-52
η δράση
Η επίσημη δραστηριότητα των Επιστράτων αφιερώθηκε αρχικά σε δοξολογίες, πρώτα για τη διάσωση τού Κωνσταντίνου από την πυρκαγιά Στο Τατόϊ, ύστερα για τα γενέθλια του. Η πυρκαγιά, στις 30 Ιουνίου, έδωσε την καταλληλότερη ευκαιρία για την εκρηκτική εκδήλωση (και τη μεθοδική εκμετάλλευση) των λαϊκών συναισθημάτων. Με τίτλους όπως «Ο Βασιλεύς εν μέσω των φλογών -Εσώθη ως εκ θαύματος» (ΝΗ 1-7-16) προβλήθηκε ανενδοίαστα η θρησκευτική εικόνα τού μάρτυρα. Τη συμπλήρωνε η δαιμονολογική απόδοση τής πυρκαγιάς σε εμπρησμό των Βενιζελικών. Στην Αθήνα, την πρωτοβουλία για τη δοξολογία ανέλαβε ο ΠΣΕ, κάνοντας έτσι την πρώτη του δημόσια εμφάνιση. Μετά το τέλος της εκδόθηκε ψήφισμα προς τον Κωνσταντίνο, πού επέδωσε την επομένη «επιτροπή των εν Αθήναις και Πειραιεί Επιστράτων», δηλ. το προσωρινό Δ.Σ. τού ΠΣΕ μαζί με τον Γ. Σουσάνα, πρόεδρο του πειραϊκού συνδέσμου (ΝΗ 4-7-16). Δοξολογίες έγιναν και στις επαρχίες με πρωτοβουλία των τοπικών συνδέσμων, πού έστελναν τα σχετικά τηλεγραφήματα για δημοσίευση στη ΝΕΑ ΗΜΕΡΑ. Ακολούθησε χωρίς διακοπή νέο κύμα δοξολογιών, αυτή τη φορά με αφορμή τα βασιλικά γενέθλια. «Έκτος των επισήμων δοξολογιών, θέλουσι τελέση τοιαύτας και οι απανταχού σύλλογοι των επιστράτων», έγραφε χαρακτηριστικά η ΝΕΑ ΗΜΕΡΑ (19-7-16), δίνοντας γραμμή. Ενώ οι δοξολογίες λειτουργούσαν ως αέναη τελετουργική ανανέωση του αρχικού μηνύματος αφοσίωσης προς τον Κωνσταντίνο, έγινε από την πρώτη στιγμή ολοφάνερο ότι προορισμός των Επιστράτων ήταν και η πάταξη των αντιπάλων του. «Μάχαιραν έδωκες, μάχαιραν θα λάβης» διακήρυσσε το κύριο άρθρο τής ΝΕΑΣ ΗΜΕΡΑΣ στις 14 Ιουνίου, δίνοντας απροσχημάτιστα το σύνθημα τής ωμής βίας τη στιγμή ακριβώς της συγκρότησης των συνδέσμων. σελ. 63-64
ο θρίαμβος
Η στιγμή τής αλήθειας για τούς Επίστρατους έφθασε στις 18 και 19 Νοεμβρίου 1916, όταν υπερασπίστηκαν νικηφόρα το βασιλιά τους και την πρωτεύουσα από τα συμμαχικά αγήματα και στη συνέχεια έπνιξαν την απόπειρα βενιζελικού κινήματος πού είχε πλάσει η φαντασία τους. Κατά τη ΝΕΑ ΗΜΕΡΑ (11-12-16):
Ή 18 και 19 Νοεμβρίου του 1916 εινε αί δύο μεγαλείτεραι, ίερώτεραι και λαμπρότεραι εις δόξαν και αίγλην ημέραι έξ όσων αναφέρονται μέχρι σήμερον εις την Έλληνικήν Ίστορίαν.
Για το παράδειγμα αυτοθυσίας πού έδωσαν τότε οι Επίστρατοι «η ανθρωπότης θα ομιλήση μετά καταπλήξεως και θαυμασμού», τόνιζαν σε δήλωση τους οι είκοσι ιδρυτές τού ΠΣΕ (ΝΗ 16-12-16). Όσο κωμικοί κι αν ηχούν οι κομπασμοί, όσο πύρρεια κι αν αποδείχθηκε η νίκη, είναι κατανοητή η έξαρση, η έξαψη, η μέθη τού θριάμβου - και τής ασυδοσίας πού συνεπαγόταν. Με τα Νοεμβριανά, οι Επίστρατοι άρπαξαν την ευκαιρία πού παρουσιάστηκε επιτέλους να αποδείξουν ότι δεν ήσαν κούφια λόγια οι διακηρύξεις τους. Γι' αυτό και ταιριάζει στην περίπτωση τους ο όρος «εσωστρεφής πατριωτισμός». Ξέπλυναν με αίμα τις συνεχείς ταπεινώσεις από την Αντάντ. Και προπαντός αποτίναξαν τό βραχνά της βενιζελικής συνωμοσίας. Μετά τις 18 Νοεμβρίου, όλα τούς ήσαν πλέον επιτρεπτά, χωρίς κανένα απολύτως φραγμό. Στις 17 Νοεμβρίου, ολοκληρώθηκε στους αθηναϊκούς στρατώνες (και στη Σχολή Ευελπίδων) η κατάταξη τουλάχιστον 15.000 εθελοντών από τούς 30.000 πού παρουσιάστηκαν στο κάλεσμα του κωνσταντινικού καθεστώτος για να το προασπίσουν (ΚΑΙΡΟΙ και ΝΗ 18-11-16). Θα ήταν όμως αφέλεια να πιστέψει κανείς την επίσημη άποψη ότι η συμμετοχή των Επιστράτων στα Νοεμβριανά περιορίστηκε στην ατομική κατάταξη τους ως εθελοντών. σελ. 95-96
«Θάττον ή βράδιον, η σύφιλις του Βενιζελισμού θα εκριζωθη πάση θυσία από την Ελλάδα» προφήτευε και προέτρεπε η ΝΕΑ ΗΜΕΡΑ στις 16 Νοεμβρίου. Η ευκαιρία δόθηκε «θάττον», μόλις μετά δύο μέρες, όταν αποχώρησαν ηττημένα τα συμμαχικά αγήματα. Ακράτητοι πλέον οι Επίστρατοι επιδόθηκαν στο «σάρωμα τής Βενιζελικής σπείρας», όπως επιγράφει η ΝΕΑ ΗΜΕΡΑ (20-11-16) τη σχετική αναλυτική ειδησεογραφία. Στράφηκαν πρώτα εναντίον όσων πίστευαν, σε κατάσταση ομαδικής παράκρουσης, ότι τούς πυροβολούσαν από τα παράθυρα σπιτιών και ξενοδοχείων. Στη συνέχεια όμως, οποιαδήποτε προγενέστερη εκδήλωση Βενιζελικών φρονημάτων αρκούσε για να συλληφθεί κάποιος και να τού απαγγελθεί κατηγορία εσχάτης προδοσίας από τον περιβόητο αντεισαγγελέα Ανδρέα Λιβιεράτο. Τη σύλληψη συνόδευε η κακοποίηση και η διαπόμπευση από το έξαλλο πλήθος, στα πρόθυρα τού λυντσαρίσματος. Η πιο γνωστή και συμβολική περίπτωση είναι ασφαλώς ο γολγοθάς τού Δημάρχου Αθηναίων Εμμανουήλ Μπενάκη, για τον οποίο η κόρη του Πηνελόπη Δέλτα έχει αφήσει την αναλυτικότερη περιγραφή. Ανάλογη μεταχείριση είχαν και άλλοι επώνυμοι Φιλελεύθεροι. Μένει όμως άγνωστος ο αριθμός όσων άσημων υπήρξαν θύματα τής θηριωδίας των Επιστράτων, πού επικεντρώθηκε επιλεκτικά σε Μικρασιάτες πρόσφυγες (Π 17-6-19). Ο Βεντήρης αναφέρει μάλιστα τη συγκλονιστική «λεπτομέρεια» ότι:
Από τής 19 μέχρι τής 23 Νοεμβρίου ωδηγούντο πλησίον του φθισιατρείου «Σωτηρία» Μικρασιάται ιδίως πρόσφυγες και έθανατώνοντο ώς κατάσκοποι εις την υπηρεσίαν των Αγγλογάλλων! Εδιώχθησαν από τούς Τούρκους διά να εύρουν άδικον τέλος εις την πρωτεύουσαν της Ελλάδος.
Ανάλογες σκηνές έγιναν και στην επαρχία, «όπου εν τούτοις δεν ενηργήθησαν ξέναι αποβάσεις», όπως σημειώνει ο Βεντήρης. Πρωταρχικός στόχος των Επιστράτων παντού ήσαν οι Φιλελεύθερες εφημερίδες, που υποχρεώθηκαν να διακόψουν την έκδοση τους. Το κυνήγι των μαγισσών πού εξαπολύθηκε εναντίον των Φιλελευθέρων στις 19 Νοεμβρίου δεν μπορούσε παρά να καταλήξει σε μία τυπική τελετουργία εξορκισμού: ήταν το περίφημο Ανάθεμα κατά τού Βενιζέλου στο Πεδίο τού Άρεως στις 12 Δεκεμβρίου. Οι Αθηναίοι οργανωτές του δεν πρωτοτυπούσαν. Το πρώτο ανάθεμα, με όγκο λίθων και σχετική πινακίδα, αναφέρεται από την Τρίπολη ήδη τόν Σεπτέμβριο (ΝΗ 25-9-16). Στην πρωτεύουσα, ωστόσο, το Ανάθεμα πήρε το χαρακτήρα πάνδημης και επίσημης γιορτής, με επικεφαλής τον ίδιο τον προκαθήμενο τής Εκκλησίας τής Ελλάδος. Η ΝΕΑ ΗΜΕΡΑ (13-12-16) δεν είχε κανένα ενδοιασμό να παρουσιάσει με κάθε λεπτομέρεια την πρωτόγονη αυτή έκρηξη θρησκόληπτης μισαλλοδοξίας. Από την περιγραφή της ενδιαφέρει εδώ ιδίως η πανηγυρική συμμετοχή των Επιστράτων:
Ώραιότατον ήτο το θέαμα των παρελαυνόντων τμημάτων των Επιστράτων. Ανά τετράδας με τούς έφεδρους αξιωματικούς και υπαξιωματικούς φέροντας κατά το πλείστον λίθους τεραστίων διαστάσεων και μελανός σημαίας...
Λιγότερο γνωστή είναι η αναπαραγωγή τού Αναθέματος στα χωριά τής Αττικής και στις επαρχίες. Αν κρίνει κανείς από τα σχετικά τηλεγραφήματα πού δημοσίευε η ΝΕΑ ΗΜΕΡΑ μέχρι το τέλος Δεκεμβρίου, το παράδειγμα της Αθήνας μιμήθηκαν οι Επίστρατοι σε περισσότερες από εκατό πόλεις και χωριά. Εκεί το Ανάθεμα πήρε το χαρακτήρα τελετουργίας ολοκληρωτικής κάθαρσης από το βενιζελικό άγος, ώστε να αποκατασταθεί συμβολικά η ενότητα της τοπικής κοινότητας. Όπως τηλεγραφούσαν χαρακτηριστικά από την Αράχωβα (ΝΗ 14-12-16), έλαβε μέρος «σύμπας ό λαός ... προπορευόμενων των πρώην βενιζελικών». Σε ορισμένα μάλιστα μέρη, όπως στη Λαμία, οι μετανοούντες «πρώην» Φιλελεύθεροι υποχρεώθηκαν να γονατίσουν και να εκφωνήσουν αυτοί τις κατάρες. Οι αναλογίες με θρησκευτικές τελετές κάθαρσης, όπως αυτές τής Ιερής Εξέτασης, είναι προφανείς. Φυσικό συμπλήρωμα της διαδικασίας αυτής υπήρξαν οι γραπτές δηλώσεις μετανοίας, που τότε ακριβώς εφευρέθηκαν. Αρκεί εδώ ένα κατεξοχήν κωμικοτραγικό δείγμα (ΝΗ 18-12-16):
Προς τον Σύνδεσμον Επιστράτων τής Κωμοπόλεως Κεραμιδιού: Κύριοι Πρόεδροι, Διά ταύτης δηλούμεν υμίν ότι επειδή ετυγχάνομεν εις την μερίδα των Φιλελευθέρων κατά τας εκλογάς της 31ης Μαΐου 1915 πολλοί εξ υμών μας θεωρούσι ότι και σήμερον ακολουθούμεν την προδοτικήν πολιτικήν του προδότου και στασιαστου Βενιζέλου. Διά ταύτης αποκηρύττομεν τον προδότην Βενιζέλον και τους μετ' αυτού οίτινες διά της προδοτικής πολιτικής των περιήγαγον τό Κράτος εις την σημερινήν δυσχερή θέσιν. Δηλούμεν οι κάτωθι υπογεγραμμένοι ότι τασσόμεθα με την γνώμην υμών και ότι είμεθα βασιλικοί, βασιλικώτατοι. Παρακαλουμεν όπως η παρούσα δημοσιευθή εις τας εφημερίδας «Κήρυκα» Βόλου και «Ν. Ήμερα» Αθηνών. Οι δηλούντες...
Κάθαρση σήμαινε επίσης τη βίαιη «καθαίρεση» των Βενιζελικών δημοτικών αρχών στην Αθήνα, στον Πειραιά, στο Βόλο (ΝΗ 1-12-16) και αλλού, καθώς και την εκκαθάριση των δημοσίων υπηρεσιών από Φιλελευθέρους. Στην Αθήνα, ο ΠΣΣ συγκρότησε για το σκοπό αυτό το περιβόητο «Λαϊκό Δικαστήριο» (ΝΗ 17-12-16). Επιστρατικά «δικαστήρια» εμφανίστηκαν και στις επαρχίες, π.χ. στα Τρίκκαλα (Π 9-11-19). Εκεί όμως ήταν πιό απλό να «διαταχθούν» από τους Επίστρατους οι ανεπιθύμητοι δημόσιοι υπάλληλοι και προπαντός οι δικαστικοί λειτουργοί να αναχωρήσουν «εντός 24 ωρών», όπως στην Πάτρα και στο Βόλο (ΘΕΣΣΑΛΙΑ 26-11-16). Ήταν πια τόσο διαφανής η επιδίωξη πλήρους ασυδοσίας και ατιμωρησίας ώστε προκάλεσε αντιδράσεις, όπως δείχνει η υποκριτική διάψευση τής «απέλασης» δικαστικών από τούς Συνδέσμους Επιστράτων της Λειβαδειάς και του Ναυπλίου (ΝΗ 18-12-16). σελ. 98-101
ένας φασισμός προδρομικός αλλά ατελής
Ο πολύ μεταγενέστερος όρος «μοναρχοφασισμός» εκ πρώτης όψεως μοιάζει απλώς και μόνο όπλο πολεμικής και προπαγάνδας, χωρίς καμμία αναλυτική αξία (κάτι σαν τον «σοσιαλφασισμό»). Ωστόσο, η μελέτη των Επιστράτων οδηγεί αναπόφευκτα σε άλλες σκέψεις. Πράγματι, η εκλεκτική τους συγγένεια με φασιστικά και ιδίως με πρωτοφασιστικά κινήματα σε άλλες χώρες είναι προφανής - και δεν περιορίζεται στην αδυναμία τους για τα ζυθοπωλεία. Και πάλι στον Βεντήρη βρίσκουμε την καίρια επισήμανση ότι οι Επίστρατοι «παρουσιάζουν αναλογίας με τον ιταλικόν φασισμόν, του όποιου προεπορεύθησαν, προς τους Γερμανούς μοναρχικούς ή τους εθνικόφρονας σοσιαλιστάς». Η συσχέτιση των Επιστράτων με τον φασισμό είχε γίνει πολύ νωρίτερα. Τον Ιούνιο του 1922, ο έμπιστος τού Γούναρη Ά. Καμπάνης συνιστούσε απερίφραστα από την εφημερίδα του ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ «την ίδρυσιν ταγμάτων Ελλήνων Φασίστι, άτινα ν' αναλάβουν την εφαρμογήν του νόμου του Λύντς κατά της μικράς αντιδραστικής μειοψηφίας» των Φιλελευθέρων (ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ 2-7-22). Ακολούθησε αμέσως μεγάλης κλίμακας επίθεση στα γραφεία τού Συνδέσμου Φιλελευθέρων (Βουκουρεστίου 20) για τη ματαίωση αρχαιρεσιών του. Την επομένη, το ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ (4-7-22) σχολίαζε: «Οι Φασίστι του καθεστώτος, πρώην φαλαγγίται και επίστρατοι, έκαμαν χθες την πρώτην των εμφάνισιν...» Οι Επίστρατοι οπωσδήποτε εμπίπτουν στην κατηγορία της «πολιτοφυλακής» (milice), που ξεχώρισε ο Duverger· ως ιδιαίτερο τύπο βασικής κομματικής οργάνωσης, ακριβώς για να διακρίνει τα φασιστικά κόμματα από τα άλλα μαζικά κόμματα. Ο Duverger μάλιστα αφήνει να εννοηθεί ότι η παραστρατιωτική πολιτοφυλακή αποτελεί τη μόνη μορφή μαζικής κομματικής οργάνωσης πού αρμόζει στους μικροαστούς - και μόνο σε έκτακτες συνθήκες κρίσης. Πολύ νωρίτερα, ο Gramsci είχε κάνει ακριβώς την ίδια διάγνωση για τον ιταλικό φασισμό: ότι η μορφή οργάνωσης που ταιριάζει στους μικροαστούς είναι «ο στρατός στο πεδίο της μάχης» (l’ esercito in campo). σελ. 135-136
Είναι λοιπόν εύλογος ο παραλληλισμός των Επιστράτων ειδικά με δύο κινήματα πού προμήθευσαν στον Ιταλικό φασισμό και στον Γερμανικό ναζισμό, αντίστοιχα, τον σημαντικότερο κι αναντικατάστατο αρχικό τους πυρήνα: το κίνημα των παλαιών πολεμιστών (ex-combattenti) στην Ιταλία και τα Εθελοντικά Σώματα (Freikorps) στη Γερμανία. Ακόμη πιο ταιριαστός φαίνεται πάντως ο παραλληλισμός με παραστρατιωτικές οργανώσεις όπως η Γερμανική Stahlhelm και η Αυστριακή Heimwehr. Οι ομοιότητες των Επιστράτων με τα κινήματα αυτά είναι πολλές και καίριες: 1. Πρόκειται για πρώην στρατιώτες με πρόσφατη την εμπειρία τού πολέμου, με ό,τι αυτή συνεπάγεται από άποψη συλλογικής συνείδησης και ψυχολογίας. Ο πόλεμος ως σύστημα αξιών και ως τρόπος ζωής αντιπαρατίθεται στις αξίες και την αντιηρωική ύπαρξη των αμάχων πολιτών. Συνεπάγεται μάλιστα έναν ιδιότυπο λαϊκισμό, αφού συνδυάζει με μοναδικό τρόπο την ανεπιφύλακτη αποδοχή της ιεραρχίας και τής πειθαρχίας με τη συντροφικότητα, την αλληλεγγύη και τελικά την ισότητα μπροστά στον κίνδυνο και τις κακουχίες. Ο Duverger τονίζει τη μίμηση τού στρατού, αλλά παραβλέπει τη νοσταλγία του. Δεν πρόκειται απλώς για πολίτες πού παριστάνουν τούς στρατιώτες, αλλά για πρώην στρατιώτες πού ξαναβρίσκουν τη χαμένη τους «κοινότητα». 2. Αυτό επιτυγχάνεται στο μέτρο ακριβώς πού πρόκειται για παραστρατιωτική, δηλ. κατεξοχήν οικεία οργάνωση. Από την ίδια της τη φύση, δεν προορίζεται για εκλογικές ή άλλες ειρηνικές αναμετρήσεις, αλλά για εμφύλιο πόλεμο εναντίον τού «εσωτερικού εχθρού». Λόγος ύπαρξης της είναι η χρήση βίας για την ολοκληρωτική επικράτηση και την εξόντωση (πολιτική ή και βιολογική) τού αντιπάλου. Αναγκαία προϋπόθεση τής συγκρότησης της αποτελεί βέβαια η συνενοχή τής κρατικής εξουσίας, πού καταρχήν διαθέτει υπέρτερες ένοπλες δυνάμεις. 3. Τα κινήματα αυτά εμφορούνται από ιδεολογία ή, τουλάχιστον, νοοτροπία όχι μόνον αντισοσιαλιστική, αλλά και αντιφιλελεύθερη, αντικοινοβουλευτική, ακόμη και αντιαστική ή πάντως αντιπλουτοκρατική. Ο εκσυγχρονισμός σε φιλελεύθερα αστικά πλαίσια προσλαμβάνεται ως απειλητική και καταστροφική διαδικασία που είναι ανάγκη να ανακοπεί και να ακυρωθεί με κάθε μέσο. 4. Ανάλογη είναι και η κοινωνική σύνθεση αυτών των κινημάτων. Η ηγεσία τους φυσιολογικά ανήκει σε αξιωματικούς ή και υπαξιωματικούς, έφεδρους ή και μόνιμους (ιδίως κατώτερους και νεώτερους). Δυσανάλογα μεγάλη είναι και η συμμετοχή φοιτητών. Αλλά η μάζα των μελών αποτελείται από μικροαστούς ή και μικροϊδιοκτήτες χωρικούς. Με άλλα λόγια, απουσιάζουν αισθητά τόσο η κυρίως αστική τάξη όσο και η εργατική. Υπάρχουν όμως τουλάχιστον τρεις κρίσιμες διαφορές, πού εξηγούν άλλωστε γιατί οι Επίστρατοι δεν μετεξελίχθηκαν σε γνήσιο φασιστικό κίνημα, όπως ιδίως οι Ιταλοί ομόλογοι τους: 1. Στόχος τους δεν ήταν η εργατική τάξη, αλλά η αστική. Το στοιχείο αυτό, πού επιβεβαιώνει τη μικροαστική σύσταση των Επιστράτων, υπογραμμίζει και ο Βεντήρης. "Δεν είναι όμως σε θέση και να το ερμηνεύσει, αφού αρνείται ότι η δράση τους «ανταπεκρίνετο εις οικονομικός ανάγκας ή εθνικούς σκοπούς μιας ώρισμένης όμ[οι]ογενους τάξεως, όπως συμβαίνει εις Ιταλίαν και Γερμανίαν» και θέλει να πιστεύει ότι: «Ήσαν τεχνητόν πολιτικόν όργανον, ξένον προς την φυσιολογικήν μορφήν της νεοελληνικής κοινωνίας. Απόστημα και όχι σώμα κοινωνικόν». Μόνον η πολιτική σκοπιμότητα εξηγεί την αιφνίδια εθελοτυφλία του στο σημείο αυτό. Πράγματι, η αντίθετη παραδοχή θα οδηγούσε σε συμπεράσματα δυσάρεστα και δυσοίωνα για τούς Φιλελευθέρους. σελ. 138-140
3. Η τρίτη και ασφαλώς κρισιμότερη διαφορά ανάγεται στο ασύμβατο μοναρχισμού και φασισμού. Ο «μοναρχο-φασισμός» είναι εξαρχής καταδικασμένος να μείνει ατελής και ανολοκλήρωτος φασισμός. Παρά τις όποιες συγκυριακές συμπτώσεις και συγκλίσεις, σε τελευταία ανάλυση μοναρχισμός και φασισμός αποτελούν ριζικά ασύμβατα συστήματα. Με άλλα λόγια, δεν μπορεί κανείς να είναι ταυτόχρονα μοναρχικός και φασίστας, με την πλήρη σημασία και των δύο όρων. Η ιστορική εμπειρία χωρών όπως η Ιταλία, η Γερμανία και η Ισπανία επιβεβαιώνει απόλυτα αυτή τη διάγνωση. Ίσως μάλιστα είναι τόσο προφανής ώστε, όπως φαίνεται, δεν απασχόλησε ιδιαίτερα τις ατέρμονες συζητήσεις περί φασισμού. Το ασύμβατο μοναρχισμού και φασισμού προκύπτει από τρεις τουλάχιστον αλληλένδετους λόγους: (α) Ως επαναστατική ή πάντως ανατρεπτική δύναμη, ο φασισμός περιφρονεί βαθύτατα και απορρίπτει όχι απλώς την κοινοβουλευτική δημοκρατία, αλλά όλους συλλήβδην τούς παραδοσιακούς πολιτικούς θεσμούς, ως ιστορικά ξεπερασμένους. Κατεξοχήν ισχύει το ίδιο για τον αρχαιότερο, πού είναι η κληρονομική βασιλεία. (Ότι ο φασισμός απορρίπτει την ζώσα παράδοση δεν τον εμποδίζει βέβαια να μυθοποιήσει εκ των υστέρων ένα κατασκευασμένο απώτερο παρελθόν, είτε πρόκειται για την αρχαία Ρώμη στην Ιταλία, είτε για τον Μεσαίωνα στη Γερμανία.) (β) Ως ολοκληρωτικό σύστημα, ο φασισμός είναι αδύνατο να ενσωματώσει ή να συμφιλιωθεί με το ανεξέλεγκτο της βασιλικής εξουσίας, οσοδήποτε συρρικνωμένης. Κάτι τέτοιο θα ήταν θεωρητικά εφικτό μόνο αν συνέπιπτε ο φορέας της με τον αρχηγό τού φασιστικού κινήματος. Αυτό όμως καταρχήν αποκλείεται για τον επόμενο λόγο. (γ) Ως χαρισματικό κίνημα, ο φασισμός συνεπάγεται ως ηγέτη έναν «υπεράνθρωπο» οπωσδήποτε αυτοδημιούργητο - στον αντίποδα ακριβώς τού τυχαίου δικαιούχου τής εξ αίματος νόμιμης διαδοχής, πού είναι συμφυής με την κληρονομική βασιλεία. Ακόμη και στην περίπτωση του Κωνσταντίνου, πού απέκτησε και προσωπικό χάρισμα ως νικηφόρος «Στρατηλάτης», φαίνεται αναπόφευκτο να υπερισχύει η θεσμική, βασιλική ιδιότητα, αφού είναι εκείνη πού εμπεριέχει και εγγυάται τη διάρκεια και κατά τούτο υπερέχει συντριπτικά. Θεωρητικά, μόνον η έγκαιρη έξοδος από το δεσμευτικό πλαίσιο τού βασιλικού θεσμού θα επέτρεπε σε κάποιον σαν τον Κωνσταντίνο να γίνει αληθινός Führer φασιστικών προδιαγραφών. Κάτι τέτοιο όμως υπήρξε και στην Ελλάδα και παντού αδιανόητο. Έτσι, η δεδομένη θέση τού ίδιου τού βασιλιά ως χαρισματικού αρχηγού απέτρεψε τελικά το ενδεχόμενο να μετεξελιχθούν οι Επίστρατοι σε ολοκληρωμένο (και ολοκληρωτικό) φασιστικό κίνημα, όπως οι Ιταλοί ή Γερμανοί ομόλογοί τους. Το ίδιο ζήτημα φωτίζει και την προσωπική περίπτωση τού Ιωάννη Μεταξά, αν υπήρξε όντως οργανωτής των Επιστράτων, όπως φαίνεται πολύ πιθανό. Μπορεί να επηρεάστηκε από Γερμανικά πρότυπα, αλλά είχε την ιδιοφυία να τα εφαρμόσει πολύ πριν από τούς ίδιους τούς Γερμανούς. Ίσως λοιπόν θα έπρεπε να αναγνωρισθεί όχι μόνον ως εφευρέτης τού φασισμού στην Ελλάδα, αλλά και ως πρωτοπόρος διεθνώς. Αντίθετα με ό,τι νομίζεται, πρωτοστάτησε στο πρώτο φασιστικό εγχείρημα είκοσι ολόκληρα χρόνια πριν από την 4η Αυγούστου, που κατά τούτο κακώς θεωρείται σκέτη αντιγραφή και απομίμηση ξένων προτύπων. Ωστόσο, η προσωπική τραγωδία τού Μεταξά ήταν ότι τα δημιουργήματα του παρέμειναν μοιραία ανολοκλήρωτα, τόσο στην πρώτη φάση (οι Επίστρατοι) όσο και στη δεύτερη (η ΕΟΝ), εφ’ όσον ο ίδιος παρέμεινε δέσμιος του μοναρχισμού. Δεν είναι λίγα τα σημεία του Ημερολογίου του πού μπορούν να ερμηνευθούν με το πρίσμα αυτό. Παραμένει βέβαια η υπέρτατη ειρωνεία πού επισημάνθηκε ήδη στην αρχή αυτής τής μελέτης: ότι οι Επίστρατοι και ο Μεταξάς ήσαν αυτοί που υλοποίησαν πρώτοι το όραμα τού Βενιζέλου - εναντίον του. Αν οι Επίστρατοι υπήρξαν η πρώτη μαζική οργάνωση στην Ελλάδα, αξίζει ν' αναρωτηθεί κανείς αν αυτό είναι τυχαίο - «συμπτωματικό» με την έννοια τής σύμπτωσης ή μήπως με εκείνη του συμπτώματος; Ασφαλώς δεν είναι μόνο θέμα προθέσεων, αφού την πρόθεση δημιουργίας μαζικού κόμματος πρώτος εξήγγειλε ο Βενιζέλος το 1910 (και δεν υπάρχει κανείς λόγος ν' αμφισβητήσουμε την ειλικρίνεια του). Η ελληνική περίπτωση, καθώς και άλλες, υποβάλλουν τη σκέψη ότι ο στρατός δεν αποτελεί πρότυπο ειδικά και μόνο για τον φασιστικό τύπο οργάνωσης, όπως θέλει ο Duverger, αλλά γενικά για το μαζικό κόμμα. Ήδη από το 1910 ο Michels υπογράμμιζε πόσο το κόμμα αυτό συγγενεύει με τη στρατιωτική οργάνωση, έχοντας μάλιστα τότε υπ' όψη του τη σοσιαλδημοκρατία και όχι το φασισμό. Αν είναι έτσι, φαίνεται απολύτως φυσικό πρώτη μαζική πολιτική οργάνωση στην Ελλάδα να ήσαν οι Επίστρατοι. σελ. 145-147
|
|