ιστορικό δημοσιεύσεων

Καλώς ήρθατε! στον προσωπικό δικτυακό τόπο του Βασίλη Συμεωνίδη

αρχική

 

φιλολογικά

 
έκθεση α΄ λυκείου
 
έκθεση β΄ λυκείου
 
έκθεση γ΄ λυκείου
 

λογοτεχνία

 

αρχαία

 

ιστορία σχολική

 

ιστορία

 

φιλοσοφία
 
εκτός ύλης
 
συζητώντας
 
εργασίες συναδέρφων
 
ιδέες διδασκαλίας
 
επικοινωνία

.................................

Βασίλης Συμεωνίδης

δικτυακός τόπος

με εκπαιδευτικό και διδακτικό σκοπό

 

 

η αντιγραφή είναι ελεύθερη με την υπενθύμιση ότι η αναφορά στην πηγή τιμά αυτόν που την κάνει

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

 

 
 
 

τεχνική υποστήριξη

Σταυρούλα Φώλια

η γέννηση του φασισμού

Ρόμπερτ Πάξτον, Η ανατομία του φασισμού, Κέδρος, 2006, σελ. 15-18

 

 

Επίσημα ο φασισμός γεννήθηκε στο Μιλάνο την Κυριακή 23 Μαρτίου 1919. Εκείνο το πρωινό περισσότερα από εκατό άτομα, μεταξύ των οποίων βετεράνοι πολέμου, συνδικαλιστές που είχαν υποστηρίξει τον πόλεμο, φουτουριστές διανοούμενοι, μαζί με ορισμένους ρεπόρτερ και κάποιους άλλους απλώς περίεργους συγκεντρώθηκαν στην αίθουσα συνεδριάσεων της Βιομηχανικής και Εμπορικής Συμμαχίας του Μιλάνου που έβλεπε στην πλατεία Σαν Σεπόλκρο, για να «κηρύξουν πόλεμο ενάντια στο σοσιαλισμό... επειδή έχει εναντιωθεί στον εθνικισμό». Ο Μουσολίνι αποκαλούσε το κίνημα του Fasci di Combattimento, το οποίο πάνω κάτω σημαίνει «ομάδες μάχης».

Το πρόγραμμα των φασιστών, που ανακοινώθηκε δύο μήνες αργότερα, αποτελούσε ένα περίεργο μείγμα πατριωτισμού βετεράνων του πολέμου και ριζοσπαστικού κοινωνικού πειραματισμού, ένα είδος «εθνικού σοσιαλισμού». Όσον αφορά την εθνικιστική του πλευρά, απαιτούσε την ικανοποίηση των ιταλικών επεκτατικών βλέψεων στα Βαλκάνια και στην περιοχή γύρω από τη Μεσόγειο που είχαν εύλογα αποτραπεί λίγους μήνες πριν, στη Συνδιάσκεψη Ειρήνης του Παρισιού. Όσον αφορά τη ριζοσπαστική του πλευρά, πρότεινε την καθιέρωση του δικαιώματος ψήφου στις γυναίκες και ψήφο στα δεκαοχτώ, κατάργηση της άνω βουλής, σύγκληση συντακτικής επιτροπής για την κατάρτιση νέου συντάγματος στην Ιταλία (προφανώς χωρίς τη μοναρχία), οχτάωρη εργασία, συμμετοχή των εργατών στην «τεχνική διαχείριση της βιομηχανίας», «μερική δήμευση κάθε είδους πλούτου» μέσα από την επιβολή μεγάλων και προοδευτικών φόρων στο κεφάλαιο, κατάσχεση συγκεκριμένου μέρους της εκκλησιαστικής περιουσίας και δήμευση του 85% από τα κέρδη του πολέμου.

Το κίνημα του Μουσολίνι δεν περιοριζόταν στον εθνικισμό και στις επιθέσεις κατά της ιδιοκτησίας. Βρισκόταν σε ετοιμότητα για βίαιη δράση, αντι-διανοουμενισμό, απόρριψη συμβιβαστικών λύσεων και περιφρόνηση προς τη θεσμοποιημένη μορφή της κοινωνίας που σηματοδοτούσε τις τρεις ομάδες ανθρώπων οι οποίες απάρτιζαν τον βασικό πυρήνα των πρώτων του οπαδών: απόστρατοι βετεράνοι πολέμου, φιλοπόλεμοι συνδικαλιστές και φουτουριστές διανοούμενοι.

Ο Μουσολίνι - πρώην στρατιώτης και ο ίδιος, που καυχιόταν για τα σαράντα τραύματα του — ήλπιζε να επανέλθει στην πολιτική αρένα ως αρχηγός βετεράνων. Ένας σταθερός πυρήνας οπαδών του προερχόταν από τους Αρντίτι — επίλεκτες μονάδες καταδρομέων που είχαν σκληραγωγηθεί από τις εμπειρίες της πρώτης γραμμής και αισθάνονταν πως δικαιούνταν να κυβερνήσουν τη χώρα που είχαν σώσει.

Οι φιλοπόλεμοι συνδικαλιστές υπήρξαν οι πιο στενοί συνεργάτες του Μουσολίνι στην προσπάθεια του να εμπλέξει την Ιταλία στον πόλεμο, το Μάιο του 1915. Ο συνδικαλισμός αποτελούσε τον βασικό, προερχόμενο από την εργατική τάξη, αντίπαλο του κοινοβουλευτικού σοσιαλισμού στην Ευρώπη πριν από τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο. Ενώ μέχρι το 1914 οι περισσότεροι σοσιαλιστές ήταν οργανωμένοι σε κόμματα που μάχονταν για βουλευτικές έδρες, οι συνδικαλιστές ήταν ριζωμένοι στα εργατικά σωματεία («συνδικάτα»). Ενώ οι σοσιαλιστές της βουλής αγωνίζονταν για βαθμιαίες μεταρρυθμίσεις, αναμένοντας τις ιστορικές εξελίξεις που, σύμφωνα με τις προβλέψεις των μαρξιστών, θα έθεταν σε αχρηστία τον καπιταλισμό, οι συνδικαλιστές από τη μεριά τους κρατούσαν περιφρονητική στάση απέναντι στους συμβιβασμούς που απαιτούσε η κοινοβουλευτική δράση και στην αφοσίωση των περισσότερων σοσιαλιστών στη σταδιακή εξέλιξη. Οι συνδικαλιστές πίστευαν πως μπορούσαν να ανατρέψουν τον καπιταλισμό με τη δύναμη της θέλησης τους. Επικεντρώνοντας την προσοχή τους στον απώτατο επαναστατικό τους στόχο και όχι στα ασήμαντα εργασιακά προβλήματα κάθε επαγγέλματος, θα κατάφερναν να δημιουργήσουν «ένα μεγάλο συνδικάτο» και να ανατρέψουν τον καπιταλισμό μια και καλή, με μία και μόνο πολυσήμαντη γενική απεργία. Έπειτα από την κατάρρευση του καπιταλισμού οι εργάτες που ήταν οργανωμένοι στα «συνδικάτα» τους θα αποτελούσαν τις μοναδικές λειτουργικές μονάδες παραγωγής και ανταλλαγής σε μια ελεύθερη κοινωνία κολεκτιβισμού. Το Μάιο του 1915, ενώ όλοι οι Ιταλοί σοσιαλιστές βουλευτές, καθώς επίσης και οι περισσότεροι συνδικαλιστές ήταν σταθερά αντίθετοι στη συμμετοχή της Ιταλίας στον Α' Παγκόσμιο πόλεμο, κάποιοι ενθουσιώδεις από τον κύκλο του Μουσολίνι αποφάσισαν πως η συμμετοχή στον πόλεμο θα ωθούσε περισσότερο την Ιταλία προς την κοινωνική επανάσταση. Είχαν μετατραπεί σε «εθνικούς συνδικαλιστές16».

Η τρίτη ομάδα των πρώτων φασιστών του Μουσολίνι αποτελούνταν από νεαρούς διανοούμενους που αντιμάχονταν τους μικροαστούς και από εστέτ όπως οι φουτουριστές. Αποτελούσαν μια χαλαρή ομάδα καλλιτεχνών και συγγραφέων που ενστερνίστηκαν τα «Φουτουριστικά Μανιφέστα» του Φιλίπο Τομάζο Μαρινέτι, το πρώτο από τα οποία είχε κυκλοφορήσει στο Παρίσι το 1909. Οι οπαδοί του Μαρινέτι απέρριπταν την πολιτιστική κληρονομιά του παρελθόντος, που ήταν συγκεντρωμένη σε μουσεία και βιβλιοθήκες, και εκθείαζαν τις απελευθερωτικές και αναζωογονητικές ιδιότητες της ταχύτητας και της βίας. «Ένα αγωνιστικό αυτοκίνητο... είναι ομορφότερο από τη Νίκη της Σαμοθράκης». Το 1914 αδημονούσαν να ζήσουν την περιπέτεια του πολέμου και το 1919 εξακολούθησαν να τάσσονται με το μέρος του Μουσολίνι.

Ένα άλλο πνευματικό ρεύμα που πρόσφερε νέους οπαδούς στον Μουσολίνι αποτελούνταν από επικριτές των φτηνών συμβιβασμών του ιταλικού κοινοβουλευτισμού, οι οποίοι οραματίζονταν μια «δεύτερη Παλιγγενεσία». Η πρώτη, όπως πίστευαν, είχε αφήσει την Ιταλία στα χέρια μιας μικρής ολιγαρχίας, τα ανάλγητα πολιτικά παιχνίδια της οποίας δεν ήταν τα ενδεδειγμένα για την ιταλική πολιτιστική αίγλη και τις φιλοδοξίες μιας Μεγάλης Δύναμης. Ήταν καιρός πλέον να ολοκληρωθεί η «εθνική επανάσταση» και να δοθεί στην Ιταλία ένα «νέο κράτος», ικανό να επιφέρει δραστήρια ηγεμονία, πολίτες με κίνητρα και ενωμένη εθνική κοινότητα, όπως ακριβώς άξιζε στην Ιταλία. Πολλοί από αυτούς τους υπέρμαχους μιας «δεύτερης Παλιγγενεσίας» έγραφαν στην πολιτιστική επιθεώρηση της Φλωρεντίας La Voce, στην οποία ήταν συνδρομητής ο νεαρός Μουσολίνι και με τον εκδότη της, τον Τζοβάνι Πρετσολίνι, αλληλογραφούσε. Μετά τον πόλεμο η επιδοκιμασία στην οποία έτυχαν χάρισε σεβασμό στο ανερχόμενο φασιστικό κίνημα και έκανε ευρέως αποδεκτή στις τάξεις των εθνικιστών της μεσαίας τάξης την ιδέα μιας ριζοσπαστικής «εθνικής επανάστασης».

Στις 15 Απριλίου του 1919, αμέσως μετά την ιδρυτική συνάντηση του φασιστικού κινήματος στην πλατεία Σαν Σεπόλκρο, μια ομάδα φίλων του Μουσολίνι, μεταξύ των οποίων ο Μαρινέτι και ο αρχηγός των Αρντίτι, Φερούτσο Βέκι, εισέβαλαν στα γραφεία της σοσιαλιστικής εφημερίδας Avanti στο Μιλάνο· ο Μουσολίνι είχε διατελέσει αρχισυντάκτης της από το 1912 έως το 1914. Έσπασαν το πιεστήριο και τα μηχανήματα. Τέσσερις άνθρωποι σκοτώθηκαν, ανάμεσα τους ένας στρατιώτης, και τριάντα εννέα τραυματίστηκαν. Έτσι ο ιταλικός φασισμός εισέβαλε στην ιστορία μέσα από μια πράξη βίας εναντίον του σοσιαλισμού και της συντηρητικής νομιμότητας, στο όνομα της απαίτησης για ένα υψηλότερο εθνικό αγαθό.

Ο φασισμός πήρε το όνομα του και έκανε τα πρώτα του βήματα στην Ιταλία. Ωστόσο, ο Μουσολίνι δεν ήταν κανένας μοναχικός τυχοδιώκτης. Παρόμοια κινήματα εμφανίζονταν στη μεταπολεμική Ευρώπη ανεξάρτητα από το φασισμό του Μουσολίνι, εξέφραζαν όμως το ίδιο μείγμα εθνικισμού, αντικαπιταλισμού, εθελοντισμού και ενεργούς βίας ενάντια στους συντηρητικούς και σοσιαλιστές εχθρούς.

Ερασιτεχνική δημιουργία τον Οκτώβριο του 2004.  Τελευταία ενημέρωση:  Κυριακή, 08 Μαρτίου 2015.