| |
Ο Βενιζέλος και η επέμβαση στη Μικρά Ασία
Του Νικολαου Εμμ. Παπαδακη
Καθημερινή, Kυριακή, 10 Iουνίου
2007
Με ερέθισμα το αφιέρωμα της «Κ» (Κυριακή, 20 Μαΐου) στην ελληνική απόβαση στη
Σμύρνη, το 1919, και στη Μικρασιατική Εκστρατεία που ακολούθησε, ο Νικόλαος Εμμ.
Παπαδάκης (Γενικός Διευθυντής του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών και Μελετών
«Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος» στα Χανιά) γράφει για τις αποφάσεις και την πολιτική
του Βενιζέλου στη Μικρά Ασία, εντοπίζοντας παράλληλα τα αίτια για την
καταστροφική έκβαση της εκστρατείας.
Η απειλή για την επιβίωση των Ελλήνων της Μικράς Ασίας είχε αποφασιστική
επίδραση στις αποφάσεις του Βενιζέλου. Οι τρομεροί διωγμοί, που προηγήθηκαν,
είχαν εξοντώσει ή μεταβάλει σε πρόσφυγες χιλιάδες Ελληνες της Μικράς Ασίας και
της Ανατολικής Θράκης. Θα ήταν επομένως αδιανόητο οι επιζήσαντες από τους
διωγμούς Ελληνες να καταδικασθούν και πάλι σε τουρκικό ζυγό, όταν μάλιστα μετά
την ανακωχή, στην ηττημένη Τουρκία υπήρχε απόλυτο κενό εξουσίας και άρχισαν να
δρουν χιλιάδες ένοπλοι Τσέτες, που αποτελούσαν καθημερινή απειλή για Τούρκους
και Ελληνες. Εξ άλλου η στάση, οι επιθυμίες και οι εκδηλώσεις των ίδιων των
Ελλήνων ήταν υπέρ της ενσωμάτωσής τους στην Ελλάδα.
Οι επικριτές του Βενιζέλου δεν απαντούν σε ένα κρίσιμο ερώτημα: Ποια πολιτική
έπρεπε να ακολουθήσει τότε η Ελλάδα; Το δίλημμα ήταν πραγματικό. Ο Αλαστος το
αποδίδει σε όλη του τη διάσταση: «Ένα σημαντικό πράγμα που ο καθηγητής Toynbee
και οι Συντηρητικοί αγνοούσαν ήταν η μοίρα του ενάμισι εκατομμυρίου Ελλήνων κάτω
από τον Τουρκικό ζυγό. Κανείς δεν μπήκε στον κόπο να τους σκεφτεί. Η Τουρκική
πολιτική είχε εστιάσει στην εξόντωση του άτυχου αυτού πλήθους. Από το 1909, οι
προσπάθειες των κυρίαρχων της Τουρκίας κατευθύνονταν προς αυτόν το στόχο και οι
Βαλκανικοί και Ευρωπαϊκοί πόλεμοι είχαν εντείνει το δυναμισμό τους. Υπήρχαν μόνο
δύο τρόποι να τους σώσουν. Είτε μεταφέροντάς τους μαζικά στο Ελληνικό Βασίλειο
είτε δημιουργώντας μία περιοχή γύρω από τη Σμύρνη (ή ένα αυτόνομο κράτος που θα
αγκάλιαζε ολόκληρη τη Δυτική Ανατολία)…».
Συμμαχικοί δεσμοί - Στρατιωτική κατάσταση
Για τον Βενιζέλο η επιτυχία της πολιτικής του στη Μικρά Ασία ήταν απόλυτα
συνυφασμένη με την οικονομική και στρατιωτική βοήθεια και την αλληλεγγύη των
συμμάχων. Η ίδια η κατάληψη της Σμύρνης είχε τη συνδρομή του πολεμικού ναυτικού
της Βρετανίας, η δε ελληνική νηοπομπή συνοδεύτηκε από τον αγγλικό στόλο για την
αντιμετώπιση κάθε ενδεχομένου. Αργότερα, τον Ιούλιο του 1920, κατά την κατάληψη
της Ανατολικής Θράκης το βρετανικό αρχηγείο διέθεσε όλα τα μέσα για την απόβαση,
τα οποία εστερείτο ο ελληνικός στρατός, και επιπλέον ενίσχυσε την επιχείρηση με
μονάδες του βρετανικού ναυτικού.
Όμως, η μεγάλη ευκαιρία για τον Βενιζέλο να προσδέσει τους συμμάχους και κυρίως
τους Βρετανούς ακόμα περισσότερο στο ελληνικό άρμα δόθηκε κατά την κεμαλική
επίθεση, τον Ιούνιο του 1920, κατά των Βρετανών στη Νικομήδεια, που απείλησε τις
θέσεις των συμμάχων στα Στενά και στην Κωνσταντινούπολη. Η Ελλάδα διέθεσε τα
απαραίτητα στρατεύματα τα οποία διέλυσαν τις τουρκικές δυνάμεις. Επέτυχε την
άρση των περιορισμών στη δράση του ελληνικού στρατού και αποδέχθηκε τα ελληνικά
τμήματα, που δρούσαν στην περιοχή της Κωνσταντινούπολης, να τεθούν υπό την
ηγεσία του βρετανού στρατηγού Μιλν. Ήταν ένα ακόμα βήμα για μεγαλύτερη εμπλοκή
της Βρετανίας στον Μικρασιατικό πόλεμο. Ο στρατηγός Μιλν και άλλοι Βρετανοί
ιθύνοντες υποπτεύονταν το παιχνίδι του Βενιζέλου και φοβούνταν ότι τα σχέδια του
Ελληνα πρωθυπουργού θα παρέσυραν τελικά το Λονδίνο στον πόλεμο.
Λίγο πριν από τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920, ο Βενιζέλος απηύθυνε δύο
υπομνήματα στον Βρετανό Πρωθυπουργό. Σ’ αυτά μιλούσε για εκστρατεία μέχρι την
Αγκυρα, προκειμένου να επιτευχθεί σύντομα η ειρήνευση στη Μικρά Ασία. Για την
επιτυχή έκβαση της εκστρατείας έθετε ως προϋπόθεση: τη συμμετοχή βρετανικών
δυνάμεων, την παροχή μεγάλης ποσότητας υλικού και 3.500.000 λίρες στερλίνες τον
μήνα. Ο ίδιος ο Βενιζέλος σε λόγο του στη Βουλή, τον Μάρτιο του 1932, είπε ότι ο
Λ. Τζορτζ βρήκε πολύ φυσικά τα αιτήματα του. Σ’ αυτά τα σχέδια έδωσαν βέβαια
τέλος οι εκλογές του Νοεμβρίου 1920 και η ήττα του Βενιζέλου.
Οι κεραυνοβόλες επιχειρήσεις του ελληνικού στρατού που είχαν διεξαχθεί στη Μικρά
Ασία και στην Ανατολική Θράκη είχαν συνταράξει συθέμελα το ανεγειρόμενο κεμαλικό
οικοδόμημα και είχαν διαψεύσει τις ελπίδες του τουρκικού λαού στις δυνατότητες
του κεμαλικού στρατού. Επακόλουθο των γεγονότων αυτών ήταν μεγάλες λιποταξίες
Τούρκων στρατιωτών, καθώς και ομαδικές μετακινήσεις χιλιάδων κατοίκων, που
ζητούσαν καταφύγιο στις κατεχόμενες από τους Ελληνες γραμμές.
Για την εποχή εκείνη, από τον Ιούνιο μέχρι τον Οκτώβριο του 1920, ο βιογράφος
του Κεμάλ, Αρμστρονγκ γράφει: «...Στην πραγματικότητα, ο Μουσταφά Κεμάλ είχε
ελάχιστες δυνάμεις τακτικού στρατού, … υποσιτισμένο, άσχημα εξοπλισμένο και δεν
διέθετε πυροβολικό και μεταφορικά μέσα. Οι υπόλοιπες δυνάμεις του ήταν ομάδες
ατάκτων και δεν μπορούσαν να προβάλουν αντίσταση στους Ελληνες, που βρίσκονταν
σε καλή κατάσταση…» και συνεχίζει «…Στις αρχές του φθινοπώρου του 1920 είχε
αποκρυσταλλωθεί η κατάσταση… Ο Σουλτάνος δεν είχε τη δύναμη να επιβληθεί στους
αντάρτες. Οι σύμμαχοι με μια χούφτα στρατευμάτων, εξίσου ανίσχυροι. Γύρω τους,
σαν προστασία, για μοναδική προστασία απ’ όλες τις πλευρές, υπήρχε το τείχος των
Ελληνικών στρατευμάτων» και συμπληρώνει ο Αρμστρονγκ «…Νικημένοι και απωθημένοι
κατά τέτοιο επονείδιστο τρόπο, οι Τούρκοι είχαν αποθαρρυνθεί πλήρως. Οι άνδρες
άρχισαν να λιποτακτούν από τα τακτικά στρατεύματα. Στα χωριά υψωνόταν η γνωστή
παλιά και κουρασμένη κραυγή για ειρήνη…».
Η εκλογική ήττα, η πτώση και οι μοιραίες συνέπειες
Η επιτυχία της πολιτικής του Βενιζέλου ήταν συνυφασμένη με ισχυρούς συμμαχικούς
δεσμούς. Όμως, μετά την πτώση του, τα διεθνή δεδομένα μεταβάλλονται δραματικά. Η
χώρα περιέρχεται σε διεθνή απομόνωση, τα σχέδια των συμμάχων περί διαμελισμού
της Τουρκίας αρχίζουν ν’ αναθεωρούνται και οι συμμαχίες της Ελλάδας
διαρρήγνυνται.
Ιδιαίτερα επικριτικός για τις αποφάσεις των νέων κυβερνητών ο Τσόρτσιλ γράφει:
«Ο μόνος λογικός σκοπός στην εκδίωξη του Βενιζέλου και η μόνη λογική πολιτική
που προήλθε από αυτήν θα μπορούσαν να είναι η γρήγορη και σκληρή μείωση των
ελληνικών δεσμεύσεων στην Μικρά Ασία […]. Τώρα απογυμνωμένος από την αγγλική
υποστήριξη και αντιμετωπίζοντας τον ανταγωνισμό των Ιταλών και αυτό που σύντομα
θα εμφανιζόταν ως γαλλικός ανταγωνισμός, ένας μόνο δρόμος ήταν ανοιχτός για τον
Κωνσταντίνο και τους υπουργούς του: Να επιτύχει ειρήνη με την Τουρκία με τους
καλύτερους δυνατούς όρους…».
Την επομένη ενός πολέμου ο οποίος είχε εκατομμύρια θύματα, η επάνοδος στην
εξουσία των συμμάχων της ηττημένης Γερμανίας δεν ήταν δυνατόν να γίνει αποδεκτή
τόσον από τις συμμαχικές κυβερνήσεις όσον και από την κοινή γνώμη της Ευρώπης.
Για το εχθρικό κλίμα που επικράτησε, τότε, σε βάρος της Ελλάδος, αποκαλυπτικό
είναι άρθρο που δημοσιεύθηκε στους Times του Λονδίνου, στις 17 Νοεμβρίου 1920 (ν.η.)
Παραθέτουμε μικρά αποσπάσματα: «…Οι ψηφοφόροι της παλιάς Ελλάδας και της Δυτικής
Μακεδονίας απέπεμψαν από την εξουσία τον μεγάλο πολιτικό και πατριώτη που τους
ανύψωσε από την κατάσταση της αδυναμίας και της επαπειλούμενης διάλυσης, στην
οποία τους βρήκε, σχεδόν στη θέση μιας Μεγάλη Δυνάμεως. Δεν μπορούμε να
θυμηθούμε από την εποχή του ΑΡΙΣΤΕΙΔΗ πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα λαϊκής
αγνωμοσύνης ή λαϊκής αφροσύνης […] η Αγγλία και η Γαλλία σε κάθε περίπτωση, δεν
θα έχουν καμμιά σχέση με τον επαναθρονισμένο Κωνσταντίνο […] θα αρνηθούν
οπωσδήποτε την ελάχιστη βοήθεια, σχέση ή υποστήριξη, πολιτική, χρηματική ή
οικονομική, στο Γερμανό πράκτορα στο Θρόνο των Αθηνών, ή σε ένα λαό που είναι
ικανός να υποβάλλει εαυτόν στη διοίκησή του…».
Οι διάδοχοι του Βενιζέλου, αγνοώντας τη διπλή πλέον απειλή του Κεμάλ και της
Αντάντ, αποφάσισαν τη συνέχιση του πολέμου, χωρίς μάλιστα να υπάρχουν πλέον οι
προϋποθέσεις και οι εγγυήσεις, που υπήρχαν την εποχή του Βενιζέλου. Δεν μπόρεσαν
ή δεν θέλησαν ν’ αντιληφθούν το μεγάλο κενό που άφησε η αποχώρησή του από τη
διακυβέρνηση της χώρας. Για τη σημασία των εξελίξεων αυτών, ο Τσόρτσιλ, γράφει:
«Θα ήταν παράλογο να ζητήσουμε από τη βρετανική και γαλλική δημοκρατία να κάνει
θυσίες για ένα λαό του οποίου το πραγματικό πνεύμα είχε φανεί με την επιλογή
ενός τέτοιου άνδρα. Για αυτό η επιστροφή του Κωνσταντίνου στην Ελλάδα διέλυσε
κάθε πίστη των συμμάχων στην Ελλάδα και ακύρωσε όλες τις νόμιμες υποχρεώσεις.
Στην Αγγλία, το συναίσθημα δεν ήταν η δυσαρέσκεια αλλά μια συνολική έλλειψη
συμπάθειας και ακόμα και ενδιαφέροντος. Στη Γαλλία μια εντονότερη δυσαρέσκεια
ενδυναμώθηκε από άλλες πρακτικές σκέψεις. Έχουμε δει πώς οι Γάλλοι είχαν
εμπλακεί σε δυσκολίες με τους Άραβες στη Συρία και με τους Τούρκους στην
Κιλικία. Για χάρη του Βενιζέλου θα μπορούσαν να υπομείνουν πολλά αλλά για τον
Κωνσταντίνο τίποτα…».
Ήδη, η Ελλάδα είχε επανέλθει στην προ του 1910 κατάσταση. Το πλέγμα των
συμμαχιών και των λεπτών ισορροπιών, που με τόση μαεστρία είχε υφάνει επί 10
χρόνια ο Βενιζέλος, είχε ανατραπεί και το σύστημα ασφάλειας της χώρας
καταστραφεί. Από το 1910, που ο Βενιζέλος έγινε πρωθυπουργός, η εξωτερική
πολιτική του στηρίχθηκε σε συμμαχίες και μόνον. Τη συμμαχία με τη Βουλγαρία στον
Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο την διαδέχθηκε η συμμαχία με τη Σερβία κατά τον Β΄ Βαλκανικό
Πόλεμο, για την αντιμετώπιση της πρώην συμμάχου Βουλγαρίας. Στον Α΄ Παγκόσμιο
Πόλεμο, η συνεργασία με τη Γαλλία, εξουδετέρωσε τις βρετανικές αντιδράσεις για
τη διατήρηση του Μακεδονικού μετώπου, που ήταν βασικό στοιχείο της πολιτικής του
Βενιζέλου. Στη Μικρά Ασία, χωρίς να έλθει σε σύγκρουση με τη Γαλλία, άλλαξε
συνεταίρο και στήριξε την πολιτική του στη Βρετανία. Ο Μ. Λ. Σμιθ γράφει ότι «…ο
Βενιζέλος συνεργάστηκε πλήρως με τις δυτικές δυνάμεις για να τις χρησιμοποιήσει
και να προωθήσει την πολιτική της Ελληνικής αποκατάστασης…».
Είναι ατύχημα για την Ελλάδα ότι τρεις μήνες μετά την υπογραφή της Συνθήκης των
Σεβρών, ο αρχιτέκτων της ηττήθηκε στις εκλογές και εγκατέλειψε την πολιτική
σκηνή της χώρας. Έτσι, οι κορυφαίες πράξεις του μικρασιατικού δράματος
διαδραματίσθηκαν σε μια εποχή που ο Βενιζέλος είχε προ πολλού παύσει να είναι
πρωθυπουργός. Ουδείς βέβαια, σήμερα, μπορεί, καταφεύγοντας σε υποθέσεις, να
περιγράψει τι θα συνέβαινε αν παρέμενε στην εξουσία. Δεν είναι υπερβολή, πάντως,
να ισχυρισθεί κανείς ότι αν δεν μεσολαβούσε η εκλογική ήττα, η τύχη των Ελλήνων
της Μικράς Ασίας θα ήταν εντελώς διαφορετική.
|