|
|
Η προσωρινή κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης απέναντι στο αίτημα για ριζικές πολιτειακές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις
Παύλος Πετρίδης, Στο Η Θεσσαλονίκη μετά το 1912, Πρακτικά Συμποσίου, 1-3 Νοεμβρίου 1985, Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη, 1986, σ. 131-139
1. Τον Αύγουστο του 1916 – μέσα στο αποκορύφωμα του Εθνικού Διχασμού – εκδηλώθηκε, για εθνικούς αρχικά λόγους, στη Θεσσαλονίκη το κίνημα «Εθνικής Αμύνης». Ό προσανατολισμός του κινήματος ήταν καθαρά φιλανταντικός αντίθετα προς τη μόνιμα φιλογερμανική προσήλωση των βασιλικών κυβερνήσεων της Αθήνας. Της εκδήλωσης του κινήματος είχαν προηγηθεί δύο συνεχείς παύσεις του νόμιμου πρωθυπουργού Βενιζέλου από τον αντιδραστικότατο βασιλιά Κωνσταντίνο. Ήταν φυσικό λοιπόν το κίνημα, έκτος της φιλανταντικής, να προσλάβει και φιλοβενιζελική αντικωνσταντινική διάσταση. Σύμφωνα με μαρτυρίες του «Αμυνίτη» λοχαγού Ν. Γρηγοριάδη, ο Βενιζέλος, περιμένοντας την υποστηριξη της Αντάντ, αποδοκίμασε αρχικά τους κινηματίες. Κι όταν, μετά την επικράτηση του κινήματος, τον επισκέφτηκε ο Αλ. Ζάννας μυστικά στην Αθήνα, ο Βενιζέλος «του είπεν ο ίδιος, αφού απεδοκίμασε το κίνημα, πως η γαλλική κυβέρνηση το είχε αποδοκιμάσει». Τελικά, όταν δόθηκε από τα έξω το «πράσινο φως», ο «Κρής» πολιτικός επωμίστηκε την ηγεσία του κινήματος «ένα μήνα και δεκατρείς ημέρες ύστερ’ από την έκρηξη του». Βασική του φροντίδα, πριν αφιχτεί στη Θεσσαλονίκη, ήταν να προδιαγράψει το χαρακτήρα της συμμετοχής του στο κίνημα, ανησυχώντας για τις πιθανές ριζοσπαστικές διαθέσεις των Θεσσαλονικέων: «Κατέβαλα πάσαν προσπάθειαν όπως εις το κίνημα ημών μη δοθεί χαρακτήρ ούτε άμεσου εμφύλιου πολέμου, ούτε προπαντών αντιδυναστικού κινήματος. Εφρόντισα εν Κρήτη ακόμη να διακηρύξω ότι είμεθα έτοιμοι και κατά την ύστατη ν ταύτην στιγμήν, εάν το στέμμα θέλη να ακολουθήση την υπό τον Έθνους χαραχθείσαν πολιτικήν, να γίνωμεν ουραγοί του στέμματος». Όμως το πολιτειακό, μετά την ένταση της κρίσης του 1915/16, απασχολούσε όλο και πιο έντονα εκείνους που συμμετείχαν στο κίνημα της Θεσσαλονίκης: «... Ποσάκις ήκουσα», κατέγραφε ο Γ. Φιλάρετος, «τους φίλους τον προέδρου κ. Βενιζέλου συζητούντας μετ’ αυτού το μέλλον πολίτευμα του τόπου μας και επιμένοντας υπέρ της εισαγωγής της Δημοκρατίας. Αλλ’ ο Πρόεδρος ανήρει εκάστοτε τα επιχειρήματα των εν μέσω πραγματικώς γοητευτικών συζητήσεων, υπεραμυνόμενος της φιλοβασιλικής θεωρίας και παρίστανε τον βασιλικόν θεσμόν ως επί μακρόν χρόνον ακόμη απαραίτητον εν Ελλάδι». Ποια θα ήταν λοιπόν η «πολιτειακή κατεύθυνσις» της προσωρινής νέας κυβέρνησης η οποία, πέρα από τη νομιμότητα της, είχε έκ των πραγμάτων και επαναστατικό χαρακτήρα. Στις 16 Οκτωβρίου 1916, ο πρώτος διοικητής της Μακεδονίας Κ. Ρακτιβάν ζητούσε από το Βενιζέλο «να διαχαραχθή σαφέστερον η πολιτειακή κατένθυνσις της προσωρινής κυβερνήσεως κατά τρόπον μη θίγοντα, πέραν του απαραιτήτου, την υπόστασιν του παλαιού κράτους και θάλποντα, κατά το εφικτόν, τας συντηρητικάς έτι αντιλήψεις της πλειονότητος του ελληνικού λαού». Απαντώντας ο Βενιζέλος, μετέφερε για μια ακόμη φορά τη δική του εντελώς προσωπική εκτίμηση: «... Νομίζω ότι η πολιτική κατένθυνσις του κινήματος είναι σαφέστατη. Ζητούμεν να σνγκροτήσωμεν στρατόν όπως ανακτήσωμεν ... τα καταληφθέντα υπό του μισητού εχθρού εδάφη και όπως εκπληρώσωμεν τας συμμαχικάς μας υποχρεώσεις προς την Σερβίαν... Μετά τούτο δε και όταν φυσικά λήξη ο πόλεμος, θα ζητήσωμεν την σύγκλησιν Συνελευσεως, ουχί δια να αλλάξωμεν την μορφήν του πολιτεύματος, ούτε δια ν’ αλλάξωμεν τον βασιλικόν οίκον, ούτε καν διά να περιορίσωμεν τα δικαιώματα του στέμματος ... αυτή είναι η πολιτική του αγώνος μας, πολιτική σαφής, καθαρά ειλικρινής. Αν οι αντίπαλοι ζητούν να τη διαστρέψουν παριστωντές την ως αντιδυναστικήν καθήκον των αυτού φίλων είναι ν’ αντεπελέξουν κατά της διαστροφής ταύτης και να διαφωτίσουν την κοινήν γνώμην». Επομένως, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις και του Βενιζέλου και κορυφαίων στελεχών του βενιζελισμού, η υπόσταση του «παλαιού κράτους» έπρεπε να διαφυλαχθεί πάση θυσία ανεξάρτητα από τις ριζοσπαστικές τάσεις των κινηματιών της Θεσσαλονίκης. Το κέντρο της δύναμης παρέμενε η Αθήνα όπου και οι συντηρητικοί μηχανισμοί στους οποίους (παράλληλα με τον ξένο παράγοντα) τόσες ελπίδες εναπέθεταν οι κορυφαίοι παράγοντες του βενιζελισμού.
2. Η πρώτη δημόσια εκδήλωση υπέρ της Δημοκρατίας σημειώθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 29 Σεπτεμβρίου 1916. Σε γεύμα που παρατέθηκε, από την επιτροπή Εθνικής Αμύνης, στο Λευκό Πύργο, ο Βενιζέλος σε πρόποση του υπέρ της επιτροπής δήλωσε: «Αφ’ ου απετολμήθη καταπάτησις του πολιτεύματος εις τόσον κοίσιμον περίοδον της εθνικής μας ιστορίας καθίσταται αναγκαιον όπως, μετά το πέρας του πολέμου, κληθή εθνική συνέλευσις, ίνα κατοχύρωση διά μειζόνων εγγυήσεων την λαϊκήν κυριαρχίαν κατά μεταγενεστέρων υπεοβασιών της κληρονομικής αρχής», οπότε ακούστηκαν φωνές «εξ’ όλης τής αιθούσης: – Ζήτω η Δημοκρατία –», ενώ ο Βενιζέλος «έποίησε διά χειρός σημείον να ησυχάσουν λέγων μετά μειδιάματος – Μη βιάζεσθε– ». Ήταν φανερό, ότι τον Βενιζέλο απασχολούσε εύλογα «κατ’ αρχήν» η συνεργασία των συγκεντρωμένων στη Θεσσαλονίκη στρατιωτικών δυνάμεων με τα υπό τον Σαράϊγ στρατεύματα της Αντάντ. Απέναντι στο πολιτειακό (που ντε φάκτο είχε τεθεί μετά τις παύσεις του 1915) και στο οποίο οι μεγάλες δυτικές Δυνάμεις δεν είχαν παρέμβει επίσημα, οι απόψεις του προέδρου τής προσωρινής κυβέρνησης απηχούσαν πρόσκαιρα τη βούληση των Βρετανών να μη βληθεί η ελληνική δυναστεία. Μετά την αναγνώριση της Τριανδρίας ως πραγματικής κυβέρνησης, εκδηλώθηκε έντονα η ανησυχία της Αντάντ ως προς το μέλλον του βασιλικού θεσμού. Κοινή ήταν η πεποίθηση των συμμάχων, πως μια Ελλάδα δημοκρατική θα «περιέπιπτε» εύκολα στην αναρχία. Το μόνο ζήτημα που απασχολούσε τους Άγγλους και τους Γάλλους ήταν η μεθόδευση της προσωρινής απομάκρυνσης του Κωνσταντίνου από τον ελληνικό θρόνο. Αναλυτικότερα: η Μεγάλη Βρετανία ενδιαφερόταν πάνω απ’ όλα για τη μη διαιώνιση του αντιδυναστικού αρχικά χαρακτήρα του κινήματος της Θεσσαλονίκης, ενώ η Γαλλία επιθυμούσε απλά την αντικατάσταση του Κωνσταντίνου εφόσον η προηγούμενη προσέγγιση του με το Βενιζέλο απέβαινε αδύνατη. Ο Βρετανός υπουργός των Εξωτερικών μάλιστα δε δίστασε να δηλώσει επίσημα, στις 27 Οκτωβρίου 1916, ότι μια ενδεχόμενη αντιδυναστική πολιτική θάπρεπε να αποκλειστεί αφού κάτι τέτοιο δεν ήταν συμπαθές στην Αγγλία. Τα Νοεμβριανά επηρέασαν ραγδαία τούς προσανατολισμούς των ιθυνόντων της Αντάντ απέναντι στο ελληνικό εσωτερικό πρόβλημα. Η μεταβολή αυτή είχε άμεσο αντίκτυπο στους συγγενείς προσανατολισμούς της προσωρινής κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης. Έτσι, ενώ ως τις 20 Νοεμβρίου 1916, ο Βενιζέλος καθησύχαζε την Αντάντ για την άσκηση της πολιτικής του «εντός του πλαισίου της βασιλευούσης δυναστείας», μερικές μέρες αργότερα διακήρυσσε την έκπτωση του Κωνσταντίνου από το θρόνο, ξεκαθαρίζοντας ταυτόχρονα πως η έκπτωση αυτή δεν έπληττε διόλου τη δυναστεία. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Μπριάν είχε προλειάνει παρασκηνιακά το έδαφος για την απομάκρυνση του Έλληνα μονάρχη από το θρόνο, προσκαλώντας και τα υπόλοιπα μέλη του συνασπισμού της Αντάντ να στηρίξουν την απόφαση του. Η προσωρινή κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης ακολουθούσε βήμα προς βήμα τις ξενικές αυτές επιλογές χωρίς να θίγεται από το γεγονός ότι οι αποφάσεις απέναντι στα πιο καυτά εσωτερικά ζητήματα παίρνονταν από φορείς ξένους προς τον ελληνικό λαό. Το πολίτευμα φυσικά όφειλε να μην αλλάξει μορφή ανεξάρτητα από τη βούληση των Ελλήνων. Όπως σημείωνε χαρακτηριστικά ο Φιλάρετος «... όταν εις Κρήτην και Μυτιλήνην, μετά τα Νοεμβριανά ιδίως γεγονότα, οι αξιωματικοί και οι οπλίται αφήρεσαν τα βασιλικά στέμματα από τα πηλίκια των, ο Ελ. Βενιζέλος ευθύς ως έλαβεν γνώσιν του γεγονότος διέταξε τηλεγραφικώς όπως ραφώσιν εκ νέου ταύτα, ως μη καταλυθείσης της δυναστείας ουδέ καταργηθέντος του θεσμού τής βασιλείας». Οι οξυδερκείς υποδείξεις του Αλ. Διομήδη, έκτακτου πληρεξούσιου του Βενιζέλου στο Παρίσι, να αποδείξει έμπρακτα η προσωρινή κυβέρνηση ότι απηχεί, με βάση δικά της μέσα, το νέο δημοκρατικό πνεύμα της Θεσσαλονίκης ενάντια στην Ελλάδα του Κωνσταντίνου, δεν έγιναν αποδεκτές. Ήταν τέτοιο το πλέγμα της ξένης εξάρτησης που διακατείχε το Βενιζέλο, ώστε του ήταν αδύνατο να συνειδητοποιήσει τη βαρύνουσα σημασία των μηνυμάτων για αυτοδύναμες ριζοσπαστικές αλλαγές στα κρίσιμα εσωτερικά ζητήματα.
3. Στο μεταξύ, καθώς ήταν φυσικό, οι συμμετέχοντες στο κίνημα και πολλοί Θεσσαλονικείς προσέδωσαν στην «Εθνική Άμυνα» δημοκρατικό χαρακτήρα που προσέκρουε στην αντίδραση του Βενιζέλου. Πολύ πριν την εγκατάσταση της προσωρινής κυβέρνησης είχε πρωτοστατήσει στη δημιουργία και εξάπλωση του δημοκρατικού φρονήματος η εφημερίδα «Ριζοσπάστης», ο διευθυντής της οποίας Πετσόπουλος είχε υποστεί, για το λόγο αυτό, επίθεση από μέρους των βασιλοφρόνων. Οι δημοκρατικές ιδέες διαδόθηκαν ευρύτατα και, μετά την άφιξη της Τριανδρίας στη Θεσσαλονίκη, ο αγώνας εντάθηκε. Στις 23 Απριλίου 1917, σύμφωνα με σχετική περιγραφή του Γ. Φιλάρετου, «... εγένετο εν Θεσσαλονίκη συλλαλλητήριον, κατά το οποίον συνετάγησαν ψηφίσματα, δι’ ών εκηρύχθη έκπτωτος τον θρόνου ο βασιλεύς Κωνσταντίνος και εζητήθη να ανακηρυχθή η Δημοκρατία, παρά τας οδηγίας, τας οποίας είχε δώσει εις τους οργανωτάς εκ των προτέρων ο ίδιος ο Ελ. Βενιζέλος...». Ο Φιλάρετος, που υπηρετούσε τότε ως γενικός διευθυντής του πολιτικού γραφείου της Τριανδρίας, μίλησε με αντιβασιλικές διαθέσεις προς το λαό της Θεσσαλονίκης. Το επακόλουθο ήταν να απομακρυνθεί αμέσως από τη θέση του με προσωπική εντολή του Βενιζέλου. Κοντά στο Φιλάρετο, ο Παπαναστασίου, ο Γληνός, ο Καφαντάρης έφεραν στην πολιτική επιφάνεια τις δημοκρατικές ιδέες. Έκτος από την καθαρά πολιτειακή θέση του ζητήματος, καθώς ομολογεί ο βενιζελικός Γ. Βεντήρης, «ηδύναντο να επικαλούνται υπέρ του νέου συστήματος την εθνικήν χρεωκοπίαν του βασιλικού θεσμού. Ο ναύαρχος Κουντουριώτης συνεμερίζετο, ως άτομον, τας γνώμας εκείνας. Ούτε αυτός (όμως), ούτε και ο Βενιζέλος ηδύναντο να τας ασπασθούν επισήμως». Ως δικαιολογία της αντιδραστικής συμπεριφοράς του Βενιζέλου, ο Βεντήρης πρόβαλε σχετική δήλωση του Βρετανού υφυπουργού των Εξωτερικών Χάρδιγκ προς τον εκπρόσωπο της κυβέρνησης στο Λονδίνο Γεννάδιο, υπέρ της διατήρησης του πολιτεύματος της συνταγματικής βασιλείας και της περιφρούρησης του βασιλικού θεσμού. Ποια η βαρύτητα όμως των έξωθεν υποδείξεων, όταν η σχετική πλειοψηφία των μετεχόντων στο κίνημα της Θεσσαλονίκης και του λαού είχε ταχθεί υπέρ της εγκαθίδρυσης δημοκρατικού πολιτεύματος; Και ο ελληνικός «πολιτειακός σύλλογος», εξάλλου, διαδήλωνε στη Θεσσαλονίκη την αδιάσειστη πεποίθηση των ιδρυτών του «επί της ανάγκης της άνευ αναβολής εφαρμογής της καθαράς δημοκρατίας», καταγγέλλοντας ανοιχτά τους κινδύνους «πλήρους εξαφανισμού, τους οποίους η Φυλή διέτρεξεν εξ’ αιτίας του βασιλικού θεσμού». Αξίζει να παραθέσουμε εδώ περικοπές από το λόγο πού εκφωνήθηκε κατά την πρώτη συνέλευση του «Ελληνικού πολιτειακού συλλόγου», στη Θεσσαλονίκη, στις αρχές του 1917: «...Ισχυρίζονται τίνες ότι ο ελληνικός λαός δεν είναι ώριμος πολιτικώς, ότι δεν είναι εις θέσιν επί του παρόντος, υπό δημοκρατικωτέραν του πολιτεύματος διαρρύθμισιν, να ζήση· και επόμενος, πάσα τοιαύτη τροποποίησις, σήμερον, συμφοράς δεινάς και τρομερός εις την πατρίδα θα προκαλέση... Εάν ήδη, μετά τόσας σοβαράς δοκιμασίας, ακλόνητους αποδείξεις πολιτικής ωριμότητος του ελληνικού λαού, εάν μετά την έμπρακτον επί πλέον και απροσμάχητον εκ μέρους του κρητικού λαού τοιαύτην, δεν δεχθούν ωριμότητα πλήρη του ελληνικού λαού, τότε ας μας είπωσιν επί τέλους, ποίοι είναι οι ώριμοι λαοί και ποία τα γνωρίσματα της πολιτικής ωριμότητος...». Στη συνέχεια απαριθμούνταν οι στόχοι κι οι επιδιώξεις του «πολιτειακού συλλόγου: «... Τας τύχας του Έθνους να ρυθμίζει όχι το «ελέω θεού», αλλ’ αυτή η ελευθέρα θέλησις, η εθνική. Το πρώτιστον μάλιστα των φιλελευθέρων πολιτευμάτων, η δημοκρατία, της οποίας η μόνη ουσιώδης διαφορά από του σήμερον παρ’ ημίν εν ισχύει είναι, ότι αντί βασιλέως έχει ένα πρόεδρον, επιδιώκει την υποκατάστασιν, εις την θέλησιν του ανωτάτου του πολιτεύματος ρυθμιστού. – Του αιρετού αντί του ισοβίου. – Της γνωστής αντιλήψεως και κρίσεως, αντί της αγνώστου τοιαύτης. – Της δεδοκιμασμένης πολιτικής πείρας, αντί της γνωστής απειρίας της πολιτικής. – Της συνταγματικής ανατροφής, αντί της ανατροφής της απολυταρχικής. – Και του πατριωτισμού του ρέοντος εις τας φλέβας, αντί του πατριωτισμού του μετρουμένου εις χιλιόδραχμα... Αυτά επιδιώκουσι τα φιλελεύθερα πολιτεύματα και δι’ αυτό και προάγονται. Και αυτό ζητούμεν και ημείς…».
Όμως ο ξένος παράγοντας, όπως προκύπτει από αδιάσειστα στοιχεία, δεν ήθελε δημοκρατικό πολίτευμα για τον ελληνικό λαό. «...Δυστυχώς εν Αγγλία φαίνονται δυσφόρως έχοντες προς την ιδέαν ριζικής μεταβολής εν Ελλάδι», έγραφε ό Βενιζέλος προς τον Πολίτη και συνέχιζε: «Εάν δε σήμερον ο βασιλεύς απεφάσιζε να παραιτηθή του θρόνου, εγκαταλείπων διαρκώς την Ελλάδα και αφήνων τον υιόν του να εφαρμόση την εθνικήν πολιτικήν, φοβούμαι ότι τοιαύτη λύσις θα εθεωρείτο παραδεκτή εν Αγγλία και δυσκόλως θα ηδυνάμεθα να την αποκρούσωμεν ημείς ... εξακολουθώ ουχ ήττον φοονών ότι αρίστη διά τα συμφέροντα μας λύσις θα ήτο η διατήρησις του σημερινού πολιτεύματος με βασιλέα λαμβανόμενον εκ του βασιλικού οίκου της Αγγλίας...». Έτσι, η προσωρινή κυβέρνηση, παραβλέποντας τα συλλαλητήρια και τις εκδηλώσεις υπέρ της Δημοκρατίας, εναπέθετε στη δικαιοδοσία των ξένων την επίλυση των καυτών εσωτερικών ζητημάτων. «Κατά την αυριανήν συνέντευξίν σας με τον κ. Ριμπώ», έγραφε στο Ρωμάνο ο Βενιζέλος, «να φροντίσετε να μάθητε τι σκέπτεται η σημερινή γαλλική κυβέρνησις επί του ζητήματος τούτου και να προσπαθήσετε να πείσετε αυτόν ότι συμφέρον αυτών και των Δυτικών Δυνάμεων είναι να συντελέσουν όπως το εσωτερικόν Ελληνικόν ζήτημα λυθή όσον το δυνατόν ταχύτερον και επομένως ότι αναμένομεν όχι μόνον να μην παρεμβάλουν προσκόμματα κατά της περαιτέρω επεκτάσεως του κινήματος μας αλλά παντί τρόπω να εννοήσουν αυτό».
4.
Η ανασφάλεια και το πλέγμα εξάρτησης που διακατείχαν την ηγεσία της προσωρινής κυβέρνησης δεν της επέτρεψαν να συνειδητοποιήσει τα «μηνύματα των καιρών» στη Θεσσαλονίκη. «Απήτει ο ελληνικός λαός την εκρίζωσιν της δυναστείας», θα δηλώσει στη Βουλή ο Αρ. Σίδερης, «απήτει την εγκαθίδρυση του δημοκρατικού πολιτεύματος. Εζήτει ίνα η επανάστασις της Θεσσαλονίκης, ερχόμενη εις Αθήνας, αυτήν την λύσιν να δώση και αυτήν να επιβάλη...». Όμως η προσωρινή κυβέρνηση, με προκάλυμμα τη στρατιωτική επάνδρωση τού μετώπου, είχε εμπιστευτεί τη διαχείριση των εσωτερικών υποθέσεων στις κυβερνήσεις των δυτικών Δυνάμεων. Κάτω από τις συνθήκες αυτές, ήταν φυσικό να πληροφορηθεί η Τριανδρία της Θεσσαλονίκης από το Λονδίνο ότι τον υπό εκθρόνιση βασιλιά Κωνσταντίνο, δε θα διαδεχόταν ο νόμιμος διάδοχος πρίγκιπας Γεώργιος, αλλά σύμφωνα με την επιθυμία των Αγγλογάλλων, ο δευτερότοκος γιος του Κωνσταντίνου Αλέξανδρος. Παρά τη νομιμότητα και τον επαναστατικό της χαρακτήρα η προσωρινή κυβέρνηση δεν είχε καταφέρει να ασκήσει κυρίαρχη εξουσία. Έτσι, και το ζήτημα της αποκατάστασης της συνταγματικής νομιμότητας, μετά την εκθρόνιση του Κωνσταντίνου, πέρασε στη δικαιοδοσία ενός ξένου Ύπατου Αρμοστη. Αξίζει να υπογραμμιστεί εδώ η έμμονη σημαντικών στελεχών του κινήματος αλλά και του μεγαλύτερου τμήματος του θεσσαλονικιώτικου λαού για ουσιαστικές ριζικές πολιτειακές και κοινωνικές αλλαγές παράλληλα προς τη στήριξη του στρατιωτικού μετώπου. Ο αντιστασιακός άνεμος που έπνεε στη Θεσσαλονίκη ενάντια στο ξωφλημένο «παλαιό κράτος» των Αθηνών δεν επηρέασε αποφασιστικά την προσηλωμένη στο κατεστημένο προσωρινή κυβέρνηση που ηγούνταν του κινήματος. Το βενιζελικό στρατόπεδο εξακολουθούσε να διακηρύσσει ότι ο ελληνικός λαός «μόνον εις το πλευρόν της Αγγλίας και της Γαλλίας δύναται να ευημερήση και ότι ουδεμία σοβαρά αντίστασις θα γίνη κατά πιέσεως αγγλογαλλικής εξασκουμένης επ’ αγαθώ της Ελλάδος». Η ολιγωρία της προσωρινής κυβέρνησης επέτρεψε και την ανάδειξη του δευτερότοκου γιου του Κωνσταντίνου Αλέξανδρου ως βασιλιά. Παρά τις καταγγελίες του Φιλάρετου ότι «τον ανώτατον άρχοντα ουδεμίαν έχει αρμοδιότητα να διορίση ο πρωθυπουργός και μάλιστα αρμοστής ξένης Δυνάμεως, αλλά μόνον η εθνική κυριαρχία δια δημοψηφίσματος ή διά πληρεξουσίων των εκλογέων», ο Βενιζέλος δεν πήρε καμιά θέση, υπακούοντας στις επιταγές των αξιωματούχων της Αντάντ. Είναι γεγονός πως η προσωρινή κυβέρνηση, κάτω από την πίεση των λαϊκών εκδηλώσεων προχώρησε, από τη Θεσσαλονίκη, στην αρχή κάποιων μεταρρυθμίσεων στο αγροτικό ζήτημα. Η αγροτική μεταρρύθμιση, ωστόσο, αποφασίστηκε σε μια στιγμή σοβαρότατης πτώσης του εξωτερικού εμπορίου, πού είχε προκληθεί από το θαλάσσιο αποκλεισμό της Ελλάδας από τις δυτικές Δυνάμεις. Στο βαθμό όμως που η προσωρινή κυβέρνηση κατόρθωνε να επεκτείνει την εξουσία της πάνω στις νοτιότερες επαρχίες της χώρας ως την οριστική αποπομπή του Κωνσταντίνου, ο Βενιζέλος έδειχνε όλο και λιγότερο βιαστικός να πραγματοποιήσει την εξαγγελθείσα από τον ίδιο μεταρρύθμιση. Η εξήγηση βρίσκεται στο γεγονός ότι, ενώ στο «βενιζελικό» κράτος της Βόρειας Ελλάδας τα τσιφλίκια καταλάμβαναν άνω του 50% των καλλιεργούμενων εκτάσεων, στο σύνολο της ελληνικής επικράτειας, αφότου ο Βενιζέλος ανάλαβε την εξουσία στην Αθήνα, τα τσιφλίκια απασχολούσαν μόνο το 1/3 των γαιών. Ανάλογες παλινδρομήσεις σημειώθηκαν και στην εκπαιδευτική πολιτική τής προσωρινής κυβέρνησης. Έτσι, παρά τα κάποια βήματα της προσωρινής (επαναστατικής) κυβέρνησης για ενεργοποίηση της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης και μετριοπαθή αντιμετώπιση του αγροτικού ζητήματος, χάθηκε – λόγω της προσήλωσης του Βενιζέλου στο ξένο και το ντόπιο κατεστημένο – η μεγάλη ευκαιρία εκδημοκρατισμού του πολιτεύματος και ανανέωσης τής κοινωνικής πραγματικότητας με βαθιές και ουσιαστικές αλλαγές. Βέβαια, όπως σημειώσαμε, καθιερώθηκε η δημοτική ως γλώσσα του δημοτικού σχολείου και καταβλήθηκαν προσπάθειες για μια οριστική ρύθμιση του γαιοκτητικού ζητήματος. Όμως το «καινούριο» ξεκίνημα από τη Θεσσαλονίκη ήταν μοιραίο να μην προχωρήσει. Η έκκληση του στενού συνεργάτη του Βενιζέλου Αλ. Διομήδη – « Είναι ανάγκη να αποδειχθή απλώς ότι η Ελλάς δεν είναι η Ελλάς του Κωνσταντίνου, αλλ’ η Ελλάς της Θεσσαλονίκης» – έπεσε στο κενό, ενώ η προσωρινή κυβέρνηση ξαναγυρνούσε στο δικό της παραδοσιακό κανάλι του συμβιβασμού και της «σωφροσύνης».
|
|