ιστορικό δημοσιεύσεων

Καλώς ήρθατε! στον προσωπικό δικτυακό τόπο του Βασίλη Συμεωνίδη

αρχική

 

φιλολογικά

 
έκθεση α΄ λυκείου
 
έκθεση β΄ λυκείου
 
έκθεση γ΄ λυκείου
 

λογοτεχνία

 

αρχαία

 

ιστορία σχολική

 

ιστορία

 

φιλοσοφία
 
εκτός ύλης
 
συζητώντας
 
εργασίες συναδέρφων
 
ιδέες διδασκαλίας
 
επικοινωνία

.................................

Βασίλης Συμεωνίδης

δικτυακός τόπος

με εκπαιδευτικό και διδακτικό σκοπό

 

 

η αντιγραφή είναι ελεύθερη με την υπενθύμιση ότι η αναφορά στην πηγή τιμά αυτόν που την κάνει

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

 

 
 
 

τεχνική υποστήριξη

Σταυρούλα Φώλια

Τάσος Κωστόπουλος, Πόλεμος και εθνοκάθαρση, 1912 - 1922, Αθήνα, 2007, Βιβλιόραμα

 

[μετακινήσεις πληθυσμών κατά τη δεκαετία 1910]

[η κατάσταση στην Ανατολική Μακεδονία]

[στη Μικρασία]

[Λωζάνη, καταστροφή]

[τουρκοκρητικοί]

[ποντιακό]
 

 

[μετακινήσεις πληθυσμών κατά τη δεκαετία 1910]

 

Οι στατιστικές της Γενικής Διοίκησης Μακεδονίας υπολογίζουν σε 43.700 τους σλαβόφωνους Μακεδόνες που κατέφυγαν το καλοκαίρι του 1913 ως πρόσφυγες στη Βουλγαρία, εγκαταλείποντας τα χωριά τους μπροστά στην προέλαση του ελληνικού στρατού· άλλες πηγές δίνουν ακόμη μεγαλύτερα νούμερα, συνυπολογίζοντας ενδεχομένως κι όσους επέστρεψαν στα χωριά τους μετά το τέλος των εχθροπραξιών. Τους επόμενους μήνες οι αποχωρήσεις θα συνεχιστούν, επίσημα αυτή τη φορά, μέσω των λιμανιών της Θεσσαλονίκης και της Καβάλας - συνολικά, 14.544 άτομα ως τα μέσα Μαΐου του 1915. Περίπου 20.000 Έλληνες κι ελληνίζοντες Σλαβόφωνοι θα κινηθούν τους επόμενους μήνες προς την αντίθεση κατεύθυνση, εγκαταλείποντας τις εστίες τους στη Δυτική Θράκη, τη Στρώμνιτσα και το Μελένικο για να καταφύγουν στην ελληνική επικράτεια· μέχρι τα μέσα του 1915, θα ξεπεράσουν τους 34.000.158 Το μεγαλύτερο προσφυγικό κύμα, ωστόσο, αφορά τους μουσουλμάνους των Βαλκανίων και τον ελληνικό πληθυσμό των περιοχής που παρέμειναν κάτω από οθωμανική κυριαρχία: της Ανατολικής Θράκης και -για πρώτη φορά- της Μικρασίας.

Πρόκειται για έναν φαύλο, ανατροφοδοτούμενο κύκλο προσφυγιάς και βίας, που μέσα σε λίγα χρόνια θα διαρρήξει πλήρως τον κοινωνικό ιστό και θα καταστρέψει κάθε προϋπάρχουσα ισορροπία μεταξύ των σύνοικων πληθυσμών. Μέσα στην τριετία 1912-1915, καταφεύγουν στην Τουρκία σχεδόν 300.000 μουσουλμάνοι απ' όλα τα Βαλκάνια. Απ' αυτούς, οι 122.665 προέρχονται, σύμφωνα με το αρμόδιο οθωμανικό υπουργείο, από τις «Νέες Χώρες» της ελληνικής επικράτειας· οι επίσημες ελληνικές στατιστικές δίνουν για την ίδια περίοδο 82.698 «μεταναστεύσαντες» μουσουλμάνους από την ελληνική Μακεδονία.

σελ. 63-64

 

 

Από το φθινόπωρο του 1914, ένα νέο δεδομένο έρχεται να ρίξει το βάρος του στις εξελίξεις: η επέκταση στην Ανατολική Μεσόγειο του Α' Παγκόσμιου Πολέμου που ήδη μαίνεται στην υπόλοιπη Ευρώπη. Η κατάληψη των νησιών του Αιγαίου από τους Αγγλογάλλους της Entente οδηγεί την άνοιξη του 1916 στην «προληπτική» μαζική εκτόπιση των ελληνικών πληθυσμών της μικρασιατικής παραλίας προς την ενδοχώρα· το μέτρο, η ιδέα του οποίου αποδίδεται στον γερμανό αρχιστράτηγο Λίμα Φον Σάντερς, θα απομακρύνει 130.000 με 240.000 ελληνορθόδοξους Μικρασιάτες κι ακόμη περισσότερους Θρακιώτες και Ποντίους από τις εστίες τους, που συχνά καταλαμβάνονται από βαλκάνιους μουσουλμάνους πρόσφυγες. Ακόμη καταστροφικότερες θα είναι οι επιπτώσεις της στράτευσης των χριστιανών στα διαβόητα «Τάγματα Εργασίας» (Amele Taburu). Επίσημα πρόκειται για άοπλες βοηθητικές μονάδες του οθωμανικού στρατού, επιφορτισμένες με έργα οδοποιίας και άλλες αγγαρείες κι επανδρωμένες με μειονοτικούς φαντάρους που -μετά την εμπειρία των Βαλκανικών Πολέμων-θεωρούνται ύποπτοι λιποταξίας ή αυτομόλησης. Στην πραγματικότητα, τα Amele Taburu θ' αποδειχθούν μηχανισμός εξολόθρευσης της νέας γενιάς των ανεπιθύμητων μειονοτήτων από την κακομεταχείριση, την πείνα και τις μολυσματικές ασθένειες. Όταν η φύση του μέτρου γίνεται ευρύτερα αντιληπτή, μαζικά φαινόμενα λιποταξίας κι ανυποταξίας θα μετατρέψουν ολόκληρες κοινότητες σε φυτώρια παρανομίας κι αντίστασης στην κρατική νομιμότητα.

Άμεση συνέπεια των Ταγμάτων Εργασίας και των εκτοπίσεων θα είναι έτσι η οριστική ρήξη των υφιστάμενων δεσμών του ελληνορθόδοξου μικρασιατικού πληθυσμού με το οθωμανικό κράτος και η συνακόλουθη ολοσχερής προσχώρηση του στη μεγαλοϊδεάτικη επεκτατική στρατηγική του ελληνικού κράτους και κεφαλαίου. Στον τουρκόφωνο Δυτικό Πόντο, η πίεση του εποικισμού και της επιστράτευσης καταλήγει ήδη από το 1915-16 στην εμφάνιση ένοπλων χριστιανικών ανταρτοομάδων, με την ανοιχτή υποκίνηση του μητροπολίτη Αμάσειας Γερμανού Καραβαγγέλη και ρωσική υποστήριξη. Ανατολικότερα, αυτή η πολιτική Θα οδηγηθεί στην ακρότατη της συνέπεια: την «τελική λύση» του αρμενικού προβλήματος από τους Νεότουρκους, με τη γενοκτονία 800.000 τουλάχιστον Αρμενίων.

σελ. 71-72

 [πάνω]

 

[η κατάσταση στην Ανατολική Μακεδονία]

 

Στην κατεχόμενη από το βουλγαρικό στρατό ελληνική Ανατολική Μακεδονία,  που αναγορεύεται θεσμικά σε «Περιφέρεια Στρατιωτικής Εποπτείας της Δράμας», η έκθεση της Διασυμμαχικής Ερευνητικής Επιτροπής Ελέγχου καταγράφει το 1919 κάπου 30.000 νεκρούς από πείνα και μερικές εκατοντάδες εκτελεσμένους ή δολοφονημένους· επιπλέον, 40.000 κάτοικοι -ως επί το πλείστον Έλληνες- εκτοπίστηκαν για «λόγους ασφαλείας» τον Ιούλιο του 1917 στη Βουλγαρία (ή την κατεχόμενη σερβική Μακεδονία), απ’ όπου οι 12.000 δεν επέστρεψαν. Καμιά επιτροπή δεν θα κάνει φυσικά τον αντίστοιχο απολογισμό δυτικά του Στρυμόνα, στην κατεχόμενη από τα αγγλογαλλοσερβικά στρατεύματα της Entente υπόλοιπη ελληνική Μακεδονία, όπου οι βιαιοπραγίες κατά του άμαχου πληθυσμού, οι καταστροφές χωριών και οι εκτελέσεις κάθε λογής υπόπτων για «φιλοβουλγαρισμό» ή «φιλογερμανισμό» βρίσκονταν επίσης στην ημερήσια διάταξη, ενώ οι συλλήψεις και οι εκτοπίσεις πολιτών στην Πελοπόννησο, στα νησιά ή σε στρατόπεδα συγκέντρωσης της Γαλλίας πήραν αρκετά μαζικό χαρακτήρα. Στη λήθη θα περάσει και η πολύνεκρη πείνα του 1916-17 στην «Παλαιά» Ελλάδα, άμεσο προϊόν του ναυτικού αποκλεισμού που επέβαλαν οι Αγγλογάλλοι για να ανατρέψουν το καθεστώς του βασιλιά Κωνσταντίνου προς όφελος της «επαναστατικής» κυβέρνησης Βενιζέλου.

σελ. 73-75

 

 

Την εικόνα συμπληρώνουν τα παρασκηνιακά παζάρια μεταξύ των εμπολέμων, με την πλειοδοσία προσφορών κάθε συνασπισμού προς τη μια ή την άλλη βαλκανική κυβέρνηση και τους συνακόλουθους σχεδιασμούς που συχνά αφορούν «ανταλλαγές» και μαζικές εκτοπίσεις ολόκληρων πληθυσμών τυπικό δείγμα, η πρόταση Βενιζέλου προς τον Κωνσταντίνο, το Γενάρη του 1915, για παραχώρηση της Δράμας και της Καβάλας (περιοχών με 30.000 περίπου «απελευθερωμένους» Έλληνες κατοίκους) στη Βουλγαρία, έναντι ανταλλαγμάτων στα μικρασιατικά παράλια που θα εξασφάλιζαν τη δημιουργία μιας «αληθούς Μεγάλης Ελλάδος».

Το τέλος του Α' Παγκοσμίου πολέμου θα σημάνει τέλος τη μερική ολοκλήρωση της εθνοκάθαρσης των ηττημένων, με ημιεπίσημες τούτη τη φορά διαδικασίες. Ανακαταλαμβάνοντας την Ανατολική Μακεδονία, η ελληνική διοίκηση θα διατάξει τον «επαναπατρισμό» στη Βουλγαρία όλων των «εποίκων» που η κατοχική διοίκηση είχε εγκαταστήσει στην περιοχή. Μεγάλο μέρος των τελευταίων στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά πρόσφυγες του 1913, που αξιοποίησαν τη νέα συγκυρία για να επιστρέψουν ύστερα από 3 χρόνια στις εστίες τους· αυτό τουλάχιστον διαπιστώνουμε από έντυπη πανηγυρική διακήρυξη του πληθυσμού δυο χωριών, της Μπάνιτσα και του Ντουτλί, συνταγμένη από έλληνα δικηγόρο, όπου οι (ανέκαθεν εξαρχικοί) κάτοικοί τους διακηρύσσουν αρχαϊστί ότι «Έλληνες εισίν» κι εκλιπαρούν να τους επιτραπεί η παραμονή στη γενέθλια γη.

σελ. 87

 

 

 

Το κεφάλαιο θα κλείσει, με τον πιο επίσημο τρόπο, η ελληνοβουλγαρική σύμβαση του Νεϊγύ για την «εθελοντική» ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ των δυο χωρών. Παρά τον τυπικά προαιρετικό χαρακτήρα της νόμιμης αυτής εθνοκάθαρσης, στην πράξη αυτή θα πάρει τη μορφή διωγμού, με στόχο τον υποχρεωτικό εκπατρισμό των «αλλοφύλων»: επιθέσεις κομιτατζήδων σε ελληνικά χωριά και περιουσίες των Ελλήνων της Βουλγαρίας, ανοιχτή βία παρακρατικών μηχανισμών, διοικητικές εκτοπίσεις για «λόγους ασφαλείας» και -κυρίως- άσκηση πίεσης με όπλο την εγκατάσταση μικρασιατών προσφύγων, στην περίπτωση της Ελλάδας. Μεσα στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’20,  30.000 Έλληνες της Βουλγαρίας και 53.000 περίπου σλαβόφωνοι της ελληνικής Μακεδονίας και Θράκης θα εγκαταλείψουν έτσι τις πατρίδες τους, συχνά κάτω από την πίεση ή και την ανοιχτή βία παρακρατικών μηχανισμών και των προσφύγων της απέναντι πλευράς.

Από την άνοιξη του 1919, ωστόσο, το μάτι του κυκλώνα έχει μετατοπιστεί σαφώς ανατολικότερα από τα προ πολλού καταπονημένα Βαλκάνια. Στις 2 Μαΐου, ο ελληνικός στρατός αποβιβάζεται στη Σμύρνη· δυο βδομάδες αργότερα, στις 19 του ίδιου μήνα, ο Κεμάλ Ατατούρκ φτάνει με τη σειρά του στη Σαμψούντα, κηρύσσοντας την έναρξη του τουρκικού εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Το σύνθημα για την τελική λύση του Ανατολικού Ζητήματος είχε πια δοθεί.

σελ. 89-90

 

 [πάνω]

 

  

[στη Μικρασία]

 

Η απόφαση για την απόβαση ελληνικών στρατευμάτων στη Σμύρνη πάρθηκε, σύμφωνα με τα πρακτικά του Συμμαχικού Συμβουλίου, περισσότερο ως αντίμετρα σε επαπειλούμενη ανάλογη μονομερή ενέργεια της ιταλικής κυβέρνησης, που ονειρευόταν κι αυτή να αναστήσει τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία «εξάγοντας» στην Ανατολή το πλεονάζον αγροτικό δυναμικό του ιταλικού Νότου, και λιγότερο για την ικανοποίηση των ελληνικών αιτημάτων. Σ’ ένα στρατηγικότερο επίπεδο, ο ελληνικός στρατός αποτελούσε τον ένοπλο προστάτη των αποικιακών συμφερόντων της Βρετανίας στα Δαρδανέλλια και την Ανατολική Μεσόγειο, σε μια εποχή που ο πληθυσμός της μητροπολιτικής υπερδύναμης έδειχνε κουρασμένος από τις διαρκείς πολεμικές περιπέτειες, ενώ ο ιμπεριαλιστικός ανταγωνισμός για τα πετρέλαια της Μέσης Ανατολής βρισκόταν στο απόγειο του. Δεν είναι μόνο ο γερμανόφιλος Μεταξάς που, στο ημερολόγιο του, διαπιστώνει ότι «υπό τον μανδύαν των βυζαντινών ηρώων κρύπτομεν μπράβους της Αγγλίας». Όπως επισημαίνει ένα χαρακτηριστικό υπόμνημα του Φόρεϊν Όφις (1920), η Ελλάδα προκρίθηκε από τις κυβερνήσεις του Λονδίνου ως ο βολικότερος αντικαταστάτης των Οθωμανών στο ρόλο «της πρώτης γραμμής άμυνας» των βρετανικών κτήσεων του Σουέζ και της Ινδίας: ήταν «αρκετά ισχυρή ώστε να μας επιτρέψει να εξοικονομήσουμε έξοδα σε καιρό ειρήνης, κι αρκετά αδύναμη ώστε να μας είναι απόλυτα υποτελής σε καιρό πολέμου».

σελ. 94-95

 

 

Μιλώντας στις 2 Οκτωβρίου 1921 στην ελληνική Βουλή, ο πρωθυπουργός Δημήτριος Γούναρης εξηγεί ότι όχι μόνο ο ελληνικός στρατός δεν ηττήθηκε στο Σαγγάριο, αλλά επιπλέον δημιούργησε μιαν εκδοχή της Ελλάδας των δυο ηπείρων και των πέντε θαλασσών αισθητά μεγαλύτερη από εκείνη του Βενιζέλου: «Κατέχομεν σήμερα Μικρασιατικόν έδαφος 100 περίπου χιλιάδων τετραγωνικών χιλιομέτρων, απέναντι των 16 χιλιάδων τετραγωνικών χιλιομέτρων της συνθήκης των Σεβρών. Την κατεχομένην υφ’ ημών χώραν οικούσι τρία περίπου εκατομμύρια κατοίκων, έναντι του ενός εκατομμυρίου περίπου, των οικούντων την έκτασιν της συνθήκης των Σεβρών. Και έχομεν την εξουσίαν εις απάσας σχεδόν τας σιδηροδρομικάς συγκοινωνίας της Μικρασιατικής Τουρκίας, και απάσας ανεξαιρέτως τας κλείδας αυτών. [...] Και θέλομεν προβή εις την όσον ένεστι πληρεστέραν οργάνωσιν της κατεχόμενης χώρας. Και η εργασία αύτη συντελείται ολοέν, κατόπιν συνεννοήσεως μετά του Υπάτου Αρμοστού, όστις ήρξατο προβαίνων εις τας σχετικάς μελετάς και την εκτέλεσιν των πορισμάτων αυτών». Σε ανάλογες εξαγγελίες είχε προβεί από το ίδιο βήμα, τις παραμονές της εξόρμησης προς την Άγκυρα, και ο Νικόλαος Στράτος, συνεπικουρούμενος από τον εκπρόσωπο των Φιλελευθέρων Παναγιώτη Δαγκλή κι άλλους βουλευτές. Σύμφωνα με το σκεπτικό του, η Συνθήκη των Σεβρών ήταν μονάχα «ο προτελικός σταθμός των αγώνων» του Ελληνισμού, ο «διαρκής πόλεμος» του οποίου «κατά των βαρβάρων της Ασίας και κατά των βαρβάρων των άλλων» δεν επρόκειτο να σταματήσει «εφ’ όσον οιονδήποτε τεμάχιον ελληνικής γης ευρίσκεται υπό την ξένην δεσποτείαν»· αλλά και πέρα απ' αυτό το απελευθερωτικό έργο, η Ελλάδα ήταν «ηναγκασμένη» ν' ακολουθήσει τις άλλες αποικιακές δυνάμεις στην κατάκτηση εδαφών με «αριθμητική υπεροχή του Τουρκικού πληθυσμού», για λόγους στρατηγικούς, οικονομικούς και «εκπολιτιστικούς». Οι λεονταρισμοί αυτοί δεν προορίζονταν μόνο για κοινοβουλευτική κατανάλωση. Το διαπιστώνουμε από τη μαρτυρία του Ροδά, επικεφαλής της κατοχικής υπηρεσίας στη Σμύρνη σύμφωνα με την οποία «η κυβέρνησις Γούναρη συνεζήτει και εσχεδίαζε μετά του Υπάτου Αρμοστού Σμύρνης Α. Στεργιάδου την ευρυτέραν εκμετάλλευσιν των εδαφών τα οποία κατελήφθησαν, μέχρι του Δορυλαίου» (Εσχί Σεχίρ). Ακόμη διαφωτιστικότερη για τις σκέψεις της επίσημης Αθήνας, όσον αφορά τις μακροπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής κατοχής, αποδεικνύεται άλλωστε κι εδώ η προσωπική αλληλογραφία του βασιλιά Κωνσταντίνου: «Όταν Θα έχουμε προσαρτήσει την κατακτηθείσα επικράτεια», γράφει στις 6.9.1921 από την Προύσα στη φίλη του πριγκίπισσα Πάολα, τότε οι Μεγάλες Δυνάμεις «θα συνειδητοποιήσουν πολύ γρήγορα ότι δεν έχουμε ηττηθεί».

σελ. 123-124

 

 [πάνω]

 

 

[Λωζάνη, καταστροφή]

 

Με το άρθρο 59 της Συνθήκης της Λωζάνης, π.χ., η Ελλάδα ανέλαβε συμβολικά «την υποχρέωσιν όπως επανόρθωση τας προξενηθείσας εν Ανατολία ζημίας εκ των πράξεων του ελληνικού στρατού ή της ελληνικής διοικήσεως» των «αντιθέτων προς τους νόμους του πολέμου». Επτά δε χρόνια αργότερα, ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος θα εκφράσει στην Πηνελόπη Δέλτα την έκπληξη του για την υποδοχή που του επιφύλαξαν, κατά την επίσημη επίσκεψη του εκεί, οι Τούρκοι της Μικρασίας: «‘Είχα πάγει, ξέρετε, με κάποια ανησυχία, γιατί είχα περάσει απ’ όλα αυτά τα μέρη όπου οι δικοί μας δεν είχαν αφήσει πέτρα επί πέτρας, στην υποχώρηση ...θυμάστε... τη φοβερή εκείνη υποχώρηση, όπου φεύγοντας κατέστρεψαν τα πάντα.... Αφήστε τα’, έκανε ταραγμένος με την ενθύμιση πάλι».

Ακόμη πιο τραγική υπήρξε η τύχη του άμαχου ελληνικού πληθυσμού της εμπόλεμης ζώνης. Οι ελληνικές πολιτικές και στρατιωτικές αρχές όχι μόνο απέφυγαν να ενημερώσουν τους κατοίκους για την κατάρρευση του μετώπου και την επικείμενη αποχώρηση του ελληνικού στρατού, παραπλανώντας συνειδητά όσους επιχειρούσαν να πληροφορηθούν τι συμβαίνει, αλλά και απαγόρευσαν κάθε οικογενειακή αναχώρηση από χωριά και πόλεις της ενδοχώρας για τα παράλια· η άρση αυτής της απαγόρευσης, όπου και όταν γνωστοποιήθηκε στον πληθυσμό, ήρθε κατά κανόνα πολύ αργά. Δεν έλειψαν και οι εντολές ή οι παροτρύνσεις προς τους κατοίκους να μη φύγουν, ακόμη και η διά της βίας παρεμπόδιση τους με το μαστίγιο από αξιωματικούς που την επομένη θα εγκατέλειπαν σιδηροδρομικώς την περιοχή μαζί με την οικοσκευή τους. Τα λιμεναρχεία Χίου και Μυτιλήνης απαγόρευσαν τέλος, ύστερα από διαταγή της ελληνικής κυβέρνησης, κάθε απόπλου για παραλαβή προσφύγων.

Ακόμη πιο εύγλωττη υπήρξε η θεσμική απαγόρευση της φυγής των Μικρασιατών προς την Ελλάδα με νόμο που ψηφίστηκε ένα μήνα πριν από την κατάρρευση του μετώπου, ενώ αυτή η τελευταία ήταν ορατή πια στον ορίζοντα, και απαγόρευε κάθε «αποβίβασιν» στην Ελλάδα «προσώπων ομαδόν αφικνουμένων εκ της αλλοδαπής» (δηλαδή και από τη Μικρασία) «εφ' όσον ούτοι δεν είναι εφωδιασμένοι διά τακτικών διαβατηρίων νομίμως τεθεωρημένων». Σύμφωνα με μαρτυρίες επιζώντων, η απόκτηση διαβατηρίου (ή της ισοδύναμης με αυτό άδειας εισόδου στην ελληνική επικράτεια) προϋπέθετε κάποιο κοινωνικό status ή την ύπαρξη «γνωριμιών στη Διοίκηση». Ακόμη και τις τελευταίες ώρες της ελληνικής κατοχής, οικογένειες Μικρασιατών που δεν ήταν εφοδιασμένες με τέτοια έγγραφα εμποδίζονταν από τις (ελληνικές) λιμενικές αρχές να επιβιβαστούν στα πλοία που θα τις απομάκρυναν από τον όλεθρο.

Εκτός από «εθνικούς» λόγους (διατήρηση πάση θυσία των προκεχωρημένων φυλακίων του Ελληνισμού στις ασιατικές ακτές), το μέτρο υπαγορεύθηκε επίσης -αν όχι κυρίως- από το ένστικτο της ταξικής αυτοσυντήρησης: «Καλύτερα να μείνουν εδώ να τους σφάξει ο Κεμάλ, γιατί αν πάνε στην Αθήνα θα ανατρέψουν τα πάντα», φέρεται π.χ. να δηλώνει λίγες μέρες πριν από την καταστροφή ο ύπατος αρμοστής της Ελλάδας στη Σμύρνη, Αριστείδης Στεργιάδης. Ανάλογα συναισθήματα έτρεφαν άλλωστε για τους Έλληνες της Ανατολίας όχι μόνο πολλοί ελλαδίτες φαντάροι αλλά κι ένα τμήμα της ανώτερης στρατιωτικής ηγεσίας.

σελ. 137-138

 

  

Η αγριότερη και συστηματικότερη λεηλασία θα γίνει τις επόμενες μέρες στην αρμενική συνοικία, με σφαγή εκατοντάδων κατοίκων της που υποτίθεται ότι πρόβαλαν ένοπλη αντίσταση. Από την αρμενική συνοικία θα ξεκινήσει, τη νύχτα της 30ης προς 31η Αυγούστου, και η πυρκαγιά που μέσα στα επόμενα εικοσιτετράωρα θα καταστρέψει το μεγαλύτερο μέρος των χριστιανικών συνοικιών της πόλης, του λεβαντίνικου «φραγκομαχαλά» συμπεριλαμβανόμενου. Παρ’ όλες τις προσπάθειες των αρχών να την αποδώσουν σε αρμένιους επαναστάτες, πάμπολλες μαρτυρίες δυτικών κυρίως (και ως εκ τούτου «ουδέτερων») παρατηρητών πιστοποιούν ότι η φωτιά προκλήθηκε -και κυρίως τροφοδοτήθηκε- από τον τουρκικό στρατό. Ύστερα από ένα τριήμερο φρίκης, με δεκάδες χιλιάδες άστεγους να περιφέρονται τρομοκρατημένοι απ' το ένα σημείο της πόλης στο άλλο, δεχόμενοι αλλεπάλληλες επιθέσεις από στρατιώτες, χωροφύλακες, αντάρτες κι ένοπλους ντόπιους μουσουλμάνους που επιδίδονται σε ληστείες, φόνους και -κυρίως- βιασμούς, ο στρατιωτικός διοικητής Σμύρνης Νουρεντίν Πασάς θα δώσει με επίσημη διαταγή του διορία δεκαπέντε ημερών για την αποχώρηση όλων των μη μουσουλμάνων στο εξωτερικό, εκτός από τους άντρες ηλικίας 18-45 ετών, που θεωρούνταν «αιχμάλωτοι πολέμου» - λίγες μέρες μετά, η διορία θα επεκταθεί με νέα διαταγή ως τα μέσα Οκτωβρίου. Τελικά, μεταξύ 11 και 17 Σεπτεμβρίου ένας στόλος από ελληνικά, αγγλικά, ιταλικά, γαλλικά κι αμερικανικά πλοία θα παραλάβει 204.600 πρόσφυγες από τη Σμύρνη, 7.000 απ’ τον Τσεσμέ κι άλλους 10.000 από τα Βουρλά - συνολικά 221.600 άτομα. Μέχρι την τελευταία στιγμή, η επιβίβαση τους στα σκάφη της σωτηρίας συνοδεύεται από βιαιοπραγίες, αρπαγές και αλλεπάλληλους ελέγχους για να εμποδιστεί η διαφυγή των ανδρών. Τυχερότεροι υπήρξαν μερικές χιλιάδες υπήκοοι δυτικών χωρών, καθώς από την πρώτη μέρα της πυρκαγιάς είχαν μεταφερθεί με ασφάλεια στα πλοία των Μεγάλων Δυνάμεων που παρακολουθούσαν την καταστροφή της πόλης χωρίς να επεμβαίνουν από τις διαθέσιμες μαρτυρίες προκύπτει, επίσης, ότι ένας απροσδιόριστος (αλλά όχι ιδιαίτερα μεγάλος) αριθμός Οθωμανών ή ελλήνων υπηκόων διασώθηκε χάρη στην ύπαρξη «αλλοδαπών» φίλων και συγγενών, διατεθειμένων ν’ ασκήσουν πίεση ή να καταφύγουν σε ποικίλα στρατηγήματα για να επεκτείνουν και σ' αυτούς το μοναδικό μηχανισμό προστασίας που λειτουργούσε σ' εκείνες τις χαώδεις στιγμές. Από τον αμερικανό πρόξενο Τζορτζ Χόρτον, ο αριθμός όσων απομακρύνθηκαν μ' αυτόν τον τρόπο -ανεξαρτήτως ιδιότητας- υπολογίζεται σε 30.000 περίπου.

σελ. 143-144

 

 [πάνω]

 

[τουρκοκρητικοί]

 

Το πρώτο χαρακτηριστικό αυτού του «μοντέλου» υπήρξε ο μαζικό πατρισμός των μουσουλμάνων της Κρήτης, πολύ πριν από τη Σύμβαση της Λωζάνης για την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών. Εξισλαμισμένοι ελληνόφωνοι γηγενείς στη συντριπτική τους πλειοψηφία, οι Τουρκοκρητικοί ανέρχονταν κατά την απογραφή του 1881 σε 73.234 άτομα, αποτελώντας το 26,2% των κατοίκων του νησιού και το 70,1% του πληθυσμού των αστικών του κέντρων. Μέσα σε δυο μόλις δεκαετίες, ωστόσο, έμειναν λιγότεροι από τους μισούς (33.496 σύμφωνα με την απογραφή του 1900) και το ποσοστό τους στο συνολικό πληθυσμό περιορίστηκε σε 11%.

Μονάχα μέσα στην τριετία 1897-1899 υπολογίζεται ότι εγκατέλειψαν την Κρήτη τουλάχιστον 40.000 μουσουλμάνοι, οι μισοί απ' αυτούς μετά την άφιξη του πρίγκιπα Γεωργίου. Παρά τις κατά καιρούς διακηρύξεις των ηγετών της ελληνικής πλειοψηφίας ότι τους θεωρούσαν «ομαίμονας» και «ομοφύλους» («οι Μουσουλμάνοι συμπολίται μας», δηλώνει π.χ. το 1906 ο Ελευθέριος Βενιζέλος στην κρητική Βουλή, «είναι γνησιότεροι αντιπρόσωποι της Ελληνικής φυλής από πολλούς εκ των κατοίκων της Στερεάς Ελλάδος και των νήσων»), η αιμορραγία αυτή θα συνεχιστεί με ποικίλους ρυθμούς μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’20. Η Λωζάνη βρίσκει στο νησί κάπου 24.000 μουσουλμάνους, απ' τους οποίους αναχωρούν μέσα στον επόμενο χρόνο οι 23.821. Ελάχιστοι θα καταφέρουν να παραμείνουν στις εστίες τους μετά το 1925 - ως επί το πλείστον χάρη στην ενδιάμεση απόκτηση ιταλικής υπηκοότητας, τις αναντικατάστατες επαγγελματικές τους δεξιότητες ή τις άκρως ιδιαίτερες σχέσεις τους με την ελληνική διοίκηση.

Τα αίτια της «μετανάστευσης» των Τουρκοκρητικών πριν από το 1923 αποδίδονται συνήθως στη δυσκολία προσαρμογής τους στην καινούργια κατάσταση, που χαρακτηρίζεται από τη δραματική αντιστροφή των σχέσεων κυριαρχίας μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων.8 Πρόκειται, όπως έχουμε δει, για γενικότερο φαινόμενο που χαρακτηρίζει την υποχώρηση του Ισλάμ στην περιοχή. Πάνω απ' όλα, ωστόσο, καθοριστικές αποδείχθηκαν οι συγκεκριμένες μορφές στρατιωτικής, κοινωνικής και (πρωτίστως) οικονομικής πίεσης που συνόδευσαν το τέλος του παλιού καθεστώτος.

Η πιο εντυπωσιακή μεταβολή αφορά την αναγκαστική έξοδο του αγροτικού μουσουλμανικού πληθυσμού στη διάρκεια των επαναστάσεων του 1889 και του 1896-97 και τη συσσώρευση χιλιάδων εσωτερικών προσφύγων στα πολιορκημένα αστικά κέντρα, κάτω από συνθήκες απόλυτης ένδειας. «Η κατάστασις των Τούρκων του Ηρακλείου είναι αθλιεστάτη», διαβάζουμε χαρακτηριστικά σε έγγραφο του αρχηγού των ανατολικών επαρχιών Αριστοτέλη Κόρακα το Μάρτιο του 1897, «διότι, περιορισμένοι όντες εις την μικράν ζώνην των, πεινώσι και αυτοί και τα ζώα των, τα οποία έφαγαν ήδη και τα χώματα, δεκατίζονται δε από την ευλογιάν. Διέρρηξαν δε και διαρρηγνύουσι καθ' εκάστην αδιακρίτως χριστιανικά και οθωμανικά καταστήματα και διαρπάζουσι τα πάντα, θα φαγωθώσι δε κυριολεκτικώς μεταξύ των αν διαρκέση επί μήνα μόνον η κατάστασις αυτή». Ο αριθμός των «μουσουλμάνων εμιγκρέδων» που είχαν καταφύγει στην πόλη υπολογιζόταν ήδη από το φθινόπωρο του 1896 σε 30.000. Στις αρχές του 1897 άδειασαν επίσης (με τη συνδρομή μαζικών σφαγών, όπως θα δούμε παρακάτω) οι μουσουλμανικοί οικισμοί του Σελίνου και της Σητείας. Το 1900, η απογραφή πληθυσμού της Κρητικής Πολιτείας καταγράφει μόλις 6.991 Τουρκοκρητικούς σε χωριά του νησιού, έξι φορές λιγότερους δηλαδή από τον αντίστοιχο πληθυσμό του 1881. Μια πρώτη συνέπεια αυτής της υποχρεωτικής και τραυματικής αστυφιλίας θα είναι το 1896-98 η αύξηση της πίεσης πάνω στις χριστιανικές μειονότητες των πόλεων, με πολλαπλασιασμό των τυφλών ξεσπασμάτων από ισλαμιστές «βασιβουζούκους» που καταλήγουν σε ομαδικούς φόνους και καταστροφές περιουσιών.

σελ. 191-193

 

 [πάνω]

  

[ποντιακό]

 

Παρόμοιες διαπιστώσεις συναντάμε στα απομνημονεύματα του μητροπολίτη Αμισού (Σαμψούντας) Γερμανού Καραβαγγέλη, στις αναφορές των προξένων της (συμμάχου της Τουρκίας) Αυστροουγγαρίας αλλά και στις δημοσιευμένες αναμνήσεις Ποντίων από τη θητεία τους στα Τάγματα Εργασίας: κάποια στιγμή οι αρμένιοι συστρατιώτες τους διαχωρίστηκαν από τους ελληνορθόδοξους κι εξολοθρεύτηκαν με συνοπτικές διαδικασίες, ενώ οι ίδιοι απλά προειδοποιήθηκαν να μην επιχειρήσουν να τους σώσουν. Τόσο η Μαύρη Βίβλος του 1919 όσο και μερικότερες εξιστορήσεις καταγράφουν ποικίλες παρεμβάσεις ελλήνων προυχόντων, μητροπολιτών και οικονομικών παραγόντων σε Οθωμανούς αξιωματούχους, που είχαν ως αποτέλεσμα τη δραστική κατά τόπους βελτίωση της κατάστασης, με τη ματαίωση προσχεδιασμένων εκτοπίσεων ή ακόμη και το «σύννομο» εξοπλισμό των ελληνικών χωριών για να αντιμετωπίζουν τις τουρκομουσουλμανικές συμμορίες. Στην περίπτωση των Αρμενίων, αντίθετα, τέτοιου είδους περιθώρια αυτενέργειας των τοπικών κλιμακίων της οθωμανικής διοίκησης ήταν αδιανόητα: ακόμη και οι «συμπονετικότεροι» βαλήδες ή στρατιωτικοί εξέφραζαν την πλήρη αδυναμία τους να αποτρέψουν την προδιαγραμμένη έκβαση μιας κεντρικά αποφασισμένης πολιτικής, ενώ οι δημόσιες διαμαρτυρίες στο οθωμανικό Κοινοβούλιο αποδείχθηκαν εντελώς ανίσχυρες. Επιπλέον, οι ελληνικοί πληθυσμοί των αστικών κέντρων ελάχιστα θίχτηκαν από τις εκτοπίσεις του 1916-18 (με μοναδική εξαίρεση το Ορντού, ύστερα από την πανηγυρική υποδοχή των -περαστικών- ρωσικών στρατευμάτων από τους εκεί Έλληνες). Υπάρχουν τέλος γραπτές εντολές του αρχιτέκτονα της αρμενικής γενοκτονίας, υπουργού Εσωτερικών Μεχμέτ Ταλάτ (12.7.1915), να μην επεκταθεί η μεταχείριση των Αρμενίων και στους υπόλοιπους χριστιανικούς πληθυσμούς, επειδή αυτό «Θα έχει κακή επίδραση στην κοινή γνώμη» της Δύσης.

Κάποιες πτυχές του ζητήματος που αποσιωπούνται από τη Μαύρη Βίβλο αποδείχθηκαν επίσης καθοριστικές για την αντιμετώπιση των Ελλήνων στη διάρκεια του Α' Παγκόσμιου Πολέμου. Μία από αυτές ήταν η στάση των κατά τόπους μητροπολιτών («εθναρχών» σύμφωνα με το οθωμανικό σύστημα) απέναντι στον πόλεμο, τους κινδύνους που αυτός συνεπαγόταν αλλά και τις «ευκαιρίες» που πρόσφερε. Ο μητροπολίτης Αμάσειας Γερμανός Καραβαγγέλης αξιοποίησε π.χ. την ύπαρξη ενός μεγάλου αριθμού φυγόστρατων χριστιανών και την έκρυθμη κατάσταση που δημιουργούσαν τα κατασταλτικά μέτρα εναντίον των οικογενειών και των κοινοτήτων τους για να οργανώσει σε «τακτικά κι αξιόμαχα σώματα» τις πρώτες ανταρτοομάδες που σχηματίστηκαν με ρωσική υποστήριξη στην περιοχή της Σαμψούντας. Ο ίδιος στις αναμνήσεις του κάνει λόγο για 20.000 αντάρτες, νούμερο εξώφθαλμα υπερβολικό· σύμφωνα με μια ρεαλιστικότερη εκτίμηση, ο αριθμός τους στη διάρκεια του πολέμου «υπερέβη τας 3.000, μετά δε την ανακωχήν έφθασε τας 12.000». Το αποτέλεσμα ήταν η μετατροπή της επαρχίας του σε πολεμική ζώνη του -κατά τα άλλα απομακρυσμένου- ρωσοτουρκικού μετώπου, με εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του τουρκικού στρατού εναντίον των ελληνικών χωριών που κατηγορούνταν για υπόθαλψη του αντάρτικου. Στις επίσημες αναφορές του Καραβαγγέλη που δημοσιεύονται στη Μαύρη Βίβλο του 1919, η ύπαρξη και η δράση αυτών των «τακτικών και αξιόμαχων σωμάτων» αποσιωπάται βέβαια πλήρως, δίνοντας την εσφαλμένη εντύπωση ενός μονομερούς ανθρωποκυνηγητού σε βάρος του ελληνορθόδοξου πληθυσμού παρόμοιου με αυτό που υπέστησαν οι Αρμένιοι. Εντελώς διαφορετική υπήρξε αντίθετα η μεταχείριση των Ελλήνων στην εκκλησιαστική επαρχία Τραπεζούντας, παρ’ όλο που αυτή βρισκόταν ακριβώς πάνω στη γραμμή του ρωσοτουρκικού μετώπου, χάρη στη στάση του εκεί μητροπολίτη Χρύσανθου. Ο τελευταίος έκρινε προτιμότερη τη συνεννόηση με τις τοπικές οθωμανικές αρχές, προστάτευσε τους μουσουλμάνους της πόλης κατά την εικοσάμηνη ρωσική κατοχή της και κατέφυγε στον εξοπλισμό των ελλήνων χωρικών αποκλειστικά και μόνο ως μέσο αυτοάμυνας τους απέναντι στις ανεξέλεγκτες μουσουλμανικές συμμορίες· ως αντάλλαγμα απέσπασε τη «νομιμοποίηση» αυτού του εξοπλισμού, ματαίωσε την εκτόπιση του ελληνικού πληθυσμού (όχι μόνο των Οθωμανών αλλά ακόμη και των 300 ρώσων υπηκόων της πόλης), πέτυχε δε οι στρατεύσιμοι Έλληνες της περιοχής να υπηρετήσουν «ως εργάται πλησίον των πόλεων και χωρίων όπου κατώκουν» κι όχι στα εξοντωτικά Amele Taburu. Αυτή η επιτυχία οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στον αντιευρωπαϊκό πολιτικοϊδεολογικό προσανατολισμό του Χρύσανθου, που διευκόλυνε τις συνεννοήσεις του με τον τοπικό βαλή, πιθανότατα όμως ανταποκρινόταν και σε στρατηγικότερες επιλογές του ποιμνίου του. Ανάλογη υπήρξε, σύμφωνα με κάποιες πηγές, και η πολιτεία του μητροπολίτη Ροδοπόλεως, στην επαρχία του οποίου εκτοπίστηκαν όλα κι όλα χωριά, οι δε υλικές ζημιές «περιωρίσθησαν εις το δυνατόν όριον του ελαχίστου». Μια τρίτη εκδοχή ιεράρχη, πολύ λιγότερο γνωστή για προφανείς λόγους, αποτέλεσε ο Χαλδίας και Κερασούντος Λαυρέντιος, που «κατηγγέλθη υπό του ποιμνίου του ότι έθεσεν εις τον κατάλογον ως διακόνους διαφόρους στρατευσίμους εμπόρους, λαβών παρ’ αυτών αντάλλαγμα», με αποτέλεσμα να φυλακιστεί «επί τινας μήνας» και να δικαστεί ως κοινός απατεώνας.

σελ. 228-231

 

 

 

Από την ίδια πηγή -τις αναμνήσεις του Χρυσόστομου Καραΐσκου- διαπιστώνουμε την έκταση του κενού εξουσίας που επικρατούσε στο Δυτικό Πόντο στις αρχές του 1920: έλληνες οπλαρχηγοί τακτοποιούν ζητήματα όπως η επιστροφή 2.000 αρπαγμένων αιγοπροβάτων στους (μουσουλμάνους) ιδιοκτήτες τους, η απελευθέρωση τούρκων αξιωματικών που είχαν απαχθεί για λύτρα ή η πάταξη αρμενικών ληστρικών συμμοριών, αμειβόμενοι σ' αυτή την τελευταία περίπτωση με πολεμοφόδια απ' τον τούρκο στρατιωτικό διοικητή· ο αφηγητής αξιωματικός παρουσιάζεται σαν απεσταλμένος του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, επιφορτισμένος με τον εφοδιασμό των ανταρτοομάδων σε τρόφιμα και φάρμακα, αναχωρεί δε από τη Σαμψούντα με το όπλο στο χέρι και υπό την προστασία άγγλων αξιωματικών τα αυτοσχέδια δικαστήρια που ο ίδιος συγκροτεί επιλύουν τις διαφορές όχι μόνο μεταξύ ελλήνων οπλαρχηγών κι ανταρτών (έτσι ώστε να σταματήσουν οι αιματηρές εμφύλιες συγκρούσεις), αλλά και μεταξύ του ευρύτερου πληθυσμού. Σε έκθεση του από τα περίχωρα της Σαμψούντας, τον Φλεβάρη του 1920, ο Καραΐσκος τονίζει ότι οι Έλληνες κάτοικοι της περιοχής «έχουν κόψει πάντα δεσμόν μετά των τουρκικών στρατιωτικών και πολιτικών αρχών, γνωρίζοντες ως μόνους δικαστάς και ανωτάτην αρχήν τους κατά τόπους αρχηγούς των όπλων και [τον] Επίσκοπον», και εισηγείται την επέκταση του εγχειρήματος στις υπόλοιπες επαρχίες (Ορντού, Τραπεζούντα κλπ.). Η πραγματικότητα αυτή δεν έχει ωστόσο την παραμικρή σχέση με τις φαντασιώσεις για μια ανεξάρτητη «Δημοκρατία του Πόντου», που ευαγγελίζονται και διεκδικούν οι ενεργοποιημένοι στην Ελλάδα και την Ευρώπη (αλλά αποκομμένοι από την πραγματική κατάσταση του τόπου) κύκλοι της ποντιακής διασποράς. Το «παράλληλο κράτος» της μητρόπολης της Σαμψούντας και των ανταρτοομάδων της διαχειρίζεται σε τοπικό επίπεδο τις υποθέσεις των (άκρως μειοψηφικών) ελληνικών κοινοτήτων, εκ των πραγμάτων όμως αδυνατεί να συγκροτήσει οποιοδήποτε πολιτειακό μόρφωμα που θα μετέτρεπε την παραδοσιακή εξέγερση σε επανάσταση. Βάσει της συγκρότησης του δεν υπήρξε άλλωστε κάποιο πολιτικό σχέδιο μακροπρόθεσμης απελευθέρωσης αλλά η ανασφάλεια -αν όχι απελπισία- του ντόπιου ελληνορθόδοξου στοιχείου, ύστερα από τις δραματικές εμπειρίες του Α' Παγκόσμιου Πολέμου και τη συνειδητοποίηση της ευάλωτης θέσης του σε μια περιοχή με συντριπτική μουσουλμανική πλειοψηφία. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει στην έκθεση του ο Καραΐσκος: «Όλοι έχουν εξοικειωθεί με τον Θάνατον και παραμένουν με την ελπίδα απαίσιου ζοφερού μέλλοντος».

σελ. 233-234

 

 

 

Αν οι Ρωμιοί του Πόντου και της Μικρασίας δεν υπέστησαν γενοκτονία, υπήρξαν ωστόσο οφθαλμοφανώς θύματα εθνοκάθαρσης. Μεταξύ 1912 και 1922, πριν δηλαδή από την υπογραφή του πρωτοκόλλου ανταλλαγής πληθυσμών της Λωζάνης, σημειώθηκαν τρία τουλάχιστον μαζικά κύματα προσφυγιάς με διαταγή ή κάτω από την πίεση των τουρκικών αρχών.

Το πρώτο προσφυγικό ρεύμα σημειώθηκε το 1914, με τις μαζικές -και συχνά βίαιες- απελάσεις δεκάδων χιλιάδων Μικρασιατών στην Ελλάδα. Ακολούθησε το 1918 η μαζική έξοδος 85.000 Ελλήνων του Ανατολικού Πόντου, που ακολούθησαν το ρωσικό στρατό στην υποχώρηση του πριν από την επανεγκατάσταση των οθωμανικών αρχών. Αν και η προπαγάνδα του Πατριαρχείου αποδίδει αυτό το δεύτερο εκπατρισμό εξ ολοκλήρου στο φόβο τουρκικών βιαιοτήτων κι αντεκδικήσεων (φόβο καθόλου παράλογο, αφού πολλές ελληνικές κοινότητες είχαν υποδεχτεί πανηγυρικά τους Ρώσους ως ελευθερωτές113), φαίνεται ωστόσο πως ένα μέρος της φυγής οφειλόταν στην εμφύλια διαμάχη που εκδηλώθηκε στους κόλπους της ελληνικής κοινότητας της Τραπεζούντας κάτω από την επίδραση των ρωσικών επαναστάσεων της εποχής. Από την έκθεση Καθενιώτη πληροφορούμαστε π.χ. ότι κατά τους τελευταίους μήνες της ρωσικής κατοχής στην πόλη «εσημειώθησαν μεριχαί φιλελεύθεροι τάσεις αι οποίαι σφόδρα ετάραξαν το διέπον θεοκρατικών καθεστώς» της εκεί ελληνικής κοινότητας, συγκροτήθηκαν σύλλογοι «με σκοπόν αντικαταστάσεως του συστήματος των Δημογεροντιών δι’ ετέρου, ταραξίαι δε τινές επετέθησαν εναντίον αυτής της Μητροπόλεως, η οποία, ευρισκομένη εν τω δικαίω της, αντέταξεν άμυνα, εφονεύθη εις κλπ.»· αποτέλεσμα της εν λόγω διαμάχης, γνωστό στην τότε ελληνική κυβέρνηση, ήταν το 1919-20 η αντίθεση «του διοικούντος Ελληνικού καθεστώτος εν Τραπεζούντι» στην παλιννόστηση όλων των φυγάδων, παρά τις δημόσιες διαβεβαιώσεις περί του αντιθέτου.

Όλα αυτά ήταν, όμως, μικροπράγματα σε σχέση με τη μαζική έξοδο του ελληνικού πληθυσμού που ακολούθησε τη διάλυση του ελληνικού στρατού το 1922. Πολλές χιλιάδες έφυγαν τις τελευταίες μέρες και ώρες πριν από την καταστροφή, ενώ ένα δεύτερο κύμα ακολούθησε τη διαταγή του Νουρετίν με την οποία δόθηκε στους Έλληνες (εκτός από τους άντρες στρατεύσιμης ηλικίας) διορία ενός μήνα για να εγκαταλείψουν τη χώρα επ' απειλή εκτόπισης στο εσωτερικό. Αντίθετα προς ό,τι είχε συμβεί τις προηγούμενες φορές, ωστόσο, τούτη τη φορά η εκδίωξη των Ελλήνων δεν περιορίστηκε στους κατοίκους των παραλίων αλλά επεκτάθηκε -με παρόμοιες διαταγές και «άδειες»- σ' ολόκληρη τη χώρα, από τα Μούγλα της Καρίας και τη Μάκρη της Λυκίας μέχρι τα παράλια του Πόντου κι από τη Σπάρτη της Πισιδίας ίσαμε τα βάθη της Ανατολίας και του Κουρδιστάν.115 Στους «αποχωρούντες» χορηγούνταν τουρκικό διαβατήριο για μια και μοναδική μετάβαση «έξω από τα σύνορα» (hududu hanq). Ταυτόχρονα, η ελληνική κυβέρνηση κλήθηκε από την κεμαλική να παραλάβει από τα παράλια του Πόντου «20.000 ορφανά παιδιά που κινδύνευαν να σφαγούν». Μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου είχαν φτάσει στην Ελλάδα 595.420 πρόσφυγες από την καθαυτό Μικρασία, 8.800 απ’ τον Πόντο και 204.380 από την Ανατολική Θράκη, ενώ ο αριθμός των κρατουμένων αντρών που είχαν μείνει πίσω υπολογιζόταν απ’ τις βρετανικές Μ υπηρεσίες σε τουλάχιστον 100.000.

σελ. 250-251

 

 [πάνω]

 

Η κολοκυθιά των αριθμών

Οι μαζικοί θάνατοι Ποντίων μεταξύ 1914 και 1922 αποτελούν γεγονός αδιαμφισβήτητο, και οπωσδήποτε υπερβαίνουν κατά πολύ τον αριθμό των 40.000 νεκρών που δίνει για όλη την οκταετία 1914-22 η επίσημη τουρκική ιστοριογραφία. Εξίσου εξωπραγματικός είναι, ωστόσο, ο αριθμός των 353.000 θυμάτων που έχει θεσπιστεί επίσημα στην Ελλάδα ως απολογισμός της «γενοκτονίας». Ο αριθμός αυτός περιλαμβανόταν στην εισηγητική έκθεση του σχετικού νομοσχεδίου και στην αρχική πρόταση των βουλευτών του ΠΑΣΟΚ το 1992, υιοθετήθηκε από πολλούς ομιλητές κατά την ψήφιση του στη Βουλή, αναπαράγεται στην επίσημη έκδοση της τελευταίας και στα σχολικά βιβλία του Λυκείου, προβάλλεται δε σταθερά σε επετειακές εκδηλώσεις και δημοσιεύματα. Ότι πρόκειται για νούμερο φανταστικό και κάθε άλλο παρά ανταποκρινόμενο στα πράγματα το διαπιστώνουμε συγκρίνοντας τα διαθέσιμα στατιστικά δεδομένα που αφορούν το μέγεθος του ποντιακού πληθυσμού πριν και μετά την καταστροφή: η επίσημη (και απόρρητη) απογραφή του 1910-12 από τους μητροπολίτες και τα ελληνικά προξενεία είχε καταγράψει στην περιοχή λιγότερους από 400.000 Έλληνες, αριθμό που επαναλαμβάνεται (με αμελητέες αποκλίσεις) και στην πατριαρχική Μαύρη Βίβλο του 1919· η απογραφή πάλι του 1928 εντόπισε στην Ελλάδα τουλάχιστον 182.000 πρόσφυγες γεννημένους στον Πόντο, στους οποίους θα πρέπει να προστεθούν όσοι πέθαναν μετά την άφιξη τους στην Κωνσταντινούπολη και την Ελλάδα (που δεν ήταν λίγοι) κι όσοι έφυγαν στη Ρωσία (τουλάχιστον 85.000 το 1917-18, συν ένας άγνωστος -αλλά όχι αμελητέος-αριθμός αργότερα) ή απευθείας στην Αμερική και τη Δυτική Ευρώπη. Το απλό αυτό πρόβλημα αριθμητικής «επιλύεται» από τους επίσημους ιστορικούς της ποντιακής «γενοκτονίας» με την αυθαίρετη προβολή εξαιρετικά μεγαλύτερων αριθμών για τον πληθυσμό των Ποντίων πριν από το 1914: τα κείμενα του Φωτιάδη που διδάσκονται στους μαθητές των ελληνικών σχολείων φουσκώνουν έτσι τους Έλληνες του Πόντου πριν από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο σε 697.000, νούμερο που αντλείται από τις εντελώς φανταστικές επεξεργασίες ενός στελέχους της ποντιακής διασποράς του 1918-20 (του πάλαι ποτέ ηγουμένου της μονής Βαζελώνος κι εν συνεχεία «αντιπροσώπου του εν Ν. Ρωσσία Ελληνισμού», αρχιμανδρίτη Πανάρετου Τοπαλίδη). Κάποιοι άλλοι επίσημοι ιστορικοί, όπως ο Βλάσης Αγτζίδης (μέλος της «συνοδικής επιτροπής εθνικής ταυτότητος» της Εκκλησίας της Ελλάδος), αμφισβητούν ευθέως τη φερεγγυότητα της απόρρητης πατριαρχικής απογραφής του 1910-12, προκρίνοντας στη θέση της τους οφθαλμοφανώς εξογκωμένους ισχυρισμούς των ελληνικών προπαγανδιστικών εκδόσεων του 1918-19 και κάποιων «ελληνοτουρκικών site» στο Διαδίκτυο. Η εισηγητική έκθεση του Ν. 2193 προς τη Βουλή, που υπέγραφε ο τότε υπουργός Εσωτερικών Άκης Τσοχατζόπουλος, ανεβάζει πάλι αυθαίρετα τον αριθμό των Ποντίων του 1914 σε «ένα σύνολο επτακοσίων πενήντα χιλιάδων (750.000)», χωρίς να παραπέμπει φυσικά σε οποιαδήποτε πηγή. Ας σημειωθεί, τέλος, ότι ακόμη και το διεκδικητικό υπόμνημα του Βενιζέλου προς τη Διάσκεψη του Παρισιού το 1919, οι αριθμοί του οποίου για τους Έλληνες της Μ. Ασίας ήταν επίσης διογκωμένοι (όπως δείχνει η σύγκριση τους με τα νούμερα της απόρρητης υπηρεσιακής απογραφής του 1921), εκτιμά τους ελληνορθόδοξους Ποντίους του 1914 σε 477.828, ενώ ο ημιεπίσημος Έλληνας στατιστικολόγος της εποχής -ο Αλέξανδρος Πάλλης- περιορίζει τον αριθμό τους σε μόλις 230.000.

σελ. 252-255

 [πάνω]

Ερασιτεχνική δημιουργία τον Οκτώβριο του 2004.  Τελευταία ενημέρωση:  Κυριακή, 08 Μαρτίου 2015.