|
|
Τα Μαρασλειακά (το προφίλ του δασκάλου)
Ανάλογες ήταν οι απόψεις για το προφίλ του δασκάλου. Οι πρωτεργάτες του εκπαιδευτικού δημοτικισμού ήταν μοντέρνοι, με καλές σπουδές στο εξωτερικό και ευρεία μόρφωση, και λειτουργούσαν ως πρότυπα για τους δασκάλους που έρχονταν σε επαφή μαζί τους. Στην εποχή τους, για τον κύκλο τους και τις αντιλήψεις τους, ο ρόλος του δασκάλου ήταν πολύ σημαντικός. Οι προσδοκίες της κοινωνίας από το σχολείο, σε συνδυασμό με τις μεγάλες μεταρρυθμιστικές κινήσεις στον Δυτικό κόσμο, είχαν στρέψει το διδασκαλικό επάγγελμα προς τα παιδαγωγικά, τη φιλοσοφία και τη ψυχολογία. Ο εκπαιδευτικός δημοτικισμός ήθελε τους δασκάλους επιστήμονες ενημερωμένους για τις διεθνείς παιδαγωγικές εξελίξεις, με αποκρυσταλλωμένη άποψη για το σχολείο. Θεωρούσαν ότι η εκπαιδευτική πολιτική όφειλε να είναι αντικείμενο μελέτης και εφαρμογής εμπνευσμένων παιδαγωγών. Στην αντίπερα όχθη βρισκόταν η αντίληψη του δημόσιου λειτουργού ως θεματοφύλακα των εθνικών και ηθικών αξιών. Η πολιτική κοινωνία έπρεπε να εμπιστεύεται την εκπαίδευση όχι μόνο σε ικανούς, αλλά κυρίως πιστούς υπερασπιστές των παραδόσεων του έθνους. Η τάση των «συγχρονιστών» να αφήσουν το αποτύπωμα τους στην εκπαιδευτική πολιτική χαρακτηρίζεται μωρία: «αν θέλουν να διδάξουν κατά τας πεποιθήσεις των», ν' ανοίξουν δικά τους σχολεία και όχι να διδάσκουν στα σχολεία του κράτους, τους προτρέπουν συχνά οι αντίπαλοι τους. Οι Ευρωπαίοι -κυρίως οι Γερμανοί, που εκείνη την εποχή έδιναν τα φώτα τους στους παιδαγωγούς όλης της ηπείρου, οι Γερμανοί και η σχέση τους με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό-γίνονται επιχείρημα για την προσκόλληση του σχολείου στο παρελθόν:
«[...] καθ' ον χρόνον εν Γερμανία υπό καθηγητών και ακαδημαϊκών σοφών […] συνιστάται δε και επιδιώκεται η επάνοδος εις τα υψηλά ιδανικά του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, ημείς διά των επισήμων παιδαγωγών και ακαδημαϊκών μας διδάσκομεν την νεολαίαν ότι αυτά όλα είνε σάπια. "Τι μας μέλει ημάς, έκαμεν η Μήδεια; Τι; Του Χατζιδάκι τις σκουριασμένες ιδέες θα ακολουθούμεν ημείς σήμερα; Ημείς είμεθα νέον Έθνος, έχομεν ιδικόν μας νέον πολιτισμόν". Αυτά και άλλα τοιαύτα βλάσφημα διδάσκουν οι φίλοι και οπαδοί των κυρίων τούτων τα μικρά παιδιά, καθώς και ότι οι Βούλγαροι και οι Τούρκοι είνε καλοί άνθρωποι, αδελφοί μας• λοιπόν κάτω τα σύνορα».
Μαρία Ρεπούση, Τα Μαρασλειακά (1925-1927), Αθήνα 2012, Πόλις, σ. 67-68
(και η συντηρητική στάση)
Η πρόταση των μεταρρυθμιστών συνιστούσε συνολικά, για το αντίπαλο συντηρητικό στρατόπεδο, τεράστια εθνική απειλή. Οι αντιμεταρρυθμιστικές δυνάμεις υπερασπίζονταν έναν τρόπο ζωής και εκπαίδευσης που καθοριζόταν από «αμετάβλητους κώδικες κοινωνικών και θρησκευτικών αξιών», ένα απροσδιόριστο μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή εθνικό ιδεώδες, το οποίο κατέστρεφαν οι «συγχρονιστές» της εκπαίδευσης. Διατυπωμένο το σκεπτικό της εθνικής απειλής, περιελάμβανε καταρχάς την εξωτερική απειλή. Ο ελληνισμός ήταν περικυκλωμένος από εχθρούς, και μοναδική του προστασία ήταν το εθνικό ιδεώδες. Γι' αυτό και έπρεπε η εκπαίδευση να ενσταλάξει το εθνικό ιδεώδες, να «εκχύσωμεν», όπως έγραφε η Ελληνική σε ένα χαρακτηριστικό πολεμικό κείμενο, «χάλυβα εις την ψυχήν της νεότητος»: «Αλλ' όταν το εθνικόν ιδεώδες συντριβή τι θ' απομείνη εις την Χώραν ταύτην; Έχομεν τόσους εχθρούς εξωτερικούς. Θ' ανοίξωμεν διά των ιδίων μας χειρών τας θύρας εις αυτούς; Διότι τας πύλας μας ανοίγομεν εις τον εχθρόν όταν υποσκάπτομεν την ψυχήν και την καρδίαν της νεότητος, όταν εκριζώνωμεν από την ψυχήν αυτής τας υγιείς αρχάς, όταν αποσπώμεν εκ της καρδίας αυτής τα υψηλό αισθήματα». Στο πλαίσιο μιας τέτοιας ρητορικής, δεσπόζουσα παραδειγματική αξία έχει η Μικρασιατική Καταστροφή. Εξαιτίας της, το έθνος έχει υποστεί έναν ηθικό κλονισμό τον οποίο δεν μπορεί να υπερβεί χωρίς ενίσχυση του εθνικού ιδεώδους. Από αντεπιχείρημα, η Μικρασιατική Καταστροφή γίνεται έτσι επιχείρημα για να συνεχιστεί η ίδια εκπαιδευτική πολιτική.
Μαρία Ρεπούση, Τα Μαρασλειακά (1925-1927), Αθήνα 2012, Πόλις, σ. 67-68
|
|